Κυριακή, Αυγούστου 04, 2013

1Q84, Χαρούκι Μουρακάμι

Η αναζήτηση διατρέχει το τρίτομο αυτό μυθιστόρημα  του Μουρακάμι, αγαπημένο του μοτίβο, που φαίνεται όμως ότι εδώ φτάνει στο απώγειό του. Το πάθος της Αομάμε και του Τένγκο να συναντηθούν ξανά, δεν έχει μόνο ερωτική διάσταση. Πρόκειται για μια συνάντηση που αποκτά και μεταφυσικό νόημα, εφόσον σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια άλλη πραγματικότητα.
Η αναζήτηση, η συνάντηση, η αγάπη και ο έρωτας, η βία/βιασμός, οι παράλληλοι κόσμοι είναι οι θεματικοί άξονες γύρω από τους οποίους στήνει άπειρα σκηνικά το συναρπαστικό γράψιμο του μεγάλου συγγραφέα.  Η πλοκή στρέφεται βασικά γύρω από δυο κεντρικούς ήρωες, την Αομάμε και τον Τένγκο, δυο ασυνήθιστα χαρισματικούς ανθρώπους, των οποίων την πορεία παρακολουθούμε παράλληλα, κεφάλαιο παρά κεφάλαιο. Σύντομα οι αναγνώστες συνειδητοποιούν ότι  οι δυο ήρωες έχουν κάποια κοινά βιώματα ως παιδιά, ότι ήταν εξίσου απομονωμένοι μέσα στην  τάξη, καταδικασμένοι να ακολουθούν τις επιλογές των γονιών τους (ο μεν Τένγκο κάθε Κυριακή για να εισπράττει τις συνδρομές των ΝΗΚ, η Αομάμε ως παιδί «Μαρτύρων» ακολουθούσε τη μητέρα της που κήρυττε το επερχόμενο τέλος του κόσμου και δεν συμμετείχε σε καμιά εκδήλωση του σχολείου). Τα παιδιά που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα μαθαίνουν να επιβιώνουν ελαχιστοποιώντας την έκθεσή τους σε πιθανά τραύματα∙ να μαζεύονται στη γωνίτσα τους, να γίνονται διάφανα όσο μπορούν.

Παρόλο που οι αφηγήσεις είναι φαινομενικά άσχετες λοιπόν, γίνεται κάποια στιγμή αισθητό   ότι οι δυο ιστορίες τέμνονται  κι ότι οι δυο ήρωες έχουν συναντηθεί στην ηλικία των δέκα χρόνων στο σχολείο.
Εκείνη διέσχισε με γοργά και αποφασιστικά βήματα την αίθουσα, βάζοντας πλώρη προς τον Τένγκο, στάθηκε δίπλα του και χωρίς κανένα δισταγμό, πήρε το χέρι του στο δικό του. Έμεινε για πολλή ώρα με το πρόσωπό της στραμμένο ψηλά να κοιτάζει τον Τένγκο: την περνούσε μισό κεφάλι. Της ανταπέδωσε το βλέμμα έκπληκτος. Τα μάτια τους συναντήθηκαν. Στα δικά της είδε ένα διάφανο βάθος που δεν είχε ξαναδεί. Συνέχισε να τον κρατάει αμίλητη, δίχως να χαλαρώσει το χέρι της ούτε ένα δευτερόλεπτο. Μετά, απλώς τον άφησε και βγήκε χοροπηδώντας από το δωμάτιο, με τον ποδόγυρο της φούστας της να ανεμίζει.
Αυτή είναι η πρώτη καθοριστική συνάντηση. Το επεισόδιο αυτό, που συνέβη όταν οι δυο ήρωες ήταν στην ηλικία των δέκα χρόνων, είναι καταλυτικό για την όλη πλοκή και για την ιδιαίτερη ψυχολογία καθενός από τους δυο, εφόσον παραμένει ζωντανό στη μνήμη τους∙ αποτελεί καταφύγιο στη μοναξιά τους και, βαθύτερή τους επιθυμία συνειδητά, είναι να ξανανταμώσουν (από τη μέρα που του είχε κρατήσει σφιχτά το χέρι, ο Τένγκο κατάλαβε πως η Αομάμε είχε πολύ περισσότερο τσαγανό από τα άλλα παιδιά. Τον είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος που τον έπιασε αλλά το θέμα δεν τελείωνε εκεί. Έμοιαζε να διαθέτει επίσης και μεγάλη ψυχική δύναμη, μια ενέργεια που συνήθως έκρυβε από τους συμμαθητές της/στα αποφασιστικά μάτια της δεκάχρονης κοπέλας, με τη δύναμη της θέλησής της να διαγράφεται στο πρόσωπό της καθαρά, είχε δει κάτι τόσο αμετάκλητο, ώστε ο χρόνος δε μπορούσε να το διαβρώσει). Άλλωστε, παρόλες τις φαινομενικές διαφορές, υπάρχουν κοινά στοιχεία που τους συνδέουν και «σήμερα», είκοσι περίπου χρόνια μετά.


Αομάμε-Τένγκο-Φουκαέρι
Τι είναι αυτό που τους ενώνει; Ποιος είναι ποιος;
H Αομάμε είναι γυμνάστρια, έχει ιδιαίτερες δεξιότητες στις πολεμικές τέχνες, στο μυοχαλαρωτικό μασάζ, σε προγράμματα μυϊκής ενδυνάμωσης, βελονισμού, γυναικείας αυτοάμυνας, αλλά ουσιαστικά είναι επαγγελματίας… δολοφόνος.  Ο φλεγματικός της χαρακτήρας δεν την κάνει συμπαθή στον αναγνώστη, τουλάχιστον στην αρχή. Με ακριβείς και υπολογισμένες κινήσεις μηχανής τη βλέπουμε να προγραμματίζει και να δολοφονεί άντρες φαλλοκράτες αναίμακτα, ασκώντας μια τεχνική που δεν αφήνει κανένα σωματικό ίχνος (βυθίζοντας βελόνα σε ιδιαίτερο σημείο στη βάση του εγκεφάλου). Η εμπλοκή της όμως στη βασική ιστορία αρχίζει όταν προσλαμβάνεται από την «Κυρία» για μασάζ, την ιδιόρρυθμη (κι αυτή!) γυναίκα-ιδιοκτήτρια της «Οικίας της Κλαίουσας», μιας Έπαυλης όπου περιθάλπονται βιασμένα κορίτσια. Σταδιακά δημιουργείται ένα σπάνιο νήμα επικοινωνίας (απ’ ό, τι καταλαβαίνω, ζεις με κάτι βαθιά θαμμένο μέσα σου. Κάτι που σε βαραίνει, το κατάλαβα από την πρώτη φορά που σε συνάντησα. Έχεις το έντονο βλέμμα εκείνου που έχει πάρει κάποιες αποφάσεις. Για να είμαι ειλικρινής κι εγώ κουβαλάω κάτι παρόμοιο μέσα μου). Βλέπουμε ότι η  Αομάμε σιγά σιγά ξεδιπλώνεται και φανερώνει απόκρυφες πτυχές του εαυτού της. H εμπιστοσύνη αυτή οδηγεί  στο να αναλάβει μια πολύ κρίσιμη και επικίνδυνη αποστολή, την εξουδετέρωση του «Αρχηγού» του Σακιγιάγκε, αρχηγού μιας θρησκευτικής μυστικής οργάνωσης που έχει ιδρύσει ένα είδος εναλλακτικού κοινόβιου και όπου, όπως φαίνεται,  στα πλαίσια «θρησκευτικής μύησης» κακοποιούνται μικρά κορίτσια.

Ο Τένγκο είναι μαθηματικός και μυθιστοριογράφος. Από μικρός θεωρούνταν  παιδί-θαύμα στα μαθηματικά. Τα μαθηματικά είναι σαν το τρεχούμενο νερό. Όπως το νερό που τρέχει από το ψηλότερο στο χαμηλότερο σημείο, διανύοντας τη μικρότερη απόσταση, έτσι και οι αριθμοί ρέουν προς μία κατέυθυνση. (…) Μόνο από τα μαθηματικά έχω νιώσει τόση τρυφερότητα στη ζωή μου.
Τα μαθηματικά πρόσφεραν στον Τένγκο έναν αποτελεσματικό τρόπο απόδρασης. Καταφεύγοντας στον κόσμο της μαθηματικής έκφρασης, γλίτωνε από το ενοχλητικό κλουβί της πραγματικότητας. (…) η σαφήνεια και η απόλυτη ελευθερία τους τον τραβούσαν σαν μαγνήτης και του είχαν γίνει απαραίτητες για την επιβίωσή του. Μόλις μπήκε όμως στην εφηβεία, άρχισε να του ενισχύεται η αίσθηση πως τα μαθηματικά ίσως και να μην τον κάλυπταν. Όποτε επισκεπτόταν τον μαθηματικό κόσμο, δεν είχε πρόβλημα, όταν όμως επέστρεφε στον πραγματικό (όπου έπρεπε να επιστρέψει), έβρισκε τον εαυτό του στο ίδιο και απαράλλαχτο κλουβί.
Έτσι, ο Τένγκο αρχίζει και παίρνει αποστάσεις από τον κόσμο των μαθηματικών και αναζητά μια άλλου είδους πραγματικότητα, στο χώρο της αφήγησης… Το δάσος με τις ιστορίες άρχισε να ασκεί μεγαλύτερη έλξη στην ψυχή του. Βέβαια, ακόμα και η ανάγνωση μυθιστορημάτων αποτελούσε απλώς άλλη μια μορφή απόδρασης. Όσο μεγάλωνε, περισσότερο τον ενδιέφερε ο αφηγηματικός υπαινιγμός.
Τα πράγματα στη ζωή δε διανύουν πάντα τη μικρότερη απόσταση. Τα μαθηματικά, πώς να το πω, παρά είναι κοντά στη φύση. Τα βλέπω σαν ένα όμορφο τοπίο. Όταν γράφω μια ιστορία, χρησιμοποιώ λέξεις για να αντικαταστήσω το τοπίο γύρω μου με κάτι πιο οικείο. Ξαναφτιάχνω το τοπίο από την αρχή δηλαδή. Έτσι, επιβεβαιώνω αδιαμφισβήτητα την ύπαρξή μου μέσα στον κόσμο.
Ως συγγραφέας λοιπόν ο Τένγκο αναλαμβάνει να επεξεργαστεί τεχνικά ένα μυθιστόρημα πρωτόλειο που δεν είναι δικό του, τη «Χρυσαλλίδα του αέρα» της Φουκαέρι, που προτείνεται για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα. Σ’ αυτό το σημείο της πλοκής ο Μουρακάμι έχει την ευκαιρία να αναφερθεί με διεισδυτικό τρόπο σε θέματα που αφορούν την αφήγηση και το «χτίσιμο» μιας ιστορίας (- Δεν μ’ ενδιαφέρει η μορφή/-Δε σ’ ενδιαφέρει η μορφή/-Η μορφή δεν έχει νόημα).

Η Φουκαέρι, το τρίτο σε σημασία πρόσωπο μέσα σ’ όλο το έργο,  είναι 17 χρονών, παρουσιάζεται με ασυνήθιστες ιδιότητες κι έχει τους δικούς της προσωπικούς κώδικες συμπεριφοράς.  Είναι σα μινιατούρα, με μεγάλα μάτια (τα βλέφαρά της δεν τρεμόπαιζαν σχεδόν καθόλου/κάθε χροιά καθημερινότητας απουσίαζε εντελώς από την έκφρασή της/είχε κάτι που προσέλκυε και αναστάτωνε συνάμα). Δρα καταλυτικά στην όλη πλοκή, αλλά αρχικά στην ψυχολογία του Τένγκο: με τη δεκαεπτάχρονη Φουκαέρι ο Τένγκο ένιωθε την καρδιά του να λιώνει. Έμοιαζε λίγο με το τρέμουλο που είχε αισθανθεί όταν την πρωτοείδε στη φωτογραφία. Δεν ήταν ερωτικό ή σεξουαλικό σκίρτημα. Ένιωθε κάτι σαν να είχε τρυπώσει μέσα του από μια μικρή χαραμάδα και είχε αρχίσει να καλύπτει ένα κενό. Το κενό δεν το είχε δημιουργήσει η Φουκαέρι. Υπήρχε μέσα του από πριν. Εκείνη απλώς το φώτισε μ’ ένα ιδιαίτερο φως κι είχε γίνει εμφανές.
Η Φουκαέρι είναι η κόρη του «Αρχηγού». Έτσι συνδέονται οι δυο ιστορίες, του Τένγκο και της Αομάμε. Ο αναγνώστης παρακολουθεί την εξέλιξη κάθε μιας και βλέπει πως κάποια στιγμή τέμνονται. Η Φουκαέρι είναι καταλύτης σ’ όλη την ιστορία όχι μόνο γιατί ο πατέρας της/«Αρχηγός» αποτελεί το κοινό σημείο, αλλά γιατί η ίδια ανήκει στον «παράλληλο» κόσμο του 1Q84. Σύντομα ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι τα στοιχεία που υπάρχουν  στο βιβλίο της δεν είναι αποτελέσματα εφηβικής φαντασίας∙  η Χρυσαλλίδα, τα Ανθρωπάκια κλπ είναι «αληθινά», αναφέρονται σε βιώματα και αφορούν αυτόν τον παράλληλο κόσμο για τον οποίο  έχουν υπάρξει ήδη αρκετές νύξεις.  Είναι το «μεταφυσικό στοιχείο»  (σχέση ανθρώπου με την «πραγματικότητα») που έχουμε δει και σ’ άλλα βιβλία του Μουρακάμι, αλλά εδώ αποτελεί κεντρικό στοιχείο της πλοκής.
Προσωπικά με απωθούν οι αναφορές σε υπερφυσικά/μεταφυσικά συμβάντα, τα θεωρώ αυθαίρετα αλλά… όταν μ’ αρέσει το βιβλίο, προσπαθώ να τα εντάξω είτε σε ένα πλαίσιο φαντασίας και συμβολισμών (όπου ο συγγραφέας πρέπει να είναι πολύ μάστορας για να μην είναι η αφήγηση αφελής) είτε σε ψυχολογικό πλαίσιο (δηλαδή ότι αποτελούν έκφραση ψυχολογικών διακυμάνσεων). Τίποτα από τα δυο όμως εδώ δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Οι εκτεταμένες αναφορές και η εμμονή στη μεταφυσική των δυο φεγγαριών και του 1Q84 δεν επιτρέπουν ποιητικές ή ψυχολογικές ερμηνείες. Αντίθετα, η επινόηση αυτή καθαυτή των Ανθρωπακιών, του Δέκτη και του Αντιλήπτορα, της ντότα, της μόδα της μυστικιστικής  συνουσίας και εκσπερμάτωσης  κλπ κλπ είναι καθοριστικά στην πλοκή και μου φάνηκαν άστοχα έως απωθητικά. Παρόλ’ αυτά, ο Μουρακάμι είναι κάτι παραπάνω από μάστορας, έχει μαγικό γράψιμο, είναι συναρπαστικός, έχει απίστευτη παραστατική και περιγραφική δύναμη η πένα του, κι έτσι -για μένα τουλάχιστον- αυτές οι ανορθολογικές αποκλίσεις, (ενώ σ’ άλλη περίπτωση θα μ’ έκαναν να παρατήσω το βιβλίο), είναι στα όρια του ανεκτού.
Δεν είναι σκόπιμο φυσικά να αναφερθεί κανείς εκτενώς στην πλοκή, που άλλωστε είναι δαιδαλώδης στο τρίτομο αυτό μυθιστόρημα.  Είναι άξια λόγου η απροσδόκητη ανατροπή σχετικά με τη δολοφονία του «Αρχηγού», κι αυτό γιατί η Αομάμε, στυγνή επαγγελματίας, ενώ  είναι αποφασισμένη να τον σκοτώσει αυτοπαγιδεύεται.  Παρόλο που όλα στο δολοφονικό σχέδιο πάνε «ρολόι». Η δολοφονία γίνεται ηθελημένος θάνατος και οι λέξεις αποκτούν άλλο νόημα. Η Αομάμε ανοίγει έναν εκπληκτικό διάλογο με τον άνθρωπο που πρόκειται να σκοτώσει, κι εμπλέκεται έντεχνα στη φιλοσοφία και τη γνώση που υπερβαίνει τη δική της και που ανήκει στην άλλη πραγματικότητα, του 1Q84.

1Q84
Ως τώρα νόμιζα πως μπλέχτηκα με το 1Q84 γιατί κάποιος άλλος το θέλησε, πως κάτι προξένησε επίτηδες μια εκτροπή στη σιδηροτροχιά. Το τρένο όπου επέβαινα άφησε την κεντρική γραμμή και μπήκε σε έναν παράξενο καινούργιο κόσμο. Και ξαφνικά βρέθηκα εδώ, στον κόσμο με τα δυο φεγγάρια, τον στοιχειωμένο από τα Ανθρωπάκια. Όπου υπάρχει μια είσοδος αλλά καμία έξοδος.
Η πρώτη νύξη μιας υπερφυσικής πραγματικότητας είναι ο τίτλος. Η Αομάμε ανακαλύπτει κάποια στιγμή ότι έχει από καιρό περάσει σε μια νέα κατάσταση, σ’ έναν καινούριο κόσμο όπου ισχύουν άλλοι κανόνες κι άλλα γεγονότα έχουν συμβεί που δεν τα είχε προσέξει (π.χ. ότι οι αστυνομικοί είχαν παλιομοδίτικα ρεβόλβερ) κι έτσι ονομάζει τον καινούριο αυτόν κόσμο 1Q84, σε αντίθεση με τον συμβατικό που είναι η χρονολογία 1984. Όπου το Q θα στέκει για «question mark», το ερωτηματικό. Ένα κόσμος γεμάτος ερωτήματα. Είτε μ’ αρέσει είτε όχι, τώρα βρίσκομαι στο έτος 1Q84. Δεν υπάρχει πουθενά το έτος 1984 που ήξερα. Τώρα είναι το 1Q84. Ο αέρας άλλαξε, το τοπίο άλλαξε. Πρέπει να προσαρμοστώ σ’ αυτόν τον κόσμο με τα ερωτήματα το συντομότερο δυνατόν. Σαν ζώο που το άφησαν σ’ ένα καινούριο δάσος. Αν θέλω να προστατέψω τον εαυτό μου και να επιβιώσω, πρέπει να μάθω τους κανόνες αυτού του χώρου και να προσαρμοστώ.
Ίσως και η επιλογή της χρονολογίας 1984 από τον Μουρακάμι να μην είναι τυχαία. Του δίνεται η ευκαιρία, να δώσει κι άλλη διάσταση στο δικό του βιβλίο με την αναφορά στο βιβλίο του Όργουελ: η Ιστορία ξαναγράφεται αδιάκοπα. Ο κεντρικός ήρωας δουλεύει σ’ ένα κρατικό γραφείο και, αν θυμάμαι καλά, η δουλειά του είναι να ξαναγράφει τις λέξεις. Όποτε γράφεται εκ νέου η Ιστορία, όλες οι παλιές πετιούνται στα σκουπίδια. Στην πορεία οι λέξεις κατασκευάζονται από την αρχή και το νόημα στις τρέχουσες λέξεις αλλάζει. Και επειδή η Ιστορία  ξαναγράφεται τόσο συχνά, κανείς πια δεν ξέρει τι είναι η αλήθεια. (…) Η μνήμη μας απαρτίζεται από τις αλληλένδετες ατομικές και συλλογικές μας μνήμες. Και η Ιστορία είναι η συλλογική μας μνήμη.
Ο κόσμος της Χρυσαλλίδας του αέρα δεν είναι φανταστικός. Ήταν ο πραγματικός κόσμος, όπου αν χάραζε το δέρμα μ’ ένα μαχαίρι, θα ξεπηδούσε κόκκινο αίμα. Στον ουρανό του έβγαιναν δυο φεγγάρια, το ένα δίπλα στο άλλο.
Στον κόσμο αυτόν, ο χρόνος αποκτά  άλλη υπόσταση, όχι γραμμική (οι άνθρωποι βλέπουν τον κόσμο ευθύγραμμα, σαν ένα ίσιο μαύρο ραβδί με μια εγκοπή δηλαδή. Στο μπρος τμήμα το μέλλον, στο πίσω το παρελθόν, όμως στην πραγματικότητα ο χρόνος δεν είναι ευθύγραμμος/για ένα δευτερόλεπτο μπόρεσε να σπρώξει προς τα μέσα και να ανοίξει την πόρτα του χρόνου. Παλιό φως και νέο έγιναν ένα. Όπως και ο παλιός αέρας με τον καινούριο.
Κι αλλού:  
Ο χρόνος κλέβει λίγο λίγο τη ζωή μας. Δεν πεθαίνουμε όταν έρθει η ώρα μας. Πεθαίνουμε σταδιακά μέσα μας, ως την ημέρα του τελικού λογαριασμού. Κανένας μας δε θα ξεφύγει.

Η συμφωνιέτα του Γιάνατσεκ, η έξοδος κινδύνου στο συγκεκριμένο σημείο της Εθνικής Οδού κ.α. αποτελούν  στοιχεία που οδηγούν στο πέρασμα στον κόσμο του 1Q84. Ο Μουρακάμι συνηθίζει να προσθέτει στα σκηνικά του μοτίβα-πινελιές που συνθέτουν μια μυστηριακή ατμόσφαιρα, όπως  οι πεταλούδες της «κυρίας», οι ερωτήσεις χωρίς ερωτηματικό της Φουκαέρι, η κουρούνα που έρχεται στο σπίτι της Αομάμε (οι κουρούνες δε σκέφτονται το χρόνο), τα αποσπάσματα  του Τσέχοφ για τη Σαχαλίνη, ο εισπράκτορας που χτυπά τα κουδούνια απειλώντας. Στοιχεία μυστηρίου που δεν έχουν συνέχεια, ούτε εξήγηση, ούτε λύση. Αλλά φυσικά δεσπόζει το μοτίβο με τα δυο φεγγάρια, τα δυο φεγγάρια που διακρίνουν στον ουρανό όσοι έχουν περάσει στο  1Q84. Δυο φεγγάρια πλάι-πλάι/ακόμα κι όταν δεν τα κοιτώ εγώ, με κοιτούν αυτά /έχουν κλέψει κάθε λογική σύνδεση /τα δυο φεγγάρια στον ουρανό αναστάτωναν τον εσωτερικό της κόσμο. Θα πρέπει να επηρέαζαν ελαφρά την ισορροπία της βαρύτητας της γης και συγχρόνως κάποιες λειτουργίες στον εσωτερικό της κόσμο.

Εγώ είμαι ένα κομμάτι αυτού του κόσμου 
κι ο κόσμος είναι ένα κομμάτι δικό μου.

Τέλος, νομίζω ότι ο Μουρακάμι στο συγκεκριμένο βιβλίο πάνω απ’ όλα προτείνει ένα νόημα, προσπαθεί δηλαδή να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη του ανθρώπου στον κόσμο ∙προβάλλει ένα είδος  σπάνιας επικοινωνίας που μπορεί να διαδραματιστεί ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, μια αγάπη/έρωτα  άλλου βεληνεκούς κι άλλης σημασίας, που προδιαγράφεται από μυστικιστικούς όρους (Δέκτης/ Αντιλήπτορας,  ντότα/μόδα)  και παραπέμπουν ελαφρώς στην ανατολική φιλοσοφία. Η αγάπη αυτή που διαχέεται και στα τρία βιβλία, δεν είναι παθητική αλλά είναι συνειδητή και ενεργητική αναζήτηση (αν μπορέσεις να αγαπήσεις κάποιον με όλη σου την ψυχή, έστω και έναν, υπάρχει σωτηρία στη ζωή αυτή. Ακόμα κι αν δεν είστε μαζί). Έχει τη δύναμη θρησκείας που παρόλ αυτά πείθει(Αρχηγός: η αγάπη που λες έχει αποδέκτη ένα συγκεκριμένο πρόσωπο;/ναι, απευθύνεται σ΄ έναν συγκεκριμένο άντρα/σα να μου φαίνεται πως δεν έχεις καμιά ανάγκη τις θρησκείες, γιατί αυτή καθαυτή η κατάστασή σου  προσιδιάζει στην ουσία της θρησκείας).

Στον πυρήνα μου έχω αγάπη. Θα αγαπάω τον δεκάχρονο Τένγκο με τη δύναμη, την εξυπνάδα και την ευγένειά του για πάντα/ακόμα κι αν γίνω τελείως διαφορετική, την αγάπη μου για τον Τένγκο κανείς δεν θα μπορέσει να μου την πάρει.

Σ’ ετούτον τον κόσμο ήρθαμε για να συναντηθούμε. Δεν το ξέραμε απ’ την αρχή, αλλά γι’ αυτόν τον σκοπό ήρθαμε. Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχω σ’ αυτόν τον κόσμο. Ή μάλλον, για να το πούμε ανάποδα, αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που ετούτος ο κόσμος υπάρχει μέσα μου. Ή μπορεί να αποτελεί ένα παράδοξο που αναπαράγεται αέναα μέσα από δυο αντικριστούς καθρέφτες. Εγώ είμαι ένα κομμάτι αυτού του κόσμου κι ο κόσμος είναι ένα κομμάτι δικό μου.
Είμαι ένα αναπόσπαστο στοιχείο της ιστορίας του Τένγκο. Γι αυτό και βρίσκομαι τώρα εδώ, ως παθητική ύπαρξη. Παίζω δηλαδή ένα δεύτερο ρόλο, μιας ανίδεης ηθοποιού που περιπλανάται στα τυφλά, χαμένη στην πυκνή ομίχλη.
Αλλά το θέμα δεν τελειώνει εδώ, το θέμα δεν τελειώνει εδώ.

Δεν είμαι  μόνο μια παθητική ύπαρξη που βρίσκεται εδώ γιατί κάποιος άλλος το θέλησε. Ισχύει σίγουρα κι αυτό. Ταυτόχρονα όμως εγώ το διάλεξα να βρεθώ εδώ.

Βρίσκομαι εδώ χάρη στη δική μου ανεξάρτητη θέληση.

Χριστίνα Παπαγγελή 

2 σχόλια:

Βιβή Γ. είπε...

Τρίτομος Μουρακάμι και το ζουμερό πενηντάρι που κοστίζει:η ανάγνωσή του(όπως)κι άλλων νέων τίτλων μεταφέρεται στο μέλλον και όχι το εγγύς...

Επιλέγω να τον διαβάσω,παρόλο που με έβαλες σε πολύ μεγάλο πειρασμό τώρα με τα γραφόμενά σου, όταν κι αν μπαγιατέψει και πέσει σε τίποτα προσφορές.


Καλή εβδομάδα!

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Καλή βδομάδα, καλό μήνα κλπ! Ὀπως είδες, είχα τις επιφυλάξεις μου, αλλά είναι γοητευτικός ο άτιμος ο Μουρακάμι...
Όσο για το κόστος, τη σήμερον ημέρα πρέπει να έχουμε καμιά δεκαριά βιβλιόφιλους φίλους και να κάνουμε ανταλλαγές!