Δευτέρα, Δεκεμβρίου 15, 2014

Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά…, Πατρίκ Μοντιανό

Δεν είναι τυχαίο που ο  -πρόσφατα νομπελίστας-  Γάλλος συγγραφέας ονομάστηκε από κάποιους «ο συγγραφέας της μνήμης» ∙ άλλωστε, όπως γράφει και η σουηδική ακαδημία,  το συνολικό του έργο βραβεύτηκε  "για την τέχνη της ανάμνησης με την οποία ζωντανεύει τις πιο ασύλληπτες ανθρώπινες μοίρες και αποκαλύπτει τον πραγματικό κόσμο της κατοχής"[1].

Αναμνήσεις από την εφηβική ηλικία, τη μαθητική ζωή ανάκατες με αναστοχαστικές παρατηρήσεις που αφορούν το παρόν, είκοσι χρόνια μετά όπου κάθε πρόσωπο έχει πάρει διαφορετικό δρόμο… Ατμόσφαιρα περιπλανώμενου θίασου (δεν είναι τυχαίο αυτό το αγαπημένο μοτίβο του Μοντιανό, εφόσον η ηθοποιός μητέρα του συχνά έλειπε σε τουρνέ) ή κινηματογραφική (θυμίζει λίγο την ατμόσφαιρα του Τρυφώ ή του Γκοντάρ -nouvelle vague- μου θύμισε και λίγο την  υπαινικτική ατμόσφαιρα του Κισλόφσκι)∙ σκηνές η μια μετά την άλλη με χαλαρή αλληλουχία, με μόνο άξονα αυτό το ανεξίτηλο που προσδίδει η ανάμνηση σε κάθε τι που έχει σημαδέψει το παρόν. Ύφος διακριτικό, κυριαρχία του παρατατικού ονειρικού χρόνου, σιωπές, έντονες εικόνες, νοσταλγικός ρυθμός.
Όπως και στο «Στο café της χαμένης νιότης, η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη∙ ο εσωτερικός μονόλογος κάποιου που αναθυμάται, αλλά και όπως και στο Café, κι εδώ δυσκολεύτηκα να αποκτήσω συγκροτημένη εικόνα του «εγώ», του προσώπου που αφηγείται. Σίγουρα δεν είναι παντού το ίδιο, εφόσον κάποια στιγμή αφηγητής είναι ο Εντμόντ Κλοντ που αυτοπαρουσιάζεται σαν «ας πούμε ηθοποιός» στον περιοδεύοντα θίασο Μπαρέτ, ενώ σε κάποια κεφάλαια το «εγώ» είναι ο Πατρίκ (που παρουσιάζεται να γράφει αστυνομικά μυθιστορήματα), δίνοντας τη λαβή να ταυτίσεις τον αφηγητή με τον συγγραφέα. Δίνεται μάλιστα η εντύπωση ότι υπάρχει ένας νοερός διάλογος μεταξύ του Ενμόντ και του Πατρίκ (απ ό, τι έμαθα είχες κι εσύ, Εντμόντ, την ευκαιρία να δεις τον Λαφόρ…/ε λοιπόν, εγώ ξαναείδα τον Νιούμαν).
Δεν έχει ωστόσο τόσο μεγάλη σημασία… Ο εκάστοτε αφηγητής περιηγείται στο παρελθόν, στις αναμνήσεις από το αυστηρό και ιδιαίτερο σχολείο στο οποίο φοιτούσαν ως οικότροφοι παιδιά από διάφορες οικογένειες, όχι κατ ανάγκην φτωχές, που για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά άφησε το παιδί της στα χέρια του Πέδρο, του διευθυντή. Είναι το κολλέγιο Βαλβέρ, του οποίου περιγράφονται με αδρές γραμμές όλα τα οικήματα (με διαφορετικά ονόματα, όπως Πράσινο Περίπτερο, Ωραία Ζαρντινιέρα, Σαλέ) με δεσπόζοντα τον «Πύργο». Φαίνεται ότι στην περιγραφή όχι μόνο των εξωτερικών χώρων αλλά και των αυστηρών κανονισμών ο συγγραφέας «φωτογράφισε» το ανάλογο σχολείο όπου φοίτησε ο ίδιος από το 1956 ως το 1960, το Montcel  στο Jouy-en-Josas. Οι καθηγητές που είναι υπεύθυνοι για κάθε οίκημα ονομάζονται «λοχαγοί»- υπενθυμίζοντας ότι υπάρχει ένα είδος στρατιωτικής πειθαρχίας. Ωστόσο στην αφήγηση αυτό που κυριαρχεί είναι η αναπόληση κάθε ιδιαιτερότητας, ένα δέσιμο που υπερβαίνει όλες τις αντιθέσεις, και σε πολλές περιπτώσεις σκιαγραφούνται οι ιδιαίτεροι δεσμοί όχι μόνο ανάμεσα στους συμμαθητές αλλά και μεταξύ μαθητών- καθηγητών. Ένα δέσιμο που επιτυγχάνεται ίσως και με τις κοινές δραστηριότητες: αθλητισμός, χόκεϋ, προβολές κινηματογράφου μέσα στο κολλέγιο, κιθάρα χαβάγια από τον δάσκαλο της μουσικής.
Ο άξονας της αφήγησης φυσικά δεν είναι γραμμικός, ακολουθεί τις τεθλασμένες του μηχανισμού της ανάμνησης. Καθένα σχεδόν από τα δεκατέσσερα κεφάλαια είναι αφιερωμένο σε ένα από τα πρόσωπα, που παρουσιάζονται μέσα από τη μνήμη στο τότε και στο τώρα. Ιστορίες σχεδόν αυτόνομες. Μάλιστα, τρεις από τους χαρακτήρες αποτέλεσαν έμπνευση για ξεχωριστό διήγημα, στο ένα κεφάλαιο δε περιγράφεται εκτενώς η σχέση του «παλιού μαθητή» του κολλεγίου, του Τζόνι, με τη «Μικρή Μπιζού», ηρωίδα σε άλλο βιβλίο του Μοντιανό, ίσως το πιο γνωστό του στην Ελλάδα. Για όσους έχουν διαβάσει τη ΜικρήΜπιζού έχει μεγάλο ενδιαφέρον  η « συνομιλία» των δύο μυθιστορημάτων…  Η αινιγματική κοπέλα που ταράχτηκε γιατί συνάντησε ένα κίτρινο παλτό που της έφερε στο νου την εξαφανισμένη μητέρα της, εδώ είναι ένα ακόμα ένα εφτάχρονο κορίτσι, κόρη της βεντέτας της δραματικής Σχολής Μιραμπό, Σόνιας Ο Ντογιέ.   Άλλωστε, ο Τζόνυ, αφηγητής στο αντίστοιχο κεφάλαιο,  δίνει κάποιους υπαινιγμούς  για τη μυστηριώδη συμπεριφορά της  ηρωίδας  που πολύ αγαπήθηκε στο ομώνυμο βιβλίο.
         Η αντιστικτική παρουσίαση των ηρώων δίνει ένα ιμπρεσιονιστικό αποτέλεσμα. Δε μοιάζουν μεταξύ τους, δεν ανήκουν στην ίδια κοινωνική  τάξη, παρόλ αυτά όλους εμάς, τους παλιούς του Βαλβέρ μας ταλαιπωρούσαν κατά καιρούς ανεξήγητες μελαγχολίες και εκρήξεις θλίψης, που ο καθένας μας πάσχιζε να αντιμετωπίσει με τον τρόπο του. Μερικές σκόρπιες πινελιές: ο Κριστιάν (πίσω από τα γυαλιά του από ταρταρούγα, το σκούρο φανελένιο κουστούμι και το καμιλό παλτό του, ήταν κατά βάθος ένα παιδί με ταραγμένη ψυχή) με τη νεαρή μητέρα που μοιάζει με ηθοποιό και σαγηνεύει τον αφηγητή Πατρίκ. Ο καθηγητής Λαφόρ με την υποχθόνια φωνή, που είχε το παρατσούκλι «ο νεκρός», γιατί το πρόσωπό του ήταν λευκό σαν κιμωλία.Ο Ντεζότο που αμέσως μετά την αποβολή του από το σχολείο εμφανίζεται με κόκκινο αμάξι, που έχει ιστιοφόρο αλλά παρακολουθείται από έναν μυστήριο γιατρό. Ο Γιοτλάντ που με τον τρόπο του αρνείται να μεγαλώσει. Ο Τζόνυ που περιφέρεται στα κινηματογραφικά στούντιο παρακαλώντας για μια δουλειά κομπάρσου, Εβραίος που τον μπουζουριάσαν  ξαφνικά στο κονβόι προς τα Ανατολικά. Ο Μισέλ Καρβέ, ο διπλανός στο θρανίο, που δηλώνει ως επάγγελμα των γονιών του « Εμπορία γνωριμιών», η γοητευτική αδερφή τού Υβόν, η Μαρτίν (καμιά κοπέλα δεν είχε τόσο πυρόξανθα μαλλιά, τόσο φωτεινά μάτια, αυτή την ανασηκωμένη μυτούλα, τόσο μακριά πόδια και τόσο χαριτωμένη κίνηση). Το άλυτο μυστήριο του Νιούμαν/ Κοντρατσέφ. 
       Πράγματι, όλοι είχαν μια ιδιαιτερότητα, όλοι είχαν ένα είδος "γενναιότητας", και νομίζω ότι αυτό το νόημα έχει κι ο τίτλος " De si braves garcons", αν θεωρήσουμεότι η λέξη brave σημαίνει περισσότερο "γενναίος"...
       Η τελευταία πράξη είναι η επιστροφή στο χώρο του εγκαταλειμμένου πια κολλεγίου μετά από είκοσι χρόνια, από τον Εντμόν και τον Σαρέλ. Η πύλη είναι μισάνοιχτη. η αλέα ανοίγεται μπροστά μας, διστάζουμε όμως. Σιγά σιγά διακρίνονται μέσα στο φως αυτής της αρκτικής νύχτας το ιατρείο, το κοντάρι της σημαίας και τα δέντρα. δεν τολμούμε να προχωρήσουμε πέρα από το μεγάλο πλατάνι. 
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Δε συνηθίζω να παραθέτω βιογραφικά των συγγραφέων, αλλά εδώ θα κάνω μια εξαίρεση, γιατί ο « κόσμος» του Μοντιανό έχει άμεση σχέση με το ύφος των βιβλίων του:
Ο Patrick Modiano γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου του 1945 στην Boulogne-Billancourt, από Ιταλοεβραίο πατέρα (καταγωγή από Θεσσαλονίκη - κατά κάποιους θα έπρεπε να ονομάζεται Μοδιάνο-) και Βελγίδα μητέρα. Μικρός άκουγε πολλές προβληματικές ιστορίες για τον πατέρα του, ενώ η μητέρα του, που ήταν ηθοποιός,  έλειπε συχνά σε τουρνέ. Αναγκάστηκε να τελειώσει το σχολείο με κρατική βοήθεια. Ο αδελφός του Rudy πέθανε σε ηλικία 10 ετών και τα  έργα του (από το 1967 έως το 1982) είναι αφιερωμένα σε κείνον. Σπούδασε σε διάφορα λύκεια και σχολές και πήρε το baccalauréat στο Annecy, αλλά δεν συνέχισε σε υψηλότερες βαθμίδες εκπαίδευσης.  Η συνάντησή του με τον Queneau, συγγραφέα τού Η Ζιζί στο μετρό, αποδείχτηκε καταλυτική. Το πρώτο του μυθιστόρημα La place de l’Étoile εκδόθηκε το 1968 και από τότε δεν κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να γράφει. Έχει γράψει και σενάρια για ταινίες. 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ωραίο κείμενο, ωραίος συγγραφέας.
Καλησπέρα από proustandkraken.blogspot.gr