Πέμπτη, Αυγούστου 29, 2013

Η ομολογία ενός δολοφόνου -μέσα σε μια νύχτα-, Γιόζεφ Ροτ

Όπως επισημαίνει και ο τίτλος, στη νουβέλα αυτή ο ρώσος εμιγκρές Σεμιόν Σεμιόνοβιτς Γκολούπτσικ, κάποια βραδιά, αφηγείται εν ψυχρώ στους συνδαιτυμόνες του πώς έγινε… δολοφόνος.  Ο συγγραφέας Γιόζεφ Ροτ, με το χαρακτηριστικό κλασικό κι ίσως λίγο παρωχημένο του ύφος - που εδώ θυμίζει πάρα πολύ Ντοστογιέφσκι (όχι μόνο επειδή ψυχογραφεί ένα δολοφόνο αλλά και στο ύφος)-, ξεδιπλώνει μπροστά μας ένα συναρπαστικό ψυχογράφημα μιας σπάνιας κι ενδιαφέρουσας προσωπικότητας.
Το σκηνικό είναι η ρωσική ταβέρνα Ταρί-Μπαρί στην καρδιά του Παρισιού όπου μαζεύονταν οι Ρώσοι εξόριστοι μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και όπου διαδήλωναν συνειδητά ενάντια στη νοοτροπία της Δύσης, την τόσο υπολογιστική, την πάντα υπολογιστική, και υπολογισμένη. Έδειχνε σαν οι νόμοι του χρόνου να μην ίσχυαν εκεί μέσα. Οι θαμώνες λίγο πολύ γνωρίζονται ή αναγνωρίζονται μεταξύ τους κι όλοι έχουν προσέξει τον αποκαλούμενο με το παρατσούκλι «δολοφόνο», τον γκριζόξανθο άντρα με το σκοτεινό χαμόγελο, τα λαμπερά γαλάζια μάτια που δεν τα θόλωνε ποτέ το οινόπνευμα και κοίταζε τους ανθρώπους στα ίσια παίζοντας συχνά τα βλέφαρά του. Με πολύ έντεχνο τρόπο ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει αδρομερώς τους βασικούς συνομιλητές, τις αλληλοσυστάσεις δηλαδή ανάμεσα στον αφηγητή της νουβέλας και τον αφηγητή-δολοφόνο, και τον τρόπο που άρχισε, εν μια νυκτί, η εκμυστήρευση του τελευταίου προς όλους τους παριστάμενους στην ταβέρνα.
Η εγκιβωτισμένη αφήγηση του Σεμιόν είναι κι αυτή κλασική, γραμμική, επεξηγηματική, με εκτεταμένες γλαφυρές περιγραφές και με αναστοχασμό. Αυτό που συναρπάζει είναι η αγωνία και παραδοξότητα στην πλοκή (με αγωνία περίμενα τη συνέχεια αυτής της ζωής, που όλα έδειχναν ότι θα ήταν τρομερή. Τόσο τρομερή, ώστε ένιωθα ότι όχι μόνο έπρεπε να την ακούσω, αλλά και να την αντέξω) καθώς και η πρωτοτυπία στην επεξεργασία των βιωμάτων. Παρόλες τις πολιτικές αναφορές (βρισκόμαστε στη Μόσχα του 1913-14), ξεκαθαρίζει, π.χ., απ την αρχή ότι δεν πρόκειται για πολιτική δολοφονία (που την ανέχονται οι άνθρωποι πιο εύκολα), γιατί ποτέ δε θα μπορούσε να παθιαστεί με μια πολιτική ιδέα. Σπεύδει επίσης να ξεκαθαρίσει ότι ένας εγκληματίας μπορεί να είναι καλός άνθρωπος, σ’ όποιαν κατηγορία κι αν ανήκει, κι ότι σ’ αυτούς περιλαμβάνεται κι ο ίδιος!
Μέσα στις πρώτες λοιπόν δέκα σελίδες έχουμε έναν δολοφόνο που έχει το θάρρος να εξομολογηθεί φαρδιά πλατιά σε άγνωστους ανθρώπους τη δολοφονία που διέπραξε, και μάλιστα δεν έχει μετανιώσει, αντίθετα φαίνεται να είναι περήφανος για αυτήν (εγώ για παράδειγμα έχω σκοτώσει- αλλά θεωρώ τον εαυτό μου καλόν άνθρωπο)!  Ξεκαθαρίζει επίσης από την αρχή στους ακροατές ότι ουσιαστικά θα αποκαλύψει την προσωπική του τραγωδία: η ιδιωτική ζωή των ανθρώπων είναι πολύ πιο σπουδαία, πολύ πιο μεγάλη, πολύ πιο τραγική από τον δημόσιο βίο και τα κοινά και την πολιτική. Αυτό που εννοώ είναι ότι: αν το προσέξει κανείς, θα διαπιστώσει πως όλα τα μεγάλα και σπουδαία ιστορικά γεγονότα στην ουσία έχουν την αιτία τους σε κάποια στιγμή -ή σε κάποιες στιγμές- της ιδιωτικής ζωής του πρωταγωνιστή τους. Χωρίς λόγο, χωρίς προσωπικό λόγο, κανείς δε γίνεται ούτε στρατηγός ούτε αναρχικός, ούτε σοσιαλιστής ούτε αντιδραστικός. Κι όλες οι μεγάλες κι ευγενικές, όλες οι κακές και φριχτές πράξεις, που έχουν αλλάξει λίγο ή πολύ την όψη του κόσμου, είναι συνέπειες κάποιων ασήμαντων περιστατικών, για τα οποία δεν έχουμε ιδέα.
Η κοσμοθεωρία αυτή του Γιόζεφ Ροτ , που είναι γνωστή κι από τον βίο και την πολιτεία του (νοσταλγός του ηρωισμού της μοναρχίας του Φραγκίσκου Ιωσήφ, πολέμιος του καπιταλισμού και του ναζισμού και φυσικά του κομμουνισμού), αλλά κι από το υπόλοιπο έργο του, υποστηρίζεται αρκετά πειστικά, και θυμίζει και σ αυτό το σημείο τον Ντοστογιέφσκι: ο ήρωας δεν παύει να είναι καθορισμένος από τις κοινωνικές συνθήκες οι οποίες επισημαίνονται και τονίζονται (π.χ. ο ρόλος της Οχράνα και οι ίντριγκες στις οποίες είναι μπλεγμένος ο ήρωας), αλλά υπερτερεί το προσωπικό και μάλιστα το συγκρουσιακό στοιχείο, αναδεικνύοντας το «πρόσωπο» ως τραγική φυσιογνωμία. Σ’ αυτή την ισορροπία συντελεί η «τέχνη του λόγου», η μεγάλη αφηγηματική ικανότητα δηλαδή του Ροτ που τολμώ να τη συγκρίνω με του Ντοστογέβσκι  (ήταν άραγε επηρεασμένος;) και όπου η ροή της πλοκής συνυφαίνεται με τα αναστοχαστικά/ψυχολογικά σχόλια και τους κοινωνικούς και ιστορικούς προσδιορισμούς αβίαστα.
Παρόλο τον ιδεολογικό συντηρητισμό του συγγραφέα, υπάρχει έντονος κοινωνικός προβληματισμός: τι ήμασταν εμείς στην παλιά Ρωσία φίλε μου; Τιποτένια πλάσματα, πιο ασήμαντα κι από τις μύγες που ο αστυνόμος έπνιγε μέσα στο μελανοδοχείο του. Ένα τίποτα, ένας κόκκος σκόνης κάτω από την μπότα ενός άρχοντα. (…) Τη ζωή μας δεν την κανόνιζαν οι νόμοι αλλά τα κέφια των δυνατών. Τα κέφια όμως εκείνων των ανθρώπων ήταν πιο προβλέψιμα από τους νόμους. Γιατί και τους νόμους σήμερα κάποιων τα κέφια τους κανονίζουν. Διότι οι νόμοι δεν ισχύουν έτσι όπως είναι γραμμένοι. Τους νόμους κάποιοι τους ερμηνεύουν. Ναι φίλοι μου. Οι νόμοι δεν μας προστατεύουν από την αυθαιρεσία. Διότι ερμηνεύονται με αυθαιρεσία.
Ο Σεμιόν Γκολούπτσικ, που ανακαλύπτει από την παιδική ακόμα ηλικία ότι είναι νόθος ενός ταπεινωμένου πατέρα και ότι ο αληθινός του πατέρας είναι ο πρίγκηπας Κραπότκιν, βιώνει απίστευτης έντασης συναισθήματα που τον οδηγούν σε ακρότητες: «διαβολική ματαιοδοξία», ζήλεια του φερόμενου ως γνήσιου υιού του Κραπότκιν, μίσος κλπ. Συναισθήματα που τον δυναστεύουν (το μίσος ηχούσε μέσα μου βροντερό σα σάλπιγγα, ενώ η αγάπη μου για τη μάνα μου ήταν σιγανή κι απαλή σαν άρπα) που ως αφετηρία έχουν πάντα τον πόθο να αποτινάξει από πάνω του το φρικτό αίσθημα της ταπείνωσης: κι ένιωσα αίφνης ένα μίσος δυνατό, φλογερό για τον νεαρό πρίγκηπα – μια αδιαφορία απέραντη, απόλυτη για τον γέρο. Όλα τα αισθήματά μου, όλες οι επιθυμίες μου, τα όνειρά μου, απόκτησαν σε μια στιγμή μέσα στόχο, οπλίστηκα ξανά, ξέχασα πως είχα μόλις υποστεί μια τρομερή πανωλεθρία∙ ή μάλλον πίστεψα πως ήξερα πια τον φταίχτη της ταπείνωσης και της ντροπής μου.
Ψάχνει τον αληθινό  του πατέρα, αποκτά πλαστή ταυτότητα με το όνομα Κραπότκιν, αυτοταπεινώνεται, γίνεται μέλος της Οχράνα, με ό, τι μπορεί να σημαίνει αυτό… (ξέρετε όλοι σας αδέρφια τι ήταν η Οχράνα. Ίσως κάποιος από σας το΄νιωσε και το έμαθε στο ίδιο του το πετσί). Γίνεται πράκτορας, ενοχοποιεί αθώους, (τι φριχτή δουλειά φίλοι μου, κι όμως τότε στα μάτια μου φάνηκε εξαίσια!). Οι απάτες στις οποίες μπλέκεται με χαφιέδες κλπ είναι όντως απίστευτες, προχωρά τη «βρόμικη δουλειά» του προδίδοντας, καταδίδοντας, πολλές φορές με θύματα αθώους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, και με απώτερο σκοπό να εκδικηθεί τον ψευτοαδερφό του. Είναι διχασμένος ανάμεσα στην ταυτότητα του Κραπότκιν και του Γκολούπτσικ, φέρεται σαν πρίγκηπας αλλά και σαν φτωχός χωρικός. Γιατί νιώθει ότι η ζωή τού χρωστάει, κι ως εκ τούτου δε νιώθει καμιά τύψη:
Όσο κι αν σας φαίνεται απίστευτο, εξακολουθούσα να πιστεύω ότι ήμουνα «καλός άνθρωπος». Είχα τουλάχιστον επίγνωση ότι έκανα κάτι κακό, για το οποίο προσπαθούσα να δικαιολογηθώ και να συγχωρήσω τον εαυτό μου. Με είχαν αδικήσει. Με λέγαν Γκολούπτσικ. Όλα τα δικαιώματα, που κανονικά έπρεπε να έχω από τη στιγμή της γέννησής μου, μου τα είχαν στερήσει. Στα μάτια μου η αδεξιότητά μου ήταν μια δυστυχία που δε μου άξιζζε. Άρα είχα κατά κάποιο τρόπο το άγραφο δικαίωμα να είμαι κακός. Ενώ οι άλλοι, αυτοί που μου είχαν φερθεί με κακό τρόπο, δεν είχαν κάποιο δικαίωμα. Δεν είχαν δίκιο.
Και αλλού:
Το μίσος μου είχε νόημα.
Ανίκανος κι ανάξιος στον υπέρτατο βαθμό, είχα υποκλέψει με πλάγια και ταπεινά μέσα αυτό που κανονικά θα έπρεπε να μου ανήκει.
Τέλος, το πιο φλογερό συναίσθημα είναι ο έρωτάς του για τη Λουτεσιά, ένα από τα μοντέλα που έφτασαν στη Μόσχα με κάποιον γάλλο μόδιστρο (το πάθος μου, ο έρωτάς μου για τη Λουτεσιά, τρεφόταν από τη ματαιοδοξία και τη βλακεία μου/ με τη Λουτεσιά δεν ήμουν παρά ένας αθώος βλάκας). Ένα τοποθετημένο περίστροφο στη βαλίτσα της την φέρνει κοντά του, κι «αρχίσαμε τα χάδια, που όλοι σας ξέρετε, φίλοι μου. Τα χάδια που συχνά φέρνουν μαζί τους την καταστροφή της ίδιας μας της ζωής».
Ο αφηγητής, σ’ αυτό το σημείο της εξιστόρησης όπου εισβάλλει απρόοπτα ο έρωτας, δείχνει μια τρομερή επίγνωση της αχρειότητας του και της αδυναμίας του (κι αυτό χαρακτηριστικό των ηρώων του Ντοστογέβσκι). Έχει απόλυτη συνείδηση ότι βρίσκεται με το ένα πόδι στην Κόλαση, ότι καίγεται στα καζάνια της κι εκείνος δεν έχει τίποτα άλλο στο νου του παρά τον πόνο για το όνομα Γκολούπτσικ, για την ταπείνωση που θεωρούσε ότι έχει υποστεί. Νιώθει ότι ξεγελά τον εαυτό του ακόμα και στον έρωτα (αγαπούσα πράγματι τη Λουτεσιά; Ή μήπως αγαπούσα το πάθος μου; Την ανάγκη να επιβεβαιώσω την ύπαρξή μου, την ανθρώπινη ταυτότητά μου με ένα πάθος;) Η Λουτεσιά, με την αφέλειά της, τους θεατρινισμούς της,  αλλά και την πολύ «θηλυκή» συμπεριφορά (αν η φωτιά έχει φύλο, όπως πιστεύω εγώ, τότε υπάρχει ένα είδος φωτιάς αποκλειστικά γυναικείο. Φουντώνει ξαφνικά, χωρίς προφανή λόγο. Έχω την υποψία ότι σιγοκαίει πάντα μέσα στις καρδιές των γυναικών. Και κάποιες ώρες φουντώνει και οι φλόγες φτάνουν στα μάτια τους. Είναι μια φωτιά καλή και κακή συνάμα. Όπως το πάρει κανείς. Εγώ προσωπικά τη φοβάμαι) τον ζαλίζει, τον αποπροσανατολίζει, φέρνει στην επιφάνεια τον πιο ποταπό εαυτό.

Όλοι οι τύραννοι του Κραπότκιν/ Γκολούπτσικ παρελαύνουν, τον τυραννούν, τον στοιχειώνουν... Όλοι τους, όλοι τους ήταν κυρίαρχοι της ζωής μου! Έτσι μου φάνηκε εκείνη τη στιγμή. Ήταν δική μου αυτή η ζωή; Μου ανήκε ακόμα;
Και:
Είχα μεθύσει με την αξιοπρέπεια, όπως μεθούσα ως τότε με το Κακό. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησα πως τέτοιου είδους μέθη δε μπορεί να κρατήσει πολύ. Δεν είναι δυνατόν να μεθύσει ο άνθρωπος με την αξιοπρέπεια και την εντιμότητα. Η αρετή έχει πάντα καθαρό κεφάλι.

Κι αρχίζει ο κατήφορος∙ το μεθύσι, η ανεξέλεγκτη πια παραφορά, η αντίδραση στο φόβο, στην αδικία, στην απιστία, στην κοροϊδία, με άξονα πάντα την απατηλή συμπεριφορά της Λουτεσιά. Είναι αξιοσημείωτη η ειλικρίνεια με την οποία ο ήρωας (όπως κι άλλοι ήρωες του Γιόζεφ Ροτ στα υπόλοιπά βιβλία) μιλούν για τα πάθη τους, έχουν απόλυτη αυτοσυνειδησία, εντοπίζουν τη μικρότητα και την αναξιοπρέπεια του ίδιου τους του εαυτού και αντιμετωπίζουν με… εντιμότητα την αχρειότητά τους. Τέτοιους εξομολογητικού τύπου μονολόγους έχουμε συναντήσει σε όλα τα βιβλία του Ντοστογέβσκι, αλλά και στον Τολστόι, και αναρωτιέμαι αν είναι ενσωματωμένο στη ρωσική χριστιανική ορθόδοξη ψυχολογία ή αν αφορά τη λογοτεχνική τους παράδοση (αν δηλαδή είναι τέχνασμα αφηγηματικό για να αποκαλύψει ο συγγραφέας ανεξιχνίαστες πτυχές του ανθρώπου, στην περίπτωσή μας ενός δολοφόνου). Η τραγωδία κορυφώνεται κι ο τραγικός ήρωας φτάνει στα όριά του, φωνάζοντας κι επαναλαμβάνοντας «δε σκότωσα για πολιτικούς αλλά για προσωπικούς λόγους». Ο ήρωας βιώνει το διπλό φονικό κι αμέσως… κατατάσσεται στο στρατό.

            Η προσωπική ιστορία και αφήγηση του Κραπότκιν/Γκολούπτσικ όμως δεν τελειώνει εδώ. Μετά από χρόνια, η μοίρα τού επιφυλάσσει μια ακόμα ανατροπή…
          Είχα έντονη την αίσθηση ότι μου συνέβαινε κάτι απίστευτα συνηθισμένο, γελοίο, χοντροκομμένο σχεδόν. Για σκεφτείτε: κρατούσα στην αγκαλιά μου τη γυναίκα που νόμιζα ότι είχα σκοτώσει με τα ίδια μου τα χέρια.
Τέλος πάντων. Πολύ γρήγορα, φίλοι μου, γνώρισα στο πετσί μου την υψηλότερη, τη βαθύτερη, αν θέλετε απ’ όλες τις τραγωδίες: την τραγωδία του ασήμαντου, την τραγωδία του τετριμμένου.

Χριστίνα Παπαγγελή


Δεν υπάρχουν σχόλια: