Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 04, 2017

Ο Στόουνερ, John Williams

Διαβάζοντας  στο οπισθόφυλλο ότι πρόκειται για τη ζωή και τη σταδιοδρομία ενός βοηθού καθηγητή της Αγγλικής Φιλολογίας  περιμένει κανείς ένα είδος «campus novel».  Ωστόσο, ο μέσος αναγνώστης όπως εγώ, αν περιμένει  -αποπροσανατολισμένος από το συνοπτικό αυτό σημείωμα του εκδότη-  να ζωντανέψουν μέσα στις σελίδες συναισθήματα και χαρακτηριστικά επεισόδια από τον εκπαιδευτικό χώρο, μάλλον θα απογοητευτεί. Γιατί δεν είναι η ιδιότητα του καθηγητή το βασικό στοιχείο της βιογραφίας που διαβάζουμε  στο βιβλίο. Είναι η τραγική πορεία ενός μέσου ανθρώπου, μάλλον παθητικού (ιδιαίτερα στις… πρώτες δεκαετίες της ζωής του), με τετράγωνες επιθυμίες και χωρίς συγκρούσεις στις επιλογές του, σταθερού και αφοσιωμένου στις αρχές του, που το σύστημα τον απομονώνει όταν αυτές έρχονται σε αντίθεση με τα κοινωνικά ήθη.
Ο συγγραφέας μάς προϊδεάζει γι’ αυτήν την κατάληξη ήδη απ’ την πρώτη σελίδα, όπου έχουμε το ψυχρό ύφος του βιογραφικού σημειώματος ενός ανθρώπου που έζησε χλιαρά στην Αμερική των αρχών  του 20ου αιώνα, έδρασε στο πανεπιστήμιο και πέθανε αφήνοντας ελάχιστα ίχνη πίσω του.  Στη συνέχεια δίνονται ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες αλλά με συνοπτική γραφή, όπως ότι ήταν μοναχοπαίδι μιας οικογένειας που μοχθούσε σ’ ένα αγρόκτημα κοντά στο χωριό Μπούνβιλ κοντά στην Κολόμπια, από πολύ μικρό παιδί πήγαινε σχολείο δουλεύοντας ταυτόχρονα σκληρά στο αγρόκτημα, και αιφνιδιάστηκε απ’ την απόφαση των γονιών του να τον στείλουν να σπουδάσει στη Γεωπονική Σχολή της Κολόμπια καθώς θα δουλεύει παράλληλα στο κτήμα κάποιου συγγενή.  Πρόκειται επομένως για ένα άτομο που με δυσκολία κατέκτησε  τον κόσμο των γραμμάτων. Αιφνιδιαζόμαστε  όταν αλλάζει την αρχική επιλογή και επιλέγει τη μελέτη της λογοτεχνίας, γιατί την πορεία αυτήν  την παρακολουθούμε από απόσταση, χωρίς να μας επιτρέπει ο συγγραφέας να διεισδύσουμε στον εσωτερικό του κόσμο. Έτσι, δεν γνωρίζουμε τι πραγματικά ήταν αυτό που έσπρωξε τον ήρωα να αλλάξει κατεύθυνση στις σπουδές του και να ακολουθήσει την αγγλική φιλολογία, πέρα απ’ το ότι ο ιδιόρρυθμος καθηγητής της Επισκόπησης της Αγγλικής Λογοτεχνίας (υποχρεωτικό στο πρώτο έτος της Γεωπονικής Σχολής) Άνταμ Σλόουν επέπληξε όλους τους μαθητές του τμήματος γιατί δεν είχαν καταλάβει το 73ο σονέτο του Σαίξπηρ. Το αποστασιοποιημένο ύφος σε συνδυασμό με την χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση του ήρωα (αναρωτιόταν αν και στους άλλους φαινόταν τόσο γελοίος όσο στον εαυτό του) δίνουν, στην αρχή τουλάχιστον (περίπου στο 1/3 του βιβλίου) την αίσθηση ότι κάποια γεγονότα απλώς συμβαίνουν, δεν υπάρχει συναισθηματική συμμετοχή, ή μάλλον, δεν υπάρχει συναισθηματική σύγκρουση.  
Έτσι μονοδιάστατα  βλέπουμε την αφοσίωση στους δυο φίλους του στο πανεπιστήμιο, τη μετριοπαθή παθητική θλίψη του όταν ο ένας απ’ τους δυο σκοτώθηκε στον πόλεμο, και τον κεραυνοβόλο έρωτα προς την ψυχρή κούκλα Ίντιθ που για κείνον έγινε μονόδρομος/εμμονή χωρίς ουσιαστική ανταπόκριση. Η επικοινωνία των δύο νέων είναι προβληματική και η παράδοξη συμπεριφορά της Ίντιθ δίνεται σαν αστυνομική αναφορά, με ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία ώστε να εξηγηθεί κάπως η ιδιορρυθμία της. Ίσως για να βιώσουμε και μεις τον αιφνιδιασμό και την αμηχανία του ήρωα. Ακόμα περισσότερο μας παραξενεύει η απόφαση της Ίντιθ να παντρευτεί, και παρά την σεξουαλική της αγκύλωση, να κάνει παιδί.
Ωστόσο, καθώς προχωράει η εξιστόρηση υπάρχει εξέλιξη, υπάρχει ωρίμανση. Ο Στόουνερ, ο μαυρόασπρος αυτός άνθρωπος, που αντιδρά σε όλα με απάθεια, στην πορεία αποκτά χρώμα, αποκτά πάθος και συναισθήματα (ή τουλάχιστον μας επιτρέπει ο συγγραφέας να τα δούμε), χωρίς να πάψει ποτέ να είναι κατά βάση αμήχανος και παραχωρητικός. Μαζί μ’ αυτόν αλλάζει κάπως και το ύφος, που γίνεται πιο παραστατικό, πιο διεισδυτικό (παρόλο το ψυχρό γ’ ενικό), χωρίς τη χρήση παρατατικού που συνοψίζει  σωρηδόν ολόκληρες χρονικές περιόδους δίνοντας στον αναγνώστη έτοιμα συμπεράσματα. Αυτό που γοητεύει είναι η επισήμανση σπάνιων ψυχολογικών αποχρώσεων,  δεδομένου ότι οι πρωταγωνιστές είναι  πολύ ιδιαίτερες προσωπικότητες και σχεδόν αντι-ήρωες. Καθώς λοιπόν προχωρά η αφήγηση, φωτίζεται περισσότερο ο εσωτερικός κόσμος του Στόουνερ, που δεν είναι τόσο φτωχός όσο φαινόταν εξωτερικά. Φωτίζεται κάπως και η Ίντιθ, που φαίνεται ότι ψυχικά είναι στραγγαλισμένη από τον πατέρα, πράγμα που ο σύζυγός της φαίνεται να διαισθάνεται, γι αυτό και είναι τόσο υποχωρητικός.
Οι άνθρωποι που επηρέασαν τον πρωταγωνιστή μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Απ’ τους δυο φίλους του, ο Ντέιβ ο πιο αγαπημένος, ήταν αυτός που αστόχαστα σκοτώθηκε στον πόλεμο (τον πρώτο παγκόσμιο) όπου «πήγε για πλάκα» (να σου πω την αλήθεια μάλλον το κάνω γιατί δεν έχει σημασία αν θα το κάνω ή όχι. Και μπορεί να έχει πλάκα να κάνω ένα πέρασμα στον κόσμο για μια φορά προτού γυρίσω στον περίκλειστο και αργό εκμηδενισμό που μας περιμένει όλους). Ήταν κι ο πιο οξυδερκής (λέει π.χ.για τον Γουίλι: είχες ανέκαθεν την ασκητική όψη του ανθρώπου που είναι ταγμένος σ’ έναν σκοπό/κι εσύ είσαι φτιαγμένος για να αποτύχεις, όχι πως θα κονταροχτυπηθείς με τον κόσμο. Θα τον αφήσεις να σε μασήσει και να σε φτύσει και θ’ απομείνεις να σκέφτεσαι τι πήγε στραβά).
Μεγάλη επιρροή φαίνεται εκ των υστέρων ότι του άσκησε και ο ιδιόρρυθμος καθηγητής του, Σλόουν, που ήταν ενάντια στην εθελοντική επιστράτευση των νέων στον πόλεμο, ένα «καθήκον» που διαδόθηκε σαν μόδα ανάμεσα στους φοιτητές (Σλόουν: δεν είναι απλώς ότι στον πόλεμο σκοτώνονται μερικοί χιλιάδες ή μερικές εκατοντάδες χιλιάδες νέοι. Ο πόλεμος σκοτώνει κάτι σ’ έναν λαό το οποίο δεν ανακτάται ποτέ. Κι αν τύχει και ο λαός αυτός περάσει από αρκετούς πολέμους, αυτό που απομένει είναι το ανθρώπινο κτήνος). Η σκληρότητα και ταυτόχρονα ευαισθησία του Σλόουν προέρχονται από τις ακλόνητες αρχές του, και αποτελεί ένα είδος «προτύπου» για τον Στόουνερ, όπως φαίνεται πολύ αργότερα (θυμήθηκε, ύστερα από σχεδόν είκοσι χρόνια, την αγωνία που χυνόταν σιγά-σιγά στο ειρωνικό πρόσωπο, τη διαβρωτική απελπισία που είχε διαλύσει εκείνη τη σκληρή προσωπικότητα –σκεφτόταν ότι τώρα πια γνώριζε και ο ίδιος, ως ένα βαθμό, αυτή την αίσθηση φθορά που τρόμαζε τον Σλόουν).
Η Ίντιθ, η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ του, με τα μεγάλα ανοιχτόχρωμα μάτια (το πιο αχνό γαλάζιο που μπορούσε να φανταστεί, όμως… μάτια άδεια σαν θραύσματα γυαλιού) τον οδηγεί σ’ ένα ήρεμο πάθος που ολοένα φουντώνει. Όμως ήταν ξένοι μ’ έναν τρόπο που δεν τον είχε φανταστεί, η ζωή της ήταν προγραμματισμένη και αμετάβλητη, σχεδόν κολοβωμένος ο ψυχισμός της, απίστευτες οι σκηνές περίπτυξης (στην καλύτερη περίπτωση «ναρκωμένη συναίνεση»)∙ η μόνη περίοδος «πάθους» που βίωσαν η περίοδος που χρειάστηκε για τη σύλληψη της Γκρέις  (αυτό που ωθούσε τα κορμιά του να ενώνονται ελάχιστη σχέση είχε με την αγάπη).
Η Ίντιθ είναι εξωπραγματική και απρόβλεπτη (ντιπ βλαμμένη να το πω λαϊκά), και απαράδεκτη ως μάνα (π.χ. δεν αντέχει τη μυρωδιά απ τις πάνες!!!). Τα πρώτα χρόνια μάνα και πατέρας μαζί είναι ο παραχωρητικός  Γουίλι που κάνει όλες τις δουλειές, και  δένεται με την κορούλα του ενώ συνεχίζει τον αγώνα του ως πανεπιστημιακός στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια. Μετά το θάνατο του πατέρα της όμως η Ίντιθ μεταμορφώνεται, παθαίνει κρίσεις ενεργητικότητα και παρεμβαίνει, και πάλι χειραγωγεί όλη την οικογένεια  σύμφωνα με τα καπρίτσια της ενώ ο Γουίλι, απομονωμένος από σύζυγο και κόρη, συστρέφεται γύρω από τον εαυτό του και τα καθήκοντά του στη δουλειά, γύρω από μια ζωή τάξης και μοναχικής ρουτίνας.
 Καθώς προχωράει η ζωή του πρωταγωνιστή οι σχέσεις εξελίσσονται, ωριμάζουν. Αλλάζει και ο δυναμισμός του Στόουνερ στο Πανεπιστήμιο όπου βλέπουμε να έχει βρει τον εαυτό του. Ένα κεντρικό όμως επεισόδιο, που περιγράφεται αρκετά αναλυτικά, τον φέρνει σε αντιπαράθεση με συνάδελφο, κι όταν ο τελευταίος γίνεται Δ/ντής του τμήματος, ο Στόουνερ αντιμετωπίζει τις γνωστές δυσκολίες. Σ αυτό το μέρος παίρνουμε μια γεύση από τις ίντριγκες και τις σχέσεις εξουσίας γενικά στον πανεπιστημιακό χώρο.
Τότε όμως θα τον βρει ο έρωτας. Πρόκειται για τις πιο θερμές σελίδες του βιβλίου, γεμάτες εικόνες, χρώμα, πάθος, λαγνεία. Πρόκειται για έναν απ αυτούς τους απελπισμένους έρωτες της ώριμης ηλικίας, κρυφούς και χωρίς μέλλον, πράγμα που δίνει μια ξεχωριστή ποιότητα και γνώση (στα 43 του χρόνια ο Γ. Στόουνερ έμαθε αυτό που άλλοι, πολύ νεότεροι, είχαν μάθει πριν απ’ αυτόν: ότι το πρόσωπο που αγαπάς στην αρχή μιας σχέσης δεν είναι το ίδιο που αγαπάς στο τέλος της σχέσης, και ότι η αγάπη δεν είναι ένα τέρμα αλλά μια διαδικασία μέσα από την οποία το ένα πρόσωπο προσπαθεί να γνωρίσει το άλλο/έκαναν έρωτα, μετά έμεναν γα λίγο ξαπλωμένοι, σιωπηλοί και ξανάπιαναν τα διαβάσματά τους, λες και ο έρωτας και η μάθηση ήταν η ίδια διαδικασία).
Ο Στόουνερ δεν είναι πια, έτσι κι αλλιώς, αμήχανος, άπραγος και παθητικός. Παίρνει τη ζωή σχεδόν στα χέρια του, παρόλο τον πόλεμο που του επιφυλάσσει η πανεπιστημιακή κοινότητα. Άλλωστε και η κόρη του Γκρέις, που είναι μεγάλη πια, έχει αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά, να είναι δίπλα του, να τον νιώθει. Όμως έχει αρχίσει η πτώση: μαζί με τη μοιραία αρρώστια αρχίζει ο εκβιασμός του γνωστού συναδέλφου όσο αφορά τη σχέση με τη μαθήτριά του. Θα περίμενε κανείς μέσα από τη σοφία του ο ήρωας να βρει τη δύναμη να αντισταθεί στον κοινωνικό εκφοβισμό. Δεν είναι όμως δειλία η αιτία που δεν αποφασίζουν να τα παρατήσουν όλα και να φύγουν και τελικά χωρίζουν, αλλά ένα σπάνιο είδος ωριμότητας: αυτό που με κρατάει εδώ δεν είναι η Ίντιθ ούτε καν η Γκρέις∙ δεν είναι το σκάνδαλο ούτε η ζημιά που θα πάθουμε εσύ κι εγώ∙ δεν είναι ότι θα δεινοπαθήσουμε ούτε καν ότι μπορεί να έρθει η ώρα που θα διαπιστώσουμε ότι δεν αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Είναι απλά, η καταστροφή του εαυτού μας κι αυτού που κάνουμε.
Καθώς οι δυνάμεις του Στόουνερ λιγοστεύουν, καθώς δηλαδή προχωρά προς τον θάνατο, οι στιγμές αυτοσυνειδησίας  πληθαίνουν.  Συνειδητοποιεί ότι πίσω από την  ενδοτικότητά του και την αμηχανία του κάτω από το μούδιασμά του, την αδιαφορία, την απομάκρυνση παραμόνευε πάντα ένα πάθος παράφορο και ακλόνητο. Ξεχωρίζω όμως σαν σπάνια κατάκτηση ψυχής τη στιγμή, μετά από τόσα χρόνια βασάνων, που αντικρίζει την Ίντιθ με τη φρέσκια ματιά που χαρίζει η αίσθηση της αιωνιότητας:
Την κοίταζε πια σχεδόν χωρίς τύψεις∙ στο γλυκό φως του δειλινού το πρόσωπό της έδειχνε νεανικό και αρυτίδωτο. Να’ μουνα πιο δυνατός, σκεφτόταν∙ να είχα περισσότερη πείρα∙ να την είχα καταλάβει. Και τελικά, η αμείλικτη σκέψη, Να την είχα αγαπήσει περισσότερο.
Χριστίνα Παπαγγελή


Δεν υπάρχουν σχόλια: