Δευτέρα, Μαΐου 27, 2013

Solar, Ίαν Μακγιούαν

Ευχάριστα διαβάζεται το συγκεκριμένο έργο του εγγυημένου συγγραφέα, αλλά χωρίς να προσθέτει κάτι διαφορετικό σε ό, τι μέχρι τώρα μας έχει συνηθίσει… Δεν είναι τυχαίο που γράφω γι αυτό μετά από μήνες και χρειάστηκε να ξαναδιαβάσω κάποια σημεία γιατί δεν θυμόμουνα σχεδόν τίποτα… Ο κεντρικός ήρωας είναι κι εδώ (όπως και στο «Σάββατο») ένας μεσοαστός μεσήλικας, αυτή τη φορά όμως είναι νομπελίστας επιστήμονας στο ερευνητικό πεδίο, (βραβείο Νόμπελ για τη «θεωρία του Συγκερασμού Μπίαρντ- Αινστάιν»), προϊστάμενος του «Κέντρου» (ιδρύματος για την εξοικονόμηση ενέργειας λόγω της κλιματικής αλλαγής)· γυναικάς, με πέντε γάμους στο ενεργητικό του, με φιλενάδα, αλλά ακόμα ερωτευμένος με την πέμπτη του γυναίκα που τον έχει εγκαταλείψει. Επιπλέον είναι κοντός, χοντρός, φαλακρός, δυσκίνητος αλλά “έξυπνος”, από τους άντρες που για κάποιο λόγο ασκούν έλξη σε ορισμένες ωραίες γυναίκες. Τέλος, είναι επιθετικά απολιτικός -απ’την κορφή ως τα νύχια, όπως του άρεσε να λέει. Απεχθανόταν τα πύρινα μη επιχειρήματα, τις προσπάθειες κάθε πλευράς να παρερμηνεύσει και να διαστρεβλώσει τις απόψεις της άλλης, την αμνησία που περιτύλιγε κάθε ζήτημα με το που ανέκυπτε εξουδετερώνοντάς το. Κουρασμένος πια, γερασμένος, είχε να ασχοληθεί σοβαρά με την επιστήμη χρόνια και δεν πίστευε στη βαθιά εσωτερική αλλαγή παρά μόνο στην αργή εσωτερική και εξωτερική παρακμή. Με λίγα λόγια, ο ήρωάς μας δεν είναι και πολύ συμπαθητικός…
Αυτό είναι το πλαίσιο, κι ο Μακγιούαν με το αποστασιοποιημένο και αναλυτικό βρετανικό σατιρικό ύφος τύπου κάμπους νόβελ (θυμίζει αρκετά Ντέηβιντ Λοτζ ή Τζόναθαν Κόου) σχολιάζει την επιστημονική κοινότητα (επιστημονικά ταξίδια, συνέδρια, διαλέξεις, επιτροπές, επιχορηγήσεις κλπ), τη σύγχρονη ζωή, τη φθορά του γάμου, την οικολογική κρίση∙ με κέντρο πάντα τον κεντρικό ήρωα, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, περιγράφει από ξεκαρδιστικές (βλέπε σκηνή με πατατάκια στο τρένο) έως κωμικοτραγικές αλλά και τραγικές προσωπικές στιγμές. Η αντίθεση ανάμεσα στη γκλάμουρους επιστημονική δράση και τη μίζερη προσωπική παρακμή είναι  από τα στοιχεία που δίνουν ενδιαφέρον στο βιβλίο.
Ως διευθυντής του Κέντρου (πρωτοβουλία της κυβέρνησης Μπλαιρ για το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής), ο Μπίαρντ καλεί τους επιστήμονες να καταθέσουν σχέδια περί αέναης κίνησης και μηχανών overunity[1] με ένα μηχανικό μοντέλο. Με αφορμή τις εκατοντάδες αιτήσεις (σ΄αυτόν τον καταιγισμό ονείρων διέκρινε κάποια συγκεκριμένα μοτίβα) ο Γιούαν κάνει πικάντικες αναφορές στο πνεύμα αυτοθυσίας που υπάρχει στα φιλόδοξα αυτά άτομα,  στις μικρότητες του μικρόκοσμου των μεταδιδακτορικών επιστημόνων, στο ρόλο των εταιρειών, στη θεοποίηση της σύγχρονης φυσικής:
Κβαντική Μηχανική. Τι αποθήκη και τι χωματερή της ανθρώπινης φιλοδοξίας! Η απώτατη εκείνη επικράτεια όπου η μαθηματική αυστηρότητα κατατρόπωνε τον κοινό νου, όπου λογική και φαντασία συγχωνεύονταν. Εδώ οι επιρρεπείς στο μυστικισμό θα συναντούσαν ό, τι αναζητούσαν και θα προέτασσαν ως απόδειξη την επιστήμη. Τι απόκοσμη και όμορφη μουσική πρέπει να ήταν γι’ αυτούς τους πολυμήχανους άντρες η θεωρητική ακολουθία με την οποία γέμιζαν τον ελεύθερο χρόνο τους! Φασματική ασυμμετρία, υπερχορδές, εναγκαλισμός, κβαντικοί αρμονικοί ταλαντωτές κλπ κλπ.
Και:
Ηλιακή ενέργεια; Γνώριζε πολύ καλά τι ήταν, όμως ο όρος είχε μια διφορούμενη σημασιολογική άλω, σαν επίκληση-επωδός δρυΐδων της Νέας Εποχής, που με ποδήρεις χιτώνες χόρευαν γύρω από το Stonehenge στο σύθαμπο του μεσοκαλόκαιρου. Και επιπλέον δυσπιστούσε απέναντι σε οποιονδήποτε αναφερόταν συνέχεια στον «πλανήτη» για να αποδείξει ότι ήταν σκεπτόμενος.

Το αποκορύφωμα του σαρκασμού είναι στην περιγραφή της αποστολής στην Αρκτική μιας ομάδας επιστημόνων με τη συμμετοχή του Μπίαρντ για να παρακολουθήσουν το φαινόμενο υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ο ίδιος ο Γιούαν, απ’ ό, τι δηλώνει σε συνέντευξη[2], είχε ακολουθήσει μια παρόμοια αποστολή, που του έδωσε το έναυσμα για τη συγγραφή του βιβλίου. Πέρα από το φαιδρό περιστατικό με το πέος του που έγινε παγάκι όταν παράκουσε τους κανονισμούς κι αναγκάστηκε να κατουρήσει στην ύπαιθρο, και πέρα από το σασπένς του σκούτερ που δεν έπαιρνε μπρος ενώ η πολική αρκούδα πλησίαζε (στην ιστορία που α αφηγούνταν από δω και πέρα, και θα έπαιρνε σιγά σιγά τη θέση ανάμνησης πραγματικής, μια πολική αρκούδα είχε ορμήσει προς το μέρος του με ορθάνοιχτα σαγόνια, τον είχε πλησιάσει στα είκοσι μέτρα, και τότε μόνο είχε πάρει μπρος το σκούτερ του), το επεισόδιο όλο τονίζει τη χαώδη κατάσταση στην οποία περιπίπτει η ομάδα μετά από λίγο καιρό συμβίωσης σε συνθήκες πολικού ψύχους (αποδιοργάνωση, κλεψιές… «συσσωρευμένη εντροπία»).
Άλλο κεντρικό επεισόδιο από την προσωπική ζωή του Μπίαρντ,  που τον βυθίζει σε μια παρακμή χωρίς επιστροφή είναι η κατά λάθος παρουσία του στο θανατηφόρο ατύχημα του Τομ Άλντους, μεταδιδακτορικού φοιτητή με πολύ μεγάλο πάθος για τη θεωρία του Μπίαρντ, που όμως τα έφτιαξε με τη γυναίκα του τελευταίου. Η σκηνή συνάντησης του εραστή με τον σύζυγο είναι πάλι ξεκαρδιστική ωσότου ο νεαρός σκοντάφτει στο χαλί-παγίδα του ζεύγους και σκοτώνεται με λίγο γκροτέσκο τρόπο μπροστά στα μάτια του Μπίαρντ, χωρίς βέβαια να ευθύνεται ο ίδιος. Το ζήτημα περιπλέκεται ηθικά γιατί προκειμένου να έχει μπλεξίματα, ο Μπίαρντ στήνει το σκηνικό ώστε να ενοχοποιηθεί και να καταδικαστεί ο πρώην γκόμενος της γυναίκας του Μπίαρντ, που είναι έτσι κι αλλιώς κάθαρμα…  Ο δε μέγιστον, ο Μπίαρντ οικειοποιείται την ευρεσιτεχνία του νεκρού (ανεμογεννήτρια τετραπλής έλικας), διεκδικεί με μεγάλη πειστικότητα την πατρότητά της, και δρέπει τους καρπούς της ξένης δόξας.
Οι επιστημονικές συζητήσεις απλώνονται και στη σφαίρα της ηθικής. Η Αρχή της Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, σύμφωνα με κάποιον συνδαιτυμόνα, σηματοδοτούσε την απώλεια μιας «ηθικής πυξίδας» και τη δυσκολία διατύπωσης απόλυτων κρίσεων. Το θέμα αυτό επανέρχεται σε επιστημονική συζήτηση όπου η Νάνσυ Τεμπλ, καθηγήτρια Φιλοσοφίας της Επιστήμης, προσπαθεί να καταδείξει ότι το γονίδιο trim-5 όπως και οποιοδήποτε γονίδιο είναι «κοινωνικά κατασκευασμένο»! το γονίδιο δεν ήταν μια αντικειμενική οντότητα που απλώς περίμενε να αποκαλυφθεί από τους επιστήμονες. Ήταν εξολοκλήρου κατασκευασμένο από τις εικασίες τους.
(…) ο Μπίαρντ είχε ακούσει τις διαδόσεις με τις οποίες οι παράξενες ιδέες αποτελούσαν κοινό τόπο στα τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών. Φημολογούνταν ότι ήταν ρουτίνα για τους καθηγητές αυτών των τμημάτων να διδάσκουν στους φοιτητές τους ότι η επιστήμη δεν ήταν παρά ένα ακόμα σύστημα πεποιθήσεων που δεν είχε μεγαλύτερες αξιώσεις στην αλήθεια απ’ ό, τι η θρησκεία ή η αστρολογία. Όλα, ακόμα και οι αρρώστιες είναι πολιτισμικά καθορισμένα. Η νόσος του Χάντιγκτον, φερειπείν, ήταν κάποτε μια αφήγηση σχετικά με τη θεία τιμωρία και τον δαιμονισμό.   
Η ήπια και νηφάλια απάντηση του επιστήμονα Μπίαρντ προκάλεσε θυελλώδη αντίδραση της μεταμοντέρνας, υπέρμαχου του κοινωνικού κονστρουκτιβισμού καθηγήτριας. Ακολούθησε μια χιονοστιβάδα κατηγοριών στα media, όπως ότι είναι « ντετερμινιστής της γενετικής», «αναγωγιστής» (αγανακτισμένος ο Μπίαρντ είπε ότι χωρίς αναγωγισμό δεν θα μπορούσε να υπάρξει επιστήμη), ηγεμονικός, μέχρι και… νεοναζί!  Η σύγκρουση κορυφώνεται σε κάποια συζήτηση που διοργάνωσαν τα ΜΜΕ που καταλήγει σε… ντοματοπόλεμο, μέχρι που η δημοσιότητα έπαψε πια να ενδιαφέρεται για τον «νεοναζί καθηγητή»…
Τραγελαφική είναι και η συνάντηση του Μπίαρντ με τον καταδικασμένο υποτιθέμενο δολοφόνο του Άλντους, όπως και η προσωπική του ζωή με τη νεότατη και πολύ ερωτευμένη Μελίσσα που του «κλέβει» ένα παιδί και την ερωτική Νταρλίν.
Γενικά, ο Μακγιούαν δίνει με νατουραλιστικό και γκροτέσκο τρόπο μια όψη του «διανοούμενου», του σύγχρονου «επιστήμονα» που είναι κι αυτός θύμα της αλλοτρίωσης.

 Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Μηχανές που παράγουν περισσότερη ενέργεια απ όση καταναλώνουν.
[2] Στην Αρκτική πήγε τελικά με μια ομάδα καλλιτεχνών και επιστημόνων με οικολογικές ανησυχίες και έζησε για μια εβδομάδα σε ένα πλοίο, σε ένα παγωμένο φιόρδ. «Σε αυτές τις παγωμένες συνθήκες έκανα μεγάλες διαδρομές με την ομάδα και έναν οδηγό με όπλο, σε περίπτωση που συναντούσαμε πολικές αρκούδες. Συνολικά 25 άτομα ζούσαμε σε έναν πολύ μικρό χώρο, στο πλοίο, με αυστηρούς κανόνες. Επρεπε δηλαδή να αφήνουμε τις στολές και όλο τον εξοπλισμό μας σε μια μικρή αποθήκη προτού μπούμε στο πλοίο, ώστε να μην φέρνουμε μέσα πάγο και χιόνι. Και τα βράδια καθόμασταν γύρω γύρω και πίναμε κρασί, τρώγαμε και συζητούσαμε πώς θα σώσουμε τον κόσμο, τι πρέπει να κάνουμε για την κλιματική αλλαγή και βογγούσαμε για τον Τζορτζ Μπους και την αποτυχία του Ρίο και την αποτυχία των πάντων... γενικά το είδος του πεσιμισμού των διανοουμένων όταν μιλάνε για τον κόσμο».
Εν τω μεταξύ η κατάσταση στην αποθήκη με τον εξοπλισμό γινόταν όλο και περισσότερο χαοτική. «Δεν μπορούσαμε να βρούμε τα πράγματά μας και "τσιμπούσαμε" ό,τι βρίσκαμε και τελικά το χάος επεκτάθηκε σε κάθε γωνιά της αποθήκης», συνεχίζει ο Μακ Γιούαν. «Στο τέλος της εβδομάδας η κατάσταση ήταν τρομερή. Μου έκανε εντύπωση ότι παρ' όλες τις φιλοδοξίες μας για τη σωτηρία του πλανήτη δεν μπορούσαμε να οργανώσουμε ένα δωμάτιο. Και οι πιθανότητες να οργανώσουμε χώρες και ιδιώτες και οργανισμούς και κυβερνήσεις ήταν ξεκάθαρα κάτι πάνω από τις δυνάμεις μας. Σκέφτηκα, υπάρχει μια ανθρώπινη κωμωδία σ' αυτό... Δεν ήξερα τι θα έγραφα, αλλά τουλάχιστον είχα την ατμόσφαιρα του βιβλίου και πείσθηκα ότι μια δόση λυτρωτικού χιούμορ δεν έπρεπε να λείπει».

Δεν υπάρχουν σχόλια: