Τετάρτη, Νοεμβρίου 13, 2013

Άγιοι δαίμονες/ Εις ταν πόλιν, Γιάννη Καλπούζου

Εξίσου ποιοτικό και «χορταστικό» το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα του Καλπούζου με το πρώτο του, το Ιμαρέτ, με το οποίο άλλωστε θα εύρισκε κανείς πολλές αναλογίες. Παρόλο που θεωρώ ότι ο συγγραφέας καταπιάστηκε με ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, να τοποθετήσει την  υπόθεσή  του μυθιστορήματός του σε μια σύνθετη, ιδεολογικά φορτισμένη και πολύπλοκη ιστορική συγκυρία (Κωνσταντινούπολη 1808 με 1831), κινήθηκε με πολλή άνεση στην εποχή, αποδίδοντας συνολικά την ατμόσφαιρα, ώστε ο καθένας θα ομολογούσε ότι «δεν μπορεί παρά κάπως έτσι να είχαν τα πράγματα».  Σε όσους λοιπόν έχουν λαογραφικές, ιστορικές (αλλά και… γλωσσολογικές ανησυχίες), δεδομένης της πολυεθνικότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας το βιβλίο αυτό έχει ενδιαφέρον ιδιαίτερο και δίνει απαντήσεις λίγο ως πολύ τεκμηριωμένες, χωρίς βέβαια αυτό να το καθιστά μάθημα ιστορίας ή εθνικής προπαγάνδας, ούτε να είναι σε βάρος της μυθικής αφήγησης (δηλ. της μυθιστορηματικής πλοκής). Από την άλλη, η υπόθεση αυτή καθαυτή είναι ελκυστική και οι χαρακτήρες  επίσης ενδιαφέροντες.
        Σ ΄ όλο το βιβλίο κυριαρχεί η αφήγηση του πρωταγωνιστή Τζανή (αφηγείται ως ιστορητής και ιστορούμενος) αλλά παρεμβάλλονται και οι σύντομες αφηγήσεις άλλων, ποικίλων προσώπων, σε ξεχωριστές ενότητες (π.χ. γράμμα του πατέρα, μαρτυρία του Θεοφίλη,  μαρτυρία του παππού κ.α.), δίνοντας έτσι μια πρισματική οπτική. Η γλώσσα (προσπαθεί να) είναι η γλώσσα της εποχής, φυσικά με πάρα πολλές τούρκικες λέξεις κι ονομασίες, ενώ η απόδοση των γλωσσικών ιδιωμάτων (δεν είμαι σε θέση να κρίνω την εγκυρότητά τους) ασκεί ιδιαίτερη γοητεία, και δε δημιουργεί δυσκολίες λόγω του γλωσσαρίου.  Αντίθετα, οι παροιμίες/γνωμικά/λαϊκά τραγούδια που διανθίζουν την αφήγηση αβίαστα και πολύ ταιριαστά κατά περίπτωση, κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Παρατηρήσεις όπως ότι Φανάρι στα τουρκικά (φενά γερ) θα πει σκουπιδότοπος κι από κει μπορεί να πήρε το όνομά της η περιοχή (άλλοι βέβαια λένε πώς έλαβε το όνομα στα χρόνια των Γραικορωμαίων από ένα φανάρι που άναβε στο λόφο ψηλά), ή ότι το Αιγαίο λεγόταν Άσπρη θάλασσα σε αντιπαράθεση με τη Μαύρη θάλασσα στολίζουν την αφήγηση και δίνουν ένα διασκεδαστικό τόνο. Μαθαίνουμε φερειπείν  ότι «φαρς» ήταν δύσκολη περσική γλώσσα, εξού και το «φαρσί» που λέμε εμείς. Επίσης, πολύ βοηθητικό χαρακτήρα για την κατανόηση των γεγονότων έχει και ο χάρτης που παρατίθεται στην αρχή.
       
        Εκείνα τα χρόνια 600.000 «ψυχές» ζούσαν στην Πόλη∙ Τούρκοι, Ρωμιοί, Εβραίοι, Αρμένιοι. Το ξημέρωμα ξεχυνόταν στους δρόμους το ανθρώπινο μελίσσι και μαζί οι πουλητάδες (σαλεπιτζήδες, ζαρζαβατζήδες, σουτζήδες, σιμιτζήδες), κλπ. Πίσω απ τα παραθύρια οι γυναίκες παρακολουθούσαν, οι λεγόμενες μανταπολάμ.  Φράγκοι, γενίτσαροι, γαλιοντζήδες, χανούμισσες με μαύρους ευνούχους, δερβίσηδες, παλαιστές, ακροβάτες, μελλοντολόγοι, πρακτικοί γιατροί, παραμυθάδες. Οι πλούσιοι Ρωμιοί του Τζουμπαλί έχουν δούλους και δούλες απ’ όλες τις φυλές. Έντεχνα μεταφερόμαστε σε διάφορα μέρη της Πόλης (και όχι μόνο) και μπορούμε να φανταστούμε πώς ήταν εκείνη την εποχή (π.χ. πριγκηπονήσια, Γαλατά, φωταγωγημένο Μπουγιούκ Τσαρσί, Φανάρι κλπ.), εφόσον  η λογοτεχνική πένα του συγγραφέα  μάς δίνει πλούσια ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία, ενταγμένα μέσα στην αφήγηση, χωρίς δηλαδή να κάνει ατέλειωτες περιγραφικές παρενθέσεις. Με αφορμή ας πούμε την πανούκλα, γίνεται σύγκριση ανάμεσα στην εκφορά των νεκρών, αν είναι Ρωμιός, Τούρκος ή Αρμένης. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η ονομασία «Τούρκοι», όπως επισημαίνεται και στο Ιμαρέτ όπου αναφέρονται ως  Οσμανλήδες,  δεν ισχύει παρά για μια μειονότητα. Σύμφωνα με την κοσμοθεωρία του Μποκρουζέ (βλ. παρακάτω): Εδώ όλοι οι μουσουλμάνοι είναι ιγντίς (μιγάδες). Οι Τούρκοι της Ανατολίας λέγουν τους μουσουλμάνους της Πόλης και όλου του ευρωπαϊκού κομματιού της Αυτοκρατορίας ανακάτωμα φυλών. Στην Ήπειρο οι μουσουλμάνοι είναι οι πρώην χριστιανοί σπαχήδες, στη Σερβία οι εξισλαμισμένοι Σλάβοι, στην Κρήτη εξισλαμισμένοι Κρήτες, το ίδιο και στον Μοριά, στη Ρούμελη και αλλού. Η λέξη «Τούρκος», όπως φαίνεται , σε κάποιες περιπτώσεις ήταν βρισιά ανάμεσα στους μουσουλμάνους, εφόσον σήμαινε και χοντροκέφαλος, βάρβαρος.
       

        Γεωγραφικά/ιστορικά

        Δε θα πρεπε κανείς ν’ αναφερθεί με λεπτομέρειες στο ιστορικό υπόβαθρο του βιβλίου, γιατί ολοφάνερα δεν είναι σκοπός του συγγραφέα να κάνει ιστορία. Δε μπορεί όμως ο αναγνώστης, απ την άλλη, να αγνοήσει το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο, ή να μη σκαλίσει στη μνήμη του γεγονότα που μαθαίναμε μηχανικά στα σχολικά βιβλία, και ξαφνικά, έμμεσα ή άμεσα παίρνουν σάρκα και οστά. Η αίσθηση που δίνει πάντως η γραφή είναι ότι υπάρχει απόλυτος σεβασμός στα ιστορικά στοιχεία, δίνονται μέσω των χαρακτήρων διαφορετικές οπτικές, και μπορεί κανείς να αναζητήσει τα πλούσιο λαογραφικό υλικό (έθιμα, παροιμίες κλπ) που συνοδεύουν τις λαϊκότροπες αφηγήσεις των ηρώων.
        Έτσι λοιπόν, ο ενδιαφερόμενος για την ιστορικότητα αναγνώστης, έχει την ευκαιρία να γευτεί γεγονότα και καταστάσεις, όπως η πανούκλα που στέλνει στο θάνατο χιλιάδες, οι γενίτσαροι για τους οποίους μαθαίνουμε ότι είχαν και οι Ρωμαίοι (τους λεγόμενους «γιούνορες»), οι Βυζαντινοί είχαν τους «νεότερους», και τους «Τουρκόπουλους», εκχριστιανισμένους Τούρκους∙ μαθαίνει για το καρακαζάνι, ένας «ορτάς» (τμήμα γενίτσαρων) όπου όμως είναι γραμμένοι ορθόδοξοι χριστιανοί κληρικοί, Φαναριώτες και πλούσιοι Ρωμιοί με σκοπό την αισχροκέρδεια, τη μηχανορραφία και την εκμετάλλευση, με προσβάσεις στην εκκλησία, στο Πατριαρχείο, ακόμα και στους ανώτατους Οθωμανούς αξιωματούχους. Βλέπει τον επινοητικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν οι Εβραίοι τους διωγμούς τους (αξιοθαύμαστα περίπλοκο σύστημα επικοινωνίας στις μεσοτοιχιές)∙ μαθαίνει ακόμα για τους ευνούχους, που δεν αφορούν μόνο Οθωμανούς (στο νου μου έρχονταν όσα έλεγε ο πατέρας μου για τους ευνουχισμένους πατριάρχες, τον καιρό των Γραικορωμαίων, τον Πολύευκτο, τον Ιγνάτιο Ραγκαβέ με εντολή του αυτοκράτορα Λέοντα του Αρμένιου, αλλά και τον ευνούχο Φώτιο). Το πιο συναρπαστικό όμως μέρος κατά τη γνώμη μου είναι η περιπέτεια που ξεκινά με την απίστευτη γνωριμία του Τζανή με τον Τούρκο/κρυπτοχριστιανό Παυλή-Μελέκ όταν το σκάει για Οδησσό (τελικά ταξιδεύει Σινώπη-Τραπεζούντα-Πάφρα-Σαμψούντα), το ναυάγιό τους (που τους βγάζει στην Κερασούντα), η επίσκεψη στο χωριό του Μελέκ-Παυλή, η -με επίσης απίστευτο τρόπο- αποκάλυψη ότι όλοι είναι κρυπτοχριστιανοί (κρυφοκοιτάμε και μεις όπως κι ο Τζανής τις αρχέγονες τελετές τους, τη βάφτιση κρυπτοχριστιανής κ.α.), και το αποκορύφωμα, η σύλληψη και φυλάκιση τους, και η μεταβίβασή  τους στα μπουντρούμια της Πόλης, στο κολαστήριο του Μπάνιον, ως θανατοποινίτες. Οι συνθήκες στα κάτεργα, οι αρρώστιες-ψείρες κλπ, τα βασανιστήρια, η  ένταση, το ρίσκο, οι χαραμάδες χαράς και ζωής μέσα στη φρίκη του θανάτου απασχολούν ένα μεγάλο μέρος της αφήγησης και καταλήγουν σε εξίσου περιπετειώδη απόδραση. Ο ήρωάς μας εντάσσεται πάλι στη ζωή της Πόλης με την παλιά του ταυτότητα. Κανείς δεν τον συνδέει με τον αγνώριστο «κατεργάρη» του Μπάνιον.
        Τέλος, τα ιστορικά στοιχεία που αφορούν την προετοιμασία της επανάστασης πληθαίνουν προς το τέλος του βιβλίου. Είναι συναρπαστική η προσπάθεια να βλέπει κανείς τα –υποτίθεται γνωστά-γεγονότα μέσα από τα μάτια κάποιου που του είναι σύγχρονα, δεν ξέρει την έκβασή τους, κι επηρεάζεται από χίλια δυο. Όμως πάλι γύριζε τούμπα ο νους μου κι αναρωτιόμουν για την Ελλάδα. Ποια Ελλάδα καταγίνονταν να λευτερώσουν; κείνη οπού’ χε στη Χάρτα του ο Ρήγας; Όσους τόπους διαφέντευε το Πατριαρχείο; Όλες τις χώρες που ανήκαν κάποτε στους Γραικορωμαίους; Και θα έφτιαχναν καινούρια αυτοκρατορία; και τι θα απογίνονταν τόσες φυλές; Γιατί στην Οθωμανική αυτοκρατορία ζούσαν εβδομηνταδιόμισι φυλές, μιας και τους γύφτους τους λογάριαζαν για μισή φυλή… Τα φύλλα του Λόγιου Ερμή από το 1812 έχουν μπει στο σπίτι του γιατρού, πατέρα του Τζανή διασπείροντας τις ιδέες της επιστήμης και του διαφωτισμού.
        Ο Τζανής μπαίνει στο κόλπο της Εταιρίας του Φοίνικα μέσω του αδερφού του Λεωνή, μεταφέρει μυστικά μηνύματα και κάποια στιγμή τα αποκωδικοποιεί εισάγοντας τον εαυτό του στα άδυτα. Ποιος είναι ο αρχηγός της Εταιρίας του Φοίνικα, μήπως ο Καποδίστριας; Μηχανορραφίες  για να ανέβει από τον Μιχαήλ Σούτσο ο Γρηγόριος ο Ε΄ στην έδρα του Πατριαρχείου. Πεσκέσια από το Σουλτάνο (συνήθεια από το 1467). Στοιχεία που παρουσιάζονται ως εικασίες ή υποψίες των ηρώων, αλλά ίσως αξίζουν την έρευνα. Παρακολουθούμε και την τελετή μύησης στη Φιλική Εταιρία. Ήτανε η συντροφία των Φιλικών ωσάν πυραμίδα. Όσο πιο ψηλά, τόσα περισσότερα ηξεύρανε. Προδοσίες, συλλήψεις, έρευνες. Μετά τις προδοσίες και την κήρυξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία, ούτε λόγος να γίνει πράξη το σχέδιο για τον ξεσηκωμό της Πόλης. Μαθαίνουμε πώς το ξέσπασμα της επανάστασης στοίχισε την ανελέητη σφαγή των ρωμιών στην Κων/λη, τον Απρίλη του 1821, αλλά ακούμε και τη «φωνή» του Τσελεμπή Χαϊντάρ: αλλά να ξεύρεις αυτό. Το αίμα δεν το έχυσαν οι πολλοί και αγαθοί μουσουλμάνοι. Κι ας τους πότισανν με μίσος. Τις μέρς εκείνες οι περσότεροι μουσουλμάνοι κλείνονταν στα σπίτια τους. Από τους τετρακόσιες χιλιάδες μουσουλμάνους της πόλης, κείνοι που κάμανε τα κακά δεν ξεπερνούσαν τους δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες. Και δεν είναι σωστό να φορτώνονται όλοι το άδικο. Οι  καταστροφές στην Πόλη και την ευρύτερη περιοχή είναι ανυπολόγιστες. Μέσα απ τα μάτια του γραμματισμένου και ευσεβούς αδερφού του Τζανή, Δημητράκη, παρακολουθούμε το μαλλιοτράβηγμα των ιερέων για την εκλογή του Ευγένιου, του Πατριάρχη που αντικατέστησε τον Γρηγόριο τον Ε΄ (γενειάδαι εξεριζώνοντο, καλημαύκια εξεσφενδονίζοντο, άμφια διερρηγνύοντο και βλασφημίαι αρμόζουσαι εις θαμώνας καταγωγίων εξήρχοντο εκ των «ιερών» εκείνων χειλέων.
        Οι φρικαλεότητες συνεχίζονται κι απ τις δυο πλευρές. Μέσα απ τα μάτια του Ανθία μαθαίνουμε και για την επανάσταση στη Μολδοβλαχία, την εκ/ση των ηγεμόνων της Βλαχίας, ενώ τα ιστορικά γεγονότα που αποτελούν το φόντο της αφήγησης περιλαμβάνουν με πολύ ανάγλυφο τρόπο και την καταστροφή της Χίου. Το βιβλίο που γράφει ο Τζανής, είναι αυτό που κρατάμε στα χέρια μας και φτάνει μέχρι το 1831.
       
        Τα πρόσωπα

        Η πρώτη λέξη του μυθιστορήματος είναι μια κραυγή: «γιαγκίν!», δηλαδή φωτιά. Μια από τις πυρκαγιές που κατέστρεφαν μέρος της πόλης κατά δεκάδες πριν την επανάσταση, καταστρέφει και το βιος της οικογένειας του Τζανή και αναγκάζει όλη την οικογένεια να σκορπίσει. Σ αυτό το έκτακτο σκηνικό ο συγγραφέας μάς σκιαγραφεί το γενικότερο πνεύμα των κατοίκων (οι μουτεβελήδες των τζαμιών και τα ρουφέτια των μουσουλμάνων βοηθούσαν και παραστέκονταν στους ομόθρησκούς τους. Αμά πουθενά δεν άκουγες θρήνους και κλάματα. Άλλοι άνθρωποι οι Οθωμανοί. Τέτοια θεομηνία, τέτοια καταστροφή και λαλούσαν: «Σιουκιούρ Αλλάχ». Κι άμα τους ερωτούσες τι θα κάμουν, σου αποκρίνονταν: «Αλλάχ κερίμ»), και μας παρουσιάζει παράλληλα τα μέλη της οικογένειας και τις σχέσεις  τους: ο πατέρας γιατρός, σπουδασμένος στην Ιταλία, δε θεωρήθηκε άξιος γαμπρός του παχάρνικου (αξίωμα Φαναριώτικο) Μιχαλάκη Αραμή, γιατί δεν είχε ευγενική καταγωγή, ωσότου τον τελευταίο τον «σχόλασε» ο Υψηλάντης και, γυρίζοντας στην Πόλη πνιγμένος στα χρέη, υποχώρησε προσωρινά.  Ο πατέρας του Τζανή προσπαθεί να τα σπουδάσει τα αγόρια του (έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τους δρόμους που ανοίγονταν τότε στους πεφωτισμένους αστούς), αλλά ενώ ο ήρωάς μας ξεκίνησε με ενθουσιασμό τις σπουδές στο κοινό σχολείο του Τζουμπαλί, αρνήθηκε να ξαναπάει ύστερα από μια ταπεινωτική φάλαγγα που έφαγε ως τιμωρία. Ο πόλεμος με τον πατέρα τον σπρώχνει προς το βιοπορισμό και βρίσκει γρήγορα τον δρόμο που θα του ταιριάζει και θα τον αναδείξει: καταφεύγει στον αχτάρη (= ψιλικατζής) πάππο του, και γίνεται με τον καιρό παρασκευαστής μύρων, τουρκιστί  μελχέλμ. Παρά το νεαρό της ηλικίας του γρήγορα γίνεται «ουστά», δηλαδή μάστορας, μάγος των μύρων. Μαθαίνουμε μαζί με τον Τζανή τα βοτάνια, τον αγώνα που κάνει με τα φυτά, τις αμπούλες, τα αιθέρια έλαια από ραδίκια, γρασίδι, ηλιοτρόπιο κλπ., το κυριότερο όμως είναι ότι ο συγγραφέας μάς βάζει στη μαγεία της Πόλης μέσα από τον πλούτο της και τις μυρωδιές της.   
        Το πιο τραγικό πρόσωπο της οικογένειας είναι ο Λεωνής, του οποίου τα ίχνη χάνονται με την πυρκαγιά. Όπως αποκαλύπτεται αργότερα, ο έρωτάς του για μια μικρή Τουρκάλα, και μάλιστα παντρεμένη,  τον έχει βάλει στο στόχαστρο των Τούρκων. Η μόνη του σωτηρία είναι να «τουρκέψει», αλλιώς τον περιμένει ο θάνατος (πολύ δυνατή η σκηνή της μεταστροφής, μετά όμως μαθαίνουμε ότι ήταν σχεδιασμένο). Κλάψαμε τον Λεωνή ωσάν αποθαμένο. Θα τον δούμε μετά από πολλά, αγνώριστο, Τούρκο κανονικό ή μάλλον κατά τον ίδιο, Μουσουλμάνο (οι μουσουλμάνοι είναι άνθρωποι αγαθοί και πλιότερο πιστοί από τους Ρωμιούς και τους Φράγκους ) να  ισχυρίζεται ότι τούρκεψε για να μπορεί να προσφέρει στον αγώνα, να μαθαίνει μυστικά για τη « συντροφία» (Πρόκειται για την Εταιρία του Φοίνικα[1]). Τον βλέπουμε όμως στο τέλος να είναι μετανιωμένος για τον δρόμο που πήρε («δε με βαστούσε άλλο η ψυχή μου, Τζανή. Μια στιγμή ακόμα ήταν, και δεν άντεξα…μείναμε στα σκοτεινά δίχως να συντυχαίνουμε ώρα πολλή. Πόσες βασανισμένες ψυχές υπήρχαν στην ιστορία του»).
