Σάββατο, Φεβρουαρίου 25, 2017

Νέα φινλανδική γραμματική, Diego Marani

Με αφορμή μια «απίστευτη ανθρώπινη ιστορία», ο Ιταλός συγγραφέας μάς δίνει μια πολυεπίπεδη αφήγηση που μπαίνει στην καρδιά της φινλανδικής κουλτούρας αλλά αφήνει και στον αναγνώστη ανοιχτά ερωτηματικά σχετικά με την ανθρώπινη συνείδηση και πόσο αυτή σχετίζεται με τη μνήμη, τη γλώσσα, την καταγωγή, το παρελθόν (ατομικό και συλλογικό). Μπορεί άραγε να ισορροπήσει ένας άνθρωπος που έχει απωλέσει κάθε είδους ανάμνηση μαζί με τη μνήμη της γλώσσας του, είναι δηλαδή ολοκληρωτικά χωρίς ταυτότητα (ένας άνθρωπος νεκρός κατά το ήμισυ, στερημένος από το παρελθόν του, το όνομά του, τη γλώσσα του, αναγκασμένος να ζει χωρίς μια ανάμνηση, μια λύπη, ένα όνειρο), κι αν ναι, πώς; Ποια η σχέση της ταυτότητας αυτής με τον τόπο καταγωγής, τα δάση, τα ποτάμια, τα βουνά των παιδικών χρόνων, αυτό που λέμε «πατρίδα»; Επίσης, όταν εκφράσεις με τις κατάλληλες λέξεις τα συναισθήματά σου (άρα συνειδητοποιώντας τα) μπορείς άραγε να τα ελέγξεις;
Η πλοκή είναι σχετικά απλή, με κάποιες ίσως ανακολουθίες εφόσον είναι τολμηρά επίπλαστη: Βρισκόμαστε στο 1943 και ο νευρολόγος Πέτρι Φρίαρι αναλαμβάνει να θεραπεύσει έναν ετοιμοθάνατο στρατιώτη που βρέθηκε στην Τεργέστη με ολική απώλεια μνήμης, χωρίς κανέναν στοιχείο ταυτότητας πάνω του. Τα μόνο σημάδια αναγνώρισης είναι το όνομα «Σάμπο Καργιαλέινεν» στην ετικέτα του αμπέχονου και ένα μαντήλι με τα αρχικά Σ.Κ. Όσο ο γιατρός προσπαθεί να «σώσει» τον προστατευόμενό του, ξετυλίγεται σταδιακά στον αναγνώστη και η τραγική ιστορία και του ίδιου του Φρίαρι: φαίνεται ότι ο νευρολόγος έχει ισχυρό κίνητρο να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να  βοηθήσει τον ανώνυμο στρατιώτη να ανακτήσει τη μνήμη του, μαθαίνοντάς του από την αρχή τη μητρική του γλώσσα, που υποθέτει ότι είναι τα φινλανδικά (από το όνομα στο αμπέχονο). Όπως λέει κι ο ίδιος: Είμαι κι εγώ ένας εξόριστος, όπως ο άνθρωπος αυτός/έχω εκκρεμείς λογαριασμούς με τη Φινλανδία/όλα αυτά τα χρόνια προσπάθησα να πνίξω το μίσος μου γι’ αυτούς που σκότωσαν τον πατέρα μου. Κι αυτό γιατί στη διάρκεια του εμφυλίου που ξέσπασε ανάμεσα σε «λευκούς» και «κόκκινους» στη Φινλανδία μετά τη ρωσική επανάσταση το 1917, ο Φρίαρι έχασε με τραυματικό τρόπο τον -κομμουνιστή- πατέρα του και αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα του και να ζήσει στη Γερμανία. Νιώθει Φινλανδός όμως, γι’ αυτό παίρνει στα χέρια του την υπόθεση Σάμπο σαν να ήταν δική του, παρακολουθεί και σημειώνει προσεκτικά τις φάσεις αφύπνισης του νεαρού Φινλανδού που του έστειλε η τύχη και που έχει χάσει κάθε αίσθηση πατρίδας (αναγνώρισα το ασαφές περίγραμμα των αισθήσεων που ένιωθε αυτός ο άντρας και που εγώ παρατηρούσα εξ αποστάσεως). Κι ο ίδιος ο Σάμπο όμως, όταν πια μπορεί να βάλει σε λέξεις όσα αισθάνεται, συνειδητοποιεί τη σημασία που έχει η περίπτωσή του για τον γιατρό: μέσα στη δική μου περιπέτεια έβλεπε να καθρεφτίζεται και η δική του/τον συγκινούσε η διάσωση μιας γλώσσας που με τον τρόπο του κι εκείνος είχε σώσει, οδηγώντας την από την εξορία στις θάλασσες της μνήμης.
Παρακολουθούμε λοιπόν παράλληλα τη φωνή του Σάμπο μέσα στο χειρόγραφο που άρχισε να γράφει όταν ανέκτησε την ικανότητα γραφής (βρέθηκε το 1946), και του Φρίαρι, μέσα από σημειώσεις που κράτησε αναλαμβάνοντας προσωπικά τον ήρωά μας, στην προσπάθειά του να εξιλεωθεί. Η «συνύπαρξη» όμως των δύο πρωταγωνιστών δεν διαρκεί πολύ: όταν πια συνέρχεται στοιχειωδώς ο Σάμπο, ο γιατρός τον προετοιμάζει για το Ελσίνκι, όπου τον περιμένει κάποιος άλλος πιο ειδικευμένος γιατρός. Κυρίως τον περιμένει η φινλανδική πολιτεία (όπου σύμφωνα με τη θεωρία του γιατρού, η μελέτη της μητρικής γλώσσας και το γνώριμο περιβάλλον ίσως θα του «ανοίξουν διάπλατα τη μνήμη»). Η παρουσία του γιατρού όμως συνεχίζει για τον αναγνώστη (η αφήγηση του γιατρού διακρίνεται με άλλη γραμματοσειρά), γιατί είναι αυτός που διασώζει όχι μόνο τα χειρόγραφα του Σάμπο αλλά και την ιστορία του μέχρι το τέλος (ξέρουμε άλλωστε, από την 2η σελίδα του βιβλίου -μέσα από τα λόγια του Φρίαρι- ότι ένα τρομερό λάθος απέβη μοιραίο). Με την πρωτοβουλία του γιατρού η ιστορία του Σάμπο αποκτά αρχή, μέση, τέλος, έχουμε δηλαδή ένα είδος εγκιβωτισμού.
Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το «στήσιμο», τα «θεμέλια» του μυθιστορήματος. Από κει και πέρα, η εξέλιξη προκαλεί μεγάλη αγωνία στον αναγνώστη στο ψυχολογικό επίπεδο περισσότερο, γιατί η πλοκή είναι σχετικά απλή. Στη Φινλανδία ο Σάμπο δεν θα βρει τον γιατρό γιατί βρισκόμαστε στη δίνη του πολέμου (με την ευκαιρία μαθαίνουμε «εκ των έσω» και τον ρόλο της Γερμανίας και της Ρωσίας στην εμπόλεμη Φινλανδία) αλλά θα συνδεθεί με δύο ακόμη βασικά πρόσωπα που θα καθορίσουν την εξέλιξή του, τον λουθηρανό πάστορα Ούλοφ Κόσκελα (φανατικό Φινλανδό που ανέλαβε με πάθος να του κάνει μαθήματα όχι μόνο γλώσσας αλλά και «φινλανδικότητας») και την Ίλμα (= αέρας), με την οποία χτίζει μια… αέρινη, ποιητική σχέση. Τα υπόλοιπα αφορούν καθαρά την ψυχολογική εξέλιξη.

Γλώσσα/μνήμη
Ήμουν σαν εκείνα τα ψάρια που μένουν εγκλωβισμένα στον πάγο κάτω από την αρκτική θάλασσα

Ο ήρωας του βιβλίου είναι και ένας από τους αφηγητές. Στο γραπτό που άφησε πίσω του αναφέρεται ο ίδιος στην εμπειρία της απώλειας της μνήμης της γλώσσας του κάνοντας… θαυμαστή χρήση της γλώσσας, και μάλιστα θυμάται με τρομακτική ακρίβεια γεγονότα και συναισθήματα. Αυτό φαίνεται από την αρχή παράξενο. Βέβαια ο συγγραφέας διασώζει μια κάποια αληθοφάνεια λέγοντας ότι στο χειρόγραφο υπήρχαν πρόχειρες σημειώσεις, μουτζούρες, ασκήσεις στα περιθώρια κλπ. -υποτίθεται ότι εμείς διαβάζουμε το αποκαταστημένο κείμενο που συγκρότησαν ο Φρίαρι με την Ίλμα. Όμως,  γενικότερα, η σχέση μνήμης-γλώσσας δεν είναι εξακριβωμένη με ασφάλεια. Σίγουρα, η διαπίστωση του Βιτγκενστάιν  «τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου» μπαίνει σε αμφισβήτηση. Θα πει κανείς ότι εδώ πρόκειται για βλάβη σε κάποιον που είχε ήδη διαμορφώσει συνείδηση στο παρελθόν, κι ότι εξαρτάται από τη συγκεκριμένη  βλάβη που υπέστη ο εγκέφαλος… Όμως ο ήρωας αντιλαμβάνεται, συνειδητοποιεί και θυμάται καταστάσεις μετά το ατύχημα, χωρίς να μπορεί να τα οριοθετήσει με τη γλώσσα.  Όλο το βιβλίο δηλαδή βασίζεται σε μια υπόθεση που ενδέχεται να μη «στέκει» επιστημονικά, ότι δηλαδή μπορεί ο άνθρωπος να χτίσει τη συνείδησή του χωρίς το εργαλείο της γλώσσας.
Αλλά φυσικά αυτό δεν έχει καμιά, μα καμιά σημασία. Ο αναγνώστης ταυτίζεται με την προσπάθεια ενός ανθρώπου να αναδυθεί από το απόλυτο μηδέν στην ύπαρξη, μέσα από το αδιαφοροποίητο πέλαγος θολών εικόνων να αγγίξει τη συνείδηση της ύπαρξής του. Κι αυτό είναι από μόνο του συγκλονιστικό. Η λογοτεχνική απόδοση αυτής της αγωνίας είναι επίσης συναρπαστική:
Η σκέψη μου έμοιαζε να αναβλύζει από το πουθενά και να βουλιάζει στο πορώδες έδαφος της συνείδησής μου που δεν συγκρατούσε το παραμικρό.(…)Για ελάχιστες, υπέροχες μέρες ήμουν απαθής απέναντι στη θύμηση, απελευθερωμένος από τη μνήμη, απαλλαγμένος από τον πόνο/το μυαλό μου ήταν ένα καράβι με κάβους τσακισμένους απ’ την καταιγίδα/αναγνώριζα εκείνα τα περιγράμματα όπως και κάθε άλλο αντικείμενο γύρω μου, μόνο που δεν μπορούσα να τους δώσω ένα όνομα/έννοιες που έμοιαζαν κοινότοπες, όταν προσπαθούσα να τις συλλάβω εξατμίζονταν μπροστά στο ανήμπορο βλέμμα μου/ πάλευα μ’ έναν πρωτόγνωρο φόβο.
Ασκήσεις άρθρωσης, ασκήσεις αποκατάστασης μέσω της μουσικής, μελέτη του χάρτη, ανάδυση τεχνικών γνώσεων δείχνουν ότι ο εγκέφαλος λειτουργεί, μονάχα ο διακόπτης της γλώσσας μένει μονωμένος. Και της μνήμης. Η λεκτική επεξεργασία των πρόσφατων γεγονότων που καλλιεργούν τη βραχεία μνήμη (τι έκανε π.χ. τις μέρες μετά το δυστύχημα) δίνει ελπίδες στον γιατρό της Τεργεστης ότι μ’ αυτούς τους κόκκους χρόνου ο Σάμπο θα έχτιζε το παρελθόν. Πράγματι, η γλωσσική ικανότητα ανακτιέται σιγά σιγά όπως στα παιδιά, η φινλανδική γλώσσα γίνεται το μέσον ανα- γνώρισης του κόσμου, αλλά το κομμάτι του παρελθόντος παραμένει σκοτεινό…

Η Φινλαδική κουλτούρα

Στο Ελσίνκι ο εφημέριος Ούλοφ Κάσκελα, Λουθηρανός πάστορας (ανήκε στη σουηδική μειονότητα που κάποτε μετανάστευσε στη Φινλανδία), ο μοναδικός φίλος που απέκτησε ποτέ ο καινούριος Σάμπο, συνεχίζει το έργο της διδασκαλίας της φιλανδικής γλώσσας, αλλά ξεναγεί τον ήρωά μας και στην βαθύτερη ουσία της φινλανδικής Ιστορίας και κουλτούρας (έψελνα τους ύμνους της λειτουργίας κι έμαθα τις φανταστικές ιστορίες της Καλέβαλα. Ο ιερέας ήταν αυτός που μ’ έμαθε ν’ αγαπάω αυτή τη χώρα). Σε αντίθεση με την τρέχουσα άποψη για το Ελσίνκι («αυτή η πόλη δεν είναι σαν τις άλλες. Είναι ένας καταυλισμός Μογγόλων που κατέληξαν κατά λάθος στην άλλη άκρη της ηπείρου»), ο ιερέας επιδεικνύει την υπερβολική αγάπη του για την πατρίδα του, προβάλλοντας την ιδιαιτερότητα της -πικρής- Ιστορίας της και της γλώσσας της. Μέσα στην ατμόσφαιρα σύγχυσης του πολέμου (καταφύγια, στρατιωτικά επιτελεία, ξενοδοχεία με δημοσιογράφους, στρατιωτικούς, νοσοκομεία, τραυματίες κλπ) και με την απειλή των Ρώσων, ο φανατικός εφημέριος απαγγέλλει ποιήματα, εμβαθύνει με πάθος στη φινλαδική μυθολογία, στον κόσμο των ηρώων της Κάλεβαλα, ένα κόσμο ορατό μόνο από τους σαμάνους σαν τον εφημέριο Κόσκελα:
Πάνω στις σελίδες της παλιάς γραμματικής που μου είχε δώσει ο εφημέριος ήρθε έτσι να προστεθεί σαν διαφάνεια μια δικά μου, προσωπική φινλαδική γραμματική, φτιαγμένη από ένα εκλεκτικό και πολύχρωμο υλικό που περιλάμβανε από θρησκευτικούς ύμνους μέχρι πολεμικά εμβατήρια, από θρυλικά παραμύθια μέχρι αναγνώσεις της Βίβλου, από τα κατορθώματα της μάχης του Σούομμουσαλμι μέχρι τις παιδικές αναμνήσεις του Ούλοφ Κόσκελα. Για τον εφημέριο, οι αλήθειες της παράδοσής του είναι η αποκάλυψη της κοσμογονίας, τα μαθηματικά που στηρίζουν το σύμπαν! Ο κόσμος των οραμάτων, του επέκεινα, του ονείρου των σαμάνων, κατά τον Κόσκελα πάντα, κρύβει τη δύναμη που κάνει τους Φινλανδούς να υπομένουν με καρτερικότητα τα πάντα, τη στέρηση, τους εισβολείς (Σλάβους), τους πολέμους. Κατά τον πατριδολάτρη εφημέριο οι Ουραλοαλταϊκοί λαοί (Φινλανδοί, Σελτζούκοι) διαλύθηκαν από τις σλαβικές επιδρομές και οι Σλάβοι είναι αυτοί που τους «χώρισαν από τους γενάρχες τους αναγκάζοντάς τους να μεταναστεύσουν στον βορρά» (μιλούσε για Φινοουγγρικούς και Ουραλοαλταϊκούς λαούς λες και ήταν όλοι φίλοι του και τους ήξερε προσωπικά έναν προς έναν). 
Παρόλη την εμμονή του Κόσκελα στην απειλή του προαιώνιου σλάβου εχθρού, έχει την οξυδέρκεια να διακρίνει εύστοχα την ουσιώδη διαφορά ανάμεσα στο ορθόδοξο και το ευαγγελικό- λουθηρανικό δόγμα: τα σύνορα όπου μαίνεται αυτός ο πόλεμος δεν χωρίζουν μονάχα δυο λαούς, εμάς και τους Ρώσους. Χωρίζουν και δυο διαφορετικές ψυχές, τραγικά αδιάλλακτες ως προς ένα βασικό σημείο: την έννοια του άλλου κόσμου. Κάνοντας σημειολογική ανάλυση στους ναούς ορθοδόξων και λουθηρανών (καθώς περιηγούνται) επισημαίνει δυο αντιδιαμετρικές θεωρήσεις (εδώ ο συγγραφέας μας δίνει αβίαστα έναν από τους πιο βαθείς στοχασμούς του βιβλίου): για τους ορθόδοξους ο θάνατος είναι ένας αμετάκλητος ύπνος, ο κόσμος είναι ένα εφήμερο όραμα, και στον κόσμο της ορθοδοξίας δεν είναι κανείς μόνος /θα συναντήσει το πλήθος των αγίων και των χαρούμενων αγγέλων/η Δευτέρα Παρουσία δεν είναι κάτι τρομακτικό. Είναι απλώς ένας καθαγιασμός/για τους ορθόδοξους δεν υπάρχει θάνατος και ο παράδεισος μοιάζει μ’ αυτόν τον κόσμο, κάπως πιο βελτιωμένος. Αντίθετα, για τους δυτικούς δεν υπάρχει λύτρωση. Μεγαλώνουμε με το αίσθημα της εξιλέωσης και μια ζωή τιμωρούμε τον εαυτό μας/η καταδίκη μας ή η χάρη μας έχει ήδη απαγγελθεί, από την ημέρα κιόλας που ερχόμαστε στο φως. Αλλά το μαθαίνουμε μόνο μετά τον θάνατο. Και γι’ αυτό η ζωή δεν είναι για μας αρά μια αγωνιώδης προσμονή. Παρακάτω μάλιστα ισχυρίζεται ότι «ήταν πάντα Λουθηρανοί, πολύ πριν γίνουν χριστιανοί, όπως ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας ήταν ορθόδοξοι», εξηγώντας ότι ο κόσμος του Οδυσσέα ήταν ο κόσμος του σκεπτικισμού, των συλλογισμών, της «διαπραγμάτευσης» με τους θεούς, ενώ των Φίννων ηρώων ήταν ο κόσμος της τιμωρίας, του βάναυσου πεπρωμένου, του αμετάκλητου.

Η νέα Φινλαδική γραμματική
Η μνήμη είναι αναπόσπαστη από το λόγο. Μάθε τις λέξεις και θα ξαναβρείς τη μνήμη σου

Στην παράδοση της Καλέβαλα, το τραγούδι παίζει πρωταρχικό ρόλο, άλλωστε η έννοια «τραγουδώ» και «μαγεύω» αποδίδονται με την ίδια λέξη (δεν είναι τυχαίο που η Καλέβαλα ξεκινάει με τη μονομαχία δύο τραγουδιστών, των runoilijat)! Στα ερείπια του «Χειμερινού πολέμου»[1] και κάτω από τον ήχο των νέων βομβαρδισμών του Ελσίνκι από τους Ρώσους, ενώ ο ήρωάς μας βοηθά τους Φινλανδούς εναντίον των Ρώσων, από το μαύρο δάσος υψώνεται το τραγούδι των Φινλανδών στρατιωτών (ήταν λες και τραγουδούσε ολόκληρη η Φινλανδία, κι από κάθε δάσος, κάθε λίμνη, κάθε απόμακρο σπίτι αυτής της απέραντης γη υψωνόταν το ίδιο τραγούδι, διάφανο σαν κρύσταλλο).  Τα τραγούδια και τα εμβατήρια μέσα στη δίνη του θανάτου ξεσηκώνουν στην ψυχή του Σάμπο πρωτόγνωρα συναισθήματα, ταύτισης αλλά και θλίψης (η αίσθηση της συντροφιάς εκείνων των στρατιωτών, η μέθεξη στη συγκίνησή τους, μ’ έκαναν τώρα να νιώθω πιο μόνος).
Για τον Κόσκελα, και η φινλανδική γλώσσα είναι ένα μοναδικό, αδιάκοπο τραγούδι. Ο Σάμπο βυθίζεται πυρετωδώς στους ήχους μιας μουσικής που του είναι άγνωστη, τους ήχους που έπαιρναν σχήμα στο στόμα του Κόσκελα, μεταμορφώνονταν σε λέξεις κι αμέσως εξατμίζονταν. Ο έρωτας του Κόσκελα για την κουλτούρα του, για τη γλώσσα του αγγίζει τα όρια του πάθους, όπως άλλωστε και του Φρίαρι (είμαι ακόμη ερωτευμένος μ’ αυτούς τους ανοιχτούς ήχους, μ’ αυτές τις διαβρωμένες απ’ τον πάγο και τη σιωπή λέξεις). Εμβαθύνει στη ιδιαιτερότητα της φινλανδικής «γραμματικής», της σύνταξης, της σημασίας των λέξεων δίνοντας προεκτάσεις που φτάνουν μέχρι τον ιδιαίτερο ψυχισμό των Φινλανδών: στη φινλανδική γλώσσα το όνομα είναι κάτι άπιαστο, κρύβεται στις πολλαπλές κλίσεις των δεκαπέντε πτώσεων (!) που έχει και σπάνιες μόνο φορές χρησιμοποιείται στην ονομαστική. Γιατί τα φινλανδικά δεν αγαπάνε την έννοια του υποκειμένου που κάνει μια πράξη. Και παρακάτω: οι λέξεις συγκεντρώνονται γύρω από το ρήμα σαν δορυφόροι γύρω από κάποιον πλανήτη. Ο συγγραφέας, παρότι Ιταλός, μας μεταφέρει ένα συναίσθημα γνήσιου θαυμασμού για την εκφραστικότητα της φινλανδικής γλώσσας, με τις δεκαπέντε πτώσεις, τους τέσσερις τύπους απαρεμφάτων, την «ποιητική» χρήση του «χωρίς», τον αρνητικό υπερσυντέλικο…
Η λατρεία στη φινλαδική γλώσσα περιγράφεται από τον πατριώτη εφημέριο λυρικά και πολύ αναλυτικά, αλλά φτάνει βέβαια σε σημεία που οι σύγχρονοι γλωσσολόγοι θα αντέκρουαν: σαν τα γυάλινα βάζα, οι γλωσσικές φόρμες συγκρατούν το υγρό των λέξεων που διαφορετικά θα χυνόταν, θα σκορπιζόταν στη σιωπή. (…) Οι άλλες γλώσσες είναι απλώς προσωρινές σκαλωσιές των εννοιών. Τα φινλαδικά όμως όχι, δεν έχουν επινοηθεί. Οι ήχοι της γλώσσα μας προϋπήρχαν (!) γύρω μας, στη φύση, στο δάσος, στο αντιμάμαλο της θάλασσας, στη φωνή των ζώων, στο θόρυβο του χιονιού που πέφτει.
Δεν απηχεί όμως αυτή η άποψη και την άποψη του Φρίαρι (που επιμελείται τις σημειώσεις σχολιάζοντας με αρκετό σκεπτικισμό τους «μύθους του πατριωτισμού» του Κόσκελα), ενδεχομένως και του συγγραφέα (που, όπως φαίνεται, αφήνει ανοιχτά ερωτήματα): η αιώνια αρμονία δεν υφίσταται: οι ήχοι φθείρονται με το πέρασμα του χρόνου και ο άνθρωπος πρέπει να επινοήσει άλλους για να κρατάει το κεφάλι του έξω από τη σιωπή. Αυτό που για μας ήμερα είναι μουσική, πριν από 100 χρόνια ήταν θόρυβος. Το χθεσινό λάθος σήμερα είναι μια αθώα εξαίρεση. Ο κανόνας έρχεται πάντα μετά το λόγο: αυτή είναι η μεγάλη αδυναμία κάθε γραμματικής. Ο κανόνας δεν αποτελεί τάξη, είναι απλώς η περιγραφή μιας αταξίας (…) Κάθε λαός μαθαίνει τους κανόνες της γραμματικής του και τρέφει την ψευδαίσθηση ότι μ’ αυτούς τους κανόνες θα λύσει τη δυσνόητη άσκηση της ζωής.
Γιατί η λέξη «γραμματική» έχει ένα πολύ πιο ευρύ περιεχόμενο, όπως και η έννοια της πατρίδας. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίος ο τίτλος του βιβλίου, που γίνεται και ομώνυμο κεφάλαιο. Στα φινλαδικά η «Βίβλος» λέγεται “Raamatuu”, δηλαδή «Γραμματική». Είναι, κατά τον εφημέριο πάντα, ένας κόσμος ολόκληρος, αυτάρκης κι αυτοδύναμος, μια «πρωτότυπη άποψη του κόσμου»: η γραμματική μας είναι μια λογαριθμική γραμματική, που όσο πιο πολύ την κυνηγάς τόσο πιο πολύ ξεφεύγει σε ατέλειωτους δρόμους με αριθμούς, όλους ίδιους μα όλους ανεπαίσθητα διαφορετικούς, σαν τις φούγκες του Μπαχ!

Ίλμα, αέρας, ελευθερία

Κι ύστερα, τελείως ασυναίσθητα, το βλέμμα μου τόλμησε να συναντήσει το δικό της. Και τότε ένιωσα τους μυς του προσώπου μου να χαλαρώνουν. Όλα μέσα μου λύγισαν.

Η παρουσία της Ίλμα στην καθημερινότητα του Σάμπο είναι διακριτική, σαν αέρας -όπως υποδηλώνει το όνομά της, και ταυτόχρονα βαθιά, ουσιαστική. Πρόκειται για μια παράξενη κοπέλα, με υψηλό βαθμό ενσυναίσθησης, που σε αντίθεση με τον Σάμπο τη βασανίζουν οι… μνήμες. Έχει ένα σιωπηλό τρόπο να διεισδύει στον ψυχισμό των άλλων, να ρωτά και να περιμένει. Όμως τίποτα  δεν μπορεί να γεμίσει το κενό του Σάμπο (κάθε προσπάθεια να συντρίψω τη μοναξιά μου ήταν ανώφελη). Τα όμορφα λόγια της τα διαδέχονται σκληρές αλήθειες, και η σκληρή αλήθεια είναι ότι η Ίλμα χρειάζεται παρόν ενώ ο Σάμπο παρελθόν (η χαμένη μου μνήμη είχε γίνει το άλλοθι που δικαιολογούσε την παραίτησή μου απ’ τη ζωή.  Η Ίλμα, ωστόσο, και στις επιστολές που γράφει μετά, δείχνει όχι μόνο να κατανοεί, αλλά να γεφυρώνει με θαυμαστό τρόπο αυτό το κενό. Είναι συναισθηματική αλλά και γήινη, διαβάζει τις σιωπές και κατονομάζει τις ψυχικές διακυμάνσεις του Σάμπο, μερικές φορές πιο εύστοχα κι απ’ τον ίδιο. Είναι απ’ την πλευρά της ζωής και σαν μέσα από καθρέφτη τον καλεί να χτίσουν μια σχέση (Χωρίς έναν άνθρωπο στο πλευρό μας που να μας βλέπει να ζούμε, είμαστε νεκροί/να χτίσουμε μια σχέση, αυτό είναι το κλειδί. Να τρέξουμε προς το μέρος του άλλου χωρίς να τον κυριεύσουμε, χωρίς να καθρεφτίσουμε πάνω του ό, τι περιμένουμε από κείνον). Όμως ο Σάμπο δυσκολεύεται να «ξεγλιστρήσει απ’ τη στυγνή αγκαλιά της μοναξιάς του»…
Η εξέλιξη της σχέσης δεν είναι προβλέψιμη και γενικά το τέλος είναι απροσδόκητο, αλλά θα κλείσω την ανάρτηση με μια κορυφαία  -κατά τη γνώμη μου- εικόνα, γιατί απηχεί και την πιο οριακή στιγμή συνειδητοποίησης της νέας ζωής του Σάμπο:
(Είναι νύχτα, βρίσκεται με την Ίλμα σε μια απ’ τις πρώτες συναντήσεις τους, και τραγουδάνε… Η Ίλμα είναι γαντζωμένη στο μπράτσο του και γελά με τις περίπλοκες λέξεις του Σάμπο).
Τώρα αφηνόμουν να παρασυρθώ στο τραγούδι και στο δρόμο, μακριά απ’ τη μοναξιά, μακριά απ’ τη σιωπή, μακριά από μένα. (…)Μες στη σιωπή ακούγαμε τις βαριές σταγόνες που έσταζαν απ’ τα δέντρα και ήμουν κι εγώ σταγόνα, ήμουν κι εγώ δέντρο. Ήμουνα χιόνι και δεν φοβόμουν πια να λιώσω, να κυλήσω στα ρυάκια ως τη θάλασσα και να γίνω ένα με την ασυγκράτητη ζύμωση των πραγμάτων, που μεταμορφώνονται χωρίς σταματημό και δεν πεθαίνουν ποτέ. (…)
Τώρα που ζούσα, μπορεί και να πέθαινα.
Χριστίνα Παπαγγελή




[1] (Wikipedia) https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%BF%CE%B2%CE%B9%CE%B5%CF%84%CE%BF%CF%86%CE%B9%CE%BD%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_1939

Δεν υπάρχουν σχόλια: