Τετάρτη, Μαΐου 28, 2014

Ομορφιά και θλίψη, Γιασουνάρι Καουαμπάτα

Θέλω για λίγο να απομακρυνθούμε απ’ την ακτή
και ν’ αφεθούμε στο ρεύμα.
Να κόψουμε μαζί στη μέση τα κύματα της μοίρας
και να λικνιστούμε πάνω τους.
Το αύριο πάντα μάς ξεγλιστράει.
Σήμερα πρέπει, δε νομίζετε;

         Διεισδυτικό, αισθησιακό και ερωτικό μυθιστόρημα του εκκεντρικού Ιάπωνα συγγραφέα (αξίζει κανείς να διαβάσει το βιογραφικό του εδώ), με το θέμα διατυπωμένο ξεκάθαρα στον τίτλο: ομορφιά και θλίψη, ή αλλιώς, έρωτας/πάθος, μοναξιά, γηρατειά, θάνατος.
        Η δυνατή και μοιραία ερωτική ιστορία μεταξύ του Όκι (παντρεμένου με δυο παιδιά) και της δεκαεξάχρονης Οτόκο, είναι η αφορμή για να επιστρέψει ο Όκι μετά από είκοσι χρόνια στο Κιότο, αναζητώντας ίχνη από τον χαμένο παράδεισο του πάθους του. Η Οτόκο είναι πια ζωγράφος και μένει με την πιστή και αφοσιωμένη της μαθήτρια, την Κέικο. Η τελευταία που τρέφει μεγάλη αδυναμία στη δασκάλα της, σε τέτοιο -αρρωστημένο- σημείο που αναλαμβάνει να «εκδικηθεί» για την εγκατάλειψη της Οτόκο από τον Όκι, ή τέλος πάντων να την «προστατεύσει».
        Αυτό είναι συνοπτικά το γενικό περίγραμμα, κι ο Καουαμπάτα, με το λυρικό (τα αυτιά σου έχουν υπέροχο σχήμα, το προφίλ σου όμως είναι μιας ομορφιάς που παραλύει/η φρεσκάδα και η σπαρακτική ομορφιά της διαπέρασαν τον Όκι σαν μαχαίρι) και υπαινικτικό ύφος που τον χαρακτηρίζει, αναπαριστά, χρωματίζει, δίνει βάθος στις εξ ορισμού έντονες συναισθηματικές σχέσεις (σχέση δυο εραστών, σχέση Όκι με τη γυναίκα του, σχέση Οτόκο-Κέικο, κλπ) αλλά και τις φορτισμένες περιστάσεις όπου εμπλέκονται. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που και οι δυο κεντρικοί ήρωες γίναν καλλιτέχνες! Με αφορμή τη λογοτεχνική επιτυχία του Όκι (στο πιο πετυχημένο του βιβλίο περιγράφει διεξοδικά τον έρωτά του με την Οτόκο) και τη ενασχόληση της Οτόκο με τη ζωγραφική, ο συγγραφέας δίνει πολλές ενδιαφέρουσες όψεις της τέχνης και της καλλιτεχνικής έμπνευσης (είναι μάλλον ακριβέστερο να πει κανείς ότι δεν ήταν τόσο η πραγματική Οτόκο, η οποία είχε αποτελέσει το μοντέλο για το κορίτσι του μυθιστορήματος, αυτή που είχε «αγαπηθεί» από τους αναγνώστες, αλλά η Οτόκο που είχε δημιουργήσει ο Όκι στο βιβλίο. (…) Μπορούσε άραγε να πει κανείς με σιγουριά ποια από τις δυο ήταν η Οτόκο; Αυτή που περιέγραψε ο Όκι ή αυτή που θα είχε δημιουργήσει η Οτόκο αν είχε αφηγηθεί η ίδια την ιστορία της;)
         Αλλά και στη ζωγραφική η Οτόκο εκδηλώνει πιο έμμεσα το πάθος που της άλλαξε τη ζωή:
Δεν ήταν μόνο το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς, ούτε τα μεταβαλλόμενα περιγράμματα των πράσινων κυμάτων, που είχαν προσελκύσει την Οτόκο στις φυτείες τσαγιού της περιοχής του Ούτζι. Όταν ο έρωτάς της με τον Όκι κατακερματίστηκε και κατέφυγαν με τη μητέρα της στο Κιότο, στα διάφορα πηγαινέλα εκείνης της εποχής ανάμεσα στο Τόκιο και στο Κιότο ένα πράγμα που είχε μείνει ανεξίτηλα χαραγμένο στην καρδιά της Οτόκο ήταν οι φυτείες τσαγιού κοντά στη Σιζουόκα, όπως τις έβλεπε από το παράθυρο του τρένου. Άλλοτε ήταν καταμεσήμερο. Άλλοτε ήταν σούρουπο. Η θέα και μόνο των φυτειών τσαγιού άνοιγε τους κρουνούς του πόνου και του αναγκαστικού χωρισμού της απ τον Όκι.
       Μέσα από τη ζωγραφική της η Οτόκο ωριμάζει, ανατρέχει σε έργα του Ρεντόν, του Σαγκάλ, του Σεζάν, ξεπερνά τις πληγές που της άφησε η εγκατάλειψη της και η απώλεια του μωρού της κι αυτή την ψυχική διεργασία ο συγγραφέας μάς τη δίνει καθαρά (πολύ ενδιαφέρουσα η ψυχαναλυτική δύναμη της τέχνης!). Η Οτόκο αυτοθεραπεύεται μέσα από την τέχνη της, έχει μάλιστα την ιδέα να αναπαραστήσει την Κέικο με τα χαρακτηριστικά μιας «Παναγίας Παρθένου» στο στυλ των πορτρέτων του Ντάισι και σχεδιάζει τη δημιουργία της «Ανάληψης ενός βρέφους στον ουρανό»:
        Για μια ακόμη φορά αυτά που της ήρθαν στο μυαλό δεν ήταν δυτικά έργα αλλά οι αρχαίες ιαπωνικές ζωγραφιές του Κόμπο Ντάισι. Αυτά τα πορτρέτα του βρέφους Ντάισι είχαν ως καταγωγή τους ένα θρύλο σύμφωνα με τον οποίο το αγοράκι είδε σε όνειρο ότι καθόταν πάνω σ ένα άνθος λωτού με οκτώ πέταλα και συνομιλούσε με τον Βούδα/ο πόθος της ήταν να εκφράσει στον πίνακα την αίσθηση θλίψης και στοργής για ένα πλάσμα που είχε χάσει χωρίς να προλάβει να γνωρίσει την πραγματική του μορφή. Κι αυτή η επιθυμία που κουβαλούσε τόσα χρόνια είχε ριζώσει στα βάθη της ψυχής της σαν σύμβολο λαχτάρας.
Και παρακάτω:
        Το πάθος της για το βρέφος Ντάισι ήταν μήπως η συγκαλυμμένη επιθυμία να δει τον εαυτό της σε πορτρέτο; Πίσω από την επιθυμία της να ζωγραφίσει το νεκρό βρέφος και την Κέικο δεν κρυβόταν στην πραγματικότητα ο πόθος της για μια αυτοπροσωπογραφία; Και μήπως το όραμα του ιερού βρέφους κατά το πρότυπο του βρέφους Ντάισι, καθώς κι εκείνο της ιερής κόρης ως όραμα της παρθένου κόρης, δεν ήταν παρά εκείνο ενός πορτρέτου της Αγίας Οτόκο; Αυτή η αμφιβολία ήταν ένα ξίφος που διαπερνούσε το στήθος της, ένα ξίφος οδηγημένο από το ίδιο της το χέρι αλλά χωρίς τη θέλησή της. Η Οτόκο δεν αφέηκε να τρυπηθεί πιο βαθιά απ αυτό το σπαθί. Το τράβηξε και το έβγαλε. Εκείνο άφησε πίσω του όμως μια ουλή που κατά καιρούς την πονούσε. 

        Η ομορφιά κι η θλίψη συνοδεύει όχι μόνο τους ήρωες αλλά και το γράψιμο του Καουαμπάτα, που μας βάζει στο κλίμα της ιαπωνικής παράδοσης με διακριτικές περιγραφές. Αντίθεση σ αυτή τη σκοτεινή εγκατάλειψη των δύο φέρνει η δυναμική, γεμάτη φλόγα κι έπαρση καταλυτική παρουσία της νεαρής Κέικο, που αναστατώνει τους πάντες: τον Όκι, τον γιο του Τάιτσικο (και τους δυο τους εκμαυλίζει ερωτικά), αλλά κυρίως την ίδια την Οτόκο.
        Η Κέικο όμως είναι… εξωφρενική. Η «αγάπη» της προς την Οτόκο έχει κάτι τόσο ακραίο και αρρωστημένο που δεν είναι αγάπη, είναι αυτό το είδος του υπερπροστατευτικού εγωισμού που στο μυαλό της συγχέεται με την αγάπη («Εμένα μου αρέσει να θυσιάζομαι. Ίσως το να θυσιάζομαι για κάποιον είναι ο σκοπός της ζωής μου/η ρίζα κάθε θυσίας είναι η αγάπη. Ο έρωτας./δεν με νοιάζει αν είναι για πέντε μέρες ή για δέκα, αυτό που θέλω είναι ο άλλος να με κάνει να ξεχάσω εντελώς τον εαυτό μου/δεν φοβάμαι καθόλου την αυτοκτονία. Υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα απ αυτήν, όπως η απελπισία και η απώλεια χαράς της ζωής. Θα ήμουν ευτυχισμένη αν με στραγγαλίζατε»). Είναι κυριαρχική και θυελλώδης (ο Όκι αναρωτιέται αν είναι «υπολογιστική εκμαυλίστρια»), παρεμβαίνει ανεπίτρεπτα στις σχέσεις και τα συναισθήματα των άλλων, απαιτεί και προκαλεί εκμηδενίζοντας. Χάρη στο «πάθος» της, που κατά τη γνώμη μου ισοδυναμεί με εξουσιαστική μανία, η υπόθεση παίρνει μια απρόσμενη τροπή και οδηγείται σε μια απογοητευτική κάθαρση.
Χριστίνα Παπαγγελή


Δεν υπάρχουν σχόλια: