Πέμπτη, Ιουνίου 20, 2013

Εξίσωση θανάτου, Γιασμίνα Χάντρα

Τίποτα δεν είναι σοβαρό στη ζωή
εκτός από την αδικία

Lequation africaine” (αφρικανική εξίσωση) είναι ο γαλλικός τίτλος του μυθιστορήματος του γνωστού Αλγερινού συγγραφέα[1],  το οποίο αποτελεί συγκλονιστικό σχόλιο πάνω στις ανισότητες που επικρατούν στην Κεντρική Αφρική σήμερα (Σομαλία, Νταρφούρ(Σουδάν), Ουγκάντα κλπ), φρίκη και αθλιότητα που ακόμα κι ο υποψιασμένος δυτικός άνθρωπος ούτε καν μπορεί να φανταστεί.
Ο αφηγητής/πρωταγωνιστής δόκτωρ Κουρτ χάνει τη γυναίκα του τελείως αναπάντεχα, και βυθίζεται στην κατάθλιψη που συνοδεύει τις τύψεις του και την κατάπληξη για τα κίνητρα της αυτοκτονίας της (το ίδιο μοτίβο βλέπουμε και στο «Τρομοκρατικό χτύπημα», και μάλιστα εκεί αυτό είναι και το κεντρικό θέμα του βιβλίου). Αποφασίζει, για να ξεφύγει απ’ τη μελαγχολία, ν’ ακολουθήσει τον γιατρό φίλο του Χανς στην Αφρική, για την ακρίβεια στις Κομόρες[2] (όπου ο τελευταίος θα εξόπλιζε ένα νοσοκομείο υπέρ μιας μη κερδοσκοπικής οργάνωσης).  
            Το θαλάσσιο ταξίδι από την Κύπρο στον Κόλπο του Άντεν, περιοχή γνωστή για την ανασφάλεια και την πειρατεία , δεν αρέσει ιδιαίτερα στον Κουρτ  (πολύς κόσμος και πολύς θόρυβος) κι έτσι, βάζουν πλώρη κατευθείαν για τις Κομόρες περνώντας τα παράλια της Σομαλίας, Κένυας, Τανζανίας, Μοζαμβίκης. Όμως, ένα βράδυ, ένα συνηθισμένο βράδυ,
παρόμοιο με τα χιλιάδες άλλα που είχαν προηγηθεί τα  πάντα ανατρέπονται.  Πέφτουν θύματα απαγωγής.

            Κι από δω και πέρα αρχίζει η σοκαριστική περιπέτεια. Σοκαριστική όχι μόνο για τη βία, την αθλιότητα, τη φτώχεια και την πείνα που είναι στην ημερήσια διάταξη σ΄ αυτήν την πιο υποβαθμισμένη περιοχή του κόσμου, αλλά γιατί ο Χάντρα αποδίδει με τόσο διεισδυτικό τρόπο την περίπλοκη κοινωνική κατάσταση στην Αφρική, που ο ευρωπαίος αναγνώστης νιώθει ότι ο ίδιος ζει σε μια γυάλα, με πολύ ξεκάθαρες και σταθερές αξίες που όμως εκπροσωπούν μια πολύ ωραιοποιημένη, ή μάλλον μανιχαϊστική πλευρά της «πραγματικότητας». Η ανατροπή που πετυχαίνει ο Χάντρα σ’ αυτό το βιβλίο αφορούν α) το ρόλο και τη συνείδηση των αδίστακτων αιμοσταγών βίαιων απαγωγέων/λαθρεμπόρων  και β) τον οίκτο που συνηθίζουμε εμείς οι λευκοί να προσφέρουμε σα δώρο στην εξαθλίωση των κατοίκων της Κεντρικής -ειδικά- Αφρικής.

            Α΄
Οι ήρωές μας σοκάρονται με τη βία των τεσσάρων νεαρών πειρατών -που τους μπουντρουμιάζουν σε άθλιες συνθήκες, που δεν διστάζουν ούτε δευτερόλεπτο να πετάξουν στη θάλασσα τον άχρηστο γι αυτούς Φιλιππινέζο υπηρέτη-, ενώ κάθε στιγμή κινδυνεύουν από κάποιο ξέσπασμα του αρχηγού να χάσουν τη ζωή τους. Μέσα σε τέσσερις μέρες έρχεται ταπάνω κάτω: βρίσκονται σε μια σκοτεινή υγρή σπηλιά, δεμένοι χειροπόδαρα τρώγοντας με το στόμα μια βρωμερή σούπα, ενώ το μίσος για το παράλογο ξεχύνεται σαν καυτή λάβα.  Παρόλ’ αυτά, γρήγορα συνειδητοποιούν ότι δυο λευκοί  γιατροί είναι πολύτιμο απόκτημα κι ότι υπάρχει ανταγωνισμός στις συμμορίες που λυμαίνονται την Αφρική για το ποιος θα αποσπάσει τα περισσότερα λύτρα. Όλα με αηδιάζουν πάνω τους: οι αισχρολογίες τους, ο ζήλος τους, η έλλειψη ανθρωπιάς τους. Νιώθουν ότι έχουν χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας υποβιβασμένοι σ’ ένα απαγορευμένο φτηνό εμπόρευμα, ένα προϊόν λαθρεμπορίου που θα το παζάρευαν βιαστικά. Γι αυτό και ο αρχηγός της συμμορίας, ο Μούσα, κατσαδιάζει τους συντρόφους του για την άσχημη κατάσταση στην οποία φέραν τους όμηρους (δεν είναι αιχμάλωτοι πολέμου, να πάρει!), γιατί πρέπει να είναι ανταλλάξιμοι…
            (…) Το εμπόριο των ομήρων έχει γίνει βιομηχανία πια στην Αφρική (…). Από τη στιγμή που οι απαγωγείς άρχισαν να βγάζουν δολάρια, οι τσαγκάρηδες άφησαν στην άκρη τα καρφιά και την κόλλα τους, οι χαμάληδες σταμάτησαν να κουβαλάνε τα μπαούλα της κάθε νοικοκυράς και ο κάθε πεινασμένος άρχισε να φαντάζεται πως θα θησαυρίσει με το που συναντούσε έναν ξένο στο δρόμο του… Στην αρχή επρόκειτο μόνο για οπαδούς της ΤΖιχάντ.
            Η ομάδα («πραιτοριανή φρουρά») που απήγαγε τον Χανς και τον Κουρτ είναι ένα μπουλούκι από λήσταρχους, καμιά ντουζίνα οπλισμένους ανισόρροπους, μαρμαρωμένους σε μια στάση προσοχής υποτίθεται στρατιωτικής (…) Σ΄ αυτό το πρωτόκολλο, που είναι στα όρια της παρωδίας, υπάρχει μια υπέρμετρη δουλοπρέπεια.

            Οι δυο αιχμάλωτοι μετά από τετραήμερη καθήλωση (δεμένοι χειροπόδαρα) σε σκοτεινή σπηλιά, οδηγούνται μέσα στην έρημο σε άγνωστη κατεύθυνση σε συνθήκες που τους εξαθλιώνουν (σκέφτομαι την αλλοτινή μου ζωή, τόσο συναρπαστική και τόσο εύκολη που μου φαίνεται σα φάρσα∙ μια ζωή αποστειρωμένη, χρονομετρημένη, ευθυγραμμισμένη στην εντέλεια, που ξεκινούσε και τελείωνε κάθε μέρα με τον ίδιο τρόπο). Σιγά σιγά ξεχωρίζουν οι χαρακτήρες, με τον αγροίκο κολοσσό Ζομά, τον πιο ευάλωτο τον «Μπλακ Μουν» (το νεαρό με γυαλιά δίχως φακούς), αλλά  αυτός που ξεχωρίζει αρχικά τουλάχιστον είναι ο αρχηγός τους, ο Μούσα. Ο Μούσα, δεν κρύβει την ειρωνεία του προς τους λευκούς, που βέβαια δηλώνει μίσος για τον πολιτισμό τους, για τη βολή τους, για την ανανδρία τους (αχ! Αυτοί οι μπαγάσες οι λευκοί! Όλα πρέπει να τους τα κάνεις λιανά!/δουλεύουν σε ανθρωπιστική οργάνωση, τι συγκινητικό!/ο Φιλιππινέζος είναι η δούλα σας, κάνει το νοικοκυριό, σας σκουπίζει τον κώλο και φροντίζει να έχετε τις ανέσεις σας…). Όπως κι ο αξιωματικός Ζεριμά (ο θάνατος και η ζωή των άλλων είναι στα χέρια μου, σαν καρνέ επιταγών: αρκεί να βάλω μια υπογραφή), δε θεωρούν ότι είναι λαθρέμποροι, αλλά πολεμιστές (τώρα που έγινες θέαμα, ξεβούλωσε τα’ αυτιά σου και άκουσέ με λίγο. Δεν είμαι απατεώνας, είμαι πολεμιστής. Κι εσύ δεν είσαι κιβώτιο με συσσίτιο, αλλά λάφυρο πολέμου).          
            Αρχίζει λοιπόν το ταξίδι των τριών αιχμαλώτων (του Χανς, του Κουρτ, και του Μπρούνο -ενός Γάλλου εθνολόγου που βρίσκεται 40 χρόνια στην Αφρική) μέσα στην έρημο, σε άγνωστη κατεύθυνση, προκειμένου να βρουν οι απαγωγείς την πιο συμφέρουσα συναλλαγή. Αρχικά, η έρημος τους τρελαίνει (Η έρημος είναι κάτι πολύ διεστραμμένο! … Ένας άσπαστος κωδικός, ένας ύπουλος και δεσποτικός δαίδαλος, το πίσω μέρος ενός ντεκόρ όπου το πείσμα μεταλλάσσεται σε έμμονη ιδέα και η πίστη σε παραφροσύνη). Ο συγχρωτισμός τους στις αλλόκοτες αυτές συνθήκες συντελεί στο να διαμορφώσουν πολύ ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ τους αλλά και πολλές σκηνές σύγκρουσης και μίσους με τους απαγωγείς. Παρακολουθούμε τη σταδιακή μετεξέλιξη των σχέσεων βήμα βήμα, χάρη στη μαστοριά του συγγραφέα να αναπαριστάνει ζωντανά γεγονότα και διαλόγους, χωρίς πολλά σχόλια, αφήνοντάς μας να οδηγηθούμε μόνοι μας στα «συμπεράσματα» που εκείνος διατυπώνει εύστοχα εκ των υστέρων.
           
            Οι πρώτες διαρροές στο σκληρό προσωπείο των απαγωγέων είναι όταν ο Ζομά σκοτώνει πάνω σε σύγκρουση τον Μπλακ Μουν, το νεαρό με γυαλιά χωρίς φακούς που τον ακολούθησε πιστά αλλά είχε αρχίσει να φρικάρει και δεν τον υπακούει πια (έπινα τα λόγια σου σαν αγιασμό/κάνεις ακριβώς τα αντίθετα απ αυτά που μου δίδαξες/τα αισθήματά μου για σένα δεν έχουν αλλάξει και διαφωνώ μαζί σου γιατί θέλω να συνεχίσω να τα νιώθω).  Πάνω στη βίαιη σύγκρουση ο Μπλακ Μουν πέφτει νεκρός, κι ο «κολοσσός» στρέφεται προς τον ουρανό κι απευθύνει ικεσίες, ταρακουνώντας ταυτόχρονα το αδύναμο κορμί που ολοένα χάνει αίμα με ξέφρενους σπασμούς, κι εκεί, μπροστά στα μάτια μας, ο αγροίκος, που παρίστανε πως διαθέτει τόση συμπόνια όσο και μια μηχανή πολτοποίησης, σωριάζεται με όλο του το βάρος και αρχίζει να κλαίει με λυγμούς, σα μικρό παιδί. Βέβαια, αυτή η αδυναμία του γίνεται χρυσή ευκαιρία για τους δυο ήρωές μας να επαναστατήσουν και να ελευθερωθούν με αρκετά βίαιο τρόπο. Και γρήγορα αποκαλύπτουν στα πράγματα του νεκρού πια Ζομά… ποιήματα, και μάλιστα αναγνωρισμένα στη χώρα του.
            Αυτός ο αγροίκος ήταν ποιητής, λέει ο Γάλλος με κομμένη την ανάσα.

            Αφρική,
                Νεκροκεφαλή,
                Βυθισμένη στα θολά νερά
                Των δίχως θάλασσα οριζόντων σου.
                Τι την έκαναν τη μνήμη σου
                Τα ηλιοκαμένα μπάσταρδα;

                Αφρική, Αφρική μου,
                Τι απέγιναν τα ταμ ταμ σου
                Στη σιωπή των ομαδικών τάφων;
κλπ κλπ

και παρακάτω:

             Είμαι το άθροισμα των εγκλημάτων σου
Η τεφροδόχος των προσευχών σου
Η ψυχή που εξορίστηκε από το σώμα σου
Το δίδυμο αδέρφι σου που απαρνιέσαι
Είμαι απλά ένας παλιός καθρέφτης
Που έχει το μέγεθος της υπερβολής σου
Μέσα στον οποίο μια μέρα ελπίζεις
Αν και μικρός, να δεις τον εαυτό σου μέγα.


            Β΄
 Η  πιο ενδιαφέρουσα μορφή κατά τη γνώμη μου είναι ο Γάλλος εθνολόγος, ο Μπρούνο, (είμαι Αφρικανός, ένα περιπλανώμενος αναχωρητής), που μπαίνει στην αφήγηση σιγά σιγά, σα δευτερεύον άτομο, ενώ βλέπουμε ότι όταν πια εξουδετερώνονται κάπως αναπάντεχα οι απαγωγείς, και μένουν μόνοι ο Κουρτ και ο Μπρούνο, αποπροσανατόλιστοι μέσα στην αχανή έκταση της ερήμου, ο Μπρούνο γίνεται  ένα είδος γκουρού για τον Κουρτ∙ ανθρώπου δηλαδή που τον μυεί στο να δει τα πράγματα με άλλη ματιά, πιο «εσωτερική». Γιατί ο Μπρούνο φτάνει στα όριά του (δεν το κουνάω από δω. Δεν έχω ιδέα για το πού βρισκόμαστε και δεν αντέχω άλλο. Μπορείτε να φύγετε αν θέλετε. Όσο για μένα, θα μείνω εδώ μέχρι να με λυπηθεί η μοίρα μου. Με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο). Αυτό  που βλέπουν σε πρώτο πλάνο είναι η απίστευτη κακομοιριά στο Νταρφούρ (αυτή η αιματοβαμμένη Ατλαντίδα όπου καταλήγουν). Ομάδες εξαθλιωμένων προσφύγων, κυνηγημένων από τις διάφορες συμμορίες περιπλανιούνται απέλπιδα στην έρημο, χωριά ολόκληρα ξεκληρίζονται εν μια νυκτί, οικογένειες με γυναικόπαιδα βρίσκονται υπό διωγμό. Οι διάφορες συμμορίες τούς καίνε τα χωριά, τους παίρνουν τα κατσίκια, τα σκυλιά, τους βιάζουν. Κορμιά καχεκτικά, νεαροί που κουβαλάνε τα αξιολύπητα απομεινάρια των γονιών τους σε αυτοσχέδια καρότσια, ξεδιπλώνοντας μπροστά μου το κουβάρι της ασχήμιας ενός κόσμου του οποίου την εξαχρείωση  δεν είχα ποτέ φανταστεί στο ελάχιστο, και για τον οποίο, σε καμιά στιγμή της ζωής μου δεν είχα προετοιμαστεί. Έναν κόσμο σισύφειο, παραδομένο στη δειλία των ανθρώπων και στο έλεος των επιδημιών, έναν κόσμο με τα βάσανά του, τις προσπάθειές του να αναρριχηθεί, τα καρτέρια του, τις στρατιές των νεκροζώντανων να περιφέρονται σα νομάδες περνώντας μέσα από χιλιάδες ταλαιπωρίες, με την ελπίδα σταυρωμένη στο μέτωπο, τσακισμένοι από το βάρος μιας κατάρας που δεν αποκαλύπτει ούτε τον κωδικό της, ούτε το όνομά της.
            Όταν πια καταφεύγουν σε καταυλισμό του Ερυθρού Σταυρού, ο Κουρτ ξεσπά: έχει χάσει άδικα το φίλο του τον Χανς, ήταν περαστικός, οι άνθρωποι αυτοί του είναι ξένοι, η ιστορία της Αφρικής δεν τον αφορά. Το αποκορύφωμα, πως ταξίδεψαν για «καλό σκοπό». Τώρα, κοιτάζει με τον Μπρούνο τις ισχνές φιγούρες, τα ανθρώπινα ερείπια που σέρνουν πίσω τους την ειρωνεία της μοίρας, που κουβαλάνε μέσα τους μια παράξενη πεποίθηση, η οποία δε μοιάζει ούτε στις προσευχές τους, ούτε σε κάποιο πεπρωμένο και που φαίνεται να τους κρατάει στη ζωή σα να τους έχει βάλει σε μια πρίζα με χαμηλή τάση ρεύματος. Δε βρίσκει νόημα στην επιβίωσή τους, όπως δε βρίσκουν κι αυτοί. Ξέρουν ότι τα βάσανά τους θα επαναληφθούν.
-          Αυτή είναι η Αφρική, κύριε Κράουσμαν, είπε ο Μπρούνο σα να διαβάζει τις σκέψεις μου.
-          Δεν αρκεί για να εξηγήσετε το πείσμα τους.
-          Εδώ είναι που κάνετε λάθος, φίλε μου. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν.
(…)
-          Πείτε μου, τι σας γοητεύει σε όλα αυτά;
-          Ακριβώς αυτό που σοκάρει εσάς: η δίψα για ζωή. Ο Αφρικανός ξέρει πως η ζωή είναι το πολυτιμότερο αγαθό του. Η θλίψη, οι χαρές και η αρρώστια είναι απλώς  μαθήματα. Ο Αφρικανός παίρνει τα πράγματα όπως έρχονται, χωρίς να τους δίνει μεγαλύτερη αξία απ’ όση αξίζουν. Είτε κάθεται στο κατώφλι της καλύβας του, είτε κάτω από μια χαρουπιά, είτε στην όχθη του ποταμού που βρίθει από κροκόδειλους, βρίσκεται πάνω απ’ όλα μέσα στον εαυτό του.
Ο διάλογος που ακολουθεί είναι και το επιστέγασμα της σύγκρουσης του ορθολογικού στοιχείου που εκπροσωπεί ο Κουρτ, του δυτικοευρωπαίου δηλαδή που υπερασπίζεται με πάθος τις δυτικές αξίες, το δικαίωμα της ζωής, της εργασίας, της στέγης, της τροφής κλπ. και του μη ορθολογικού, που βλέπει στην καρδιά του αφρικανού μια άλλη θεώρηση της ζωής:
-          Κάνετε λάθος σε όλα, κύριε Κράουσμαν, εδώ, όποτε η ζωή χάνει το νόημά της, κρατάει ακέραια την ουσία της, δηλαδή αυτήν την αλύγιστη επιμονή που έχουν οι Αφρικανοί στο να μην αφήνουν να χαθεί ούτε το παραμικρό λεπτό που τους χαρίζει η φύση.
-          Εσείς περιγράφετε ένα παραμύθι, εγώ βλέπω τον όλεθρο.

Όταν έφτασαν βέβαια στον καταυλισμό του Ερυθρού Σταυρού η κατάσταση γίνεται πιο ελεγχόμενη κι η αποκατάσταση του Κουρτ είναι κοντά. Οι δρόμοι των δύο φίλων πια χωρίζουν και διάφορα επεισόδια προετοιμάζουν το τέλος, τη «λύση». Για τον Κουρτ που αφηγείται η προσωπικότητα του Μπρούνο αποτελεί πάντα ένα μυστήριο: δοκιμάζω διάφορα κλειδιά που θα με κάνουν να ανοίξω την πόρτα για τον τρόπο σκέψης του και θα με έκαναν να κατανοήσω πώς λειτουργεί. (…) δεν ξέρω τι θα αντιπροσωπεύει από δω και πέρα για μένα αλλά τουλάχιστον ξέρω ότι με μύησε στις πιο απέριττες κινήσεις και μ’ έκανε ν’ ανακαλύψω μέσα τους ένα νόημα και μια δύναμη/βιάζομαι να τον ξαναβρώ, να ξαναβρώ τον παρωχημένο του ρομαντισμό, τον πληθωρικό σωβινισμό του και την αδιόρθωτη αισιοδοξία του.
Οι δυο τελευταίες σελίδες, ένα είδος απολογισμού σαν από το τελευταίο κεφάλαιο ενός υποτιθέμενου ημερολογίου του Κουρτ είναι καταπληκτικές. Δεν μπορεί βέβαια να αντιγραφεί όλο… θα τελειώσω όμως μ’ ένα ακόμα ποίημα του εκβιαστή/λαθρέμπορου/ποιητή Joma Baba-Sy:
 
Ζήσε το κάθε σου πρωινό σα να τανε το πρώτο
Τύψεις, κακά στο παρελθόν ας φύγουν με τ’ αγέρι
Ζήσε την κάθε μέρα σου σαν να’ταν τελευταία
Γιατί τι φέρνει το αύριο κανείς μας δεν το ξέρει.

Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Γιασμίνα Χάντρα (Yasmina Khadra) (Αραβικά:ياسمينة خضراء) είναι το λογοτεχνικό γυναικείο ψευδώνυμο του Αλγερινού συγγραφέα Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ (Mohammed Moulessehoul).Ο Μουλεσεχούλ μπήκε σε ηλικία εννέα ετών σε στρατιωτική σχολή. Έγινε αξιωματικός του Αλγερινού στρατού και άρχισε να δημοσιεύει λογοτεχνικά κείμενα το 1984 υιοθετώντας το γυναικείο ψευδώνυμό του για να αποφύγει τη στρατιωτική λογοκρισία. Παρά την δημοσίευση πολλών επιτυχημένων μυθιστορημάτων του στην Αλγερία, ο Μουλεσεχούλ αποκάλυψε την ταυτότητά του μόλις το 2001, αφού εγκατέλειψε το στρατό και έφυγε εξόριστος και για να απομονωθεί στη Γαλλία. Η ανωνυμία ήταν ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσει κατά τη διάρκεια του Αλγερινού Εμφυλίου Πολέμου.
[2] Ηφαιστειογενές σύμπλεγμα τριών νήσων που αποτελούν ομώνυμο αρχιπέλαγος και σήμερα ανεξάρτητη χώρα. Βρίσκεται μεταξύ της Μαδαγασκάρης και των ανατολικών ακτών της Αφρικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: