Δευτέρα, Φεβρουαρίου 27, 2012

Για εραστές και κλέφτες, Πέδρο Θαραλούκι (Pedro Zarraluki)

Κανείς δεν ακούει μόνο τους δικούς του παλμούς∙
θα ήταν ανυπόφορο αν η ζωή ήταν μόνο ο εαυτός σου.



Πολύ ευχάριστη έκπληξη ήταν για μένα το μικρό αυτό βιβλιαράκι. Προσελκύει τον αναγνώστη μ’ έναν εσωτερικό τρόπο, αλλά και με το μεστό και παιχνιδιάρικο ύφος που έχει ο αφηγητής. Η ματιά του είναι τόσο μοναδική, που θα μπορούσε να χει ενδιαφέρον σ’ ένα οποιοδήποτε πλαίσιο, με μια οποιαδήποτε πλοκή.
Παρόλ’ αυτά και
η υπόθεση έχει ένα μοναδικό ενδιαφέρον γιατί, ενώ είναι πολύ απλή στη δομή της, δίνει τη δυνατότητα στο συγγραφέα να εμβαθύνει σ’ ένα θέμα που έγινε πολύ επίκαιρο και αμφισβητήσιμο, τη σχέση του συγγραφέα αλλά και του αναγνώστη με το λογοτεχνικό έργο: ένας σημαντικός εκδότης καλεί για τέσσερις μέρες στο εξοχικό του έξι συγγραφείς (και μια γραμματέα) για να γιορτάσει τα γενέθλιά του. Για δώρο τούς ζητά να γράψουν επί τόπου ένα διήγημα με θέμα την παρεξήγηση. Την ιστορία μάς αφηγείται ο… «μάγειρας», ένας φιλοπερίεργος και βιβλιόφιλος νεαρός, που αντικαθιστά έκτακτα την κανονική μαγείρισσα. Αυτό είναι το περίγραμμα.
Η αναποφασιστικότητα του πρωταγωνιστή/αφηγητή είναι το πρώτο στοιχείο του χαρακτήρα του που προβάλλεται (εμένα με συμπαθούσε. Έλεγε ότι το καλύτερο στοιχείο του χαρακτήρα μου ήταν η αναποφασιστικότητά μου. (…) η αναποφασιστικότητα είναι ένα είδος πνευματικής διαύγειας). Το στοιχείο αυτό επηρεάζει ακόμα και τον τρόπο που… κόβει τα πράσα (όπως πάντα, ταλαντεύτηκα, γιατί αναρωτιόμουν πού τελείωνε το τρυφερό μέρος και πού άρχιζε το άχρηστο. Το κόψιμο με το μαχαίρι συνεπαγόταν μια ευθυκρισία λιθοχαράκτη, που, όπως όλες οι αποφάσεις, μου φαινόταν υπερβολικά τελεσίδικη.(…) Ο πατέρας μου απελπιζόταν μ’ αυτή μου την αναποφασιστικότητα. Εκείνος καθάριζε τα μαρούλια, έκοβε τα πράσα-και τα φρέσκα κρεμμυδάκια- με σιγουριά. Εγώ έπρεπε να το μελετήσω, όπως μελετάει κανείς τις λέξεις με τις οποίες θέλει να εκφράσει μια ιδέα γεμάτη αποχρώσεις). Φαίνεται ξεκάθαρα ότι το στοιχείο αυτό είναι συνυφασμένο με την αποστασιοποιημένη του στάση και την περιέργεια, που τον κάνει να αντικρίζει με παρθένα ματιά αλλά και μεγάλη διεισδυτικότητα τα πάντα. Έτσι, παρακολουθούμε τις παρατηρήσεις, τους συνειρμούς, τα αποτυπώματα ενός υπερευαίσθητου δέκτη, που περιγράφει/«αναγιγνώσκει»/ερμηνεύει τους ειδικούς καλεσμένους του Πάκο (υπάρχουν λίγες απολαύσεις μεγαλύτερες από το να αισθάνεσαι στο περιθώριο της ζωής, σαν πνεύμα, σαν άνεργος κατάσκοπος, σαν μυγάκι που κάθεται στην εξωτερική πλευρά του τζαμιού και που κανείς δεν του δίνει σημασία, να είσαι αόρατος ή αδιάφορος για τους άλλους, να μπορείς να στέκεσαι και να κοιτάς δίχως να έχεις κανένα λόγο, χωρίς να τρέφεις άλλη φιλοδοξία πέρα από το να παρατηρείς πώς κινείται ο κόσμος).
Το δεύτερο στοιχείο που προβάλλεται, με μια δόση χιούμορ και πιστεύω ότι κι αυτό σχετίζεται με την παρθένα, νεανική ματιά, είναι η αμηχανία του νεαρού αφηγητή μπροστά στα κορίτσια. Αυτή η αμηχανία, σε συνδυασμό με την αυτοσαρκαστική αντιμετώπισή της, δημιουργούν έναν απολαυστικό συνδυασμό.

Οι ήρωες-συγγραφείς σκιτσάρονται με πολύ αδρές αλλά χαρακτηριστικές γραμμές και συνθέτουν μια ομάδα με αρκετά ισχυρούς δεσμούς, με διαπροσωπικές σχέσεις που μπλέκονται (ειδικά μεταξύ αντρών και γυναικών). Ο ήρωάς μας, με τη δικαιολογία του μάγειρα/υπηρέτη, έχει το άλλοθι να μπαινοβγαίνει ελεύθερα σε χώρους όπου η αδιακρισία περισσεύει και να συλλέγει στοιχεία που να ερμηνεύουν τη βαθύτερη φύση των σχέσεων αυτών και των συγκρούσεων.
Πρώτα πρώτα προσελκύεται, όπως γράφει, από την αχαλίνωτη απληστία του εκδότη, την απελπισμένη αγωνία με την οποία προσπαθούσε να τα δει και να τα δοκιμάσει όλα:
Εκείνη την εποχή εγώ πίστευα ότι η ζωή –η καλή ζωή- ήταν η διαρκής ικανοποίηση μιας αδηφάγου λαχτάρας και όχι μια μακροχρόνια ξεκούραση, την οποία θα απολάμβανα, έτσι κι αλλιώς, όταν θα έφτανε η στιγμή.

Γοητεύεται με διαφορετικό τρόπο από τις τρεις γυναίκες της παρέας, αλλά νιώθει ιδιαίτερη ταραχή από την ανεπιτήδευτη και δροσερή Πολίν (γραμματέα του Ουμπέρτο), που με τον τρόπο της έχει γοητεύσει όλους τους άντρες της παρέας.
Η Ντολόρες, βυθισμένη σ’ έναν καναπέ, παρατηρούσε την Πολίν λες και στη γραμματέα κρυβόταν ένα αίνιγμα που την ταπείνωνε χωρίς να την εκθέτει, μια ιδιότητα –ή από τη φύση της ή από άγνοια- οριστικά αξιοζήλευτη. Η Πολίν δεν είχε πάρει είδηση την αναλυτική εξέταση στην οποία υποβαλλόταν. Αυτό αποτελούσε μέρος, βεβαίως, του ιδίου αινίγματος που η Ντολόρες επιδίωκε να ξεδιαλύνει: από την Πολίν έλειπε τελείως εκείνη η μόνιμη ετοιμότητα που μας κάνει να στρεφόμαστε όταν κάποιος μας κοιτάζει. Και ήταν έτσι, επειδή δεν την ένοιαζε αν την παρατηρούσαν. Κανένας μηχανισμός δεν έμπαινε σε κίνηση μέσα της, λες και όλα σ’ εκείνη -από την κόμμωση ως την κούραση ή την ταπείνωσή της- αποδέχονταν ότι δεν ήταν δυνατόν να είναι κανείς κάτι περισσότερο από αυτό που είναι σε κάθε δεδομένη στιγμή. Η Πολίν, όπως τα ζώα, δεν είχε δημόσια εικόνα.


Γοητευτική, αλλά με διαφορετικό τρόπο, βρίσκει και την Ντολόρες (είχε αφήσει να πέσει το μπράτσο της σε μια στάση τόσο νωθρή και τόσο χαριτωμένη συγχρόνως, που για ένα διάστημα συνήθιζα να τη μιμούμαι κάθε φορά που καθόμουν, πράγμα που με ανάγκαζε να στέκομαι πάντα πάρα πολύ άβολα και να μοιράζω τα κασόνια του παντοπωλείου με τους ώμους μου σχεδόν εξαρθρωμένους. Κι αυτό γιατί η χάρη της Ντολόρες, όπως όλες οι αληθινές χάρες, φάνταζε σαν εξέγερση ενάντια στις κανονικές κινήσεις της ανατομίας).
Ξεκαρδιστικές είναι οι αναφορές στον Φάμπιο (ο Φάμπιο συμπεριφερόταν μ’ έναν τρόπο ριζικά αντίθετο από της γραμματέα: τα έκανε όλα έχοντας συνείδηση ότι τον παρατηρούσαν. Η αλήθεια είναι ότι κάπου κάπου γινόταν γελοίος μ’ εκείνη την εμμονή του να εκφράζει επακριβώς αυτό που αισθανόταν. Αν έφτανε κάπου εξαντλημένος, σωριαζόταν στην καρέκλα σα να είχε πρόθεση να τη σπάσει, κλπ. η περιγραφή των χειρονομιών του ήταν σαν την περιγραφή μιας πραγματείας πάνω στο τι δεν πρέπει να γίνεται στην υποκριτική. Στην πραγματικότητα, αυτή ήταν η δική του μέθοδος για την αναζήτηση μιας ποιητικής γλώσσας. (…) ακόμα κι όταν ήταν μόνος του, προσποιούνταν αυτό που πράγματι έκανε).
Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί πολύ εκτεταμένα στις παρατηρήσεις του αφηγητή για τους φιλοξενούμενους, και ειλικρινά, δεν ξέρω ποια αποσπάσματα να πρωτοδιαλέξω, γιατί όλο το κείμενο έχει ξεχωριστό ύφος και άξιο λόγου περιεχόμενο. Κάποια στιγμή όμως, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι η πραγματική πρωταγωνίστρια, πέρα από τον αφηγητή, είναι η ίδια η γραφή. Η πλοκή το αναδεικνύει εύκολα αυτό, εφόσον οι συμπρωταγωνιστές είναι συγγραφείς και μιλούν για το έργο τους (εν προκειμένω το διήγημα που γράφουν) που είναι εν γενέσει, και τόσο διαφορετικό του ενός από του άλλου. Αφηγούνται τις σύντομες ιστορίες τους και συζητούν (όχι πολύ σχολαστικά) γι αυτές. Παράλληλα, ο ήρωας-αφηγητής-παρατηρητής «διαβάζει» (και «γράφει» επομένως) τον κόσμο με τον δικό του τρόπο, τον παρθένο και νεανικό, με την αυθεντικότητα αυτού που δε θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα (μάλλον το αντίθετο, διαφωνώντας ως προς αυτό με τον φίλο του και εκδότη):
Ας μην σκεφτεί κανείς ότι με είχε πιάσει η επιθυμία να γράψω, τουλάχιστον έτσι, εξαρχής. Εξακολουθούσε να μου φαίνεται ένας απώτατος σκοπός κοπιαστικός και πολύ λιγότερο ανταποδοτικός από το να μαγειρεύω φασόλια με λουκάνικα, για παράδειγμα. Το ζήτημα ήταν ότι με έκαναν να πλήττω οι ψυχικές μου καταστάσεις, με κούραζαν λόγω μονοτονίας και υπερβολικής διαφάνειας. Δεν έβρισκα κανένα ενδιαφέρον στο να νιώσω ακόμα μια φορά θλιμμένος ή χαρούμενος, άβουλος ή μπερδεμένος. Ωστόσο, εκείνη τη νύχτα, ήθελα πράγματι να μοιάσω στον Σάλιντζερ, να εκφραστώ τουλάχιστον έχοντας απέναντί μου τον εαυτό μου, με τη σαφήνεια που το έκανε εκείνος. Εκείνη τη νύχτα, έθεσα στον εαυτό μου το ζήτημα ότι όλα θα ήταν πολύ διαφορετικά εάν ήμουν ικανός να αποκαλύψω τις αποχρώσεις κάθε ψυχικής κατάστασης, να τις ανακαλύψω με ακρίβεια, να τις αναγνωρίσω, αναδεικνύοντάς τες σε μια και μοναδική αίσθηση, ανεπανάληπτη. Έθεσα το ζήτημα του να ζει κανείς κάθε στιγμή με διαφορετικό τρόπο, όσο κι αν εγώ ήμουν μονότονα ο εαυτός μου.

Τέτοιου είδους παρατηρήσεις και διανοητικά πειράματα (π.χ. προσπαθεί να περιγράψει με διαφορετικούς τρόπους μια κρυστάλλινη σφαίρα που χρησιμοποιούσε σαν πρες παπιέ) διανθίζουν την καθημερινότητα των τεσσάρων ημερών, όπου η αφήγηση/εξιστόρηση έχει πρωταρχική σημασία. Η φράση που ξεστομίζει π.χ. ένας από τους συγγραφείς «η ζωή είναι σκατά» έκανε να καταρρεύσει η υπολογισμένη, μαροκινή αποστασιοποίησή μου, γράφει ο ήρωας. Αυτό που είμαστε ικανοί να περιγράψουμε, αναστοχάζεται στη συνέχεια, είναι μια τηλεγραφική περίληψη αυτού που νιώθουμε στ αλήθεια και αναρωτιέται με μεγαλειώδη ειλικρίνεια μήπως το πραγματικά σημαντικό μπορεί να εκφραστεί μόνο μέσω τετριμμένων, έτοιμων προτάσεων: «σ’ αγαπώ πιο πολύ κι απ’ τη ζωή μου», «ο χρόνος θα με δικαιώσει», «η ζωή είναι σκατά» κλπ.

Τέλος, μπορεί κανείς να προσμετρήσει ως εύρημα του Θαραλούκι το ότι ο νεαρός αυτοδίδακτος μάγειρας έχει μια γνήσια στόφα «συγγραφέα» σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τους επαγγελματίες φιλοξενούμενους του μεγαλοεκδότη∙ έλκεται από ένα είδος «αφηγηματικού μαγνήτη» όπως λέει και ο ίδιος, πράγμα που επισφραγίζεται από τα παρακάτω σημαδιακά, κατά τη γνώμη μου, λόγια:
Υπάρχει μια συνέχεια που δεν εξαρτάται από το χρόνο, αλλά από την προσοχή που αφιερώνει κανείς στα πράγματα. Πρέπει να παρατηρεί κανείς τον κόσμο και να τον διαβάζει, όπως διαβάζει κάποιος ένα βιβλίο, όπως κάποιος αποκωδικοποιεί τις οδηγίες για να προγραμματίσει το βίντεο, όπως ο υποχονδριακός που ξαναδιαβάζει τις αντενδείξεις του ακετυλοσαλικυλικού οξέος, όπως αυτός που απομνημονεύει ένα ερωτικό γράμμα ή όπως αυτός που συλλαβίζει ξανά και ξανά το όνομα που είναι χαραγμένο στην ταφόπλακα ενός πεθαμένου φίλου του. Πρέπει επίσης κανείς να διαβάζει τα βλέμματα και τις χειρονομίες, τις σιωπές, τις απουσίες. Πρέπει να διαβάζει τις κόρες των ματιών και τα χέρια, τα ίχνη. Πρέπει να τα διαβάζει όλα, γιατί σ’ αυτό το σύμπαν που απλώνεται γύρω μας, όλα αναπτύσσονται και προς τα μέσα. Κι αυτό είναι το μοναδικό που μπορούμε να κατανοήσουμε.


Χριστίνα Παπαγγελή

3 σχόλια:

ο δείμος του πολίτη είπε...

Ενδιαφέρον ακούγεται/διαβάζεται. Μας έχεις γεμίσει πάντως ιδέες για να γεμίζουμε δημιουργικά τον κενό χρόνο, ως αντίδοτο τουλάχιστον στην τηλεπαθητικότητα :)

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Ευχαριστώ, δείμε... Αυτό το βιβλίο πάντως δεν είναι μόνο ενδιαφέρον αλλά και ΠΟΛΥ απολαυστικό!

ο δείμος του πολίτη είπε...

Το πρόβλημά μου με τη σύγχρονη ελληνική μυθιστορία είναι το δήθεν. Οι δήθεν, επιτηδευμένοι διάλογοι χωρίς φυσικότητα, οι εξωπραγματικές καταστάσεις. Γενικά το αφύσικο και το τεχνητό. Χωρίς μελέτη, χωρίς γνώσεις από κλασσική πεζογραφία κλπ, κάποιοι γράφουν και νομίζουν ότι είναι συγγραφείς. Πώς κάποιος τολμά να διαφημίζει ότι έγραψε στα 40-45 του 15-20 βιβλία; Αυτή είναι μία εντελώς εμπορική λογική της πεζογραφίας, της δημιουργικής συγγραφής που τελικά οδηγεί στο περιθώριο το καλό βιβλίο επειδή έχω λεφτά για να εκδώσω ένα έργο μου. Χαθήκαμε στον πληθωρισμό του βιβλίου (ευτυχώς ήρθε η κρίση).

Ένας λόγος που προτιμώ τα πολιτικά βιβλία και τα επιστημονικά είναι αυτός. Τουλάχιστον εκεί κάτι έχεις να πεις, έχεις να αποδείξεις μια θέση, μια ιδέα, έστω μια βιβλιογραφία.

Χαίρομαι πολύ που κάποιος παλεύει για να διαφημίσει μερικά έργα. Εγώ δυσκολεύομαι να διαφημίσω το δικό μου βιβλίο :)