Τρίτη, Ιουνίου 09, 2015

Η καρδερίνα, Donna Tartt

Υπερβολικά… χορταστικό μυθιστόρημα μυστηρίου, όχι μόνο επειδή είναι 1000 περίπου πυκνογραμμένες σελίδες, αλλά γιατί ικανοποιεί πολλές… ορέξεις εφόσον το χαρακτηρίζουν: θυελλώδης πλοκή, μυστήριο-αγωνία, ψυχογραφικό ενδιαφέρον, επιμονή στη λεπτομέρεια, έμφαση στο συναίσθημα∙  μετρημένη  χρήση κάποιων τεχνικών που κάνουν την πλοκή συναρπαστική  -όπως απότομη μεταβολή της τύχης (κοινώς απρόοπτα), τραγική ειρωνεία∙ και το ύφος είναι εύληπτο, καθημερινό, γοργό (μερικοί θα διαφωνήσουν), αβίαστο. Το γράψιμο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βιωματικό, «κλασσικό» (θυμίζει λίγο τις λεπτομερειακές περιγραφές των συγγραφέων του 19ου αι.)∙ κάποιοι παραλληλίζουν τον κύριο ήρωα- αφηγητή με τον Ντέηβιντ  Κόπερφιλντ  (anagnostria)  ή τον Χάρι Πότερ, εγγυημένα αγαπητούς ήρωες. Το ότι η συγγραφέας είναι τέκνο της δημιουργικής γραφής μάς βάζει σε υποψίες,  βέβαια, ότι το τόσο ισορροπημένο αποτέλεσμα είναι προϊόν «συνταγής», όμως, κατά τη γνώμη μου… όχι μόνο! Μέσα από γνώριμες φόρμουλες αναγνωρίζει κανείς κάτι πηγαίο, περιεχόμενο αξιόλογο, την αίσθηση ότι η συγγραφέας «έχει κάτι να πει».  Δεν είχα επίσης την αίσθηση που είχαν άλλοι φίλοι και μπλόγκερς, ότι υπάρχουν περιττά φλύαρες περιγραφές, ατέλειωτες λεπτομέρειες.  Για μένα ήταν τόσο συμπαθητικός ο ήρωας, τόσο ιδιαίτερες οι συνθήκες που είχε να αντιμετωπίσει και τόσο «ταυτιστική» η γραφή (δηλαδή γραφή που ωθεί τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τον κεντρικό αφηγητή), που δεν με ενόχλησε καθόλου η λεπτομερειακή  παρουσίαση/αφήγηση- άλλωστε το ύφος το χαρακτήρισα γοργό γιατί δεν υπάρχει επιβράδυνση του πραγματικού χρόνου όπως συμβαίνει σε πολλούς συγγραφείς. Ούτε οι περιγραφές αποτελούν επίδειξη γνώσεων ή παράθεση πληροφοριών. Είναι λεπτομέρειες  που η σημασία τους εντάσσεται στην αξία του βιώματος, αξίζει δηλαδή να ειπωθούν για να υπογραμμιστεί η σημασία που είχε ο τρόπος που βίωσε κάποια πράγματα ο αφηγητής.
Επίσης, τα πλούσια και βαθιά συναισθήματα που αφορούν τις σχέσεις των ηρώων, δεν περιγράφονται  άμεσα αλλά υποβάλλονται μέσα από τα αντικείμενα, τα γεγονότα, την πλοκή∙ κατά τη γνώμη μου αυτή είναι μια σπάνια μυθιστορηματική αρετή, που προϋποθέτει μεγάλη συνθετική ικανότητα και τέχνη.

Ο εικοσιεπτάχρονος λοιπόν πρωταγωνιστής  Θίο Ντέκερ ξεκινάει την αφήγησή του από το κεντρικό γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του και την πορεία του, όταν ήταν δεκατριών χρονών (η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και μόνο στην αρχή γίνεται αναφορά στο «σήμερα»). Μαθαίνουμε ότι τότε ζούσε με την όμορφη κι ενδιαφέρουσα μητέρα του, ενώ ο πατέρα ψυχρός, απόμακρος, τους  είχε παρατήσει εδώ και καιρό. Το δυστύχημα (έκρηξη στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης) που γίνεται η αιτία να χάσει ο Θίο τη μητέρα του και να βρεθεί σχεδόν κατά τύχη μ έναν πολύτιμο πίνακα στα χέρια, εκτείνεται σε εκατό περίπου σελίδες. Είναι τόσο ιδιαίτερες οι συνθήκες κι έντονα τα συναισθήματα, που κυριολεκτικά σου κόβεται η ανάσα. Σ αυτό βέβαια υποβοηθούν  και φράσεις όπως «τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί καλύτερα αν εκείνη είχε ζήσει»/ κάποτε ήταν μια απόλυτα συνηθισμένη μέρα, τώρα όμως εξέχει από το ημερολόγιο σαν σκουριασμένο καρφί/ εγώ ευθυνόμουν για τον θάνατό της που προτάσσονται της αφήγησης των γεγονότων και σου δημιουργούν ερωτηματικά (in medias res).
Ο Θίο βρίσκεται πια στα χέρια της Πρόνοιας, που τον παραδίδει σε μια ανάδοχη οικογένεια φίλων, ενώ οι συγγενείς πρώτου βαθμού (πατέρας και παππούδες) είναι άφαντοι. Το πώς αντιμετωπίζει ένα δεκατριάχρονο αγόρι μια τέτοια συγκυρία νομίζω αποδίδεται εκπληκτικά. Τίποτα πολύ κραυγαλέο. Προσπάθεια να ενταχτεί σε μια καινούρια καθημερινότητα με τρόπο σχεδόν παιδικό (μα είναι παιδί!). Ωστόσο διαρρέουν, όπως είναι φυσικό,  στιγμές ακραίου πένθους (ξανά και ξανά αναβίωνα τη βροχή να ραντίζει τα πρόσωπά μας. Αυτό που είχε συμβεί ήταν αμετάκλητο, το ήξερα, κι ωστόσο την ίδια στιγμή ένιωθα ότι έπρεπε να υπάρχει κάποιος τρόπος να γυρίσω πίσω στο βροχερό δρόμο και να αλλάξω τη ροή των γεγονότων/κάθε μέρα της υπόλοιπης ζωής μου θα με οδηγούσε πιο μακριά από κείνην/ το άσχημο κομμάτι αυτών των ονείρων δεν ήταν το να πασχίζω να τη βρω, αλλά το να ξυπνάω και να θυμάμαι ότι ήταν νεκρή).

Το επεισόδιο όμως της έκρηξης στο Μουσείο δεν ήταν καθοριστικό μόνο γιατί έχασε ο Θίο τη μητέρα του. Ένας μικρός, σπάνιας αξίας πίνακας  -η περίφημη «Καρδερίνα» του Φαμπρίσιους (K. Fabritious), το αγαπημένο έργο της μητέρας - φτάνει σχεδόν τυχαία στα χέρια του, κι από ένα σημείο και μετά δεν ξέρει πώς να χειριστεί αυτό το μυστικό (δυστυχώς είχα καθυστερήσει υπερβολικά να πω κάτι σε οποιονδήποτε, με αποτέλεσμα να νιώθω πλέον ότι ήταν πολύ αργά για να το τολμήσω), εφόσον η κλοπή του πίνακα είναι βαρύτατο αδίκημα. Μαζί με τον πίνακα, το δαχτυλίδι του κυρίου Χόμπαλτ, που του το εμπιστεύτηκε τελευταία στιγμή λίγο πριν πεθάνει κι εκείνος από την ίδια έκρηξη στο Μουσείο, τον οδηγεί κάποια στιγμή στον οίκο Μπλάκγουελ και Χόμπαρτ, ένα περίφημο παλαιοπωλείο όπου συντηρούνται ή επισκευάζονται αντίκες. Το βασικότερο όμως είναι ότι ο ήρωάς μας γνωρίζει τον αντικέρ και συντηρητή παλαιών επίπλων Χόμπι (Τζέιμς Χόμπαρτ), ένα πρόσωπο που θα καθορίσει με πολλούς τρόπους την μετέπειτα πορεία του.
Ήταν αναζωογονητικό να κουβεντιάζω μ έναν ενήλικα που φαινόταν να ενδιαφέρεται για μένα πέρα από την κακοτυχία μου, χωρίς να προσπαθεί να αποσπάσει πληροφορίες ή να αραδιάζει ατάκες από τη λίστα με Αυτά που Πρέπει να Πεις σε ένα Διαταραγμένο Παιδί.
Και:
Το χέρι του Χόμπι βαθύ και καθησυχαστικό στον ώμο μου, μια άγκυρα που με έκανε να αισθάνομαι πως όλα είναι εντάξει. Είχα να νιώσω τέτοιο άγγιγμα από τότε που πέθανε η μητέρα μου –φιλικό, σταθερό εν μέσω κυκεώνα γεγονότων-, και, σαν αδέσποτο σκυλί που διψάει για λίγη τρυφερότητα, ένιωσα να συντελείται μέσα μου μια βαθιά, σχεδόν εσώψυχη μετατόπιση της αφοσίωσης, που αποκρυσταλλώθηκε στην ξαφνική, ταπεινωτική, σπαρακτική πεποίθηση ότι «αυτό το σπίτι είναι ασφαλές, αυτός ο άνθρωπος είναι αξιόπιστος, μπορώ να τον εμπιστευτώ».
Στον ίδιο χώρο, το κατάστημα επίπλων,  έρχεται σε επαφή με την -επίσης  θύμα της έκρηξης- κοκκινομάλλα Πίππα, που θα γίνει ο έρωτας της ζωής του. Είναι βαριά τραυματισμένη, όμως ένα φιλί προτού χωρίσουν για πολλά χρόνια οι δυο ήρωες, σφραγίζει μια σχέση αδιάβλητη.

Η ζωή του Θίο δεν είναι ευθύγραμμη… Οι ανατροπές  αναπροσδιορίζουν συνέχεια τη ζωή του όχι μόνο γιατί τα γεγονότα είναι θυελλώδη, αλλά και γιατί οι σχέσεις με κάποιους ανθρώπους (τον πατέρα του, τον Μπόρις, τον Χόμπι, την Πίππα) είναι όχι μόνο καθοριστικές αλλά περνάν από σαράντα κύματα, εξελίσσονται, ωριμάζουν.
 Κάποια στιγμή εμφανίζεται ο απόμακρος, ανεπιθύμητος, αλκοολικός κι απατεωνίσκος πατέρας με την Ζάντρα, μια εξίσου άξεστη τύπισσα που αντικατέστησε την μητέρα του, και τον παίρνουν μακριά από τη Νέα Υόρκη, στο Λας Βέγκας (πίσω στη Νέα Υόρκη όλα μου θύμιζαν τη μητέρα μου, κάθε ταξί, κάθε γωνιά του δρόμου, κάθε σύννεφο που αρμένιζε στον ουρανό, αλλά εδώ έξω, σε αυτό το καυτό, ανόργανο κενό, ήταν λες κι εκείνη δεν είχε υπάρξει ποτέ). Η συμβίωση με το μη συμβατικό αυτό ζευγάρι γονέων (συνήθως απουσίαζαν, δεν υπήρχε καθόλου επιτήρηση, τσακώνονταν φωναχτά μεταξύ τους/ ξενύχτια/ αλκοόλ/ κοκαΐνη/ τζόγος  κλπ), σε μια περιοχή  που δεν έχει σινεμά, ντίσκο, κοσμική ζωή, αναδιατάσσουν όλον τον ψυχισμό του Θίο. Σιγά σιγά ωστόσο, μέσα από τρομερές αντιξοότητες χτίζεται η μέχρι τότε ανύπαρκτη σχέση γιου- πατέρα σε μια βάση εμπιστοσύνης και  - σχετικής-  κατανόησης (έκανα ένα τεράστιο λάθος, μικρέ. Δεν έπρεπε ποτέ να αφήσω τη σχέση μου με τη μητέρα σου να επηρεάσει τη σχέση μου μαζί σου/ δεν κατηγορώ τη μαμά σου για τίποτα, έχω ξεπεράσει προ πολλού τη φάση. Απλώς… σε αγαπούσε τόσο πολύ, που ένιωθα πάντα κάπως παρείσακτος όταν ήμουν μαζί σας. Σαν να ήμουν ξένος μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Οι δυο σας ήσασταν τόσο δεμένοι, ώστε δεν έμενε χώρος για τρίτο). Δεν παύει βέβαια ο πατέρας να είναι ένα ρεμάλι που τον κυνηγάνε πιστωτές, που προσπαθεί να φάει τα χρήματα του Θίο, που γίνεται βίαιος όταν πνίγεται στα πάθη του αλκοόλ και του τζόγου.

Ανατρεπτική και καθοριστική στη ζωή του είναι και η γνωριμία- φιλία με τον μοναδικό Μπόρις, συμμαθητή του στο Λας Βέγκας, σχέση σημαδιακή και στη συνέχεια. Ο Μπόρις είναι ο ορισμός του μη συμβατικού: από πατέρα Ουκρανό αλκοολικό και βίαιο, μάνα από Πολωνία που αυτοκτόνησε τύφλα από το μεθύσι∙ έχει ζήσει σε έξι εφτά χώρες (κυρίως Αυστραλία, Πολωνία, Ρωσία), μιλάει τρεις τουλάχιστον γλώσσες… Ο Μπόρις είχε πολύ πιο ενδιαφέρουσα ζωή απ όσους συνομηλίκους μου είχα γνωρίσει/ήταν το μοναδικό άτομο στο Λας Βέγκας στο οποίο είχα πει πώς είχε πεθάνει η μητέρα μου –πληροφορία που, προς τιμήν του, άκουσε με απόλυτη απάθεια. Η δική του ζωή υπήρξε τόσο άστατη και γεμάτη βία, ώστε δε φάνηκε να σοκάρεται και πολύ απ την ιστορία μου. Η φύση του είναι τυχοδιωκτική, ριψοκίνδυνη, απερίσκεπτη.
Η φιλία με τον Μπόρις είναι μοναδική. Βασισμένη σε μια ειλικρίνεια και ωμότητα που σπάει όλα τα φράγματα. Έχοντας να αντιμετωπίσουν ουσιαστική εγκατάλειψη εφόσον ανήκουν ο καθένας σε διαλυμένη οικογένεια, με πατεράδες λούμπεν, αλκοολικούς, (τον Μπόρις τον ξυλοφορτώνει άγρια ο πατέρας του)-, ζουν μαζί, πίνουν, «φτιάχνονται», μεθάνε, κάνουν κοπάνα, καπνίζουν, ξερνάνε, χτυπιούνται, μαλώνουν, κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι. Μέρες και νύχτες κραιπάλης (όμως όταν ξυπνούσαμε βογκώντας το επόμενο πρωί, ξαπλωμένοι μπρούμυτα στις δυο άκρες του κρεβατιού, τα πάντα είχαν ξεθωριάσει σε μια σειρά από φευγαλέες εικόνες, αποσπασματικά και κακοφωτισμένα στιγμιότυπα σαν καρέ πειραματικής ταινίας/ παρόλ αυτά πολλές φορές αναρωτήθηκα μήπως θα έπρεπε να μαζέψω το κουράγιο μου και να πω κάτι, να θέσω κάποια όρια, να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, έστω και μόνο για να σιγουρευτώ πως δεν είχε λάθος εντύπωση. Αλλά δεν είχε ποτέ εμφανιστεί η κατάλληλη ευκαιρία).

Ο Θίο όμως, σε ηλικία δεκαπέντε μισό αναγκάζεται να φύγει σαν κυνηγημένος από το Λας Βέγκας λόγω του αιφνίδιου θανάτου του πατέρα του (μάλλον τον «φάγανε»). Ξέρει καλά ότι, όντας ανήλικος, θα καταλήξει πάλι στο έλεος της υπηρεσίας ανηλίκων κι έτσι αναχωρεί άρον άρον για Ν.Υ. Ο χωρισμός με τον Μπόρις είναι σπαρακτικός (περισσότερο απ ο τιδήποτε άλλο ένιωθα ανακούφιση που, μέσα στην ασυνήθιστη λογοδιάρροια που με είχε πιάσει, συγκρατήθηκα και δεν ξεφούρνισα αυτό που είχα στην άκρη της γλώσσας μου, αυτό που δεν είχα ξεστομίσει ποτέ, παρότι ήταν κάτι που ξέραμε πολύ καλά και οι δυο χωρίς να είναι απαραίτητο να του το πω εκεί στη μέση του δρόμου. Και αυτό ήταν, βεβαίως, το Σ’ αγαπώ), δεδομένου ότι κι οι δυο είναι «βίος και πολιτεία», χωμένοι στα τριπάκια, στα κόλπα, στην έκσταση, στις απατεωνιές, αλλά κυρίως μετέωροι σε μια ζωή χωρίς μέλλον.
Ο Θίο, επιστρέφοντας στη Ν.Υ. βρίσκεται σε υπαρξιακή απόγνωση∙ καταφεύγει στον αντικέρ και συντηρητή επίπλων Χόμπι, ο οποίος μάλιστα  αναλαμβάνει και επίσημα την κηδεμονία του. Ο Χόμπι είναι μια σταθερή αξία (ήταν αφηρημένος και καλοσυνάτος∙ ήταν ξεχασιάρης και αιθεροβάμων και αυτοσαρκαστικός και ευγενικός), ήρεμος, έντιμος, καλλιτέχνης όχι επιχειρηματίας. Υποκαθιστά το πατρικό πρότυπο στην ψυχή του Θίο αλλά ζει στον αδιατάρακτο κόσμο της τέχνης του και δεν τον κλονίζει ούτε η είδηση ότι ο Θίο τον εξαπατά (θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι αντέδρασε σαν κάποιος πατέρας που αγαπά υπερβολικά τον γιο του). Γιατί,  καθώς  ο Θίο ενηλικιώνεται, και τελικά συνεργάζεται στην επιχείρηση του Χόμπι ως έμπορος επίπλων, εξαπατά ασύστολα τον συνεργάτη του πουλώντας τις απομιμήσεις αντικών που φτιάχνουν σαν γνήσια έργα τέχνης, εν αγνοία βέβαια του Χόμπι (το όλο πράγμα δεν είχε να κάνει τόσο με τα λεφτά∙ μου άρεσε το παιχνίδι). Οι απίστευτου μεγέθους  κομπίνες κάνουν την επιχείρηση να ανακάμψει, αλλά τελικά μπλέκουν άσχημα τον Θίο που γίνεται αντικείμενο εκβιασμών.

Στη Νέα Υόρκη ξανασυναντά και τον μεγάλο, πάντα ανικανοποίητό του έρωτα, την Πίππα. Οι ερωτικές σουβλιές (καθώς η Πίππα είναι αρραβωνιασμένη) είναι απίστευτης έντασης και οι σελίδες που αφορούν αυτή τη γωνιά του συναισθηματικού κόσμου του Θίο, από τις ωραιότερες το βιβλίου (τα συναισθήματά μου με εξόργιζαν. Δεν άντεχα να περιφέρομαι με την «καρδιά ραγισμένη» (αυτές οι λέξεις, δυστυχώς, ήταν οι πρώτες που μου’ ρχονταν στο μυαλό), ήταν βλακώδες, ήταν γλυκανάλατο και αξιολύπητο και μίζερο. Αλλά η σκέψη της μου προκαλούσε τέτοια οδύνη, ώστε δεν μπορούσα να την ξεχάσω/(…) κι όμως, όλες αυτές οι ατέλειες ήταν για μένα τόσο τρυφερές και ιδιαίτερες, ώστε με έριχναν σε βαθιά απελπισία).
Αυτό όμως που διατρέχει όλες αυτές τις περιπέτειες και τις ανατροπές όλα αυτά τα χρόνια, είναι η συντροφιά της καρδερίνας, του περίφημου πίνακα του Φαμπρίσιους. Ο Θίο, από δεκατριών χρονών, παρόλο το νεαρόν της ηλικίας, φυλάει το μυστικό του πολύ προσεκτικά. Έχει μάθει και από τη μητέρα του να εκτιμά τα έργα τέχνης (και μόνο με την κίνηση να απλώσω το χέρι μου για να τον πάρω, με κατέκλυζε μια αίσθηση διεύρυνσης, ανάδυσης και ανύψωσης/και αλλού: εξέπεμπε μια δύναμη, μια ακτινοβολία, μια φρεσκάδα σαν το πρωινό φως στο παλιό μου σπίτι στη Νέα Υόρκη, γαλήνιο αλλά ευφρόσυνο, ένα φως που έκανε τα πάντα πιο διαυγή, αλλά ταυτόχρονα και πιο τρυφερά και πιο όμορφα απ όσο ήταν στην πραγματικότητα).  Έχει μάθει κι από τον Χόμπι πώς να φροντίζει  ένα έργο τέχνης. Τον κρύβει βέβαια επιμελώς  και πάντα έχει τον νου του. Κάποια στιγμή γίνεται θέμα η κλοπή πινάκων από τη συγκεκριμένη έκρηξη στο Μουσείο Τέχνης της Ν.Υ. Ο πανικός οδηγεί τον νεαρό έμπορο αντικών πια, Θίο, να καταφύγει σε αποθήκη φύλαξης και να ησυχάσει μια και καλή από το καθημερινό άγχος αν θα βρεθεί ο πίνακας ή αν θα καταστραφεί.
Αυτό είναι και το ουσιαστικό μυστήριο που κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, όσο αφορά την πλοκή. Τι θα απογίνει με την καρδερίνα, πώς θα ξεμπλέξει ο ήρωας.
Περίπου στις 700 του βιβλίου (από τις 1000) γίνεται μια μεγάλη ανατροπή. Μια εξέλιξη τελείως απροσδόκητη που αφορά την εξαφάνιση του πίνακα, αν θεωρήσει κανείς ότι το αναμενόμενο ήταν να ανακαλύψουν κάποιοι επιτήδειοι την κλοπή και να κυνηγήσουν τον Θίο.  Το βιβλίο ξεφεύγει πια από το ψυχογραφικό περιεχόμενο, γίνεται καθαρά  -καλό- αστυνομικό, με πολλές ακόμα ανατροπές (όπως  σχετικά με τον αρραβώνα του Θίο), με πλούσια δράση και αγωνία. Η κάθαρση επέρχεται με… αξιοπρέπεια, σε όλα τα επίπεδα. Η σχέση του Θίο με τους συμπρωταγωνιστές (Χόμπι, Μπόρις, Πίππα) κλείνει έναν αντίστοιχα κύκλο, ενώ το βιβλίο κλείνει με κάποιες σελίδες αναστοχασμού, κατά τη γνώμη μου λίγο φλύαρες και περιττές, αλλά που υπογραμμίζουν  το περιεχόμενο με συνέπεια:
Ανάμεσα στην «πραγματικότητα» από τη μια πλευρά και στην αντίληψη της πραγματικότητας από το μυαλό υπάρχει μια ενδιάμεση ζώνη, μια άκρη του ουράνιου τόξου όπου γεννιέται η ομορφιά, όπου δυο πολύ διαφορετικές επιφάνειες εφάπτονται και συγχωνεύονται για να προσφέρουν αυτό που δεν προσφέρει η ζωή: και αυτός είναι ο χώρος όπου υπάρχει όλη η τέχνη και όλη η μαγεία.
Και θα πρόσθετα επίσης, όλη η αγάπη. Ή, ακριβέστερα, αυτή η ενδιάμεση ζώνη αντικατοπτρίζει τη θεμελιώδη ανακολουθία της αγάπης. (…) Η ίδια η Πίππα είναι το παιχνίδισμα ανάμεσα σε αυτά, αγάπη και μη αγάπη ταυτόχρονα, παρούσα και απούσα. (…) Ο χώρος μέσα στον οποίο υπάρχω και θέλω να συνεχίσω να υπάρχω –και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, εύχομαι να πεθάνω μέσα σε αυτόν-  είναι αυτή ακριβώς η ενδιάμεση ζώνη: εκεί όπου η απελπισία συναντάει την απόλυτη ετερότητα και δημιουργεί κάτι θεσπέσιο
Χριστίνα Παπαγγελή 

Υ.Σ. Εξαιρετικού ενδιαφέροντος, όπως πάντα, και οι αναγνώσεις της Λέσχης Ανάγνωσης του "Degas" και της anagnostria . Στο συγκεκριμένο βιβλίο οι γνώμες μάλιστα αποκλίνουν.

4 σχόλια:

anagnostria είπε...

Ευχαριστώ, Χριστίνα μου, για την παραπομπή. Εξαιρετική όπως πάντα η παρουσίασή σου, δεν μπορείς όμως να γράφεις λιγότερα; Δεν είναι που δεν έχουμε τόσο χρόνο στη διάθεσή μας, είναι και που δεν αφήνεις πολλά στον μελλοντικό αναγνώστη.

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Γεια σου anagnostria! ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια... Έχω πολύ προβληματιστεί πάνω σ αυτό που μου γράφεις, έχω δεχτεί κι από άλλους παρατηρήσεις... Μάλλον απευθύνομαι σε όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο, αλλά προσπαθώ κιόλας να μην αναφέρομαι τόσο στην υπόθεση (τουλάχιστον με γραμμικό τρόπο) και σίγουρα όχι στην έκβαση!

Βιβή Γ. είπε...

Χριστίνα,εγώ είμαι του...σεντονιού,όπως ξέρεις,άλλη τόση ανάρτηση να ΄γραφες θα την διάβαζα.

Για το blogging παραμένει σημαντικότερο όλων το να γράφονται διαφορετικές απόψεις και κυρίως ανάλογα με το προσωπικό,το ιδιαίτερο ύφος του καθενός κι έτσι κι εγώ πολύ συχνά αναφέρομαι σε απόψεις άλλων μπλόγκερς.

Βάζω ,τέλος,σε συζήτηση ένα θέμα που με απασχολεί και έχουμε σε μια ευρύτερη βιβλιοφιλική παρέα αρχίσει να το συζητάμε:γιατί να πασχίζουμε να κρύψουμε ένα βιβλίο(δεν μιλάω για αστυνομικό,εννοείται) αν είναι καλό;
Ό,τι και να πούμε από τα θεωρούμενα (πώς;αυθαιρέτως;)κλειδιά ή να έχουμε δει στην περίπτωση που έχει γίνει ταινία πιστεύω ότι το βιβλίο έχει εκτός από μυστικά στην πλοκή και εικόνες φιλμ κι ένα σωρό άλλα να προσφέρει που μόνο με το διάβασμα ανακαλύπτονται και τα κατακτάς/νιώθεις ή τα προσπερνάς.
Πχ η"Καρένινα" ξέρουμε όλοι πώς τελειώνει ,άρα δεν θα την ξαναδιαβάσουμε;Ή μπορείς να απολαύσεις την αισθητική του ό,τι και να ειπωθεί ή αποσπάσματα ολόκληρα να παρατεθούν απ΄το "Αλεξανδρινό Κουαρτέτο" αν δεν το διαβάσεις φράση φράση;

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Εννοείται! εννοείται πως όχι, δεν έχει σημασία η "υπόθεση"/πλοκή, γι αυτό και δεν κουράζεσαι να διαβάζεις και να ξαναδιαβάζεις κάτι "γνωστό", ανακαλύπτοντας άλλες πτυχές, άλλες οπτικές κάθε φορά.
Τώρα, δεν κατάλαβα το ερώτημα της 1ης παραγράφου: εννοείς ότι πολλές φορές "ισοπεδώνουμε" ένα βιβλίο, το κατατάσσουμε βιαστικά επειδή -θεωρείται δεδομένο ότι- ανήκει σε κάποια κατηγορία; όπως η "Καρδερίνα" που είναι προϊόν δημιουργικής γραφής;
επίσης, πιστεύω ότι και τα αστυνομικά έχουν μερίδιο στην απαιτητική γραφή.