Κυριακή, Μαρτίου 30, 2014

Οι δυο φίλοι, Αλμπέρτο Μοράβια

Ήμουν προετοιμασμένη ότι θα διαβάσω κάτι μέτριο, μόνο και μόνο επειδή το μυθιστόρημα αυτό, παρόλο που γράφτηκε το 1952, έμεινε ανολοκλήρωτο («διηγηματικά αποσπάσματα»)∙  για την ακρίβεια κυκλοφόρησαν μετά το θάνατο του Μοράβια τρεις διαφορετικές «γραφές», που αποτελούν και τα μέρη του βιβλίου που εκδόθηκε πρόσφατα. Η συναρπαστική γραφή του συγγραφέα νίκησε τους ενδοιασμούς μου, και εντέλει όχι μόνο δεν κουράζει το ίδιο σκηνικό (δηλαδή η επανέναρξη της αφήγησης  της ίδιας πάνω κάτω ιστορίας), αλλά η διαφορετική οπτική φωτίζει περισσότερο το κεντρικό θέμα, που πάνω- κάτω είναι:  έρωτας/φιλία/αγάπη και πολιτική ιδεολογία (η πολιτική, η κοινωνία και η ιδεολογία μπορεί ή μάλλον πρέπει να συνυπάρχουν σ ένα μυθιστόρημα, όχι για να παρουσιαστούν, αλλά επειδή το μυθιστόρημα μπορεί να τις υποβάλλει στη δοκιμασία της φωτιάς, Simone Casini, από την εισαγωγή του βιβλίου).  Ο Μοράβια, φαίνεται, καταπιάστηκε με την ιδέα αυτή που είχε στο μυαλό του, προσπαθώντας να δώσει ένα μη «στρατευμένο»  έργο. Άλλωστε,  ο ίδιος λέει ότι είναι πολύ επιφυλακτικός στις προσπάθειες κάποιων μεγάλων διανοούμενων και συγγραφέων να γράψουν πολιτικό μυθιστόρημα, γιατί τις περισσότερες φορές η άποψη που θέλουν να υποστηρίξουν μέσα από τα κείμενά τους βλάπτει το λογοτεχνικό αποτέλεσμα∙ έτσι, είναι δύσπιστος απέναντι στα ιστορικά και ιδεολογικά στοιχεία που δεν αφομοιώνονται και δεν κάμπτονται από τους νόμους της λογοτεχνίας[1]. Ίσως αυτός είναι κι ο λόγος που έχουμε αυτό το αποσπασματικό σύνολο.

Βρισκόμαστε στο τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και στη μεταπολεμική περίοδο, στη Ρώμη. Ο βασικός και κοινός άξονας και των τριών αφηγήσεων είναι η σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα σε δυο φίλους, τον Σέρτζιο και τον Μαουρίτσιο. Ο πρώτος παρουσιάζεται και στις τρεις ιστορίες ως φτωχός αλλά «διανοούμενος» (χαρακτηρισμός που του προσάπτει ο Μαουρίτσιο και ο Σ. τον προσλαμβάνει ως κάτι αρνητικό)∙ είναι περήφανος που είναι κομμουνιστής, ονειρεύεται την επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό, με συνείδηση άγρυπνη αλλά και νωθρή. Ζει γράφοντας (είτε δημοσιογραφικά άρθρα, είτε κριτικές σε ταινίες β κατηγορίας), ενώ και στις τρεις ιστορίες υπάρχει μια γυναίκα δίπλα του, φτωχιά, αθώα και… τεμπέλα που τον αγαπάει τρελά. Ο Μαουρίτσιο, αντίθετα, είναι αστός, έξυπνος, ευγενής, όμορφος και καλοντυμένος, γυναικάς, και κυρίως αντίθετης ιδεολογίας (δεν είναι φασίστας,  ούτε ξεκάθαρα υπέρ του καπιταλισμού). Δεν έχουμε όμως την τύχη να διεισδύσουμε στον εσωτερικό κόσμο του Μαουρίτσιο.  Ο παντογνώστης αφηγητής εστιάζει στην ψυχολογία του Σέρτζιο, στην δε τρίτη -και πιο ώριμη- γραφή ο Σέρτζιο μιλά πρωτοπρόσωπα.
Οι δυο φίλοι γνωρίζονται και συμπαθιούνται από την παιδική ηλικία, αλλά υπάρχει ένας «ευγενής» ανταγωνισμός ανάμεσά τους, έτσι τουλάχιστον τον βιώνει ο Σέρτζιο. Η αντίθεσή τους εκφράζεται πιο ξεκάθαρα στο πολιτικό επίπεδο, εφόσον  ο Μαουρίτσιο είναι ξεκάθαρος, αυθόρμητος, γεμάτος αυτοπεποίθηση και απολαμβάνει τις χαρές της κοινωνικής του θέσης, ενώ ο Σέρτζιο είναι πιο συγκεχυμένος και αναποφάσιστος∙ κυρίως, βασανίζεται από το κοινωνικό αίσθημα κατωτερότητας που του υπαγορεύει η απλή αλήθεια ότι είναι απένταρος. Ο Σέρτζιο ψάχνει απεγνωσμένα τρόπους να αισθανθεί ανώτερος, ή έστω, ίσος με τον Μαουρίτσιο, είτε μέσα από την ερωτική του σχέση, είτε μέσα από τον κομμουνισμό.
ΓΡΑΦΗ Α
Η σκιαγράφηση των δυο αντίθετων χαρακτήρων γίνεται αναλυτικότατα στην πρώτη γραφή∙ ωστόσο η γραφή αυτή είναι φανερά ημιτελής, ενώ θα λεγε κανείς ότι στις άλλες δύο, παρόλο που ξέρουμε ότι ο Μοράβια δεν τις ολοκλήρωσε,  κλείνει πάντως ένας «κύκλος» επεισοδίων. Εδώ η σύγκρουση ανάμεσα στους δυο φίλους εκδηλώνεται όταν προς το τέλος πια του πολέμου και την κατάρρευση του φασισμού, ο Μαουρίτσιο προτείνει στον Σέρτζιο να πάει μαζί του στο Κάπρι, να φύγει δηλαδή από τη Ρώμη. Ο Σέρτζιο αντιστέκεται αδύναμα (ο Μαουρίτσιο είχε δίκιο: για εκείνον, όπως και για πολλούς άλλους, δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνουν από το να φύγουν και να προσπαθήσουν, όπως είχε πει, να σώσουν το τομάρι τους. Δεν είχε πραγματικά κανένα λόγο να μείνει, κανέναν αγώνα να υπερασπιστεί).
Η αμφιταλάντευση και η νωθρότητα του Σέρτζιο δεν μπορεί να κρατήσει και πολύ. Η πραγματικότητα, με λίγα λόγια, δεν άφηνε κανέναν στην άκρη, παρόλη τη θλίψη και την ανησυχία. Πάντα έφτανε η στιγμή της παρέμβασης και της δράσης. Ο Σέρτζιο αρνείται τελικά τη δελεαστική πρόταση του Μαουρίτσιο και ενώ η αυτοπεποίθησή του τονώνεται μετά την πρωτοσέλιδη δημοσίευση του άρθρου του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Οι πραγματικοί υπεύθυνοι», ο Μαουρίτσιο με την απαξιωτική συμπεριφορά του (δεν έχω τη διάθεση να το διαβάσω, δε μ ενδιαφέρει, είσαι πάντα ο ίδιος/ δεν έχεις αλλάξει καθόλου) τον κάνει να νιώθει πάντα υποδεέστερος.
Ο Μοράβια όμως, μάστορας στην ψυχογράφηση, δεν παρουσιάζει τόσο μονοδιάστατα τους δυο αντίθετους χαρακτήρες. Στους διαλόγους  όπου αντιπαρατίθενται οι δυο φίλοι, κι αυτό ισχύει και για τις τρεις γραφές, η σύγκρουση διαδέχεται τη συγκίνηση, την εξομολόγηση, την εκμυστήρευση. Κι όλα αυτά σε ένα πνεύμα φιλίας, δηλαδή σχέσης ειλικρίνειας.

ΓΡΑΦΗ Β, Γ
Οι δυο αυτές διαφορετικές εκφάνσεις του ίδιου θέματος διεισδύουν πολύ πιο βαθιά στην καρδιά του θέματος:  πώς η πολιτική ιδεολογία  επηρεάζει την καθημερινή ζωή, τις επιλογές,  τη σχέση με τα άτομα που αγαπάς∙ και το αντίστροφο, φυσικά.
Και στις δύο γραφές τον Σέρτζιο συντροφεύει πιστά και σχεδόν παρασιτικά μια κοπέλα «του λαού», απλή, αφελής, γλυκιά και αθώα. Στη μια γραφή η Λάλα, στην άλλη η Νέλα, αγαπούν με ένταση χωρίς να καταλαβαίνουν τις διανοητικές ανησυχίες του Σέρτζιο. Κι εδώ πρέπει να πούμε για άλλη μια φορά πόσο μάστορας είναι ο Μοράβια στο να αποδίδει όχι μόνο τις ερωτικές/σεξουαλικές σκηνές, αλλά και τις αποχρώσεις των ερωτικών σχέσεων, των ερωτικών πόθων, του πάθους  εκείνου που σε κάνει αδύναμο και  σε συνδέει με το ακατανόητο. Ο συγγραφέας σε κάθε ερωτική σχέση που τον απασχολεί, δίνει μια διαφορετική, μοναδική και ανεπανάληπτη πνευματική διάσταση, και νομίζω ότι είναι ένα από τα μεγάλα του χαρίσματα. Έτσι λοιπόν, η ερωτική σύντροφος του Σέρτζιο, όπως περιγράφει ο ίδιος ιδιαίτερα στην τρίτη γραφή, είχε πάντα διάθεση να κάνουμε έρωτα, οποιαδήποτε στιγμή∙ και η καλύτερη στιγμή για κείνη ήταν όταν γύριζε από το μπάνιο, και το κορμί της ήταν γεμάτο ενέργεια μετά από δέκα ώρες ύπνο. Χωρίς κραγιόν και πούδρα στο παιδικό της πρόσωπο, με τα μαλλιά φουντωμένα και ηλεκτρισμένα από το υπερβολικό χτένισμα με την τσατσάρα, το σώμα γυμνό, γερό, μυώδες, λείο και καθαρό, η Νέλα το πρωί έκανε έρωτα με τη λαχτάρα που τρώει ο πεινασμένος ένα κομμάτι μυρωδάτο, φρέσκο ψωμί που μόλις βγήκε από το φούρνο.
Ο Σέρτζιο όμως δε δίνεται τόσο ολόψυχα στην ερωτική σχέση όσο η ερωτική του σύντροφος. Με τη Νέλα, ιδιαίτερα, υπάρχει ένα είδος περιφρόνησης απέναντι στο ζωώδες δόσιμο της κοπέλας, που  δεν μπορεί κι ο ίδιος να το εξηγήσει. Εκείνη ήταν ντροπαλή, ευγενική, σεμνή, δεν ήταν χυδαία ούτε πρόστυχη, και όμως εγώ μαζί με το αίσθημα του πόθου ένιωσα πως υπήρχε μέσα μου κι ένα άλλο συναίσθημα που έμοιαζε με περιφρόνηση, και ήταν αυτό που με έσπρωχνε να τη πάρω σ ένα μέρος σαν εκείνο, χωρίς προφυλάξεις, χωρίς οίκτο, σαν να ήθελα να την πληγώσω αντί να την αγαπήσω.  

Οι συγκρούσεις στον εσωτερικό κόσμο του Σέρτζιο είναι πολλαπλές. Αρχικά ταλανίζεται από τον κρυφό ανταγωνισμό που νιώθει για τον φίλο του, και είναι ζήτημα αξιοπρέπειας και τιμής να τον πείσει να ασπαστεί τις κομμουνιστικές του ιδέες. Η συμπάθεια που δείχνει  ο Μαουρίτσιο στο άτομό του είναι παρεξηγήσιμη, κι έτσι η μεγάλη συνάντηση φέρνει τους δυο φίλους σε οξεία λεκτική αντιπαράθεση στη β γραφή , όπου αναμετριούνται οι δυο ιδεολογίες:  η κομμουνιστική και η μη κομμουνιστική (ο Μαουρίτσιο  έχει περάσει  από τον θαυμασμό του Χίτλερ στην κριτική της αστικής ιδεολογίας αλλά δείχνει να έχει  κορεστεί/αηδιάσει με την κοινωνική του τάξη, έχει μελετήσει τον κομμουνισμό αλλά αρνείται να προσχωρήσει). Παρούσα στη μεγάλη αναμέτρηση είναι η Λάλα, που με την αφέλειά της εκνευρίζει ακόμα περισσότερο τον Σέρτζιο.
Ο Σέρτζιο πιστεύει ότι έχει φτάσει πολύ κοντά στον στόχο του, ότι ο Μαουρίτσιο έχει «ωριμάσει» για να προσχωρήσει στον κομμουνισμό (αφού στην πράξη είσαι ήδη κομμουνιστής). Όμως, όχι, θα χρειαστούν επιχειρήματα πέρα από τη λογική, πιο ισχυρά από τα δικά μου, απαντά ο Μαουρίτσιο, κι αν  τα βρεις δεν θα είσαι κομμουνιστής γιατί οι κομμουνιστές θέλουν να πείσουν με τη λογική, όχι με παράλογα επιχειρήματα. Οι φασίστες έπειθαν χρησιμοποιώντας παράλογα επιχειρήματα.
Το «επιχείρημα» που ζητά ο Μαουρίτσιο είναι μια βραδιά με τη Λάλα. Είναι τρελά ερωτευμένος, λέει, και δε γυρεύει τίποτ  άλλο για να γραφτεί την επομένη στο κομμ. κόμμα… Το ηθικό δίλημμα που τίθεται  στον Σέρτζιο  τον ζαλίζει, σαν σε δίνη… Οι σκοποί δικαιολογούν οποιοδήποτε μέσον; Κι εδώ ο σκοπός είναι ιερός: ο κομμουνισμός θέλει να αλλάξει το πρόσωπο της ανθρωπότητας, θέλει το καλό εκατομμυρίων ανθρώπων που υποφέρουν και δεν έχουν τρόπο να το εκφράσουν, θέλει οι καλύτεροι, όλοι εκείνοι που αξίζουν κάτι, να έρθουν σιγά σιγά με το μέρος μας, να καταρρεύσει η άλλη πλευρά   κλπ.
Τα πράγματα βέβαια δεν είναι απλά, γιατί εμπλέκεται και η βούληση της αγαθής μεν και υπάκουης Λάλα, αλλά που το σώμα της και η διαίσθησή της την οδηγούν σταθερά… Η πρόταση του Μαουρίτσιο εντωμεταξύ ανεβάζει την εκτίμηση του Σέρτζιο για τη Λάλα, κι αρχίζουν οι ζήλειες… Τα γεγονότα κλιμακώνονται, και μετά από σκηνές και απρόοπτα, ο Μοράβια δίνει μια ολοκληρωμένη λύση (Μαουρίτσιο: ενώ εσύ ήθελες να σου πουλήσω την ψυχή μου για μια ώρα έρωτα με τη γυναίκα σου… εγώ αντίθετα, σκεφτόμουνα ότι εσύ έπρεπε να πουλήσεις τη δική σου σε μένα… ήθελα να σε οδηγήσω, με σκοπό πάντα να καταφέρεις την προσχώρησή μου στον κομμουνισμό, να γίνεις προαγωγός της γυναίκας που σ αγαπάει και αγαπάς…), ενώ η Λάλα ξεσπαθώνει (πολύ αργά, πήγαινε να κοιμηθείς αγκαλιά με το κόμμα σου… όπως κι εκείνος θα πάει με το δικό του…. Εγώ θα πάω να κοιμηθώ μ έναν πραγματικό άντρα). Έτσι, η φυγή της Λάλα τους μαθαίνει ότι  διεκδικούμε την ανθρωπότητα αλλά εκείνη, αντίθετα, μας προδίδει…  και μας προδίδει επειδή στην πραγματικότητα δεν την αγαπάμε γι αυτό που είναι χωρίς υστεροβουλία.

Ίσως παραφάνηκε ηθικοπλαστική αυτή η δεύτερη έκβαση στον συγγραφέα, κι έτσι η τρίτη γραφή, σε πρώτο πρόσωπο, είναι πιο «περιφερειακή». Εδώ  το δόσιμο της κοπέλας είναι απόλυτο.  Η Νέλα εκδηλώνει συνέχεια το γήινο και επίμονο πάθος της στον Σέρτζιο, τον περιμένει, τον χαϊδεύει, τον παρηγορεί. Απλά, αθώα, παιδικά, αφοπλιστικά. Ο Σέρτζιο όμως θέλει να «ταπεινώσει» τον πλούσιο φίλο του, και νιώθει ότι κρατά δυο όπλα, τον κομμουνισμό και τη Νέλα. Σχετικά με το φτωχικό ντύσιμο της Νέλας (δεν θα έρθω/θέλεις να με ταπεινώσεις μπροστά στον φίλο σου) πλέκεται ολόκληρος μαραθώνιος συζητήσεων ώστε να μην νιώσουν ταπεινωμένοι οι δυο ερωτευμένοι που είναι προσκεκλημένοι σε δεξίωση στο σπίτι του Μουρίτσιο.  Η ψυχογραφική δεινότητα του Μοράβια αναδεικνύεται στις συναισθηματικές αυτές σκηνές, όπου τα συναισθήματα αγάπης, εξουσίας, διεκδίκησης, ανταγωνισμού διαδέχονται το ένα το άλλο.
Το κόμπλεξ κατωτερότητας όμως του Σέρτζιο είναι κυρίαρχο. Είναι κομμουνιστής, δεν είναι απλώς διανοούμενος, αυτό είναι το ατού του, το στοιχείο υπεροχής του, όμως συνέχεια νιώθει σαν ηλίθιος. Το δεύτερό του όπλο, η αγάπη της Νέλα γυρίζει εναντίον του… η Νέλα δίνεται με παιδική χαρά στο χορό, στον Μαουρίτσιο, στους θαυμαστές της, φτάνει να μεθύσει και να εξαφανιστεί στα δωμάτια του σπιτιού του Μαουρίτσιο, και να γυρίσει μόνη της το άλλο πρωί... Τα όπλα του, οι δυο μοχλοί που έπρεπε να παρεμβάλει σε κάποια ρωγμή της δύναμής του, μέχρι να καταφέρει να τον αποδυναμώσει ολοκληρωτικά  έγινα τα μέσα που οδήγησαν στη δική του αποδυνάμωση…
Καθώς περπατούσα στο δρόμο όλα τα ατυχή συμβάντα της βραδιάς γυρνούσαν στο μυαλό σαν να ήταν πολλοί άτυχοι ηθοποιοί κάτω από τα φώτα της ανελέητης ράμπας, μου φαινόταν πως έβλεπα τον εαυτό μου πώς ήμουν τη στιγμή που χτυπούσα το κουδούνι της βίλας, τόσο επιθετικός και τόσο σίγουρος για τη βέβαιη νίκη, κι ύστερα πως ήμουν, αντίθετα, στη διάρκεια όλης της γιορτής, αβέβαιος, οργισμένος, αδέξιος, τιναγμένος από δω κι από κει από τις υποψίες μου και την κακοήθεια των άλλων σαν φελλός σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, και παραδέχτηκα γι άλλη μια φορά πως πήγα στη γιορτή του Μαουρίτσιο για να τον κατατροπώσω, αλλά στην πραγματικότητα είχα πανηγυρικά κατατροπωθεί.  

Παρόλο που οι  τρεις γραφές είναι ημιτελείς, οι προθέσεις του συγγραφέα γίνονται φανερές.  Φανερές είναι και οι αντιστάσεις/δυσκολίες  που συνάντησε ώστε να μη βλάπτει η βασική –πολιτική-  ιδέα το «λογοτεχνικό αποτέλεσμα». Φαίνεται ότι δεν έμεινε ευχαριστημένος, κι αυτό είναι κατανοητό: στη δεύτερη γραφή το θέμα δίνεται λίγο «μανιχαϊστικά», ενώ στην τρίτη γραφή το ίδιο θέμα παρουσιάζεται λίγο αδύναμο. Παρόλ αυτά, αξίζει πράγματι να το διαβάσει κανείς.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Από την εισαγωγή του Simone Casini

Δεν υπάρχουν σχόλια: