Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2016

Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες, Ηλίας Παπαμόσχος

Μου είπες: «Οι αναμνήσεις είναι η ζωή»
Μ. Αναγνωστάκης
Διαβάζοντας αυτά τα πολύ μικρής έκτασης διηγήματα (1-3 σελίδων το πολύ) συνειδητοποίησα πόσο διαφορετική σχέση με τη γραφή έχουν όσοι γράφουν εκτενή μυθιστορήματα από τους διηγηματογράφους. Ο περιορισμός της έκτασης στο διήγημα επιβάλλει -συνήθως- είτε συμπύκνωση του χρόνου είτε ανάλυση ενός στιγμιότυπου (συνήθως το ύφος εδώ γίνεται ποιητικό), δηλαδή είτε διαστολή είτε συστολή του συνηθισμένου χρόνου. Η αφαίρεση γίνεται αρετή, πάντα όμως με την προϋπόθεση ότι «έχεις κάτι να πεις» (αλλιώς το κείμενο εντάσσεται στην κατηγορία «ασκήσεις ύφους»). Συνήθως αυτό που έχεις να πεις είναι ηθογραφικού χαρακτήρα, ή μια πτυχή της καθημερινότητας που χάνεται, μια πολύτιμη ανάμνηση κλπ.
Όμως τα διηγήματα αυτά ξεχωρίζουν για το περιεχόμενό τους που θα το ονόμαζα «εσχατολογικό». Αυτό που ανιχνεύει κανείς στα 23 πολύ διαφορετικά θραύσματα είναι η ματιά του ανθρώπου που βλέπει τον κόσμο από τη «σκοπιά της αιωνιότητας». Σαν να μιλάει κάποιος που φέρνει στη μνήμη του ό, τι είναι πιο πολύτιμο να κρατήσει κανείς σ’ έναν κόσμο φευγαλέο, να ψάχνει το έσχατο νόημα, αυτό που μένει από τη φθορά και τον θάνατο. Ίσως, κι αυτό που εγγράφεται εθελούσια ή όχι στη μνήμη (θεμελιακό το διήγημα «Το πουπουλένιο μάτι του θεού» με τα δυο κοράκια, το κοράκι που συμβολίζει τη σκέψη και το κοράκι που συμβολίζει τη μνήμη: ο μονόφθαλμος θεός ανησυχεί μη δε γυρίσουν πίσω και τα δυο, όμως πιο πολύ φοβάται για της μνήμης το κοράκι).
Δεν είναι ωστόσο αφηγήματα στοχαστικά/φιλοσοφικά. Πατούν γερά στην πραγματική ζωή, σε στιγμές και απ’ αυτές που χαράζονται στη συνείδηση ανεξίτηλα: π.χ. το βλέμμα του φίλου (που έχει τώρα πια πεθάνει), όταν έκανε βαρκάδα στη λίμνη: κάποια στιγμή απορροφήθηκαν να κοιτούν κάτι. Μέσα στη λίμνη ήταν, στους λόφους, στον ορίζοντα, δεν καταφέραμε να ξεδιαλύνουμε τι και πού. Εκείνος ειδικά έμοιαζε αιχμαλωτισμένος από αυτό και συνέχιζε να κοιτά, ενώ ο φίλος του άρχισε πάλι το κουπί. (…)Λίγο ψηλότερά μας και πάνω απ’ τα νερά, δεμένο με πετονιά απ’ τα κλαριά μιας λεύκας, κρεμόταν ένα λευκό και άδειο τενεκεδένιο φανάρι. Έμοιαζε με σταματημένο εκκρεμές.

Προτού προχωρήσω στο «τι;» που είναι και το πιο ουσιώδες, θα μιλήσω λίγο για το «πώς», δηλαδή για το ύφος, έχοντας βέβαια συνείδηση ότι «το μέσον είναι το μήνυμα», δηλαδή ο τρόπος εμπεριέχει και το περιεχόμενο. Ωστόσο, ξεχωρίζει εντυπωσιακά η μοναδική γραφή του συγγραφέα˙ η χρήση της γλώσσας έχει ιδιαίτερα εκφραστική δύναμη ενώ προκύπτει αβίαστα, χωρίς εκζήτηση. Το ύφος γίνεται σε πολλές περιπτώσεις υποβλητικό και ποιητικό, συνήθως με δυνατές μεταφορές όταν αφορά συναισθήματα ( π.χ. έσφιξε σαν τριχιά ο φόβος τα σπλάχνα, λυγμός πνιγμένος μου οργώνει την κοιλιά/ ο τόπος μέσα στα μάτια της μαύρισε σαν ώριμο σταφύλι).
Έντονη είναι η παρουσία της φύσης, του νερού, του ζωικού βασιλείου δίνοντας μια αρχετυπική/μυθική/συμβολική διάσταση στην στοιχειώδη πλοκή. Ιστορίες σύντομες όπου πρωταγωνιστούν ο σκύλος, το κοράκι («περίλυπος ψυχοπομπός»), η αλεπού, η πέρδικα. Και ο άνθρωπος, σε πολλά διηγήματα είναι ο άνθρωπος- κυνηγός, με όλη την κτηνωδία που μπορεί αυτό να συνεπάγεται (π.χ. σχετικά μ το κυνηγόσκυλο που, όταν γέρασε το πλήγωσε στο πρόσωπο το αφεντικό του: κάτι άντρες, ίδιο φύραμα με τον μακελάρη, δεν απέστρεψαν το βλέμμα τους και σχολίαζαν χαιρέκακα το κουράγιο του σκυλιού, την πίστη του περιγελούσαν). Ο συγγραφέας μιλά -έμμεσα- για το κυνήγι της αλεπούς στο ομώνυμο του βιβλίου διήγημα (γνωρίζω σε ποιο χωριό ο πατέρας τη σκότωσε), για την «βίαιη τελετουργία» του κυνηγιού των ψαριών  στο εκπληκτικό «Η γαλανή σαγήνη» (παρά την απόσταση, μπορούσες να δεις στο βλέμμα του πηδαλιούχου, αλλά ιδίως σ’ εκείνου που χτυπούσε τα νερά, το πάθος και τη σκληρότητα, του θηρευτή τη μανία.  Η βίαιη αυτή τελετουργία εκτελούνταν κι από τους δυο με ηρεμία τρομακτική). Η εικόνα των παγιδευμένων ψαριών που λαμπυρίζουν στο νερό κάτω από τον ήλιο γίνεται συγκλονιστική γιατί στον δρόμο οι άνθρωποι ξεκινούσαν τη μέρα τους ανίδεοι γι’ αυτό που γινόταν πίσω τους ή κοιτώντας το αδιάφορα(…) τόσο αθώοι όλοι, τόσο ανυποψίαστοι.
Το διήγημα όπου εμφανίζεται ο άνθρωπος πιο κοντά στην ενστικτώδη, πρωταρχική του φύση είναι το διήγημα με τον ειρωνικό τίτλο «Κλιμάκιο στωικών», όπου μέσα στο δάσος ο ήρωας αντικρύζει ανθρώπους καθισμένους ανακούρκουδα να τρώνε χωρίς να απαντούν στις ερωτήσεις των νεοφερμένων, ρουφώντας ηχηρά τα κόκκαλα από το κυνήγι(…): ένα στόμα, πολλά στόματα, σαν φαράσια φαρδιά, συνέχιζαν να κατασπαράζουν.  

Ο βασικός όμως συνδετικός ιστός, όπως είπαμε, είναι η φθορά, ο θάνατος ή αλλιώς, η διαλεκτική ζωής -θανάτου. Οι εικόνες ζωής μέσα στον θάνατο/φθορά είναι τόσο καθημερινές, τόσο γειωμένες, που αναρωτιέσαι αν το μόνο που τους λείπει για να είναι δικές μας-προσωπικές, είναι η ματιά που τους δίνει νόημα… Ποιος δεν έχει μια φλύαρη θεία που την αποφεύγει στο τηλέφωνο γιατί τον εξοντώνει με την πολυλογία της (αργότερα είδα την πολυλογία της διαφορετικά, σαν την απέλπιδα προσπάθεια ανθρώπου να μιλήσει όσο ακόμα θυμάται); Ποιος δεν έχει ζήσει τη θλίψη του ασθενή στο διπλανό κρεβάτι του νοσοκομείου, στον οποίο η τύχη προφανώς δεν χαμογελά (στο διπλανό κρεβάτι, ο τριαντάχρονος Γιάννης άνοιξε τα μάτια, με ρώτησε: «Δεν έκανες;» (εγχείρηση) «Πήγε για την άλλη βδομάδα», είπα. Τα’ κλεισε, σφιχτά. Είχα στο χέρι το εξιτήριο, το δικό του δεν ησύχαζε, σαν ζώο στο δόκανο). Πόσο γνώριμη είναι η εικόνα του παππού που καθόταν σ’ ένα βράχο και ήταν γυρτός, με τα χέρια στα γόνατα, και κοιτούσε κάτω˙ κοιτούσε λες κι έβλεπε μέσα στο χώμα, στην τελευταία του κυνηγετική εξόρμηση για πέρδικες...
Το περιστέρι που κουρνιάζει δίπλα στην κορνίζα με τα δίδυμα παιδιά της Αλβανίδας καθαρίστριας, χρόνια προτού τα καταπιούν τα κυματάκια της Αδριατικής στη μεγάλη έξοδο του ’94 (και παρακάτω: αποφεύγω να τη ρωτήσω για τα πουλί, κι αυτή όμως δε λέει, μιλούν τα τσιγάρα κι όλα τα παίρνει ο καπνός), είναι εικόνα χαρμολύπης που μιλάει μόνη της. Προβληματίζει ο διπλός θάνατος της «αλεπούς της σκάλας» ενώ ακόμα πιο βαθιά αγγίζει η εικόνα του πρόχειρου ξωκκλησιού που έστησαν φίλοι και συγγενείς στο πλατάνι όπου άφησε την τελευταία του πνοή ο νεαρός του διηγήματος «Το πλατάνι» σε ατύχημα (έγινε το δέντρο εκκλησάκι. Ανθοβολούσαν τα κλαριά κι έλαμπαν τα φύλλα, λες κι η ρώμη του νέου τα πότισε. Ανέβαζε τον πόνο των γονιών ως τα ουράνια). Η κορύφωση στα διηγήματα όπου η αναφορά στον θάνατο είναι άμεση και τραγική, αγγίζει την ιερότητα: οι γονείς επισκέπτονται το δέντρο, αργοπορεί, λες, του νέου η ψυχή, παλεύει να ξεσφίξει απ’ τον κορμό τα ναύλα της. Κι εκεί ψηλά, σαν ανάσας λαχάνιασμα το θρόισμα των φύλλων ακούγεται, γλώσσες μυριάδες μουρμουρίζουν το μυστικό της ζωής.

Και η ζωή υμνείται έμμεσα (μέσω του θανάτου) αλλά και άμεσα, όπως στο διήγημα  «Κοτσύφι» (είναι το ρόδι, λες, που μιλάει μέσα απ’ το λαρύγγι του κότσυφα, λέει για τον καημό του Πλούτωνα, τον πόνο και την αγάπη μάνας και κόρης, είναι του δέντρου η φωνή)˙ στον ερωτικό χορό στο διήγημα «Οι λιμπελούλες»˙ στο «Η καρέκλα του Γκλεν Γκούλντ» όπου παίρνει πνοή ένα άψυχο αντικείμενο, μια… καρέκλα: ίσως στο όνειρό της η ράχη και τα πόδια, το κάθισμά της και πάλι κλαριά να γίνονται/όπου η ενότητα των κύκλων που μαρτυρούν την ηλικία των δέντρων έχει αποκατασταθεί, όπου οι ασάλευτοι κύκλοι προς τον ουρανό σαν δόξα σοι υψώνονται πλάι στους άλλους, τους πάλλοντες, τους στολισμένους με ηλιαχτίδες.
Ξεχωρίζω όμως και κάνω ιδιαίτερη μνεία σε δύο διηγήματα, που κατά τη γνώμη μου έχουν καθαρά αρχετυπική λειτουργία. Το ένα είναι «Η σπηλιά», όπου η πρώτη φράση είναι τόσο ξεκάθαρη, που νοηματοδοτεί όλη την αφήγηση: γι’ αυτόν δεν ήταν μια συνηθισμένη επίσκεψη, ήταν μια επιστροφή. Η σπηλιά, όπου δεν είχε ούτε κρύο ούτε ζέστη είναι λοιπόν η επιστροφή στον εαυτό, ή καλύτερα στην αρχική μήτρα, όπως κατονομάζεται άλλωστε από τον ίδιο τον συγγραφεα στο εξίσου διάφανο τέλος: και είδε το μακρινάρι του νερού κατά το βάθος του σπηλαίου να τραβάει, μίτος που’ βγαζε στο φως, κι υγρό αμνιακό μιας μήτρας άλλης, γιγάντιας –της φύσης ναός καθεδρικός-, πουάπειρες μέσα της γεννήσεις κλώθει, και δρόμος, που σ’ άλλους κόσμους, νέους κι ανεξερεύνητους, τον καλούσε.
Το δεύτερο είναι και το τελευταίο (και το πιο εκτενές) του βιβλίου, «Τα χείλη της Παναγίας» και πρωταγωνιστεί η γιαγιά του αφηγητή, που την Παναγία τη λάτρευε. Μέσα από τη λαϊκή αυτή φιγούρα ο συγγραφέας αναπτύσσει το επιφώνημα μιας προσευχής, όπως αυτή που έβαζε η γιαγιά τον εγγονό της να απευθύνει στη Θεοτόκο, με "θέμα ελεύθερο". Αγάπη σωματική νιώθει ο ήρωας, αφού κοιμούνται πλάι πλάι με τη γιαγιά, ενώ τα χρόνια εκείνα τα παιδικά, τα μαγικά, βίωνε μια αίσθηση αιώρησης σαν άγγελος.
Η μνήμη της γιαγιάς, στον ενήλικα πια αφηγητή είναι ένας διαρκής αποχαιρετισμός μέσα σ’ ένα τοπίο χιονισμένο. 
Τίποτα δεν της λέω, μα θα φαίνεται στα μάτια μου ο δισταγμός. Φοβούμαι μην με πάρει μαζί της, μην πάω ως εκεί και δεν μπορώ να επιστρέψω (…).
Είσαι πάλι παιδί, αλλά δεν σκύβεις να πιάσεις το χιόνι, το κοιτάς μόνο, κι η γιαγιά με έγνοια σε επιτηρεί, ο χρόνος είναι σαν να μην υπάρχει, χιόνι σεντόνι πετρωμένο, μαρμαρένιο σύννεφο.

Χριστίνα Παπαγγελή 

Δεν υπάρχουν σχόλια: