Κυριακή, Φεβρουαρίου 09, 2014

Τρυφερός σύντροφος, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη

αξίζει μόνο η ζωή που αξίζει να πεθάνεις γι αυτήν,
του είπε γελώντας…

Τη ζωή και το έργο του Γεώργιου Κωνσταντινίδη, θεωρητικού θεμελιωτή του μαρξιστικού σοσιαλισμού στην Ελλάδα[1], γνωστού ως Γεώργιου Σκληρού, ζωντανεύει σ αυτό το σύντομο μυθιστόρημα η καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, και ίσως η ιδιότητά της αυτή τη βοήθησε να αποδώσει, πέρα από τη θυελλώδη βιογραφία,  το βάθος της πολιτικοκοινωνικής σκέψης του στοχαστή. Το «Κοινωνικόν μας ζήτημα» που εκδόθηκε το 1907, είναι το πρώτο μαρξιστικό έργο της σύγχρονης Ελλάδας.
Από αστική οικογένεια, με κλασική παιδεία, γνώστης της τουρκικής, της γαλλικής, της γερμανικής και αργότερα της ρωσικής γλώσσας, ο Σκληρός έζησε ουσιαστικά φτωχός και άρρωστος από φυματίωση, στην Οδησσό, στη Μόσχα- Πετρούπολη, στην Ιένα, στην Αθήνα, στην Αίγυπτο. Σπούδασε γιατρός αλλά δεν μπόρεσε να εξασκήσει το επάγγελμα, κι η άμεση επαφή του με το επαναστατικό κλίμα στη Ρωσία του έδωσε το (μαρξιστικό) εργαλείο για να διαμορφώσει τη βασική του άποψη: το γλωσσικό είναι ζήτημα που αφορά τη συγκρότηση της κοινωνίας που περιφρουρεί την κατεστημένη τάξη με όποιους τρόπους και μέσα μπορεί, και ο λόγος είναι το πρώτο που οφείλει να είναι στο άβατο. Μαζί με το έργο του Γιάννη Κορδάτου (Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως), φέρνει στην επιφάνεια το επίμαχο θέμα του 20ου αι.: ποιος κινεί το μοχλό της ιστορίας, το έθνος ή η κοινωνία; (= κοινωνικές τάξεις). Ο Σκληρός ήρθε σε ρήξη ακόμα και με τους προοδευτικούς κύκλους της εποχής του κρατώντας ίσες αποστάσεις από υλισμό και ιδεαλισμό και πέθανε νεότατος το 1919.
Μέσα από το βιωματικό στοιχείο φωτίζεται μια σπάνια, και μάλλον παραγνωρισμένη προσωπικότητα, αλλά διαγράφεται και μια ολόκληρη εποχή∙ έτσι, το σύντομο αυτό βιβλιαράκι παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον. Η συγγραφέας προσπαθώντας να αποδώσει εσωτερικές σκέψεις, συναισθήματα, χαρακτήρες κλπ. δίνει με μυθιστορηματικό τρόπο, την μοναδική αυτή τολμηρή και ασυμβίβαστη φωνή. Στο ερώτημα που δημιουργείται εύλογα «πού διαχωρίζεται η μυθοπλασία από την ιστορική πραγματικότητα», φαίνεται ότι σέβεται τα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν. Στις λίγες περιπτώσεις που έχουμε πρώτο ενικό (συνήθως μιλά ο Σκληρός), υποθέτουμε ότι βασίστηκε στις επιστολές που υπάρχουν. Σε κάποιες περιπτώσεις παρακολουθούμε τη σκέψη του σε α΄ενικό στους διαλόγους που επινοεί η συγγραφέας με τον «οπαδό» Ιγνάτιο (ασθενής στο Ταταρίνο)και τον εκδότη του περιοδικού « Γράμματα» Πάργα (στην Αίγυπτο). Τέλος, θεωρώ κουραστική την παρεμβολή των ελάχιστων, ευτυχώς, πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων όπου η ίδια η συγγραφέας μας μεταφέρει στο συγγραφικό παρόν, το 2008, και μας μιλά για την «περιπέτεια» της αναζήτησης του προσώπου του Σκληρού∙ μια περιττή, κουραστική και τελικά μπανάλ αυτοαναφορικότητα που δεν πιστεύω ότι προσθέτει κάτι ουσιαστικό. 

Γεννήθηκε  στην Τραπεζούντα το 1878. Ήταν το τελευταίο παιδί (μαζί με τη δίδυμη αδερφή του Όλγα) μιας οικογένειας ευκατάστατης με εννέα παιδιά, που ορφάνεψαν όμως εφόσον η μάνα πέθανε στην τελευταία γέννα. Η έλλειψη της μάνας είναι κάτι που φαίνεται να επιδρά καθοριστικά στην ψυχολογία των δύο παιδιών που δεν τη γνώρισαν καθόλου∙ αφενός δένονται υπερβολικά μεταξύ τους, αφετέρου υποκαθιστούν τη μάνα με τη μεγαλύτερη αδερφή, τη Βάσω (αδερφή και μάνα ολωνών), που τους μαθαίνει γαλλικά, γερμανικά, τουρκικά (για την ακρίβεια, δε χρειάστηκε ποτέ να τα μάθει, μιλιόντουσαν όπως ξέρουμε την εποχή εκείνη στην Τραπεζούντα). Ο πατέρας, παρότι έχει κάνει φιλολογικές σπουδές και μνημονεύει ανά πάσα ευκαιρία τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη,  σπρώχνει τον Γεώργιο στο εμπόριο, το οποίο όμως ο  τελευταίος το σιχαίνεται (το εμπόριο και οι παράδες δεν του έλεγαν το παραμικρό. Ξένα και αφύσικα τα αισθανόταν, καμιά σχέση με όσα ένιωθε κι όσα ήθελε. Αλλού είχε δοσμένα την καρδιά του και το μυαλό του). Αναγκάζεται παρόλα αυτά να ακολουθήσει τη  Βάσω με τον αντιπαθητικό γαμπρό του, τον Αχιλλέα, στην Οδησσό όπου εργάζεται στο εμπόριο για τέσσερα χρόνια, μαθαίνοντας παράλληλα ρωσικά. Αλλά αυτός δεν καταλάβαινε τα δούναι-λαβείν των συναλλαγών, των πιστώσεων, των χρεώσεων και των εξοφλήσεων, οι δοσοληψίες, οι αγοραπωλησίες, οι δανεισμοί, οι τόκοι και τα γραμμάτια θαρρείς και δεν χωρούσαν στον δικό του ζωτικό χώρο,. Άλλα ονειρευόταν. Προτιμούσε τον εαυτό του γιατρό.
Είναι η εποχή του άτυχου πολέμου του ’97, εποχή κρίσης. Πώς να βρεθούν παράδες για να πάει στη Μόσχα, να σπουδάσει ιατρική; Απαιτεί από το γαμπρό του τα δεδουλευμένα των τεσσάρων χρόνων, κι ύστερα από σύντομες συγκρούσεις με τον γαμπρό του και τον πατέρα του (τι θα γίνει μ αυτόν; Μεγάλωσε. Πότε θα βάλει μυαλό; Μήπως γυρεύει την περιπέτεια αντί της τακτοποιήσεως;) «παίρνει την άγουσα για τη Μόσχα», για πενταετείς σπουδές.
Κι από τότε αρχίζει η οδύσσεια.  Γιατί  οι συνθήκες στην επαναστατημένη Μόσχα του 1905 ήταν ιδιαίτερα σκληρές κι ο Σκληρός, χάρη στις δικές του αυστηρές επιλογές, από δω και πέρα θα ζήσει αβοήθητος και με πολλά προβλήματα υγείας (φυματικός).  Η δοκιμασία του ανατομείου γίνεται υποφερτή χάρη στον Λευκορώσο φίλο του Μιχαήλοφ, μενσεβίκο (κι ας μην ήταν γιος μεγαλέμπορου ή τραπεζίτη),  που τον μύησε και στον μαρξισμό (τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε για τον άνθρωπο αν δεν τον γνωρίσουμε ως οργανισμό, ως ψυχισμό, αλλά και ως κοινωνικό ον που γράφει Ιστορία καθώς επινοεί μεθόδους και μέσα για να ικανοποιήσει ζωτικές του ανάγκες).  Τα πύρινα λόγια του καθηγητή που παρακολουθούν μαζί (δε μαθαίνουμε το όνομά του) ίσως είναι οι σπόροι απ΄ όπου θα γεννηθεί η πολιτική σκέψη του Σκληρού∙ οι μενσεβίκοι δεν είναι παθιασμένοι με την εξουσία. Και ορθά. Ρίχνουν το βάρος στη δικαιοσύνη. Η νέα τάξη που ζητούν είναι μια τάξη δικαίου και νομιμότητας, όχι κυριαρχίας. Οι μπολσεβίκοι μάς λένε ρεφορμιστές, η νέα Διεθνής είναι αποφασισμένη για όλα. Ο μαρξισμός του Σκληρού βασίζεται περισσότερο στις αντιλήψεις των Εσέρων[2]  και τη φιλοσοφική βάση του ρωσικού ναροντνιστικού-λαϊκού κινήματος της δεκαετίας 1860-1870 (το μόνο που ζητούν μανιωδώς - οι μπολσεβίκοι - είναι η εξουσία να πάει από τον τσάρο στα σοβιέτ. Κι ο λαός; Τι θα κάνει ο λαός; Πάλι θα υπακούει σε αποφάσεις άλλων για το καλό του; Ο τσάρος δεν τους αρέσει. Θαυμάσια. Αλλά ποιος θα είναι ο επόμενος πατερούλης για τον οποίο θα πολεμήσουν;). άλλωστε, ο ίδιος ομολογεί (τουλάχιστον κατά τη συγγραφέα) ότι δάσκαλός του ήταν ο Πλεχάνοφ.
Με το θάνατο του Μιχαήλοφ στο οδόφραγμα, αναγκάζεται να φύγει προς Πετρούπολη όπου κυνηγημένος αναζητά καταφύγιο (οι μπολσεβίκοι δεν κούνησαν το δαχτυλάκι τους για όσους σαν και αυτούς δεν ήταν μαζί τους). Λιθουανία, Ντανσκ, Αμβούργο και τέλος Ιένα. Ήδη έχει αρχίσει ο βήχας, ο πυρετός, η κούραση, όταν γράφει το βιβλίο, το «Κοινωνικόν μας ζήτημα». Έχει βαθιά συναίσθηση ότι το βιβλίο θα ταράξει τα νερά. Γι αυτό το λόγο όχι μόνο δεν το αναφέρει στους δικούς του, αλλά επινοεί και το ψευδώνυμο, Γεώργιος Σκληρός (είναι το ψευδώνυμο του γιατρού, φιλόσοφου και ποιητή του 16αι. τον μνημονεύει ο Κ. Σάθας, κι αυτός το πήρε από κάποιον Βυζαντινό ευγενή. Το αληθινό όνομα του δικού μου Σκληρού ήταν Πικρίδης, που περιέργως πως, μου πάει γάντι κι αυτό! Πικρίδης και Σκληρός γίνονται ένα με μένα που νιώθω μέσα μου την πικρία που αισθάνεται κάθε ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία , όταν το σώμα είναι ανήμπορο κι ασθενεί/ το αποφάσισα, το Σκληρός ως ψευδώνυμον μού ταιριάζει, εκφράζει όσα πιστεύω και όσα αισθάνομαι, τη φοβερή μου απέχθεια για τις αισθηματολογίες, την μαλθακότητα, τις ρομάντζες, τους ψευτοαισθητισμούς και όλα τα συναφή που ωραιοποιούν και συσκοτίζουν τα πράγματα).
Στην Αθήνα όπου καταφεύγει για μικρό διάστημα μέχρι να ξαναπάει σε σανατόριο του βορρά, βρίσκεται μέσα στην καρδιά του γλωσσικού ζητήματος. Χωρίς διασυνδέσεις, χωρίς χρήματα, χωρίς προστασία. Αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλιστής, έχει σχέσεις με τον Νίκο και Φώτο Πολίτη, ασκεί σκληρή κριτική στον Ψυχάρη (ένας κοραϊστής απ την ανάποδη/ο Ψυχάρης προκαλεί, δεν φοβάται, γιατί αντίθετα μ εμένα τον φτωχό και άρρωστο, έχει ασφαλιστικές δικλείδες τις διασυνδέσεις που τον κάνουν παράτολμο εκ του ασφαλούς/ τέτοιοι επαναστάτες εκ του ασφαλούς εμένα δε μου γεμίζουν το μάτι/ άλλωστε τι να την κάνει ο Ψυχάρης την Αθήνα όταν έχει το Παρίσι δικό του;). Κυρίως όμως κρίνει τις απόψεις του, γιατί ο Ψυχάρης, αν και δημοτικιστής, υιοθετούσε κι αυτός μια «ρυθμιστική»  αντίληψη της γλώσσας (Πώς είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι η γλώσσα είναι ένα είδος κατασκευάσματος το οποίο δια νόμου επιβάλλουμε;/ αυτοί μιλούν για τη γλώσσα και εννοούν τον λόγο της εξουσίας). Κρίνει – καλοπροαίρετα- και τον Δελμούζο που διορίζεται στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Βόλου χάρη στις γνωριμίες του και όταν χρειάστηκε να αλλάξει μυαλά, έκανε πως συμμερίζεται τον ελεγχόμενο από κάθε άποψη ενθουσιασμό των τοπικών παραγόντων για το ρόλο της εκπαίδευσης και τη σημασία που είχε μια συγκρατημένη τακτική όσον αφορά τη μόρφωση των κοριτσιών/στον λόγο που εκφώνησε, μόλις ανέλαβε διευθυντής στο έμαθα πως καταδίκαζε τις ιδέες μας. Απετάξατο τον Σατανά/ με το που πήρε τη θέση στον Βόλο, άρχισε τις διαλέξεις εναντίον των μαρξιστικών ιδεών.
Εκείνος αντίθετα αρνείται τη θέση του γραμματέα της Ιεράς Μητροπόλεως, πόστο που θα τον απάλλασσε κι από το στίγμα του κοινωνικού αναμορφωτή. (…) Αν και το περίμενε, βρήκε εντυπωσιακή την άρνηση του Σκληρού να δεχτεί μια τέτοια δουλειά- μαχαιριά για κάποιον που με τόση πεποίθηση κατακεραύνωνε την ανακύκληση του βυζαντινού φεουδαλισμού στον καιρό τους. Η απομόνωσή του λόγω του ότι σκάλιζε τα πίτουρα γράφοντας για κοινωνικά ζητήματα και άλλα τέτοια φούμαρα έχει αρχίσει. Άλλωστε, μόλις ο πατέρας του και ο γαμπρός του μαθαίνουν τη δραστηριότητά του, κόβονται όλα τα επιδόματα. Από δω και μπρος ζει σαν επαίτης με χρήματα του φίλου του Κώστα Χατζόπουλου. 
Στο σανατόριο της Μόσχας μένει εντέλει τέσσερα χρόνια (δεν έφταιγε μόνο η υγεία του. Έφταιγε κι ο δύσκολος χαρακτήρας του. Με έναν διαφορετικό χαρακτήρα, θα μπορούσε να είχε σώσει την υγεία του. Το όνειρό του να γυρίσει στην Αθήνα αναβάλλεται λόγω της κακής υγείας (το πιάνο και ο τρόπος που συνομιλούσε με τον θάνατο, έκανε όλα τα άλλα να χάνουν τη σημασία τους). Εκεί παρηγοριά του είναι οι διάλογοι  με τον θαυμαστή του, Ιγνάτιο, που τον αποκαλεί και «δάσκαλο». Εξομολογείται τη διάψευσή του από το κλίμα της Αθήνας όπου, ενώ κλίμα και φως υπόσχονταν την αναπλήρωση της μητρικής απουσίας, τη σωτηρία της ψυχής και τη θεραπεία του σώματος, το υπερσυντηρητικό κλίμα (Ορεστειακά, Ευαγγελιακά κλπ.) τον απογοητεύουν. Τον Μαρξ ελάχιστοι τον έχουν ακούσει. (…)
Οι παρακάτω φράσεις που δίνει η συγγραφέας είναι οι περισσότερες σε α΄ενικό  (θα θέλαμε να ξέρουμε τις πηγές και το βαθμό παρέμβασης) και περι- γράφουν το πνεύμα και την ιδεολογία του Γ. Σκληρού:
·         η γλώσσα δεν ήταν μόνο τα κείμενα και ο κατεστημένος λόγος στο πανεπιστήμιο και τη διοίκηση, ήταν η λαλιά σαν  έκφραση της ψυχής, ήταν και ο διάλογος
·         είχε απελπιστεί, δύσκολο να πείσεις τον γραμματικό να γίνει κοινωνιολόγος
·         όπως το είχε δηλώσει κι ο Ζαμπέλιος, πριν από μένα, το γλωσσικό δεν είναι φιλολογικό ζήτημα. Είναι πολιτικόν είπε, κι εγώ το διόρθωσα, λέγοντας ότι είναι μέρος του κοινωνικού μας ζητήματος/ η καθαρεύουσα,  δημοτική, οι ιδέες εν γένει, δεν είναι η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα πραγματικών καταστάσεων και συνθηκών/ οι ταλαντούχοι μεγάλοι, Ροΐδης, Σολωμός, Βιζυηνός, δεν διανοήθηκαν να απομονώσουν το γλωσσικό, απαιτώντας να μπει μια κατασκευασμένη κοινή στη θέση της καθαρεύουσας
·         άλλο είναι να θέτεις μεταφυσικά ερωτήματα κι άλλο να ανάγεις τα πάντα ανεξαιρέτως στο πνεύμα ή στην ύλη
·         όπως δεν ήμουν ιδεαλιστής, δεν ήμουν ούτε υλιστής, γιατί η ζωή δεν μετριέται με βάση όσα βλέπεις, φοράς, τρως, αλλά με βάση όσα καταφέρνεις να δεις και να κάνεις με συνεργό τους πόθους και τη δύναμη της ψυχής σου να κρίνεις τι αξίζει
·         όσοι είχαν ιδέα από φιλοσοφία, ποσώς δεν αμφέβαλλαν ότι υλισμός και ιδεαλισμός ήταν οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι υλιστές έσερναν τα πάντα από τη μεριά της ύλης, οι ιδεαλιστές από τη μεριά της ιδέας. Και οι μεν και οι δε, δεν δίσταζαν να ασκήσουν μιαν άδικη βία προκειμένου να χωρέσουν τα πάντα σ ένα σακί που - όπως και να το κάνουμε- δεν τα χωρούσε όλα. Οι διαλεκτικοί μαρξιστές ξαναστήνουν στα πόδια τους όσα οι ιδεαλιστές αναποδογύρισαν/ οι ιδέες ωχριούν μπροστά στη δύναμη των πραγμάτων
·         οι εργάτες πρέπει να μάθουν να σκέπτονται. Να γίνουν σκεπτόμενοι, όπως συνέβη με τους αστούς, την εποχή του Καρτέσιου, του Λοκ, του Σπινόζα. Τη ζωή μας έχουμε οι ίδιοι να τη διαχειριστούμε. Αν την αναθέσουμε σε άλλους, τότε δεν είναι δική μας, την έχουμε υποθηκεύσει.
·         για μένα η τέχνη δεν υπήρξε ποτέ παραμυθία ούτε συγκάλυψη, αλλά μέσο και τρόπος μεταστροφής∙ μετάπλαση ή μεταμόρφωση.

Ο Σκληρός εξαφανίζεται από τους αθηναϊκούς κύκλους – όπου μετά την έκδοση του βιβλίου έχει γίνει θρύλος-  για λόγους υγείας. Μετά το Ταταρίνο θα εγκατασταθεί στο Κάιρο∙ θα αποτραβηχτεί  μελετώντας ψυχανάλυση και ψυχιατρική, προσπαθώντας να διερευνήσει τα ψυχικά αίτια της αρρώστιας του και θα αφήσει και την τελευταία του πνοή, 41 χρόνων, αφού καταφέρει να εκδώσει κι άλλο ένα βιβλίο, τα «Προβλήματα του σύγχρονου ελληνισμού».
Δύο ακόμα θέματα νομίζω ότι αξίζει να μνημονεύσει κανείς από τη ζωή του Σκληρού, όπως μας την παρουσιάζει η συγγραφέας:
Το ένα είναι ο συμβατικός του γάμος με την Ευτέρπη, στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Την εγκατέλειψε  τρεις μέρες μετά το γάμο τους, ενώ εκείνη έπεφτε γονατιστή για να την αφήσει να τον βοηθήσει. Τα συναισθήματα της Ευτέρπης τα παρακολουθούμε σε α΄ενικό. Αυτό που συγκινεί είναι η αγάπη, η καρτερικότητα, ο αλτρουισμός της γυναίκας που γνωρίζει με βεβαιότητα πως «με άλλα παλεύει κι όχι με το γάμο μας», που κατανοεί τη ζωή που χανόταν από ένα βίτσιο του χαρακτήρα που συναγωνιζότανε σε σκληρότητα κι αυτήν ακόμη την τύχη, όταν γίνεται ιδιότροπη. Και παρακάτω: θα τον περίμενα, γιατί αυτόν περίμενα όλη μου τη ζωή και ποτέ μου δε θα μετάνιωνα που συνέβη να τον συναντήσω. (…) Όλον αυτόν τον καιρό ήλπιζα ότι η νύχτα θα γινότανε μέρα. Στο τέλος ήλπιζα ότι θα με άφηνε να τον φροντίζω σαν να ήτανε αυτός το παιδί που δε θέλει να αποκτήσει μαζί μου. Τόσο πολλά και τόσο λίγα ήλπισα.
Το άλλο αξιομνημόνευτο γεγονός είναι η συνάντηση του Σκληρού με τον Κ. Καβάφη στο Κάιρο: αναρωτιόταν αν ο Σκληρός είχε σκεφτεί αυτό το μέγα ζήτημα της τραγικότητας. Γι αυτόν δεν φαινόταν να υπάρχει πουθενά κάθαρση, που θα τον πήγαινε πέραν της ενοχής. (...)Ξαφνικά, ένιωσε να συμπαθεί τον Σκληρό∙ επιμένει να θέλει να συμφιλιώσει τα ασυμφιλίωτα, όπως είναι η αλήθεια του μέσα με την πραγματικότητα του έξω. Από παιδικό πείσμα κι από φόβο, ίσως, επιμένει να αντιπροτείνει στην τραγωδία, την συμφιλίωση. Δεν είναι άνθρωπος του ναι. Οι άνθρωποι του όχι πουθενά δεν χωράνε, δεν έχουν πού να σταθούν. Αν είναι τυχεροί να έχουν γεννηθεί ποιητές, τότε φτιάχνουν έναν δικό τους κόσμο να υπάρξουν. Αλλιώς είναι πλάνητες που περιπλανώνται, όπως ετούτος εδώ.

Όμως ο Σκληρός ήταν  μια τραγική προσωπικότητα και το ήξερε. Όχι μόνο γιατί μια ζωή αναζητούσε τη μάνα που δε γνώρισε ποτέ, αλλά γιατί αχώριστος σύντροφος από νωρίς του ήταν ο τρυφερός συνοδός, η αρρώστια και ο θάνατος. Η ζωή του Σκληρού διερχόταν κάθε στιγμή το φάσμα του θανάτου, και τον απάλλασσε από τις μικροψυχίες και τις μικροματαιοδοξίες των χορτάτων.
Για ανθρώπους της καριέρας, δεν είναι το καλύτερο να ζητά να επικοινωνήσει μαζί τους κάποιος παλιός συναγωνιστής τους που τα κατάφερε να μείνει στο περιθώριο, στιγματισμένος για τις ιδέες του (το λέει για τον Αλ. Δελμούζο/ Ντέλο, που αποφεύγει να απαντήσει στα «ταχυδρομικά του δελτάρια»). Τα περιθώρια έχουν εξαντληθεί προ πολλού και δεν τολέω από μεμψίμοιρη διάθεση, αλλά γιατί κουράστηκα πόσα χρόνια τώρα, να ζω με το θάνατο μόνιμη συνοδεία της ζωής μου. Ώρα είναι να δω κατάματα την κατάστασή μου.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Ρένα Σταυρίδη – Πατρικίου, Οι φόβοι ενός αιώνα. Στο σημείωμά της «Σχετικά με το βιβλίο», η συγγραφέας ευχαριστεί ιδιαίτερα τη Ρ.Σ. Πατρικίου για τις μελέτες και της έρευνές της πάνω στον Γ. Σκληρό.
[2] Το Κόμμα των Σοσιαλεπαναστατών ( Εσέροι) υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ου αιώνα και παίχτης-κλειδί στη Ρωσική Επανάσταση του 1917. Μετά την αστική επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 και την έκπτωση του τσάρου, μοιράστηκε την εξουσία με άλλες φιλελεύθερες και δημοκρατικές σοσιαλιστικές δυνάμεις, εντός της νεοσυσταθείσας Προσωρινής Κυβέρνησης. Το Νοέμβριο του 1917, μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση του Οκτωβρίου, κέρδισε την πλειοψηφία των ψήφων στις πρώτες πανρωσικές δημοκρατικές εκλογές για το σχηματισμό Συντακτικής Συνέλευσης που θα συνέτασσε και ψήφιζε το νέο Σύνταγμα. Σύντομα όμως το κόμμα διασπάστηκε λόγω των ρεφορμιστικών τάσεων της ηγεσίας του και όσοι έμειναν πιστοί σε αυτή υπό τον Αλεξάντρ Κέρενσκι ηττήθηκαν και διαλύθηκαν από τους μπολσεβίκους, που είχαν την πλειοψηφία των μαχητικών στοιχείων στους δρόμους, κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου που ακολούθησε (Wikipedia).

2 σχόλια:

Vasilis Simeonidis είπε...

Από τις μορφές στις οποίες χρωστάμε όλοι ήταν ο Σκληρός,

και 'συ με την ανάρτηση αυτή του δίνεις κάτι απ' ό,τι θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε και μεις, οι πιο τεμπέληδες:)

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Πράγματι ήταν μεγάλη μορφή ο Σκληρός και παραγνωρισμένη γιατί δεν εντάχτηκε πουθενά... Παρόμοια περίπτωση, στην ίδια εποχή, κι ο Πέτρος Πικρός (ψευδώνυμο κι αυτό/ο ένας σκληρός ο άλλος πικρός, τυχαίο;;;)
Ευχαριστώ Βασίλη...