Παρασκευή, Φεβρουαρίου 26, 2016

Το Παρίσι εν καιρω ειρήνης, Gilles Martin- Chauffier

Σήμερα, το Παρίσι είναι όπως ήταν κάποτε η Ρώμη
στο τέλος της αυτοκρατορίας της.
Όλοι βλέπουν ποια είναι τα σημεία
όπου έχει αρχίσει η φθορά της κοινωνίας μας,
αλλά δεν έχει το θάρρος να αντιμετωπίσει
την πραγματικότητα. 

Πέρα από το αστυνομικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει το βιβλίο αυτό, σε μεταφέρει στην ατμόσφαιρα του «λούμπεν» Παρισιού των αρχών του 21ου αιώνα. Σαφώς λοιπόν ο τίτλος εμπεριέχει ειρωνεία, γιατί το Παρίσι από τις αρχές του αιώνα μας, σε καιρό «ειρήνης»,  σπαράσσεται από κοινωνικές αντιθέσεις ιδιαίτερα στα υποβαθμισμένα προάστια της πόλης όπου στριμώχνονται σε άθλιες συνθήκες 5 εκατομμύρια αλλοεθνείς (κυρίως μουσουλμάνοι) από διάφορες χώρες. Όπως γράφει και ο Βρετανός Άντριου Χάσεϊ[1] στο βιβλίο του «Το Παρίσι: μια κρυφή ιστορία»:  Το Παρίσι είναι τόσο κοντά και τόσο μακριά. Απέχει λίγα βήματα, αλλά από την άποψη της απασχόλησης, της στέγασης, της επιτυχίας στη ζωή είναι για αυτούς τους νεαρούς τόσο απρόσιτο και τόσο μακρινό όσο η Αμερική. Αυτός είναι ο λόγος που ο Gare du Νord είναι σημείο ανάφλεξης. Η ατμόσφαιρα είναι γενικά τεταμένη αλλά συνήθως σταθερή: ο καθένας ξέρει τη θέση του, από την αστυνομία ως τους ντίλερ των ναρκωτικών. Αλλά όταν τα ΜΑΤ χτυπάνε σκληρά, όπως έκαναν πριν από ακριβώς επτά χρόνια, οι νεαροί βλέπουν άλλη μια επίδειξη αποικιοκρατικής δύναμης. Έτσι, το σύνθημα «Na'al abouk la France!» («Γ*** τη Γαλλία») είναι επίσης μια κραυγή πόνου και οργής. Εκφράζει προγονικά συναισθήματα απώλειας, ντροπής και τρόμου.
Σε μια τέτοια λοιπόν, «προβληματική» περιοχή του Παρισιού, συγκεκριμένα στο 18ο διαμέρισμα[2] που είναι πολύ κοντά στον Βόρειο σταθμό (Gare du Nord), τοποθετεί ο συγγραφέας του ήρωές του. Τσιμέντο με συστάδες δένδρων, μικροί δημόσιοι κήποι στριμώχνονται στο οσμανικό μοντέλο[3], εκκλησιές από τούβλο, τζαμιά που προέκυψαν από πρώην γκαράζ. Δεν πρόκειται για συνοικία αλλά για δρόμους. Δεν είναι φαντασίωση πως το 18ο διαμέρισμα έχει κάτι από χωριό. Κτίρια και συγκροτήματα με τεράστια υπόγεια πάρκιγκ όπου διακινούνται ναρκωτικά, όπως  το οικοδομικό συγκρότημα Αρτουά- Πικαρντί (το μοναδικό μέρος της περιφέρειας όπου οι Άραβες έμποροι ναρκωτικών ελέγχουν οποιονδήποτε περάσει).
Κλασικά έχουμε έναν «πεφωτισμένο» αστυνομικό, τον Ερβέ Κερζενεάν (κατάγεται από τη Βρετάνη -μια ιδιαίτερη περιοχή της Γαλλίας-  αν και το όνομα του μοιάζει με αρμένικο˙ ξένος κι αυτός μέσα στην ίδια του τη χώρα, όπως επισημαίνεται στο οπισθόφυλλο), που καλείται να ξετυλίξει το κουβάρι των εξελίξεων στο καζάνι που βράζει: Άραβας (Ταρίκ) που επιτίθεται σε Εβραία γίνεται θύμα αντεπίθεσης με βιτριόλι, κι ενώ όλοι πιστεύουν ότι η εβραϊκή κοινότητα εκδικείται, απάγεται έναντι λύτρων ο μικρός αδερφός της κοπέλας. Το στοίχημα για αστυνόμους, δήμαρχους, αντιδήμαρχους καθηγητές κλπ είναι να γυρίσει σώος ο μικρός Νταβίντ (να μην επαναληφθεί δηλ παλιότερο παρόμοιο έγκλημα). Ασφαλώς οι πρώτες υποψίες πέφτουν στον Ταρίκ και στον κύκλο του, και η πρώτη συνεπαγωγή είναι η αιώνια διένεξη Εβραίων και Αράβων. Ο αντισημιτισμός όμως είναι δεδομένος και αποπροσανατολίζει πολλές φορές, ή δίνει έτοιμες και βολικές λύσεις στους αστυνομικούς που ενδιαφέρονται να δείχνουν ότι «κάνουν έργο» (δεν είναι ανάγκη να πιάσουμε εκείνους που του επιτέθηκαν, αρκεί να τσιμπήσουμε δυο τρεις άλλους της ίδιας συνομοταξίας…).
Ο «δικός μας» όμως αστυνομικός με τη βοήθεια της τολμηρής, πανέξυπνης φιλολόγου Ανν Μαρί (περιττό να πούμε ότι είναι και κομψή και ανάλαφρη και γοητευτική, αλλά… ήταν σίγουρο πως το καινούριο τριαντάφυλλο είχε αγκάθια) ψάχνει πολύ βαθύτερα. Μπαίνει στον κόσμο των πιτσιρικάδων βλέποντας από μια πιο παιδαγωγική, εσωτερική ματιά τον κόσμο τους, γιατί η Ανν Μαρί δεν έβλεπε την κατάσταση στο Παρίσι μονάχα από την οπτική των εφημερίδων, αλλά πρώτα απ όλα από την οπτική γωνία των μαθητών της: (Ανν Μαρί: Έχω συνηθίσει. Όταν γίνονται επιθετικοί, μία είναι η λύση: παίρνεις τα ίδια τους τα λόγια και τα χρησιμοποιείς εναντίον τους/ από τα δέκα τους χρόνια όλα αυτά τα παιδιά έχουν καταλάβει πως τα συναισθήματα ευνοούν τελικά εκείνους που δεν τα έχουν). Άλλωστε, η πρώτη πρώτη σκηνή του βιβλίου διαδραματίζεται στο Λύκειο: σε μια σχολική τάξη που θυμίζει το «Ανάμεσα στους τοίχους» ο αξιωματικός της αστυνομίας (δηλ ο πρωταγωνιστής-αφηγητής Κερζενεάν) και ο υπεύθυνος του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών του Παρισιού προσπαθούν να συμμορφώσουν τους νεαρούς ώστε να υπακούνε στους κανόνες οδικής συμπεριφοράς! Στον σαματά που ακολουθεί και δεν μπορεί να επιβληθεί ούτε ο διευθυντής, ξεχωρίζει ο Άραβας Χασάν Μασράκ, ο αγαπημένος («προστατευόμενος») της Ανν Μαρί, που στη συνέχεια θα παίξει ουσιώδη ρόλο.
Καθώς προχωρά η υπόθεση, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο: μια πυρκαγιά σε Δημοτικό Σχολείο («πολεμική φαντασμαγορία αφγανικής έμπνευσης(!)») αποδεικνύεται ότι ήταν αντιπερισπασμός για το ξάφρισμα έξι (!) φαρμακείων στη σειρά, και δίνει λαβή για ακροδεξιές κορώνες. Το ντου στο οικοδομικό τετράγωνο Αρτουά- Πικαρντί δίνει μια εικόνα για το πώς λειτουργούν τα κυκλώματα ναρκωτικών με πιτσιρικάδες κάτω από τη μύτη όλης της κοινωνίας, αλλά και πώς λειτουργεί και η αστυνομία που δεν ενδιαφέρεται να βάλει το νυστέρι βαθιά στην πληγή αλλά να κάνει θεαματικές κινήσεις.
Δεν είναι σκόπιμο φυσικά εδώ να γίνει αναφορά στην πλοκή και στη λύση της υπόθεσης, η οποία είναι συναρπαστική όχι μόνο γιατί είναι έξυπνη, αλλά γιατί εμπλέκει όλα τα κοινωνικά στρώματα και ομάδες (μέχρι και οι… Κινέζοι θα παίξουν κάποιο ρόλο!) και με εξαιρετική οξυδέρκεια ο αφηγητής λογίζει συμφέροντα και συμπεριφορές. Η πρωτοτυπία σ αυτό το αστυνομικού χαρακτήρα μυθιστόρημα είναι ότι οι συμπαθέστατοι πρωταγωνιστές, δηλ ο -αφηγητής, έχει σημασία-  Ερζενεάν και η Ανν Μαρί είναι μεν ωραίοι και έξυπνοι, πλην όμως όχι τίμιοι! Το στερεότυπο του καλού μπάτσου σπάει περίπου στη μέση του βιβλίου… Ο αστυνομικός «μας» έχει την ευστροφία να καταλάβει τα παιχνίδια που παίζονται και, μόλις αντιλαμβάνεται ότι η Δίωξη έχει παραπλανηθεί και ότι έχει την ευκαιρία να βάλει στο χέρι τον παρά, προσπαθεί να γυρίσει τη μπάλα σε όφελός του (δηλαδή να πάρει τη μερίδα του λέοντος των λύτρων και να μην το πάρει χαμπάρι κανείς!). Γρήγορα επίσης αντιλαμβάνεται ότι εξίσου μπλεγμένη στην απαγωγή, πολύ περισσότερο μάλιστα απ ό, τι είχε αρχικά υποθέσει, είναι η Ανν Μαρί, που φυσικά σκαρώνει δικά της σενάρια, στήνοντας διπλό παιχνίδι στον Κερζενεάν!
Πέρα όμως από την ελκυστική πλοκή, δύο στοιχεία της γραφής του Σωφιέ νομίζω ότι ξεχωρίζουν: το πρώτο είναι η ψυχογραφική του ικανότητα˙ οι κύριοι χαρακτήρες, όπως και οι σχέσεις μεταξύ τους διαγράφονται ανάγλυφα, ξεκάθαρα- αλλά κυρίως, είναι ενδιαφέροντες. Ο αφηγητής μας , ας πούμε, δεν είναι ένας αγχωτικός μπάτσος που κυνηγά τις ευκαιρίες, μάλλον το αντίθετο. Ήρεμος, αφήνει τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους (σε καμία περίπτωση δεν θα έκανα τη ζωή μου δύσκολη για τον Ταρίκ/η ζωή θα ήταν υπέροχη αν οι βοηθοί μου είχαν την ίδια σοφία με μένα. Κάθε άλλο όμως, όπως είναι αναμενόμενο. Καταφθάνουν γεμάτοι φλόγα και ενθουσιασμό. Μαθαίνουν πως δέχτηκε επίθεση ο φούρνος της γειτονιάς και νομίζεις πως τους χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα) και κάθε τόσο αναστοχάζετται ποιο είναι το νόημα όλων αυτών. Αντίστοιχα ενδιαφέρον έχει και η Ανν Μαρί, αλλά ξεκαρδιστική καρικατούρα είναι ο αστυνομικός Τζέι Αρ (παρατσούκλι λόγω της ακαταμάχητης γοητείας που τον κάνει να αρέσει στις γυναίκες). Ένας αστυνομικός «αποδοτικός», δεν ξεχνάει ένα όνομα, μια ομολογία, ή μία εκμυστήρευση. Θερμόαιμος, κομπιναδόρος, τζογαδόρος, άνθρωπος που προκαλεί δράματα, ή, νιώθει την ανάγκη να κάνει τον έξυπνο και δεν διστάζει να φουσκώνει τα νούμερα ή να τα παρουσιάζει μικρότερα, ανάλογα με τον συνομιλητή του οποίου τη φαντασία θέλει να εξάψει. Φυσικά, δεν έχει κανε΄ναν ενδοιασμό να καταπατήσει τον νόμο, αλλά ο Ερζενεάν τον είχε ανάγκη… (χωρίς την παρουσία του θα ένιωθα άοπλος. Ήταν η αμφεταμίνη μου).
Η ψυχογραφική δεινότητα του συγγραφέα φαίνεται και στη σκιαγράφηση δευτερευόντων χαρακτήρων, περαστικών προσώπων, όπως της τρελόγκας χίπισσας Μελίνας Μερκέρ (απολαυστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Κερζενεάν αναφέρεται στο όνειρο της Μελίνας να δημιουργήσει «δεσμούς» ανάμεσα στις κοινότητες ιδρύοντας ένα «Λαϊκό Πανεπιστήμιο» (ήθελε να καταπολεμήσει το εμπόριο ναρκωτικών διδάσκοντας μαθηματικά! Νόμιζα πως μας έκανε πλάκα!) ή του αρχιφύλακα Κεριλί από τη Βρέστη, που ήξερε το Αρτουά- Πικαρντί σαν την τσέπη του.  
Τέλος, αυτό που απολαμβάνει έμμεσα ο αναγνώστης είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του «ειρηνικού Παρισιού» της εποχής μας˙ οι πλάγιοι δρόμοι του υπόκοσμου, όπου πίσω από αθώες βιτρίνες και κοιμισμένους άστεγους κινούνται πιτσιρίκια κουβαλώντας το «πράμα» μέσα στα βιβλία τους, χωρίς να γνωρίζουν το αφεντικό τους˙ οι απειλές ενάντια στις οικογένειες των εναγόντων, μια συνήθης πρακτική ειδικά όταν πρόκειται για Εβραίους˙ η αυξανόμενη ισλαμοφοβία και η εβραιοφοβία, η διαμάχη Εβραίων και Αράβων, η ατμόσφαιρα θρησκευτικού πολέμου˙ η παραμόρφωση της αλήθειας από τα μέσα ενημέρωσης˙ οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους έμπορους χασίς˙ η αργή μεταστροφή των μεταναστών δεύτερης γενιάς που νιώθουν ότι απειλούνται, και δεν πιστεύουν πια ότι
στη Γαλλία θα συνέχιζε να υπάρχει η κοινωνία την οποία ονειρευόταν για τους δικούς τους.




[1] Οξυδερκής ιστορικός των πολιτισμών και πρύτανης του Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου του Λονδίνου στο Παρίσι ULIP, τονίζει ότι ανάμεσα στην ευημερία των αστικών κέντρων και στην απελπισία των μπανλιέ (προαστίων) σιγοκαίει η «γαλλική ιντιφάντα». «Οι εξεγερμένοι στον σιδηροδρομικό σταθμό ή στα προάστια των μεγάλων γαλλικών πόλεων περιγράφουν συχνά τους εαυτούς τους ως στρατιώτες σε έναν "μακροχρόνιο πόλεμο" κατά της Γαλλίας και της Ευρώπης. Η λεγόμενη "γαλλική ιντιφάντα", το αντάρτικο με την αστυνομία στις παρυφές και στην καρδιά των γαλλικών πόλεων, είναι μόνο η πιο πρόσφατη και πιο δραματική μορφή της εμπλοκής με τον εχθρό», προσθέτει. Άλλωστε, όπως όλοι ξέρουμε, «τον Νοέμβριο του 2005, 18 μήνες πριν από την εξέγερση στον Gare du Nord, τα μπανλιέ του Παρισιού τυλίχθηκαν στις φλόγες της βίας, που για μια θεαματική στιγμή απείλησε να ρίξει τη γαλλική κυβέρνηση. Καταλύτης ήταν μια σειρά  συγκρούσεις μεταξύ νεαρών μεταναστών και της αστυνομίας στο παρισινό υποβαθμισμένο προάστιο του Κλισύ σου Μπουά. Καθώς κλιμακώνονταν οι μάχες μεταξύ της αστυνομίας και των μπανλιεζάρ εκεί ξέσπασαν ταραχές σε μεγάλες πόλεις σε όλη τη Γαλλία. Τότε ήταν που ο όρος «γαλλική ιντιφάντα» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τα ΜΜΕ και από τους ίδιους τους εξεγερμένους».
[2] https://www.google.gr/maps/place/18%CE%BF+%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%B1+%CF%84%CE%BF%CF%85+%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%8D,+%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B9,+%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%AF%CE%B1/@48.8861883,2.342675,12z/data=!4m2!3m1!1s0x47e66e60b796a965:0x50b82c368941b60
[3]  Ο Βοναπάρτης έφερε τον αρχτιτέκτονα Haussmann για να αναλάβει τα δημόσια έργα το 1853.
Ο Haussmann κατάλαβε ξεκάθαρα ότι η αποστολή του ήταν να βοηθήσει στη λύση των προβλημάτων του πλεονάζοντος κεφαλαίου και της ανεργίας μέσω της οδού της αστικοποίησης. Η αναδόμηση του Παρισιού απορρόφησε τεράστιες ποσότητες εργασίας και κεφαλαίου με τα δεδομένα της εποχής και, μαζί με την αυταρχική καταστολή των φιλοδοξιών της Παρισινής εργατικής δύναμης, ήταν πρωταρχικό μέσο κοινωνικής σταθεροποίησης. Ο Haussmann στηρίχτηκε στα ουτοπικά σχέδια (των Φουριεριστών και των Σαιν-Σιμονιστών) για την αναμόρφωση του Παρισιού αλλά με μία μεγάλη διαφορά. Μετασχημάτισε την κλίμακα στην οποία αυτοί φανταζόντουσαν την αστική διαδικασία. Όταν ο αρχιτέκτονας Hittford έδειξε στον Haussmann τα σχέδια για μια νέα λεωφόρο, αυτός του τα πέταξε πίσω και του είπε «δεν είναι αρκετά φαρδιά… την έχεις 40 μέτρα κι εγώ τη θέλω 120». Ο Haussmann σκεφτόταν την πόλη σε μεγαλύτερη κλίμακα, με προάστια προσαρτημένα σε αυτή, ξανασχεδίασε μάλλον ολόκληρες γειτονιές (όπως τη Les Halles) αντί για μικρά κομμάτια του αστικού ιστού. Άλλαξε την πόλη χοντρικά παρά λιανικά. Για να το κάνει αυτό χρειαζόταν οικονομικούς θεσμούς και πιστωτικά εργαλεία που κτίστηκαν πάνω στις γραμμές των Σαινσιμονιστών (leasing εξοπλισμού και leasing ακινήτων). Αυτό που έκανε στην πραγματικότητα ήταν να λύσει το πρόβλημα της διάθεσης του πλεονάζοντος κεφαλαίου μέσω βελτιώσεων των αστικών υποδομών με τη χρήση μακροπρόθεσμων δανείων, εκκινώντας ένα σύστημα που έμοιαζε με το κεϋνσιανό. (David Harvey, Το δικαίωμα στην πόλη, https://kompreser.espivblogs.net/2011/04/02/dikaioma-stin-poli-david-harvey/)
 Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια: