Πέμπτη, Δεκεμβρίου 01, 2016

Ανατολικά της δύσης -μια χώρα σε ιστορίες, Μίροσλαβ Πένκοφ

Στα εβδομήντα ένα δεν μπορεί να περιμένεις να ακούσεις μια ιστορία,
οποιαδήποτε ιστορία, και να τη δεχτείς ως έχει.
Στην ηλικία μου κάθε ιστορία δημιουργεί μια δίνη
Που ρουφάει στο μάτι της περισσότερες ιστορίες
Και ξερνάει ακόμη περισσότερες.
Πρέπει να θυμάμαι όσα πρέπει να θυμάμαι.

Πολύ μεγάλη έκπληξη αποτέλεσε για μένα το μικρό αυτό βιβλιαράκι του νεαρού Βούλγαρου συγγραφέα, καθότι δεν προτιμώ τα διηγήματα  που λόγω της μικρής έκτασής τους, σπάνια μπορούν να αντισταθμίσουν τις αρετές που με  προσελκύουν πραγματικά: πλοκή με ενδιαφέρον, ανάγλυφους χαρακτήρες, μεταβολή/ωρίμανση, ιδέες. Το γράψιμο του Πένκοφ, χωρίς να είναι φλύαρο (ναι, μπορεί να υπάρχουν και φλύαρα διηγήματα όπως και λακωνικά «τούβλα»), είναι βαθύ, άμεσο, ανάλαφρο κι αυτοσαρκαστικό πολλές φορές, μεταπηδά με άνεση στα χρονικά επίπεδα και ο λόγος έχει σπάνια εκφραστική δύναμη. Πέρα απ’ αυτό, τα διηγήματά του δεν είναι ασκήσεις ύφους, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, αλλά έχουν «κάτι να πουν».  
Πρόκειται για μια σειρά από οκτώ διηγήματα που, ενώ φαινομενικά είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους και στη θεματολογία και στην τεχνική, έχουν ως κοινό ότι  σε όλα εντοπίζει κανείς την αναζήτηση της βουλγαρικής ιδιαιτερότητας (για να μην πω ταυτότητας) μέσα στις ταχύρρυθμες αλλαγές του 20ου-21ου αιώνα. Ο πλήρης τίτλος στο πρωτότυπο είναι άλλωστε «Ανατολικά τη δύσης- μια χώρα σε ιστορίες». Μπαίνουμε επομένως στην καρδιά μιας χώρας, ενός πολιτισμού που είναι τόσο κοντά μας, αποτέλεσε κι αυτή σταυροδρόμι πολλών εθνικοτήτων (Σέρβοι, Βούλγαροι, Εβραίοι, Μαυροβούνιοι, Τούρκοι), ταλαιπωρήθηκε κι αυτή από την κυριαρχία των Οθωμανών, κι όμως ακολούθησε ολότελα διαφορετική πορεία. Από τον Μακεδονικό αγώνα στον Α΄ Παγκόσμιο απ’ όπου βγήκαν ηττημένοι, στον Β΄ Παγκόσμιο με οριακό το 1944 που οδήγησε  στην προσχώρηση στο ανατολικό μπλοκ, στο κλείσιμο των συνόρων ανατολής-δύσης, στην κατάρρευση του κομμουνιστικού ιδεώδους το 1989, την παραίτηση του Ζίβκοφ, τις αλλεπάλληλες παραιτήσεις κυβερνήσεων, την επίθεση των ΗΠΑ στη Σερβία το 1999, τη φτώχεια, τις κοινωνικές αντιθέσεις, τη μετανάστευση. Θα μπορούσε μάλιστα να διακρίνει κανείς και κάποια χρονολογική σειρά στις ιστορικές αναφορές, αν και το βασικό χρονικό επίπεδο είναι το παρόν.
Όμως, ο συγγραφέας δεν κάνει ιστορία. Αξιοποιεί αυτό το ιστορικό πλαίσιο για να διεισδύσει μέσα σ ένα κόσμο οριακό, μεταιχμιακό. Οι ήρωες των διηγημάτων στέκονται σε διαφορετικά σημεία αυτής της πορείας και βιώνουν τις αντιθέσεις  ή τη μεταστροφή όσων ζουν καταστάσεις οριακές: πόλεμο (φρίκη, προδοσία, θάνατο, φόβο, δειλία, κακουχίες), έρωτα (κορυφαίος ο έρωτας του νεαρού Βούλγαρου «Μύτη» με την ξαδέρφη του που ζούσε από την άλλη μεριά του ποταμού, στο φυσικό σύνορο που χώριζε την Βουλγαρία-Ανατολή από την Σερβία- Δύση), ζήλεια/επιθυμία για έναν ανέφικτο τρόπο ζωής (τον δυτικό, ή, σε άλλο διήγημα, τον κομμουνιστικό), νοσταλγία για την γενέτειρα, προσήλωση στην κομμουνιστική ουτοπία. Με πιο ακραία και χαρακτηριστική την αντίθεση Ανατολής- Δύσης (που κορυφώνεται στο αντίστοιχο διήγημα που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο), ανιχνεύει κανείς και τη διαλεκτική μεταξύ Μύθου και Ιστορίας, δηλαδή θρύλων και παραδόσεων με τους οποίους οι Βούλγαροι έθρεψαν την εθνική τους ταυτότητα, και ιστορικών γεγονότων (που πολλές φορές μυθοποιούνται επίσης) -τα οποία προσδιορίζουν κι αυτά συνολικά την συνείδησή τους.
 Όλα αυτά αποδίδονται μέσα από πράξεις, σκέψεις, έντονες συναισθηματικές συγκρούσεις. Ο συγγραφέας επινοεί σε κάποιες περιπτώσεις ασυνήθιστες καταστάσεις, που προκύπτουν ωστόσο αβίαστα από τις απίθανες ιστορικές συγκυρίες. Π.χ. ακούγεται απίστευτη (αλλά πρέπει να κατέγραψε η Ιστορία άπειρα παρόμοια επεισόδια) η ιστορία του χωριού Στάρο Σελό[1] που μετά τους τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίστηκε ανάμεσα σε Σερβία- Βουλγαρία σε δυο χωριά (βουλγαρικό Μπουλγκάρσκο Σελό και Σέρβικό Σέρμπσκο) εκατέρωθεν του ποταμού, ο οποίος αποτέλεσε το φυσικό σύνορο (αδιάβατο και απαγορευμένο) μεταξύ ανατολής και δύσης. Επί πολλά χρόνια οι κάτοικοι των δυο χωριών, αφού εξασφάλισαν σχετική άδεια, διοργάνωναν από κοινού ένα μεγάλο γλέντι, το σμπορ. Ξανάσμιγαν έτσι συγγενείς αφού διέσχιζαν εναλλάξ το ποτάμι. Στην ιστορία μας, όμως, βρήκαν τρόπο να οργανώσουν και γάμο και κηδεία (μπορεί κανείς να φανταστεί το μεγαλείο των σκηνών αυτών).
Πολύ συχνά η ιστορία καταλήγει σε τραγωδία ή σε… τραγέλαφο: στην παραπάνω ιστορία (ομώνυμη του βιβλίου), οι ερωτευμένοι, ανήκοντας στη διαφορετική πλευρά του ποταμού ο καθένας, δίνουν ραντεβού μέσα στο ποτάμι, και μάλιστα πάνω στον… τρούλλο με σταυρό της «πνιγμένης εκκλησίας» (όταν χωρίστηκε το χωριό, ο Βούλγαρος αγιογράφος που την ζωγράφιζε επί δυο χρόνια αποκλείστηκε όχι μόνο από την εκκλησία αλλά κι από τη γυναίκα του: οι στρατιώτες δεν του επέτρεψαν να περάσει τα σύνορα και να γυρίσει στη γυναίκα του/ στην απελπισία του μάζεψε κόσμο και τους έπεισε να εκτρέψουν το ποτάμι, να το οδηγήσουν δυτικά έτσι ώστε να κυλάει γύρω από το χωριό. Το ποτάμι μετακινήθηκε δυτικά και φαινόταν πως θα στριφογυρνούσε σαν φίδι γύρω από το χωριό. Όμως τότε έστριψε, ελίχθηκε και γεύτηκε με τη γλώσσα του τη διαδρομή με τη μικρότερη αντίσταση˙ πέρασε από τις κάτω γειτονιές του χωριού καταβροχθίζοντας ανθρώπους και σπίτια. Ακόμα και η εκκλησία, στην οποία ο αγιογράφος είχε αφιερώσει δυο χρόνια από τη ζωή του, χάθηκε στην κοιλιά του).  
Ενδεικτικά αναφέρω κι άλλες καταστάσεις ασυνήθιστες λόγω απίστευτων ιστορικών συγκυριών: στην ιστορία «Αγοράζοντας τον Λένιν», η μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση που έφερε ο παππούς στο χωριό του, τον Οκτώβρη του… 1993 (εκείνον τον καιρό όποιος ήταν κάτω από εξήντα είχε ήδη εγκαταλείψει το χωριό για να ζήσει στην πόλη κι έτσι όσοι απέμεναν ήταν άνθρωποι αγνοί, με δυνατή καρδιά, η ιδέα ήταν ακόμα ζωντανή μέσα τους και τα σκούρα μάτια τους είχαν την λάμψη από κάτι νέο, σπουδαίο και βαθιά κοσμογονικό)˙ η προσπάθεια των τσιγγάνων (στην ιστορία «Φωτογραφία με τη Γιούκι») να περισώσουν την εικόνα του νεκρού τους γιου μέσα σε μια φωτογραφία˙ οι δονκιχωτικές προσπάθειες του πατέρα στην ιστορία «Οι ληστές του σταυρού» να βγάλει κανένα φράγκο από το παιδί- θαύμα, τον γιο του˙ στην ίδια ιστορία, το όλο σκηνικό στην εκκλησία που πάνε να κλέψουν το 1997 (μάρτυρες και παρθένοι, χερουβείμ και περιστέρια, μας κοιτούν με ευσεβή βαρεμάρα), η τραγική εξέλιξη με τον ανήμπορο γέρο˙ η Τουρκάλα Κεμάλ, που με τον πατέρα της προσπαθούν  να φτιάξουν… εκατό γκάιντες γιατί πιστεύουν ότι έτσι θα σώσουν την μητέρα από τη χρόνια αρρώστια κ.α.
Δεν έχουν τελειωμό τα ασυνήθιστα σκηνικά που ξεπηδούν από μια πραγματικότητα γεμάτη αντιφάσεις και αντιθέσεις: απίστευτη φτώχεια-στέρηση-μιζέρια από τη μια, πάθη-νοσταλγία-έρωτα-φαντασία από την άλλη. Ιδεολογικές αντιθέσεις (σάπιο καπιταλιστικό γουρούνι/ο εγγονός μου καπιταλιστής! –και η απάντηση του εγγονού: το σύνδρομο Λένιν είναι η εκδήλωση της αδήριτης ανάγκης ενός ανθρώπου να οργανώσει τη ζωή του γύρω από την τυφλή προσήλωση σε μια ιδεολογία κλπ). Ανάγκη επιβίωσης ή εκσυγχρονισμού από τη μια, αγάπη για τον τόπο, για επιστροφή, για τον νόστο (μακάρι να μπορούσα να δανειστώ τα μάτια του για μια στιγμή, μακάρι να μπορούσα να κλέψω τη γλώσσα του- θα έτρωγα ψωμί με τυρί, θα κατέβαζα έξι κούπες νερό απ’ το πηγάδι μας, θα γέμιζα το βλέμμα μου με τις πλαγιές, τα λιβάδια, τα ποτάμια). Αποκορύφωμα αυτού του μοναδικού συναισθήματος είναι το «γιαντ» που νιώθει ο ήρωας του τελευταίου διηγήματος «Ντεβσιρμέ», ο μετανάστης ήρωας στην Αμερική που ζαλίζεται από τα πλούτη και τη χλίδα της πρώην γυναίκας του  όταν πηγαίνει να πάρει την κόρη του για Σαββατοκύριακο: - Δεν ζηλεύεις απίστευτα αυτούς τους ανθρώπους με τις φανταχτερές βάρκες τους;/λοιπόν εγώ τους μισώ. Νιώθω αυτό που λέγεται γιαντ όταν τους κοιτάζω. Τόσο πολύ γιαντ που το στήθος μου πιέζεται. Το γιαντ είναι που μας σπρώχνει σαν μηχανή μπροστά. Το γιαντ είναι σαν την ζήλεια, αλλά δεν είναι απλά και μόνο αυτό. Είναι σαν τον φθόνο, σαν το μίσος, το θυμό, αλλά πιο εκλεπτυσμένο, πιο πολύπλοκο. Είναι σαν οίκτος για κάποιον, σαν τύψεις για κάτι που έκανες ή δεν έκανες, για μια ευκαιρία που έχασες, για μια δυνατότητα που σπατάλησες. Όλ αυτά τα συναισθήματα σε μια όμορφη λέξη.
Αν συνδυάσει κανείς το παραμύθι-μύθο που αφηγείται ο πατέρας στην κόρη του όλο αυτό το σαββατοκύριακο σε συνέχειες, νομίζω μπαίνει κανείς στα άδυτα του γιαντ, του συναισθήματος ενός χαμένου παραδείσου, για πάντα κλεμμένου, που δεν μπορείς να φέρεις πίσω (οι τσέπες μας είναι γεμάτες πέτρες, όχι λεφτά. Είμαστε ακόμα  πολιτισμένοι, αλλά είμαστε και πεινασμένοι). Πρόκειται για  ένα παραμύθι- θρύλο, μεστοιχεία από τη βουλγαρική ιστορία, όπου η απόλυτη ομορφιά ανταγωνίζεται  τη δύναμη, συναντιέται στον έρωτα και καταλήγει στο θάνατο.
Και οι ήρωες είναι τόσο ασυνήθιστοι αλλά και τόσο χαρακτηριστικοί: ο εβδομηντάχρονος που δείλιασε στα νιάτα του να πάει στον β παγκόσμιο πόλεμο σε αντίθεση με τον αδερφό του αλλά διαβάζει στην γυναίκα του που είναι άρρωστη τις επιστολές που της είχε γράψει ο ήρωας εραστής της˙ ο νεαρός που ερωτεύτηκε την ξαδέρφη του που μένει όμως στην άλλη μεριά του ποταμού/σύνορο με την Σερβία και πάει μετά από χρόνια να την βρει στη Γερμανία˙ ο εγγονός που μετανάστευσε στη Δύση αλλά είναι δεμένος  με τον παππού-αμετανόητο-θιασώτη-της-κομμουνιστικής-ουτοπίας˙ η κλέφτρα εγγονή μιας κλέφτρας γιαγιάς, που βρίσκει αποθέματα αγάπης για τη δίδυμη αδερφή της που έχει μείνει καθυστερημένη˙ η μικρή Τουρκάλα με το όνομα Κεμάλ, που όμως αναγκάζεται να το αλλάξει όταν αποφάσισαν οι Βούλγαροι να κηρύξουν εκστρατεία αφομοίωσης μειονοτήτων. Πρόσωπα που δεν είναι μονοσήμαντα, αλλά αλλάζουν, εξελίσσονται, συνειδητοποιούνται, μεταστρέφονται (καταριέμαι και τον εαυτό μου, Νόρα. Μακάρι να ήμουν κι εγώ δειλός).
Αυτό που συνδυάζει με ακαταμάχητο τρόπο ο συγγραφέας στα μεστά από νόημα-πλοκή-Ιστορία διηγήματά του είναι το συναίσθημα˙ άπειρες βαθιές συναισθηματικές αποχρώσεις με λιτά χρώματα, απλές πινελιές. Μέσα στη δίνη της απίθανης πλοκής διαρρέει αβίαστα ο έρωτας (η αγάπη τους ήταν ανόητη, παιδιάστικη, ζαχαρένια, το είδος της αγάπης που, αν είσαι αρκετά τυχερός ώστε να τη χάσεις, αρπάζει φωτιά σαν αχυρένια στέγη αλλά καίει όσο ζεις/πόσο ήρεμο είναι το πρόσωπό σου. Μάθε με να ανασαίνω σαν κι εσένα. Να γνέφω με την παλάμη και να μετατρέπω το άγριο κύμα σε θάλασσα γυαλί/είμαι ζωντανή μόνο όταν είμαι μαζί του/καλπάζει ψηλός πάνω στο άλογό του, υπερήφανος και άγριος όπως πάντα. Μέσα του όμως καίνε φωτιές, τρικυμίες τον συντρίβουν και είναι αδύναμος/είναι περίεργο όταν μια γυναίκα ερωτεύεται, οι νόμοι αιτίου και αποτελέσματος καταρρέουν ξανά). Διαρρέουν κύματα τρυφερότητας, π.χ. ανάμεσα στον παππού και τον εγγονό παρόλο που μαλώνουν και βρίζονται, ή ανάμεσα στην αδίστακτη κλέφτρα της ιστορίας «το γράμμα» και την αδερφή της. Βλέπουμε διάφορες εκφάνσεις της ζήλειας, της φιλίας, και μια αυθαίρετη ηθική των μικροαπατεώνων της ιστορίας «οι ληστές του σταυρού»(κλέβουμε από γενναιοδωρία, με μεγάλη απροθυμία, με αποστροφή δεν το κάνουμε για τους εαυτούς μας, εννοείται, γιατί αυτό θα ήταν πρόστυχο. Κλέβουμε για τον αδερφό του Γκόγκο/τι νόημα έχει; Προτιμώ να είμαι απένταρος και να κοιμάμαι στο πάτωμα).  
Η  πιο σπαραχτική σκηνή, όμως, σχεδόν εμβληματική όλου του βιβλίου, είναι η σκηνή της διπλής κηδείας που έγινε στα «ανατολικά της δύσης»:
Εκείνη τη χρονιά δεν έγινε σμπορ. Έγιναν μόνο δυο κηδείες. Ντύσαμε την Ελίτσα με το νυφικό της φόρεμα και ξαπλώσαμε το όμορφο κορμί της μέσα σ’ ένα απαίσιο φέρετρο. Το χωριό μαζεύτηκε στη δική μας πλευρά του ποταμού. Στην άλλη μεριά, στο άλλο χωριό, έθαβαν το αγόρι τους. Μπορούσα να διακρίνω τον τάφο που είχαν σκάψει και το χώμα ήταν το ίδιο και το βάθος ήταν το ίδιο. Στη δική μας μεριά ήταν τρεις παπάδες, γιατί η γιαγιά δεν ανεχόταν την αθεΐα των κομμουνιστών. Όλοι κρατούσαμε ένα κερί και οι άνθρωποι απέναντι κρατούσαν επίσης κεριά, κι οι όχθες ζωντάνευαν από τις φωτιές –δυο φλεγόμενα χέρια που δεν μπορούσαν να συναντηθούν. Ανάμεσά τους ήταν το ποτάμι.(…)
Η φωνή του παπά έσβησε και τότε ένας άλλος παπάς στην άλλη μεριά άρχισε να ψέλνει. Οι λέξεις σωριάστηκαν πάνω στην καρδιά μου σαν πέτρες και σκεφτόμουν πόσο πολύ θα ήθελα να είμαι σαν το ποτάμι, που δεν είχε μνήμη, και πόσο λίγο σαν τη γη, που δεν μπορούσε ποτέ να ξεχάσει.
Και ανατέλλει ο ήλιος και δύνει ο ήλιος.
Αυτός ανατέλλων εκεί πορεύεται προς δυσμάς, προς τη Σερβία.
Και πάντες οι χείμαρροι πορεύονται μακριά, ανατολικά της Δύσης.
Τι το γεγονός; Αυτό το γενησόμενον.
Και τι το πεποιημένον; Αυτό το ποιηθησόμενο.
Και ουκ έστιν παν πρόσφατον υπό τον ήλιον.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] https://www.google.gr/maps/place/3142+Staro+selo,+%CE%92%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B1/@42.4124884,23.8035751,7.25z/data=!4m5!3m4!1s0x40ab06f3a33e7853:0x90fb399793b2d966!8m2!3d43.1586359!4d23.8349423

Δεν υπάρχουν σχόλια: