Κυριακή, Μαρτίου 04, 2012

Η έκλειψη, Τζων Μπάνβιλ

Είναι το μέλλον που προσπαθεί να συνομιλήσει μαζί μου από δω,
μέσα απ’ αυτές τις σκιές του παρελθόντος;
Δεν θέλω να ακούσω αυτά που έχει, ίσως, να μου πει.


Ένας πενηντάχρονος ηθοποιός αποφασίζει, για προσωπικούς /εσωτερικούς λόγους, να αποσυρθεί και να απομονωθεί στο παλιό, εγκαταλειμμένο και μοναχικό πατρικό του σπίτι, προκειμένου να αναστοχαστεί τη ζωή του. Παρακολουθούμε αυτήν την καταβύθιση στο «είναι» βήμα- βήμα, εφόσον αφηγείται ο ίδιος σε πρώτο ενικό, περιγράφοντας αναλυτικά κάθε αποτύπωμα που του αφήνει η επαφή με τα απομεινάρια του παρελθόντος στις αισθήσεις, στα συναισθήματα, στη συνείδηση και αναδιαμορφώνοντας, μ’ αυτόν τον τρόπο, το παρόν (τι είναι αυτό που υπάρχει στο παρελθόν και κάνει το παρόν συγκριτικά να φαίνεται τόσο χλομό και αβαρές;).
Η δύναμη που τον σπρώχνει σ’ αυτήν την απομόνωση φαίνεται να είναι αρχικά η αναζήτηση του «αληθινού» εαυτού του που επικαλύφτηκε «ανεπαισθήτως» από τα προσωπεία/ρόλους τους οποίους προσπάθησε, ως ηθοποιός, να υποδυθεί κατά καιρούς. Όμως, στη συνέχεια θα γίνει αντιληπτό ότι η ασφυκτική οικογενειακή ατμόσφαιρα ήταν κι αυτή- ίσως- ένας λόγος φυγής, απόδρασης (Συνειδητοποίησα ότι βαρέθηκα. Η βαρεμάρα είναι αδερφή της μιζέριας, να κάτι που ανακαλύπτω). Μια σύζυγος κυριαρχική και μια ψυχολογικά διαταραγμένη κόρη, ήταν ίσως οι «άρπυιες» από τις οποίες προσπάθησε να δραπετεύσει ο Αλεξάντερ Κληβ, αλλά φυσικά χωρίς αποτέλεσμα.
Οι πρώτες μέρες κυλάνε με σκληρή δουλειά (καθαριότητα, κηπουρική) και πολλές βουτιές στο παρελθόν. Ανατρέχει στον νεκρό πατέρα και στη νεκρή μητέρα (ο πατέρας μου είναι πιο ζωντανός για μένα τώρα απ’ όσο ήταν όσο ζούσε). Προσπαθεί να συνδέσει τις εύθραυστες κλωστές των ιστοριών πάνω στις οποίες η μνήμη γαντζώνει τα νύχια της μεταφέροντας σε μας απίθανες εικόνες σαν αυτές που καθηλώνουν του καθένα τη μνήμη∙ αλλά βλέπει και οπτασίες/φαντάσματα (όχι, τα φαντάσματα δεν έρχονται όταν τα ζητάω κι αυτό με μπερδεύει), έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι είναι πλάσματα του νου (κάποια τέτοια εμπειρία εξομολογήθηκε κι ο ίδιος ο Μπάνβιλ ότι είχε, όταν πέθανε η μητέρα του, βλ. παρουσίαση του Ηλία Μαγκλίνη στην Καθημερινή, στις 5 Μαρτίου του 2010).


Νόμιζα ότι ο γυρισμός μου εδώ θα έδινε μια προοπτική στα πράγματα, ένα σημείο αναφοράς από το οποίο μπορούσα να ερευνήσω τη ζωή μου, όταν όμως γυρίζω τώρα να κοιτάξω αυτά που άφησα πίσω μου, βασανίζομαι από μια παραλυτική απορία: πώς κατάφερα να συσσωρεύσω τόσα από τη ζωή, προφανώς χωρίς κόπο, ή έστω, κάτω από πλήρη συνείδηση; - τόσα, που κάτω απ’ αυτό το βάρος δεν μπορώ καν να προσπαθήσω να εντοπίσω την πραγματική ουσία του εαυτού μου, αυτήν που ήρθα για να βρω, που πρέπει να κρύβεται κάπου, κάτω από το σωρό των πεταμένων προσωπείων μου.
Και παρακάτω:
Πιστεύω ότι ασχολήθηκα με το θέατρο για να υποδυθώ μια σειρά χαρακτήρες που θα ήταν μεγαλύτεροι, σπουδαιότεροι, σοβαρότεροι και πιο βαρυσήμαντοι απ’ αυτό που θα μπορούσα ποτέ να ελπίζω ότι θα είμαι. Μελέτησα, ω, πόσο μελέτησα για το ρόλο, εννοώ το ρόλο του να γίνομαι κάποιος άλλος, ενώ παράλληλα κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω τον αυθεντικό εαυτό μου.
Έκανε μαθήματα ορθοφωνίας, μπαλέτο, έμαθε να ξιφασκεί, έκανε θεωρητικά μαθήματα.

Επεδίωκα μιαν ολοκληρωτική μεταμόρφωση, τη μεταμόρφωσή μου σ’ ένα θαυμαστό καινούριο πλάσμα. Ήταν αδύνατο, όμως. Αυτό που επιθυμούσα ήταν υπόθεση κάποιου θεού - θεού ή μαριονέτας. Έμαθα να παίζω θέατρο, αυτό ήταν όλο, πράγμα που σημαίνει ότι έμαθα να παίζω πειστικά το ρόλο ενός ηθοποιού που δεν φαίνεται ότι παίζει θέατρο. Αυτό δε με οδήγησε στην εξωπραγματική μεταμόρφωση που είχα επιθυμήσει με τέτοιο πάθος.


Ζήτημα ταυτότητας, επομένως τίθεται πρωταρχικά. Στο πρώτο διάστημα στο πατρογονικό σπίτι ο Άλεξ κινείται μεταξύ πραγματικότητας, φαντασίας και ονείρου, ψάχνοντας μεσ’ στο παρελθόν να βρει στέρεο έδαφος (έχω φτάσει σε σημείο να μην εμπιστεύομαι ούτε τα πιο στερεά αντικείμενα, να μην είμαι βέβαιος ότι δεν είναι παρά απλές αντανακλάσεις του εαυτού τους που μπορεί από στιγμή σε στιγμή να τρεμοπαίξουν και να χαθούν. (…) Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της παραίσθησης και του αντιθέτου της γίνεται για μένα όλο και πιο θολή, σε σημείο εξαφάνισης. Δεν κοιμάμαι ούτε είμαι ξύπνιος, βρίσκομαι όμως σε μια αποχαυνωμένη για μένα κατάσταση∙ είναι σα να είσαι συνέχεια μισομεθυσμένος, σα να βρίσκεσαι σε μια υπερβατική μέθη).
Κι έπειτα είναι και η ιδιαίτερη, παθολογική περίπτωση της κόρης του, της Κας, που η σκέψη της του δημιουργεί ένα άγριο βουητό συναισθημάτων. Οι δυο σελίδες με τις οποίες μάς περιγράφει ο ήρωας για πρώτη φορά τα σύνδρομα της κόρης του (εμμονές, καταθλίψεις, παραξενιές, μαύρες μέρες και βίαιες, άγρυπνες νύχτες, φευγαλέο, λοξό χαμογελαστό βλέμμα/ με απίθανο τρόπο συνδέει τα γεγονότα που συμβαίνουν στον κόσμο με τη μοίρα της/οτιδήποτε συμβαίνει, είναι πεπεισμένη ότι σχετίζεται και έχει προσωπική αναφορά στην ίδια ) δίνουν ανάγλυφα όλο το περίγραμμα και είναι μια οδυνηρή τομή, η διάγνωση της δικής του απόγνωσης. Η αίσθηση ότι όλα είναι ένα σχέδιο για να πληρώσει ο ίδιος κρίματα που διέπραξε σ’ ένα μακρινό παρελθόν.
Όμως η μοναξιά διακόπτεται εκβιαστικά, πρώτα πρώτα γιατί ο Κουέρκ, αυτός που πρόσεχε το σπίτι όλ’ αυτά τα χρόνια, επιβάλλει την παρουσία της παράξενης δεκαπεντάχρονης κόρης του, της Λίλη, για να κάνει τις σπιτικές δουλειές (μελετάω τη συμπεριφορά της με μια ένταση που αγγίζει τα όρια της υπερβολής. Είναι ένας ζωντανός γρίφος τον οποίο έχω κληθεί να λύσω). Στη συνέχεια αποκαλύπτεται ότι κι οι δυο (Κουέρκ και Λίλη) μένουν σε κάποιο δωμάτιο του τεράστιου σπιτιού διαταράσσοντας έτσι αμετάκλητα την ισορροπία που προσπαθεί να βρει ο Άλεξ.
Και τέλος, έρχεται η Λίντια, η γυναίκα του, χωρίς να το έχει ανακοινώσει από πριν (η ζωή, η ζωή είναι πάντα μια έκπληξη. Τη στιγμή που νιώθεις ότι την έχεις πιάσει από τα μαλλιά, ότι έχεις μάθει τέλεια το ρόλο σου, κάποιος από το θίασο θα έχει την έμπνευση να αρχίσει να αυτοσχεδιάζει και όλο το έργο θα αποδιοργανωθεί). Οι αναμνήσεις ανασύρονται τώρα από το πιο πρόσφατο παρελθόν, είναι σχεδόν παροντικές και αναδιατάσσονται για να δοθεί ένα νόημα, να διαφανεί μια επιτέλους ταυτότητα. Όμως η Λίντα ακυρώνει συνέχεια την προσωπικότητα του Άλεξ με μεγάλη ευκολία, του εκτοξεύει κατηγορίες που τον καθηλώνουν, ενώ γρήγορα αλλάζει διάθεση και τον προκαλεί ερωτικά (υπάρχει κάτι που δεν είναι δίκαιο, κάτι που αγγίζει το ανήθικο, στον τρόπο που αφήνει την οργή της να μετουσιωθεί με τέτοια ευκολία σε κάποιο άλλο είδος πάθους. (…) Φαίνεται να θεωρεί όλες αυτές τις ανταλλαγές πυρών που εμένα με αφήνουν γεμάτο τρύπες μέσα από τις οποίες σφυρίζει ανεμπόδιστα ο αέρας της αυτογνωσίας, ελαφρούς αστεϊσμούς, χαριτωμένα πειράγματα εραστών ή ακόμα, όπως την τελευταία νύχτα, ένα είδος προκαταρκτικών παιχνιδιών).


Η βόλτα του Άλεξ στο τσίρκο, με συντροφιά την γεμάτη έξαψη Λίλη, και η τόσο εκτενής και συναρπαστική περιγραφή εικόνων και συναισθημάτων, δίνει την αίσθηση ότι αποκαθίσταται μια «φυσιολογική» σχέση του πρωταγωνιστή με την, έστω και εικονική, κόρη, ότι δηλαδή παίρνει σάρκα και οστά, ωριμάζει και ολοκληρώνεται η τραυματισμένη ταυτότητά του ως πατέρα. Ένα είδος κάθαρσης πριν την τελική πράξη. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι αμέσως μετά μαθαίνει για τον εκούσιο θάνατο της Κας. Κι όμως, αποκαλύπτεται προς το τέλος του βιβλίου, ότι ήταν ίσως αυτός που περισσότερο ένιωθε και κατανοούσε τη διαταραγμένη προσωπικότητα της πραγματικής του κόρης. Άλλωστε, «σκύβει» με ιερή προσοχή πάνω από τις αποκλίνουσες περιπτώσεις, πάνω από τους κατατρεγμένους, τους δύσμορφους (ομολογώ ότι πάντα με ενδιέφεραν οι ανωμαλίες της φύσης. Το δικό μου ενδιαφέρον, όμως, δεν είχε να κάνει με το ζήλο που επιδεικνύει το πρόστυχο πλήθος μπροστά σ’ ένα αποτροπιαστικό σόου με διάφορες τερατόμορφες ανθρώπινες υπάρξεις, ούτε έχει να κάνει, επιμένω, με το βλέμμα του ερευνητή ανθρωπολόγου ή τη λαγνεία του αίματος του άσπλαχνου ανατόμου∙ είμαι σίγουρος ότι έχω πράγματα να μάθω από τους βασανισμένους, ότι έχουν να πουν νέα από κάπου αλλού, από έναν κόσμο όπου οι ουρανοί είναι διαφορετικοί και τριγυρίζουν παράξενα πλάσματα που οι νόμοι δεν είναι οι δικοί μας, έναν κόσμο που θα γνώριζα αμέσως αν μπορούσα να τον δω).

«Καμπανάκι, και η αυλαία ανεβαίνει για την τελευταία πράξη».

Είναι η αναγγελία του θανάτου της Κας, που ανατρέπει τα πάντα, αλλά και εξισορροπεί τα πάντα, δίνοντας μια ισχυρή ώθηση στο ταξίδι αυτό της αυτογνωσίας. Οι τραγικοί ποιητές είχαν άδικο, η θλίψη δεν είχε μεγαλοπρέπεια. Η θλίψη είναι γκρίζα, έχει γκρίζα μυρωδιά και γκρίζα γεύση και στα δάχτυλα αφήνει τη γκρίζα αίσθηση της στάχτης.
Το τελευταίο αυτό κεφάλαιο είναι διαποτισμένο από τις εικόνες του πένθους, της επίσκεψης στον τόπο του συντελεσμένου θανάτου, τις παράξενες χειρονομίες βοήθειας και παρηγοριάς, αλλά και τη λύτρωση από το φόβο, αυτό το παράδοξο είδος ανακούφισης (ναι, υπήρχε μια ανακούφιση. Γιατί τώρα που συνέβη το χειρότερο, δε θα ζούσα πια με το φόβο να συμβεί. Με ποιο τρόπο το μυαλό, χτυπημένο, συγκροτεί την πληγωμένη λογική του).
Η Κας ήταν έγκυος όταν αφαίρεσε τη ζωή της. Δεν δίνεται έμφαση όμως στο να γίνουν κατανοητά τα αίτια της αυτοκτονίας της. Αντίθετα περιγράφεται με λεπτομέρεια ο τόπος που διάλεξε να πεθάνει (ένα χαριτωμένο σημείο ήταν αυτό που διάλεξε η Κας για να πεθάνει), σα να κρύβεται εκεί το εφτασφράγιστο μυστικό της ύπαρξής της.


Τι έκανε σε κείνο το μέρος; Λες και δεν έφτανε το μυστήριο της ζωής της, τώρα πρέπει να αντιμετωπίσω και το μυστήριο του θανάτου της. Ανεβήκαμε τους στενούς δρόμους μέχρι το μικρό ξενοδοχείο στ οποίο είχε μείνει. Ήταν η ώρα της σιέστας, του μεσημεριανού ύπνου, και όλα μέσα στο σκηνικό ήταν ήρεμα, περιβαλλόμενα από πνιγηρή ζέστη, και καθώς προσπαθούσαμε να ανέβουμε τα λιθόστρωτα σοκάκια, μέναμε με το στόμα ανοιχτό, σα να μην πιστεύαμε το πόσο άκαρδη μπορεί να είναι αυτή η γραφικότητα που απλωνόταν ολόγυρά μας.


Χριστίνα Παπαγγελή

1 σχόλιο:

ο δείμος του πολίτη είπε...

Για αυτό το βιβλίο κι από αλλού άκουσα/διάβασα καλά λόγια.