        Συμπρωταγωνιστής, φίλος  και σύντροφος σε όλες τις περιπέτειες ο γοητευτικός, αγγελικός και δαιμονικός Ανθίας (τούτο το πλάσμα θαρρείς πως το γέννησαν όλοι οι θεοί του κόσμου και το βάφτισαν οι διαβόλοι), που με την εξώκοσμη ομορφιά του κάνει όλες τις γυναίκες να «σπαρταράνε» για χάρη του. Αυθάδης, απρόβλεπτος και αδίστακτος, γίνεται «δίδυμο» με τον Τζανή καθώς γνωρίζονται από παιδιά, μεγαλώνουν μαζί και μαθαίνουν τον κόσμο. Προς το τέλος του βιβλίου αποκαλύπτεται ότι έχει το χάρισμα του θεραπευτή, αλλά το πιο διασκεδαστικό του επάγγελμα ήταν του «αρζουχαλτζή», δηλαδή του επιστολογράφου κατά παραγγελία, όπου, με τα κολοβογράμματα που ήξερε καταπιανόταν να επινοεί απαντήσεις στους ταλαίπωρους που τον εμπιστεύονταν! Τέλος, ακολουθεί τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, επιβεβαιώνοντας την ηρωική προδιάθεση που έχουν οι άνθρωποι που είναι ξεχωριστοί (Αυτός είναι ο Ανθίας. Άγιος δαίμονας, άγιος και δαίμονας).
        Ο Παυλής-Μελέκ, «μυθιστορηματικός», απρόβλεπτος, μουσουλμάνος κρυπτοχριστιανός, είναι ένας γίγαντας (ένα θεώρατο πλάσμα, ένας γίγαντας ξυπόλυτος και μαυρισμένος ωσάν το καμένο ψωμί), σα βγαλμένος από παραμύθι της ανατολής ή από κόμικς. Όσο μπόι είχε, άλλο τόσο μάλαμα ήταν η καρδιά του. Γίνεται αχώριστος με τον ΤΖανή σ’όλη του την περιπέτεια που ο ΤΖανής κυκλοφορεί σα. Μουσουλμάνος.
        Τέλος, μέσα από τα άπειρα πρόσωπα που διαπλέκονται σ αυτόν τον καμβά, νομίζω ξεχωρίζει ο σοφός, «αιρετικός» Μποκρουζέ (όλοι ξέρουν τις ιδέες μου. Οι Οθωμανοί με θεωρούν αιρετικό, όπως τους μπεσαχτήδες[2] ή τους ταρικάτ) , που εκπροσωπεί την πολιτιστική παράδοση των Τούρκων, τον φωτισμένο διανοούμενο που μας θυμίζει με την παρουσία του ότι ο τούρκικος/μουσουλμανικός πολιτισμός είχε σπουδαίους στοχαστές, ποιητές, αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους που ξέφευγαν απ τον φονταμενταλισμό που επικράτησε με τον κεμαλισμό. Όπως λέει κι ο ίδιος ο Τζανής, ανήκε σ’ έναν άλλον κόσμο, τον ιδικό του. Παίζει νέι στα εκατοντάδες πουλιά που μαζεύει κι αγαπά και το καθένα έχει τη δική του ιστορία. Με τους σύγχρονους όρους θα λέγαμε ότι είναι διεθνιστής, κι οι ιδέες του δεν απέχουν από τον κομμουνισμό, εφόσον ισχυρίζεται ότι ο νους πρέπει να μαθαίνει, να διασταυρώνει πληροφορίες και καταλήγει: ο σουλτάνος, οι ουλεμά, ο στρατός, οι πασάδες, τα Πατριαρχεία, οι αρχιραβίνοι, οι καλόγεροι, οι τσιφλικάδες, οι κοτζαμπάσηδες, οι πλούσιοι έμποροι, οι τοπάρχες Οθωμανοί και οι Φαναριώτες ηγεμόνες απολαμβάνουν τους καρπούς που καλλιεργεί ο φτωχός λαός. (…) Όποιος έχει την εξουσία θέλει να κυριαρχήσει ενάντια στους άλλους και να πλουτίζει σε βάρος του λαού.  

 Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Μυστική εταιρία που ιδρύεται το 1812 από τον τέκτονα Αλ. Μαυροκορδάτο στη Μόσχα
[2] Μπεκτασήδες: τάγμα δερβίσηδων, καθόλου φανατικοί, κατά κάποιον τρόπο ανεξίθρησκοι/ Ταρικάτ: τάγμα δερβίσηδων που ζούσαν από δικά τους προϊόντα το ορθόδοξο μουσουλμανικό δόγμα των Τούρκων είναι σουνίτες, πιστεύουν και στους 4 χαλίφες διαδόχους του Μωάμεθ ενώ οι σιίτες (π.χ. οι Πέρσες) πιστεύουν μόνο στον Αλή. 

3 σχόλια:

Βιβή Γ. είπε...

Καλησπέρα Χριστίνα,η ωραία,πυκνή, αναλυτικότατη ανάρτησή σου με έπεισε να ανασύρω από τα αδιάβαστα αυτό το βιβλίο,το οποίο τριγύριζα καιρό αλλά κάτι-η καχυποψία μου εν γένει προς το ιστορικό μυθιστόρημα,υποθέτω- δεν με έσπρωχνε προς αυτό.
Δεν έχω διαβάσει Καλπούζο καθόλου κι ομολογώ έχω περιέργεια επειδή ακούω πολλά γι αυτόν.

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Τι να πω; το ιστορικό μυθιστόρημα έχει πολλές πολλές παγίδες. Διάβασε και συ και πες μας, γιατί μερικές φορές βλέπω αυτά που ΘΕΛΩ να δω...

Νικος Μ. είπε...

Καλό, πολύ καλό, το ίδιο και το επόμενο του η Ουρανόπετρα. Και μόνο για την έρευνα και τη μαεστρία που διαχειρίζεται τον χωρο και τον χρονο ειναι άξιος συγχαρητηρίων.