Τετάρτη, Ιουνίου 06, 2012

Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ, Μένης Κουμανταρέας

Κάπως «παλιομοδίτικο» το πρώτο αυτό έργο του Μένη Κουμανταρέα (γραμμένο το 1959, που είχε όμως μείνει ανέκδοτο), με την έννοια ότι σε μεταφέρει σε εποχές «άλλων ηθών». Είναι αυτοβιογραφικό, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, κι έχει ως θέμα  την εμπειρία ενός Έλληνα νεαρού (δηλαδή του ίδιου) που φτάνει στο Γκόσπορτ της Αγγλίας το καλοκαίρι του 1949 (όπου µε είχε στείλει ο πατέρας µου να µάθω καλύτερα τα αγγλικά ή “για να γλιτώσω από τους κοµµουνιστές”, λέει στη συνέντευξή του), προκειμένου δηλαδή να εξασκηθεί στην αγγλική γλώσσα, μαζί με άλλους αλλόγλωσσους νεαρούς και νεαρές. Τα πρόσωπα είναι αληθινά, τα γεγονότα πραγματικά, ιδωμένα βέβαια από την οπτική του συγγραφέα.
Αφηγητής λοιπόν είναι ο Μίνις (<Μένης<Αριστομένης) ο οποίος αφηγείται με χρονική σειρά αλλά σχολιάζοντάς τα γεγονότα εκ των υστέρων, σε μια πιο ώριμη ηλικία, σ’ ένα είδος εσωτερικού μονόλογου. Η γλαφυρότητα της αφήγησης και η πρόθεση του συγγραφέα να μεταφέρει μια γεύση μυστηρίου από την παρθενική αυτή εμπειρία, θυμίζει στην αρχή αστυνομική ιστορία ή κάποιο κλασικό μυθιστόρημα του Ντίκενς. Βλέπουμε τον νεαρό ήρωα να  φτάνει με το τρένο στο Γκόσπορτ, να ανακαλεί με υποβλητικές λεπτομέρειες τις πρώτες εντυπώσεις του[1], σα να ψάχνει για τα σημάδια των γεγονότων που πρόκειται να ακολουθήσουν, και που τον έχουν σημαδέψει τόσο βαθιά, όσο βαθιά χαράζονται οι πρώτες κοινωνικές εμπειρίες στην ψυχή του εφήβου. Χαρακτηριστική η φιγούρα της οικοδέσποινας του πανδοχείου που τον φιλοξένησε, της κυρίας Μπάρτον, αλλά ακόμα πιο χαρακτηριστική η εικόνα του «Ταγματάρχη», του καθηγητή των αγγλικών που απ την αρχή έθεσε τους μυστηριώδεις «όρους» του στο νεαρό μαθητευόμενο:
Το μόνο που θα πρέπει να σας απασχολήσει αυτό το καλοκαίρι είναι η αγγλική γλώσσα. Διαφορετικά, δε μπορώ να αναλάβω καμιά ευθύνη για αυτά πιθανόν να σας συμβούν.
Και παρακάτω:
Οσοδήποτε και αν σας παραξενέψει αυτό που θα σας πω, πρέπει να το ακούσετε με προσοχή. Να είστε επιφυλακτικός με τις γυναίκες που τριγυρνούν σ’ αυτά εδώ τα μέρη. Οφείλω να σας ειδοποιήσω ότι υπάρχουν μερικές ντόπιες κοπέλες που αρέσκονται στο  να προσελκύουν τους ξένους. Προσοχή στις μικρές αλεπούδες λοιπόν, αλλά καμιά φορά (χτύπημα στο χάρακα) και στους μικρούς αλεπούδους που μας επισκέπτονται.

Αυτές είναι λοιπόν οι «αλεπούδες του Γκόσπορτ», κι ο Κουμανταρέας διαλέγει αυτό το «χαϊδευτικό προσωνύμι, το λίγο δηκτικό» προοιωνίζοντας την αθώα πονηριά της νιότης, τη σκανταλιά, την πρόκληση και τους πειρασμούς της ετερόκλητης συντροφιάς που για ένα καλοκαίρι  βίωσε την παραβίαση των κοινωνικών όρων και ορίων. Άλλωστε, μετά απ’ αυτά τα λόγια, κι ο ίδιος ο ήρωας  αδημονεί να ζήσει την ένταση, όπως φαίνεται αμέσως μετά:
Η μόνη μου επιθυμία ήταν να γνωρίσω μια ώρα αρχύτερα τους ανθρώπους που μαζί τους θα ζούσα εκείνο το καλοκαίρι. Κάτι μέσα μου μου έλεγε πως ίσως κι εγώ να μην ανήκα στον κλειστό κόσμο της νομιμότητας που υπογράμμιζε ο ταγματάρχης, αλλά σ’ αυτόν τον άλλον κόσμο που ανήκαν ο Λ., ο Ρ., η κυρία Μπ. , ίσως ακόμα οι μικρές αλεπούδες του Γκόσπορτ.

Ποιες είναι λοιπόν οι αλεπούδες; Αρχικά οι δυο αγγλίδες, η Νόρμα (αυτό το απίστευτα όμορφο και παγερό ον που λεγόταν Νόρμα) και η Σήλια (τρομερά υπάκουη και αφοσιωμένη στη Νόρμα), που τραβά όμως  περισσότερο την προσοχή του Μίνις. Είναι ο Ιταλός Λουίτζι, δυο Γάλλοι ο Ροβέρτος κι ο Γκυ και οι δυο δίδυμοι, μισητοί, πάντα μαυροντυμένοι, -φασίστες ή αναρχικοί;- κι ανώνυμοι στο μυθιστόρημα Βέλγοι. Οι σχέσεις από την πρώτη μέρα γίνονται άμεσες, τολμηρές και συνωμοτικές∙ και σε κάποιες περιπτώσεις (κυρία Μπάρτον, πατέρας της Νόρμα, μαμά της Σήλιας) οι εξομολογήσεις μοιάζουν σαν κάτι φυσικό στον αγνό κι έμπιστο αποδέκτη, δηλαδή τον Μίνις. Σχέσεις ερωτισμού αλλά και εξουσίας αλλάζουν σκυτάλη, με αποκορύφωμα την εκδρομή στο νησί με το Φάρο. Τα γεγονότα εκεί σημαδεύουν όλους αλλά αποκαλύπτουν και το πιο βαθύ τους πρόσωπο.  
Οι δυο Βέλγοι, σε απόσταση αρχικά, προκαλούν τους υπόλοιπους: κι εσείς, όπως κι εμείς, ήρθατε στο Γκόσπορτ για να τελειοποιήσετε τα αγγλικά σας. Μα όλοι ξέρουμε πως είναι το τελευταίο πράγμα που μας νοιάζει. Αυτό που μας νοιάζει είναι η ταχύτητα, η ένταση της στιγμής. Τους «προσκαλούν» στην πανευρωπαϊκή οργάνωσή τους «ο Τίγρης» (έχουμε ομάδες, αρχηγούς, όλοι είμαστε μοιρασμένοι σε ακτίνες και υπακούμε σε νόμους), πέρα από κομμουνισμό και καπιταλισμό. Η άρνηση των υπόλοιπων πολώνει τις σχέσεις με τους Βέλγους, αλλά θερμαίνει την επαφή μεταξύ τους. Θύμα συναισθηματικού εκβιασμού ο ευάλωτος Ιταλός Λουίτζι.
Άσε τους μελοδραματισμούς, Λουίτζι. Τα δάκρυα δεν ωφελούν. Ρίχνουμε το σφάλμα στο Φάρο, στο νυχτερινό μπάνιο, στους Δίδυμους, στο Νησί, στον Ταγματάρχη. Στο βάθος είμαστε υπεύθυνοι εμείς οι ίδιοι και κανείς άλλος.
Με κοιτούσε έκπληκτος, με τα μεγάλα ιταλικά του μάτια κατακόκκινα, κι εγώ, οπλισμένος με τον ιταλικό εγωισμό μου, άλλο δεν έκανα από το να τον πληγώνω περισσότερο.

Από το προτελευταίο κεφάλαιο, «Τελευταία μέρα στο Γκόσπορτ», αρχίζει  ο επίλογος, και λειτουργεί σαν «έξοδος». Μετά από τα γεγονότα, αλλά και την αποδεδειγμένη ανικανότητα του Ταγματάρχη να μάθει στους μαθητές του αγγλικά, η οικογένεια του Μένη τον καλεί πίσω στην Ελλάδα. Ενόψει του αποχωρισμού οι αποκαλύψεις κι οι εξομολογήσεις στον  ξεχωριστό Μένη μάς συμπληρώνουν την ψυχογραφία κάθε προσώπου.  Πρώτα- πρώτα του ψυχρού Ροβέρτου που αποχαιρετά τον Μίνις κλαίγοντας σα μικρό παιδί για το χαμένο ερωτά του, τη Νόρμα (ώστε αυτό είναι λοιπόν ο έρωτας, σκέφτηκα με πανικό. Ν’ αγνοείς όλες τις ταπεινώσεις, να χειροδικείς, να κλείνεις τα μάτια μπρος στη λογική. Μήπως ήμουν ανίκανος να νιώσω κι εγώ παρόμοια συναισθήματα ή μήπως δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα;). έπειτα, είναι η σειρά της γλυκιάς και μοναχικής κυρία Μπάρτον. Και μένει τελευταία η γλυκιά Σήλια, που προσμένει μέχρι την τελευταία στιγμή την αναίρεση του τέλους.
Ένα λεωφορείο περνά. Ένα ακόμα λεωφορείο. Απόψε όλα τα λεωφορεία περνούν μπροστά από το σπίτι της Σήλια. Της Σήλια, που είναι το τελευταίο πειστήριο που κρατώ στα χέρια μου από το καλοκαίρι. «Θα μου γράφεις, Μινίς, δεν είν’ έτσι; Θα μου γράφεις;» «Το υπόσχομαι». Επιτέλους ένα λεωφορείο σταματά εμπρός μας. Σαν να το έχουν στείλει ειδικά για μένα. Ο εισπράκτορας, ένας κουρασμένος σαρανταπεντάρης, μας κοιτά στοχαστικά. Πηδώ στο λεωφορείο. Μες απ’ το τζάμι βλέπω ακόμα το κόκκινο παλτό της. Δεν έφυγε. Δεν θα φύγει. Είναι εκεί και με περιμένει, τουλάχιστον ως τότε, κάποτε, που θα γράψω γι’ αυτήν. 

Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Η νεολαία τότε δεν είχε καµία σχέση µε τη σηµερινή που ταξιδεύει µε το Erasmus και έχει πολλές εµπειρίες. Ηταν µια περίεργη εποχή και ήταν περίεργο το πώς µαζεύτηκαν σε εκείνο το χωριό τόσοι νέοι από διάφορες χώρες. ∆εν ξέρω αν είναι µυθιστόρηµα ενηλικίωσης. Ας πούµε ότι είναι ένα µυθιστόρηµα µε ήρωες εφήβους, σε µια εποχή που σηµαίνει το τέλος της αθωότητας σε έναν κόσµο που δεν θα υπάρξει ποτέ ίδιος. Μην ξεχνάτε, µόλις είχε τελειώσει ο πόλεµος. Φεύγοντας από την Αθήνα για το Γκόσπορτ – και ήµουν πολύ νέος – ιδέα δεν είχα για τον κόσµο γύρω µου, τότε καθυστερούσαµε πολύ να ωριµάσουµε (Συνέντευξη στο Βήμα, 27- 11-2011).

Δεν υπάρχουν σχόλια: