Σάββατο, Μαΐου 12, 2012

Το κορίτσι με το τατουάζ, Στιγκ Λάρσον (« Οι άντρες που μισούσαν τις γυναίκες»)

Όπως και το μεσογειακό αστυνομικό του Μονταλμπάν, του Ιζζό, του Καμιλέρι ή του Μάρκαρη, ψάχνει κι εκείνος, πιο πολύ από τη λύση ενός αινίγματος – που έχει όμως κι αυτή τη θέση της, δημιουργώντας το ανάλογο σασπένς- τους κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς μηχανισμούς που παράγουν το σύγχρονο έγκλημα. Μόνο ου το έγκλημα στις βόρειες χώρες έχει μια ψυχοπαθολογία της οποίας το ανάλογο μπορεί να αναζητήσει κανείς μόνο στις ΗΠΑ. Ο φονιάς που σκοτώνει από ευχαρίστηση δεν είναι αντικείμενο του μεσογειακού συγγραφέα, γιατί τέτοιο έγκλημα στον κόσμο της μεσογειακής εξωστρέφειας απαντάται πολύ σπανιότερα. Αντίθετα εκεί, η επιφανειακή ηρεμία κρύβει –τουλάχιστον αυτό μας λένε οι βόρειοι συγγραφείς- αβυσσαλέα σκοτάδια ψυχής. Εξ ού και το βόρειο αστυνομικό- με την εξαίρεση ίσως του Κόναν Ντόιλ και λίγων κεντροευρωπαίων- είναι το μόνο ευρωπαϊκό που συστηματικά ενσωματώνει το φαινόμενο των σίριαλ κίλερ. Στοιχείο που ευφυώς εδώ συνδέεται με το φαινόμενο της ένταξης ομάδων του σουηδικού πληθυσμού σε ναζιστικές οργανώσεις ήδη από τη δεκαετία του ’20.
Μανώλης Πιμπλής, από τον πρόλογο του βιβλίου
Ιστορία μυστηρίου [1] γύρω από την εξαφάνιση μιας δεκαεξάχρονης κοπέλας στο καλοκαιρινό φεστιβάλ  της σουηδικής πόλης Χέντεμπι. Η υπόθεση ξεχνιέται γρήγορα λόγω έλλειψης στοιχείων, εφόσον δεν υπάρχει καμία ένδειξη αν το κορίτσι ζει ή αν πέθανε, αν το έσκασε ή την απήγαγαν. Η ιστορία ανακινείται όμως ύστερα από τριάντα έξι χρόνια, όταν ο παππούς της, Χένρι Βάνιερ, (μεγαλοβιομήχανος, πρόεδρος του «Ομίλου Βάνιερ»), βάζει ως σκοπό της ζωής του να λύσει το μυστήριο προτού φύγει από τη ζωή. Γι αυτό το σκοπό προσλαμβάνει έναν μεγαλοδημοσιογράφο, συνεκδότη του περιοδικού millennium, τον  Μίκαελ Μπλόμκβιστ, που βρίσκεται άνεργος και κατασυκοφαντημένος ύστερα από μια αποτυχημένη επίθεση σε μεγαλοκαρχαρία της εποχής. Ο Βάνιερ πείθει τον απρόθυμο Μίκαελ όχι μόνο με τη χρηματική αμοιβή που του εγγυάται, αλλά και με την υπόσχεση ότι, σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών του, θα τον βοηθήσει να αποκαταστήσει τη φήμη του δίνοντάς του στοιχεία που θα χαντακώσουν τον μεγαλοκαρχαρία. Τέλος, για να μην κινήσει τις υποψίες και να μπορέσει να κινηθεί ελεύθερα,  ο ήρωάς μας αναλαμβάνει να καταγράψει το ιστορικό της οικογένειας Βάνιερ.
Πρωταγωνιστής λοιπόν της ιστορίας ο Μίκαελ, και συμπρωταγωνίστρια η εκκεντρική Λίσμπετ Σαλάντερ (το κορίτσι με το τατουάζ). Οι δρόμοι τους για μεγάλο μέρος του βιβλίου δεν συμπίπτουν. Είναι σα να παρακολουθούμε δυο διαφορετικές ιστορίες. Το τέχνασμα αυτό δημιουργεί σασπένς στον αναγνώστη, που αναρωτιέται πώς θα σμίξουν οι δρόμοι αυτών των ανόμοιων ηρώων, δεδομένου ότι η Λίσμπετ[1] είναι τρομερά ιδιόρρυθμη (πολύ ευφυής, πανκ, ντυμένη πάντα στα μαύρα, με τατουάζ, με αμφισεξουαλικές προτιμήσεις, πανέξυπνη χάκερ). Με πολύ βεβαρημένο παρελθόν (βρίσκεται από δεκατριών χρονών υπό ιατρική παρακολούθηση- αντικείμενο ψυχοκοινωνικής φροντίδας, αποφεύγει τον περαιτέρω μόνιμο εγκλεισμό της σε ίδρυμα χάρη στην παρέμβαση του διαχειριστή της υπόθεσής της και δικηγόρου Πάλμγκρεν, ο οποίος αναλαμβάνει και πρόθυμα το ρόλο του επιτηρητή της). Η Λίσμπετ καταφέρνει να πιάσει δουλειά αναλαμβάνοντας έρευνες ως εξωτερική συνεργάτις  του Ομίλου «Μίλτον Σεκιούριτι» όπου της ανατίθεται να βρει στοιχεία για τον έκπτωτο μεγαλοδημοσιογράφο, τον Μίκαελ. Η εξυπνάδα της, η επιμονή της και η περιέργειά της  την οδηγούν γρήγορα σε σημαντικές και ελκυστικές αποκαλύψεις για τον οίκο Βάνιερ, τη σχέση του Βάνιερ με τον μεγαλοκαρχαρία που κατέστρεψε τον Μίκαελ, και τον ίδιο τον Μίκαελ. Η Λίσμπετ ήταν μανιώδης κυνηγός της πληροφορίας, με μια εξαιρετικά ελευθεριακή αντίληψη των ηθικών αξιών. Το πορτρέτο της ολοκληρώνεται σε μια πολύ σκληρή σκηνή, όπου εκδικείται βάναυσα τον νέο της επίτροπο, που την εκβιάζει απανωτά βιάζοντάς την.
Δεν έχει φυσικά νόημα να αναφερθεί κανείς στη λύση του μυστηρίου, που άλλωστε είναι αρκετά περίπλοκη. Η υπόθεση είναι συναρπαστική και οι χαρακτήρες ενδιαφέροντες, και ισχύει σε μεγάλο βαθμό αυτό που γράφει ο μεταφραστής Μανώλης Πιμπλής στον πρόλογό του, ότι διαγράφονται ξεκάθαρα οι κοινωνικές συνιστώσες που ευνοούν στις βόρειες χώρες την εμφάνιση των «σίριαλ κίλερ». Βλέπουμε επίσης και τις δικτυώσεις του άγριου καπιταλισμού, πώς διαπλέκονται οι επιχειρηματίες με τα media κλπ. κλπ. Άλλωστε, ο ίδιος ο Στιγκ Λάρσον, «υπήρξε οικονομικός αναλυτής, δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης του σουηδικού πολιτικού περιοδικού Expo» και είχε μέχρι το θάνατό του έντονη πολιτική και ακτιβιστική δράση. Όπως γράφει και ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, ο Μίκαελ είναι το alter ego του συγγραφέα. Μέσα από την προσωπικότητα του Μίκαελ παρουσιάζεται αρκετά ξεκάθαρη πολιτική θέση, π.χ. ότι «η σουηδική οικονομία είναι το σύνολο των προϊόντων που παράγονται και των υπηρεσιών που προσφέρονται καθημερινά σε τούτη τη χώρα. Το χρηματιστήριο είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Εκεί δεν υπάρχει οικονομία, παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών. Υπάρχουν μόνο φαντασιώσεις, όπου κάποιοι, από τη μια ώρα στην άλλη,  αποφασίζουν πως η τάδε εταιρεία αξίζει τόσα δισεκατομμύρια περισσότερο ή λιγότερο. Όλα αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα, καμιά σχέση με την πραγματική οικονομία.
Πέρα από την παρουσίαση και τις απόψεις σχετικά με την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, διαγράφονται ανάγλυφα κι άλλα κοινωνικά ζητήματα όπως η θέση της γυναίκας, της εργασίας, των μίντια κλπ. Παρόλ’ αυτά, το δημοσιογραφικό ύφος είναι κατά τη γνώμη μου εμφανές, κι ίσως γι αυτό το λόγο  η κινηματογραφική μεταφορά ήταν τόσο πετυχημένη: η δύναμη του λόγου δεν ήταν τέτοια ώστε να προδίδεται από τη μαγεία της εικόνας.
 Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Όπως επισημαίνει και η αναγνώστρια, ο μεταφρασμένος ελληνικός τίτλος είναι πολύ διαφορετικός από τον πρωτότυπο, αλλά κυρίως συμπίπτει με το πού γνωστό βιβλίο της Κάρολ Όουτς, πράγμα σαφώς αθέμιτο.  
[2] Λέγεται ότι ο Λάρσον είχε κατά νου την… Πίπη τη Φακιδομύτη όταν σχεδίαζε το χαρακτήρα της Λίσμπετ (σ. 67: αρκετές φορές του είχε περάσει από το μυαλό ότι η Λ. ήταν σαν την Πίπη τη Φακιδομύτη, κι ευτυχώς, χάρη στη σωστή του κρίση, δεν είχε αστειευτεί ποτέ μαζί της). 

Δεν υπάρχουν σχόλια: