Σάββατο, Μαΐου 19, 2018

Ιστορίες ανθρώπων, Βασίλη Διακοβασίλη


Δώδεκα ανθρώπινες ιστορίες, με αφετηρία τους τη σύγχρονη πραγματικότητα λίγο ως πολύ, ξετυλίγονται μέσα στο μικρό αυτό βιβλίο -αυτοέκδοση  του αγαπητού φίλου, συναδέλφου-εκπαιδευτικού και συν-αναγνώστη (στη Λέσχη Δράμας) Βασίλη Διακοβασίλη.  Δώδεκα διηγήματα στα οποία καταθέτει κομμάτια απ’ τον κόσμο τον δικό του και των ανθρώπων γύρω του, απ’ τον τόπο καταγωγής του (Κάρπαθο), από τη μεγάλη πόλη (Θεσσαλονίκη), απ΄ τη ζωή του εκπαιδευτικού.
Όταν η ζωή λοιπόν γίνεται διήγημα∙ μέσα στα οποία μπορεί να αναγνωρίσει κανείς και τον εαυτό του, όπως στα δύο όπου περιγράφεται ο διορισμός του δασκάλου στο Καστελόριζο[1], ή η ψυχολογία των αναπληρωτών εκπαιδευτικών την εποχή της κρίσης που κάθε χρονιά τοποθετούνται σε καινούρια σχολεία κουβαλώντας ολόκληρο νοικοκυριό[2]. Απολαμβάνουμε τη μοναδικότητα της Καρπάθου και γενικότερα των Δωδεκανήσων στην ελληνική ιστορία, που γνώρισαν και  -πρόσφατα μάλιστα- την ιταλική κατοχή (ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα το 1947, ουσιαστικά εμφύλιο δεν έζησαν), την ιδιαίτερη πολιτική της εξέλιξη. Στο σήμερα αλλά και στο παρελθόν, όπως στο σύντομο, γουστόζικο  «Ένα καλοκαίρι kitsch», με τόσο γνώριμες εικόνες για όποιον έχει ζήσει τα καλοκαίρια στα τουριστικά νησιά τη δεκαετία του ’80. Η συνάντηση των ηρώων ξανά στο νησί των ερωτευμένων πριν από χρόνια, (τότε που ακόμα ζούσαν στο παρόν και ονειρεύονταν το μέλλον) στο διήγημα «Συνέχισε το δρόμο του!» και ο φευγαλέος έρωτάς τους στο σήμερα (τα σώματα και οι καρδιές να χορεύουν στο ρυθμό της νιότης τους), για να ξαναχαθούν οριστικά, ίσως δεν είναι κάτι τόσο συνηθισμένο. Αντίθετα, το «Ένα πικάπ με περίμενε στη γωνία», που περιγράφει τις κυριακάτικες εκδρομές στη θάλασσα με το αστραφτερό λεωφορείο που διέθετε και… πικάπ, πέρα από τη δραματική εξέλιξη παρουσιάζει και λαογραφικό ενδιαφέρον. 
Υπάρχουν όμως και ιστορίες εξαιρετικά ασυνήθιστες, απ’ αυτές που όταν τις διαβάζεις λες μέσα σου «πόση φαντασία έχει ο συγγραφέας», ιστορίες που, όπως μας διαβεβαίωσε ο συγγραφέας στη λέσχη, στην ουσία τους είναι εμπνευσμένες από πραγματικά γεγονότα (με απαραίτητες λογοτεχνικές παρεμβάσεις) και που επιβεβαιώνουν τον κανόνα ότι η πραγματικότητα ξεπερνά κάθε φαντασία. Πράγματι, είναι όχι απλώς ιστορίες  ανθρώπων, αλλά ανθρώπινες, όπου δηλαδή πρωταγωνιστεί η «ανθρωπινότητα», τα ιδιαίτερα πάθη των ανθρώπων που οδηγούν π.χ. έναν απ’ τους ήρωες να δουλεύει 40 (!) χρόνια στην ξενιτιά για να μπορέσει να παντρευτεί την πρώτη του αγάπη, στην κλειστή κοινωνία που ζητά απ' τον μέλλοντα σύζυγο να έχει οικονομική άνεση. Ή τον μοναχικό Περικλή, τον ήρωα του διηγήματος «Θε μου, η μητρική στοργή πού το βρήκε τόσο δηλητήριο;», που η «στοργή» της μάνας του, αλλά κυρίως η δική του αδυναμία να φύγει από τη μάνα, του χαντάκωσε όλη τη ζωή. Και στο διήγημα «Ο μόνος δρόμος» η ηρωίδα αγαπούσε τον τόπο της αλλά αυτός αντί να σε κάνει ελεύθερο, αντί να σου δίνει τη δύναμη να υψώνεσαι και να τον καμαρώνεις από ψηλά, σε κρατούσε κάτω, δεμένη σφιχτά, με αλυσίδες τους ίδιος τους ανθρώπους του. Η Μαρία, στις σπουδές της στη Θεσσαλονίκη, έρχεται σ επαφή μ’ άλλους κόσμους, άλλους ανθρώπους που έχουν άλλες ιστορικές μνήμες (εδώ ο συγγραφέας βρίσκει ευκαιρία να μας δώσει μια γεύση του εθνικού διχασμού στον εμφύλιο), που την οδηγούν στο να μεθοδεύσει την επανάστασή της (στη Θεσσαλονίκη η Μαρία ανέπνεε. Επιτέλους αισθανόταν ελεύθερη, παρά τη δικτατορία στην οποία ζούσαν).
Χαρακτηριστικό στοιχείο του ύφους είναι η απλότητα, οι συγκρατημένες συναισθηματικές πινελιές (Είμαι μόλις 22 χρόνων. Δεν έχω να πω κατι με τον εαυτό μου. Αυτό που θέλω είναι να γεμίσω την ψυχή μου με ζωή) και η συνοπτική αφήγηση∙ μεγάλες χρονικές περίοδοι  περιλαμβάνονται σε λίγες αράδες (με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που αυτό συνεπάγεται). Με λιγοστές εξαιρέσεις, τα διηγήματα (ειδικά της δεύτερης κατηγορίας) θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν τον σκελετό μιας νουβέλας ή ακόμα κι ενός μυθιστορήματος.
Ξεχωρίζει στη δομή αλλά και στο ύφος το δισέλιδο «Η ωραία εποχή», ένα ποιητικό σχέδιο ενηλικίωσης (σελήνη ολόγιομη και λαμπρή!... είσαι μόλις στα δεκάξι σου!), και το τελευταίο διήγημα του βιβλίου για το περιεχόμενο (το πρώτο που γράφτηκε, όπως μάθαμε απ’ τον συγγραφέα), που είναι εμπνευσμένο από μια μυθιστορηματική ηρωίδα, του βιβλίου του Θαραλούκι «Για εραστές και κλέφτες». Ο Διακοβασίλης συνεχίζει κατά το δοκούν την πλοκή με επίκεντρο την γοητευτική Ντολόρες, δίνοντας κατά τη γνώμη μου μια τραγική διάσταση (δεν θυμάμαι ακριβώς το ρόλο της Ντολορές στο αρχικό βιβλίο), ενώ ο τίτλος του διηγήματος «Μια συνηθισμένη ιστορία» έρχεται σε αντίθεση με το ασύνηθες περιεχόμενο.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] «Καστελόριζο, προ αεροδρομίου, προ Mediterraneo, προ διαγγέλματος Παπανδρέου»
[2] «Είναι κουτό, γιατρέ… ή μήπως δεν είναι και τόσο;»

Παρασκευή, Μαΐου 11, 2018

So long, Marianne, Κάρι Χεστχάμαρ


We met when we were almost young
Deep in the green lilac park
You held on to me like I was a crucifix
As we went kneeling through the dark
Oh, so long, Marianne
It's time that we began to laugh
And cry and cry and laugh about it all again

«Μαριάννε Ιλέν –Λέναρντ Κόεν: Μια ιστορία έρωτα» είναι ο υπότιτλος του βιβλίου, και δεν θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν δεν αφορούσε τον γνωστό και πολυαγαπημένο Λέναρντ Κόεν, που, ως γνωστόν, έζησε πολλά χρόνια στην Ύδρα (από το 1960 ως το 1967). Έτσι, βλέπουμε πώς το ελληνικό νησί έγινε τη δεκαετία του ΄60 πόλος έλξης για πολλούς καλλιτέχνες ευρωπαίους και Αμερικάνους, μια αποικία ξένων διανοούμενων που άλλαξε την τοπική κοινωνία.
Η αφήγηση περιστρέφεται βασικά γύρω από τη ζωή της Νορβηγίδας Μαριάννε Μιλέν που, μαζί με τον σύντροφό της, μετέπειτα Νορβηγό συγγραφέα Άξελ Γιένσεν, στην ηλικία των 22 και 25 χρονών αντίστοιχα (δηλ. το 1957) εγκατέλειψαν τη Νορβηγία για να ζήσουν «στο νότο» (το Όσλο του φαινόταν σαν παλιός, κολλημένος δίσκος). Παρορμητικός και φιλόδοξος ο Άξελ, ήπια και ανασφαλής η Μαριάννε,  ένα όμορφο ζευγάρι, αντισυμβατικό, κάνει πράξη το όραμα που μετέπειτα έθρεψε το κίνημα των παιδιών των λουλουδιών, του Μάη του ’68 κλπ: ελεύθερη ζωή, έρωτας, ταξίδια, φύση, τέχνη, αναζήτηση του εσωτερικού κόσμου, αναζήτηση της ελευθερίας. Η απόφαση να ζήσουν στην Ελλάδα προέκυψε κυρίως από την ανάγκη του Άξελ να γράφει απερίσπαστος, ενώ η χαμηλού προφίλ Μαριάννε ακολουθεί τον έρωτά της, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της (ο Άξελ οδηγούσε τη σχέση τους κι η Μαριάννε καταλάβαινε ότι, αν ήθελε να είναι μαζί του, τότε η συμβίωσή τους θα γινόταν ως επί το πλείστον με τους δικούς του όρους). Θυελλώδεις επιστολές έρωτα αλλά και «καθοδήγησης»  ωθούν τη Μαριάννε σ’ έναν δρόμο χειραφέτησης και αυτογνωσίας (θα μπορούσα να κάνω τα πάντα για σένα. Αλλά τη ζωη σου πρέπει να τη ζήσεις μόνη σου. Δεν μπορώ να τη ζήσω εγώ για σένα. Ούτε να δμιουργήσω εγώ για σένα. Όλα αυτά πρέπει να τα ανακαλύψεις μόνη σου. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι πραγματικά, στο βάθος είναι το καλύτερο για τον άλλο).
Η ελευθεριότητα με την οποία αντιμετωπίζει ο Άξελ όλες τις καταστάσεις τρομάζει την Μαριάννε, όπως και τον αναγνώστη. Φαίνεται εγωκεντρισμός και επιπολαιότητα να εγκαταλείπει τη Μαριάννε σε μια ξένη χώρα για μια άλλη γυναίκα, κι ακόμα περισσότερο όταν την παντρεύεται με χίλιες δυο υποσχέσεις, να την εγκαταλείπει ξανά μ’ ένα μικρό παιδί που ποτέ του δεν το πλησίασε (είναι; Ή μήπως είναι μια αντίληψη για την ελευθερία, που σπρώχνει τον άλλον στην αυτογνωσία;). Ακόμα περισσότερο αιφνιδιάζει τα ήθη όταν ζητά τη βοήθεια της Μαριάννε μετά το βαρύ τροχαίο ατύχημα της φιλενάδας του (και η Μαριάννε, που αγαπά τον Άξελ όσο τίποτα, ανταποκρίνεται).
Όμως η Μαριάννε ήδη είναι ερωτευμένη με τον Λέναρντ (η γνωριμία του Λέναρντ και της Μαριάννε ήταν σαν ένα αργό βαλς), που βρίσκεται πια εδώ και καιρό στην Ύδρα, μαζί μ’ έναν κύκλο νιόφερτων ξένων που είναι πια μόνιμοι κάτοικοι και δίνουν άλλο χρώμα στο νησί. Είναι μια δύσκολη περίοδος για τη Μαριάννε γιατί ψάχνει και κείνη την ταυτότητά της, έχοντας και τον μικρό Άξελ Γιόακιμ που, καθώς μεγαλώνει, έχει τις δικές του απαιτήσεις. Αναζητώντας τις ισορροπίες ανάμεσα στον πατέρα του παιδιού, το παιδί, τον Λέναρντ και τις προσωπικές της αναζητήσεις, πηγαινοέρχεται Νορβηγία, Ύδρα αλλά και στο Μόντρεαλ, την πατρίδα του Κοέν όπου κι εκείνος αναζητά την καλλιτεχνική του φυσιογνωμία.
Παρακολουθούμε τα πρώτα βήματα του Κοέν στο χώρο της τέχνης- δεν ήξερα προσωπικά ότι ξεκίνησε πάμφτωχος, ως συγγραφέας και ποιητής, ότι κυκλοφόρησαν ήδη δυο βιβλία του στα ελληνικά. Βλέπουμε να ξεδιπλώνεται η ευαισθησία του μέσα από το αρχείο της Μαριάννε (που πέθανε πρόπερσι), ή σε πρώιμα ή ανέκδοτα ποιήματα και τραγούδια. Ο Κοέν απογειώνεται με το τραγούδι  Suzanne (που ανακάλυψε η Τζούντι Κόλλινς)που σηματοδότησε όχι μόνο την αρχή μιας καριέρας, αλλά και το τέλος της μόνιμης παραμονής του στην Ύδρα, το 1967, εφόσον ήθελε να παρακολουθεί τις διεθνείς καλλιτεχνικές εξελίξεις. Η επαφή τουμε ονόματα όπως Τζάνις Τζόπλιν, Μπομπ Ντύλαν, Τζόνι Μίτσελ κλπ τον οδήγησε μακριά από την Ελλάδα, και τον απομάκρυνε οριστικά κι από τη Μαριάννε. Όμως το σπίτι του στην Ύδρα τον περίμενε για λίγες μέρες διακοπών μέχρι τον θάνατό του, το 2016, λίγους μήνες μετά τη Μαριάννε[1].
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, το γνωστό αγαπημένο τραγούδι του, γραμμένο για τη Μαριάννε Ιλέν, παίρνει πιο γλυκόπικρη διάσταση
Γνωριστήκαμε όταν ήμασταν σχεδόν νέοι
Μέσα στο πασχαλιάτικο πράσινο πάρκο
Κρατήθηκες από πάνω μου σαν να ήμουν σταυρός
Όπως πηγαίναμε να γονατίσουμε στο σκοτάδι
(…)
 Γιατί τώρα χρειάζομαι την κρυμμένη σου αγάπη
Και είμαι παγωμένος σαν λεπίδα ξυραφιού καινούρια
Με άφησες όταν σου είπα ότι είμαι παράξενος
Ποτέ δεν είπα ότι ήμουν γενναίος

Τώρα αντίο Μάριαν, πάει καιρός που ξεκινήσαμε
να γελάμε και να κλαίμε και να κλαίμε και να γελάμε για τα πάντα πάλι
 Χριστίνα Παπαγγελή



[1]  Cohen wrote to her shortly before her death, saying: "Know that I am so close behind you that if you stretch out your hand, I think you can reach mine... Goodbye old friend. Endless love, see you down the road."[6] He died three months later, on November 7.

Τετάρτη, Μαΐου 02, 2018

όταν η ανάσα γίνεται αέρας, PAUL KALANITHI


Εσύ που αναζητάς τι είναι η ζωή μέσα στο θάνατο
τώρα τη βρίσκεις σαν αέρα που ήταν κάποτε ανάσα
(Φούλκε Γκρέβιλ)[1]

Δεν μπορεί κανείς να διαβάσει το βιβλίο αυτό και να μην ταυτίζεται με τον αφηγητή, να μη σκέφτεται ότι θα μπορούσε ο ίδιος ή κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο να βρίσκεται στη θέση του. Κι αυτό γιατί πρόκειται για τη μαρτυρία του γιατρού-νευροχειρουργού και συγγραφέα του βιβλίου Πωλ Καλανίθι, που καταγράφει  τις προσωπικές του σκέψεις/συναισθήματα, από τη στιγμή που έμαθε -νεότατος- ότι πάσχει από γενικευμένο καρκίνο, μέχρι τον θάνατό του δυο χρόνια αργότερα.
Το «όταν η ανάσα γίνεται αέρας» είναι ένα βιβλίο- εξομολόγηση, όχι ακριβώς λογοτεχνικό∙  είναι απ’ αυτά στα οποία, επειδή δεν μπορώ να τα κατατάξω, βάζω την ετικέτα… «αταξινόμητα». Ο βιωματικός του χαρακτήρας, το τύπου ημερολογίου ύφος, η αντιστοιχία των γεγονότων με την πραγματικότητα (όσο υποκειμενική κι αν είναι αυτή), αλλά κυρίως η συγκλονιστική περίσταση που αντιμετωπίζει ο αφηγητής/συγγραφέας, οδηγούν τον αναγνώστη σε καθολική συμμετοχή. Ο Καλανίθι δεν μπόρεσε να αποφύγει τον θάνατο, αλλά κατά τη γνώμη μου πάλεψε όσο μπορούσε καλύτερα με το άγχος του θανάτου, με την κατάθλιψη που προκαλεί η ιδέα της άμεσης αποχώρησης από τη ζωή προσπαθώντας να ζήσει στο μικρό διάστημα που του απέμενε μια ζωή με νόημα.
Και ήταν μόνο 36 χρονών.
Πάντα στον θάνατο εμπλέκεται η ειρωνεία, αλλά εδώ ξεπερνά τα όρια: ο επιτυχημένος ειδικευόμενος νευροχειρουργός, που ακόμη βρίσκεται στο τελευταίο έτος της ειδικότητας, έχει διαγνώσει άπειρους καρκίνους στον τομέα του, έχει εγχειρήσει πάμπολλες δύσκολες περιπτώσεις, έχει παρηγορήσει πάσχοντες και ασθενείς, έχει κατευοδώσει νέους και ηλικιωμένους στο τελευταίο τους ταξίδι. Στην ίδια αίθουσα που έμπαινε μέχρι τώρα με τη μπλούζα του γιατρού, θα μπει κάποια στιγμή με τη ρόμπα του ασθενή, και με πολύ δυσοίωνες προβλέψεις: ο καρκίνος του πνεύμονα είναι γενικευμένος, σε τέταρτο στάδιο, και προκαλεί τρομερούς πόνους.
Παρακολουθούμε κάθε μικρή και μεγάλη εξέλιξη, κάθε μικρό ή μεγάλο πόνο, κάθε μικρή ή μεγάλη ελπίδα, ενώ στο πλάι του Πωλ παραστέκονται με αξιέπαινο τρόπο οι γονείς, η γυναίκα του (με την οποία η σχέση περνούσε κρίση λόγω μακρόωρων απουσιών του Πωλ) και πάμπολλοι συνάδελφοι και φίλοι. Όσο διαρκεί η αρρώστια του, βρίσκει παρηγοριά στη λογοτεχνία ή στη γραφή (γράφει αυτό το βιβλίο). Άλλωστε, η λογοτεχνία ήταν το πρώτο του ενδιαφέρον, και οι πρώτες του σπουδές, πέρα από την ανθρωποβιολογία,  ήταν πάνω στην αγγλική λογοτεχνία και τη φιλοσοφία (σ’ όλο το κολέγιο, η μοναστική, σχολαστική μου μελέτη του ανθρώπινου νοήματος ερχόταν σε αντίθεση με την ανάγκη να σμιλέψω και να δυναμώσω τις ανθρώπινες σχέσεις που διαμόρφωναν αυτό το νόημα/σπούδασα λογοτεχνία και φιλοσοφία για να καταλάβω τι είναι αυτό που δίνει νόημα στη ζωή). Δεν είναι επομένως τυχαία η επιλογή των συγκεκριμένων αντικειμένων (λογοτεχνία, φιλοσοφία, ιατρική, εφόσον θεωρεί ότι το περιεχόμενό τους είναι συμπληρωματικό)
Στα σύντομα κεφάλαια του βιβλίου όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στα χρόνια πριν την εκδήλωση της αρρώστιας, δίνει αρκετή έμφαση στις επιλογές των σπουδών του. Στην αναζήτηση αυτού του «ανθρώπινου νοήματος», δεν ήταν τυχαία η κατοπινή επιλογή σπουδών, στον τομέα των νευροεπιστημών: σπούδασα νευροεπιστήμες και εργάστηκα σ’ ένα εργαστήριο Λειτουργικής Μαγνητικής Τομογραφίας, για να καταλάβω πώς θα μπορούσε ο εγκέφαλος να δώσει πνοή σ’ έναν οργανισμό ικανό να βρει νόημα στον κόσμο. Η ιατρική που ακολούθησε στη συνέχεια ήταν για τον Πωλ Καλανίθι ένα μέσον για να απαντήσει στο αρχικό του ερώτημα, τι κάνει την ανθρώπινη ζωή σημαντική ακόμα και μπροστά στον θάνατο και στη φθορά. Θεωρεί την ιατρική μέσον για να προσεγγίσει μια σοβαρή ανθρωποβιολογική φιλοσοφία.
Έτσι περιγράφει γλαφυρά τα συναισθήματα των φοιτητών μπροστά στα ψεύτικα, αλλά και στα πραγματικά αργότερα πτώματα στο μάθημα της ανατομίας, προβάλλοντας αρκετά την ηθική διάσταση του θέματος και ασχολείται πολύ με τη σχέση ιατρού και ασθενών, υιοθετώντας την πρωτοποριακή άποψη ότι ο γιατρός πρέπει να ασχολείται πολύ με την ιδιαίτερη προσωπικότητα κάθε ασθενή. Μιλά για τα λάθη του, για τους απρόσμενους θανάτους που αντιμετώπισε ως ειδικευόμενος γιατρός, για την πρώτη γέννηση. Για την κούραση που μπορεί καμιά φορά να οδηγήσει τον φοιτητή να προσευχηθεί να έχει τόσες μεταστάσεις ο ασθενής ώστε να μη χρειαστεί εγχείρηση (και φυσικά για τις τύψεις που ακολουθούν)!
Όμως οι νευροχειρουργοί έχουν ακόμα πιο έντονες προκλήσεις: κάθε επέμβαση στον εγκέφαλο είναι, κατ’ ανάγκην, μια χειραγώγηση της ουσίας του εαυτού μας και κάθε συζήτηση μ’ έναν ασθενή που υφίσταται επέμβαση στον εγκέφαλο μοιραία θα βρεθεί αντιμέτωπη μ’ αυτό το γεγονός. Ο γιατρός, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αποφασίζει εν πολλοίς τι είδους ζωή αξίζει να ζήσει ο ασθενής (π.χ. θα αντάλλασσες την ικανότητα της ομιλίας, τη δική σου ή της μητέρας σου, για λίγους μήνες παραπάνω ζωής στα μουγγά;). Έτσι, ο Πωλ αναγκάζεται να εκπαιδευθεί στο να καθοδηγεί τους ασθενείς και τους συγγενείς τους να κατανοούν τον θάνατο ή την αρρώστια. Όπως λέει ο ίδιος, δεν καλείται να προστατέψει απλώς τη ζωή, αλλά και την ταυτότητα του ανθρώπου.
Έτσι, θα έλεγε κανείς ότι, πέρα από την ειρωνεία να βρίσκεται πια στη θέση του πάσχοντα, ήταν κάπως προετοιμασμένος να επεξεργαστεί τα νέα ερωτήματα που του έβαλε η ίδια του η μοίρα. Μετά τις πολύ ισχυρές θεραπείες, ο Πωλ βρίσκει το κουράγιο να ξαναγυρίσει στους εξουθενωτικούς ρυθμούς της δουλειάς του, που, όπως ο ίδιος διατείνεται με πολύ πειστικό τρόπο, δεν είναι δουλειά αλλά λειτούργημα («ηθική δράση»). Με τη γυναίκα του Λούσυ μάλιστα κάνουν όλες τις απαραίτητες ενέργειες να αποκτήσουν παιδί, κρατώντας σπέρμα απ’ τον οργανισμό του προτού προσβληθεί από τις χημειοθεραπείες∙ και το καταφέρνουν: το αγοράκι τους γίνεται οκτώ μηνών όταν θα χάσει τον πατέρα του.

Αν το βάρος της θνητότητας δεν γίνεται ελαφρότερο, μήπως τουλάχιστον γίνεται πιο οικείο;

Δεν είναι οι απίστευτα συγκινητικές προσπάθειες που κάνει ο 36χρονος μελλοθάνατος να κρατηθεί στη ζωή, αυτό που συγκλονίζει περισσότερο απ’ όλα τον αναγνώστη.  Ο Πωλ μιλά για τον ίδιο του τον θάνατο ψυχρά σαν γιατρός (με στατιστικά και πιθανότητες) και ταυτόχρονα εν θερμώ μέσα σ’ ένα συγκινησιακό κλίμα, σαν ασθενής (Το γεγονός του θανάτου σε αναστατώνει. Όμως δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ζήσεις). Γιατί καμία θεραπεία δεν μπορεί να δώσει τις απαντήσεις στα ερωτήματα -που θα πρεπε να απασχολούν όλους-, τι «πρέπει» να κάνει ο άνθρωπος τη ζωή του στο λίγο χρονικό διάστημα που του μέλλει να ζήσει, δηλαδή πώς να ζήσει…  Στο μικρό, όμως περιθώριο ζωής που συνειδητοποιεί ότι του απομένει, είναι στριμωγμένος ανάμεσα σε διλήμματα και ερωτήματα πιεστικά, όπως, π.χ. να κάνει παιδί ή όχι (δεν νομίζεις ότι αποχαιρετώντας το παιδί σου θα νιώσεις πιο οδυνηρά τον θάνατο;)
Ο Πωλ Καλανίθι, δίνει απαντήσεις μέσα από τη δράση του και τον αναστοχασμό του, και μέσα σ’ αυτήν την ακραία κατάσταση συνειδητοποιεί ότι η επιστημονική γνώση δεν μπορεί να ορίσει την υπαρξιακή, εσώτερη φύση της ανθρώπινης ζωής, η οποία είναι μοναδική, υποκειμενική και απρόβλεπτη. Το ύστατο καταφύγιο γίνεται η λογοτεχνία (χρειαζόμουν τις λέξεις για να προχωρήσω). Όταν νιώθει  το μοιραίο «Δεν μπορώ να συνεχίσω», αμέσως το αντίφωνό του απάντησε, συμπληρώνοντας τις έξι λέξεις του Σάμιουελ Μπέκετ, λέξεις που τις είχα μάθει πολύ καιρό πριν σαν προπτυχιακός φοιτητής: Θα συνεχίσω. Γιατί…
παρότι πεθαίνω, μέχρι να πεθάνω στ’ αλήθεια, εξακολουθώ να ζω.

Υ.Γ. Οι τελευταίες 30 σελίδες είναι γραμμένες από την γυναίκα του Πολ, τη Λούσυ, που περιγράφει όλα τα οδυνηρά συμπτώματα του τέλους  αλλά και απίστευτες, ιερές στιγμές, μεγαλείου και αγάπης. Το μικρό αυτό σημείωμα της Λούσυ Καλανίθι μας διαβεβαιώνει ότι κανένας δεν μπορεί να νικήσει την θνητότητα, αλλά είναι στο χέρι σου να αντιμετωπίσεις τον θάνατο με ακεραιότητα. Και ότι ο Πολ Καλανίθι τα κατάφερε. 
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Από το motto του βιβλίου