Κυριακή, Οκτωβρίου 15, 2017

Όλες οι ψυχές, Χαβιέ Μαρίας

Δεν νομίζω πως είναι τυχαίο, ότι ενώ το βιβλίο το διάβασα μόλις πριν δυο χρόνια ακριβώς (Οκτώβριο του 2015), όταν το πήρα τώρα στα χέρια μου για να γράψω την ανάρτηση, δεν θυμόμουνα… σχεδόν τίποτα! Έτσι, το ξαναδιάβασα, και μάλιστα με ενδιαφέρον, εφόσον πάντα ο Μαρίας είναι ελκυστικός. Ωστόσο, γρήγορα κατάλαβα γιατί συνέβη αυτό:  ουσιαστικά, δεν υπάρχει πλοκή, για την ακρίβεια είναι απειροελάχιστη, ενώ ανακυκλώνονται με διαφορετικό τρόπο τα θέματα που πάντα απασχολούν τον Μαρίας, η μνήμη/αφήγηση, ο έρωτας, η αρρώστια, ο θάνατος.
Ο κεντρικός ήρωας, ένας νεαρός Ισπανός (δεν αναφέρεται το όνομά του, δεν ξέρω αν σκόπιμα παραμένει ανώνυμος) ξεδιπλώνει -ευτυχώς σε πρώτο ενικό- με πολύ λεπτομερειακό τρόπο τα βιώματά του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στα δύο χρόνια που ήταν εκεί ως προσωρινός διδάσκων (υφηγητής;) με αντικείμενο την ισπανική λογοτεχνία. Οι εμπειρίες του απ΄ τον βρετανικό τρόπο ζωής συμπλέκονται με  τα συναισθήματά του απέναντι στην Κλερ, παντρεμένη με την οποία σχετίζεται, καθώς και με τις προσωπικές του περιπλανήσεις στο χώρο των παλαιοβιλιοπωλείων και των σπάνιων εκδόσεων, που τις περιγράφει σχολαστικά. Ο τίτλος του βιβλίου (Όλες οι ψυχές) παραπέμπει στο Κολλέγιο όπου δουλεύει η Κλερ, αν και θα μπορούσε κάποιος να πει ότι κεντρικός πυρήνας τη αφήγησης είναι ο ψυχισμός των τριών βασικών προσώπων με τα οποία δέθηκε ο ήρωας (> όλες οι ψυχές που με άγγιξαν).
Για τον νεαρό Ισπανό, ο κλειστός κόσμος της Οξφόρδης σε σχέση με τον κόσμο της Μαδρίτης  είναι εκτός χώρου και εκτός χρόνου, γι αυτό και ο ίδιος νιώθει βασικά σαν «να έχει μεταφερθεί σ’ ένα άλλο στοιχείο, όπως ας πούμε στο νερό», ενώ όσοι ζούσαν σ’ αυτόν ήταν ή διαταραγμένοι ή τύποι της περιπέτειας. Πέρα όμως από το κοινωνικό πλαίσιο που είναι ενδιαφέρον, ο ήρωας είναι συμπαθητικός, αγαπητός στον αναγνώστη,  είναι προσεκτικός και ευφυής παρατηρητής, ειλικρινής στις εξομολογήσεις και τα παθήματά του, και δεν είναι τυχαίο που αγαπά τη λογοτεχνία και τη διδάσκει (αυτό που λένε «βλέπει τη ζωή σαν μυθιστόρημα»).
Η περιγραφή δεν είναι γραμμική, αλλά αποτελεί εκ των υστέρων αφήγηση του ήρωα, ο οποίος συνθέτει, προοικονομεί, γενικεύει και αναλύει όπως γίνεται συνήθως στην προφορική εξιστόρηση όταν αναστοχάζεσαι και ανασυνθέτεις τα γεγονότα (αν και είναι γνωστό ότι αυτός που μιλάει, δεν είναι πάντοτε ο ίδιος μ’ αυτόν που βρισκόταν εκεί). Η εξομολόγηση αυτή είναι έξυπνη, διανθισμένη με σπαρταριστά επεισόδια, όπως αυθαίρετες ερμηνείες που δίνει στις εξεζητημένες ερωτήσεις των σπουδαστών του και τις παρετυμολογήσεις των λέξεων, για να καταλήξει στο αμίμητο «όταν η πραγματική γνώση καταντάει αδιάφορη, τότε μπορεί και να επινοηθεί»! Είναι όμως τόσο υπεραναλυτική, που πράγματι θυμίζει τον Προυστ[1] όπως επισημαίνεται και στο οπισθόφυλλο. Έτσι και δω π.χ., γίνεται  εκτεταμένη αναφορά στον…. σκουπιδοτενεκέ ενός εργένη (!) ή επί 22 σελίδες ο αφηγητής περιγράφει το καθιερωμένο εθιμοτυπικό δείπνο (ένα από κείνα τα μεγαλεπήβολα δείπνα που εκεί ονομάζονται high tables) που γινόταν μία φορά τη βδομάδα στην Οξφόρδη (όπως και στο Κέμπριτζ), στο οποίο μάλιστα γνώρισε την Κλερ. Η τυπικότητα των δείπνων αυτών στην κατεξοχήν χώρα της τυπικότητας  είναι άνευ προηγουμένου, και ο αναγνώστης μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο, παρακολουθεί με περίσσιο ενδιαφέρον την οπτική ενός παρατηρητή άλλης κουλτούρας (που ομολογουμένως βλέπει το όλο θέμα με άκρα ειρωνεία). Όλα είναι ρυθμισμένα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, (μέλη της Συγκλήτου με τήβεννο, συγκεκριμένες θέσεις με ιεραρχική προτεραιότητα, συγκεκριμένα λεπτά που μιλάς με τον δεξιό παρακαθήμενο, συγκεκριμένος χρόνος που μιλάς με τον αριστερό, συγκεκριμένα λεπτά για το πρώτο πιάτο, το δεύτερο πιάτο κ.ο.κ.) ενώ βλέμματα ζήλειας διασταυρώνονται ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες ή γυναίκες και άντρες προοιωνίζοντας θυελλώδεις σκηνές.
Δε νομίζω ότι χρειάζεται να τονίσουμε ότι η ματιά ενός Ισπανού στην Αγγλία, και ιδιαίτερα στον ψυχαναγκαστικό, κλειστό πανεπιστημιακό κόσμο  της Οξφόρδης  ταυτίζεται με αυτά που θα έβλεπε ένας Έλληνας, εν πάση περιπτώσει με μεσογειακό ταμπεραμέντο παρατηρητής. Έτσι, νιώθουμε οικεία όταν ο ήρωας αναφέρεται στο ψυχρό φως της βόρειας χώρας, που δεν παίρνει άλλες αποχρώσεις όλο το απόγευμα, αντίθετα ο ήλιος δύει ξαφνικά, σαν να υπάρχει ένας διακόπτης. Η σκιαγράφηση διάφορων απίθανων τύπων καθηγητή (μεταξύ αυτών ένας πρώην κατάσκοπος στη Μ15, την περίφημη Βρετανική Μυστική Υπηρεσία, γνωστή για τις σχέσεις της με τους πανεπιστημιακούς κύκλους, και κάποιος πρώην ανακριτής Σοβιετικών που ζητούσαν άσυλο στη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου!) ή διαφόρων ανεκδιήγητων «μυστικών» εταιριών είναι τόσο έξω απ΄ το δικό μας πνεύμα και τόσο… βρετανικά, ενώ ο Ισπανός νεαρός τα περιγράφει όλα αυτά σχεδόν ξεκαρδιστικά.  Προσωπικά, παρακολούθησα με ειδικό ενδιαφέρον την εργασιακή σχέση των καθηγητών των ιδιωτικών αυτών μη κερδοσκοπικών[2] πανεπιστημίων, οι οποίοι ζουν ουσιαστικά σε μια κλειστή γυάλα με τιμές και δόξα, κι όταν συνταξιοδοτούνται επιβιώνουν με τρεις κι εξήντα.
Ο αφηγητής, απ΄ την  πρώτη κιόλας σελίδα  έχει περιορίσει το ενδιαφέρον του σε τρία πρόσωπα που γνώρισε στη σύντομη αυτή περίοδο, για τα οποία μιλάει διεξοδικά και ψυχογραφεί με πολλή διεισδυτικότητα. Τώρα που μας αφηγείται, οι δυο έχουν πεθάνει (ίσως περίμεναν να φτάσω και να εξαντλήσω το χρόνο μου εκεί για να μου δώσουν την ευκαιρία να τους γνωρίσω και να μπορώ να μιλάω γι’ αυτούς). Ο ένας ήταν βαριά άρρωστος πριν ακόμα φύγει ο ήρωας από την Οξφόρδη, δίνοντάς του το έναυσμα να στοχαστεί πολύ σχετικά με την αρρώστια και τον θάνατο (σε ποιον ανήκει η θέληση του αρρώστου; Στον άρρωστο ή στην αρρώστια; Όταν κάποιος είναι άρρωστος, όπως κι όταν είναι γέρος ή διαταραγμένος, τα πράγματα γίνονται εξίσου και με τη δική του θέληση και με τη θέληση των άλλων. Αυτό που δεν ξέρουμε πάντα είναι σε ποιον ανήκει εκείνο το μέρος της θέλησης που πια δεν είναι δική μας).

 Η μοιχεία απαιτεί πολλή προσπάθεια
… να μη διαρκούμε πολύ, να μην επιμένουμε, να μην παραμένουμε,
γιατί αν διαρκέσουμε λίγο παραπάνω απ΄ όσο χρειάζεται, τότε πάει και η χάρη
κι αρχίζουν τα μαρτύρια κι εκτυλίσσονται οι τραγωδίες.
Τραγωδίες ανόητες, τραγωδίες αναπόφευκτες, τραγωδίες αναμενόμενες

Το τρίτο πρόσωπο, και το πιο ενδιαφέρον, είναι η ατίθαση-απρόβλεπτη Κλερ (όλα σ’ αυτήν ήταν κάπως πληθωρικά, υπερβολικά, μιας κι ήταν ένα πλάσμα νευρώδες, κι από κείνα που δεν τα φθείρει εύκολα ο χρόνος, και για τα οποία η ίδια η αντίληψη του χρόνου και το πέρασμά του είναι μια προσβολή, μας και χρειάζονται ολόκληρη την αιωνιότητα για το καθετί). Ακόμα όμως πιο συναρπαστική είναι η σχέση του αφηγητή με την Κλερ, για την ακρίβεια η καταγραφή κάθε μικρού/μεγάλου άγχους, κάθε προσμονής, κάθε διάψευσης του θερμόαιμου μεσογειακού  ήρωα με την πιο χαλαρή και ρεαλίστρια Κλερ (π.χ.  ήμουν εγώ αυτός που έπρεπε να βάλω το ξυπνητήρι ή να κοιτάξει το ρολόι στο κομοδίνο/ήμουν εγώ αυτός που έπρεπε να δω αν είχαν σβήσει τα σημάδια της απόλαυσης να προσέξω αν είχε απαλειφθεί από το πρόσωπό της η ιδιόμορφη αιωνιότητά της που είχε ξεκινήσει και κρατήσει όσο ήταν συντροφιά μαζί μου, και να προσέξω ακόμα μήπως ήταν το πρόσωπό της τα μάτια της ξαναμμένο και τα μάτια της θολά).  Στις προσπάθειες και το άγχος του εραστή της να βρουν δικαιολογίες για να δικαιολογηθούν στον άντρα της, απαντά με μεγαλείο: είσαι ηλίθιος. Ευτυχώς που δεν είσαι εσύ ο άντρας μου.(…) Αν ήσουν ο Τεντ δεν θα μου έκανες αυτές τις ερωτήσεις, γιατί θα ήξερες ότι θα μπορούσα να στις απαντήσω ή και να μη στις απαντήσω∙ κάτι που είναι το ίδιο, γιατί αυτό που ζητά κανείς απ’ τον άνθρωπό του είναι η γαλήνη όσο μοιράζεται μαζί του την καθημερινή ζωή κλπ κλπ.
Εξίσου πραγματίστρια είναι η Κλερ και λίγο πριν λήξει η θητεία των δυο χρόνων του καθηγητή μας. Ενώ εκείνος είναι διαλυμένος και έτοιμος να παρατήσει όλα τα σχέδια για χάρη της, εκείνη πολύ ρεαλιστικά επαναφέρει  το λογικό πλαίσιο, απόλυτα συμβιβασμένη με το φευγαλέο και την σημασία του.
Αυτό νομίζω είναι κι ό, τι αξίζει περισσότερο σ’ αυτό το βιβλίο: η αίσθηση του φευγαλέου, του αναπότρεπτου, που περικλείεται μέσα στη διάρκεια των δύο χρόνων και περιλαμβάνει κάθε είδους συγκίνηση- κι όταν κλείνει ο κύκλος κι έχεις φύγει πια, μένει μια συμπαγής ανάμνηση που χωράει σ΄ ένα μόνο ντουλάπι της μνήμης…
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Παροιμιώδης η περιγραφή του φλιτζανιού με τσάι που κρατάει η ηρωίδα στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», που πιάνει τις τέσσερις πρώτες σελίδες!
[2] http://www.huffingtonpost.gr/periklis-gogas/kseroume-ti-einai-ta-idiotika-panepistimia_b_17982072.html

5 σχόλια:

ameristosa@gmail.com είπε...

ακούγεται, πάντως, πολύ ενδιαφέρον

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

είναι μοναδικό το γράψιμό του

Διονύσης Μάνεσης είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Διονύσης Μάνεσης είπε...

Γεια σου, Χριστίνα!

(Οκτώβρης, είπα κι εγώ να κάνω την επ-ανάστασή μου και .. να 'μαστε ξανά..)

Ναι, έχεις πολύ δίκιο (θέλω να πω.. συμφωνώ μαζί σου :-) ) Διεισδυτική, ζιζανιώδης, παλινδρομική, μυρηκαστική, εμμονική σχεδόν η μοναδική γραφή του Μαρίας. Σκάβει, ξανασκάβει, φεύγει, επανέρχεται, φωτίζει εδώ, φωτίζει εκεί.. Κι όμως. Αυτό το κουβάρι που μοιάζει αξεδιάλυτο, καλά δουλεμένο είναι και, μ' όλους τους δαιδάλους, έχει σχέδιο, αρχή μέση και τέλος. Και μια χαρά παιχνίδι με τη σκέψη κάνει.
( Τώρα, συμπτωματικά, διάβαζα και κάτι διηγήματά του - "όταν ήμουν θνητός"- που παρόλο που περιέχουν σπερματικά πολλά στοιχεία του δεν έχουν τη δύναμη των μυθιστορημάτων του)
Πολλά φιλιά

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Διονύση σαν τα χιονια (εμέις εδω στη Δράμα είδαμε και χιόνια στα βουνά!!!)
Χαίρομαι που συνταξιδεύουμε σε κάποια μήκη κύματος, κι ας έχουμε χαθεί... Πάντα με την προσδοκία ότι θ ανταμώσουμε (Χριστούγεννα θα είμαι για καμιά 20αριά μέρες Αθήνα, στο γνωστό από το αποκριάτικο όργιο του 79 σπίτι...).
Είναι πράγματι μιοναδικά απολαυστικός ο Μαρίας.
Φιλιά