Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 21, 2016

Η ενέδρα, Γεώργιος Μάλαμμας

Αυτή την εποχή η ζωή είναι το πιο φτηνό πράγμα

Στα ίδια πλαίσια  με το βιβλίο της προηγούμενης ανάρτησης κινείται και «Η ενέδρα» (σχέση Ελλήνων- Βουλγάρων), που περιγράφει -με λογοτεχνικό όμως τρόπο- ένα αληθινό περιστατικό, ενδεικτικό του κλίματος που επικρατούσε στα χωριά του «καζά» της Ζίχνης  κατά τον Μακεδονικό αγώνα. Ο συγγραφέας του βιβλίου Γεώργιος Μάλαμμας, συνταξιούχος σήμερα δάσκαλος στην Αλιστράτη και πατέρας της Αλεξάνδρας Μάλαμμα, μεταφέρει παραστατικά το επεισόδιο που άκουγε τις μέρες της κατοχής να αφηγείται κάποιος από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, που όταν συνέβη ήταν μικρό παιδί και βασικός μάρτυρας.
Είναι η εποχή που οι Βούλγαροι κομιτατζήδες στη Σκρίτζοβα (= Σκοπιά), όπου το βουλγαρόφωνο στοιχείο ήταν πολυπληθέστερο,  έχουν γεμίσει την Αλιστράτη πράκτορες για προσηλυτισμό. Πολλοί  φιλήσυχοι κάτοικοι εκβιάζονται προκειμένου να προσχωρήσουν στην Εξαρχία, ενόψει των εκλογών. Έχει ήδη εξουδετερωθεί το κόμμα (Κομιτάτο) των Σαντραλιστών που ήταν αυτονομιστές με σκοπό την πολιτική και κοινωνική απελευθέρωση όλων των Μακεδόνων,  από το κόμμα (Κομιτάτο) των Βερχοφιστών[1]του Φερδινάνδου, που ήταν υπέρ της προσάρτησης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Επικεφαλής της εκστρατείας εκβουλγαρισμού στην περιοχή είναι ο Πανίτσας (έχει ξεκληριστεί η οικογένεια του πρόκριτου Κομβόκη στο Εγρί Δερέ  (Καλλιθέα), ενώ ήδη έχει προσχωρήσει η Γράτσιανη (Αγιοχώρι Σερρών, Β.Δ. της Αλιστράτης) στην Εξαρχία). Στον αντίποδα, αρχηγός των ανταρτών είναι ο καπετάν Δούκας. Η μυστική συνάντηση των 63 προκρίτων από τα 23 χωριά της περιοχής στο μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας με αφορμή των 15αύγουστο, έχει ως στόχο την υπογραφή κειμένου όπου ζητούν τη μεσολάβηση του Πατριάρχη. Όλοι υπογράφουν εκτός της Σκρίτζοβας και της Γράτσιανης, με εξαίρεση τον Γρατσιανό Θανάση Στόγα.
Ο πόλεμος ωστόσο δεν είναι φανερός, προς το παρόν είναι ανορθόδοξος. Κάποιοι προσχωρούν στην Εξαρχία από φόβο, κάποιοι μετά από βία και αίμα. Η πάλαι ποτέ ειρηνική συνύπαρξη διακόπτεται από βίαια επεισόδια, ενέδρες και δολοπλοκίες, ως και απροσδόκητες δολοφονίες, ενώ το κλίμα υποψίας για πράκτορες και προδοσίες δηλητηριάζει την ηρεμία.  Αυτή η ιστορία με την Εξαρχία, πέρα από όλες τις άλλες επιπτώσεις, διέλυε και τον κοινωνικό ιστό. Σχέσεις φιλικές, συγγενικές, επαγγελματικές, έφτασαν στο έσχατο σημείο μιας αντιπαράθεσης που ξεπερνούσε  κι αυτά τα όρια του μίσους κι έφτανε μέχρι το έγκλημα.
Μια τέτοια λοιπόν αληθινή ιστορία δολοπλοκίας αποκαλύπτει ο συγγραφέας, μια ιστορία όπου ο θύτης και το θύμα συγχέονται, όπου η φύση παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο κι όπου δοκιμάζεται η ανθρωπιά. Εξοικειωνόμαστε με τον χώρο, το Παρθεναγωγείο και το Αρρεναγωγείο, το σπίτι του κυρ Κωστάκη του δάσκαλου (του οποίου το κατώι οδηγεί σε σήραγγα όπου κρύβονται οι αντάρτες), εξοικειωνόμαστε με τα πρόσωπα, με τα τοπία (ομολογουμένως οι περιγραφές είναι σε κάποια σημεία κουραστικές). Στην παραστατικότητα του κειμένου συνηγορούν και τα ολοσέλιδα σχέδια με μολύβι, που συνοδεύουν πιστά την αφήγηση. Εξοικειωνόμαστε επίσης και με τις παλιές ονομασίες των χωριών αλλά και με λέξεις- όρους της περιοχής, όπως και με έθιμα (μιτζί, νυχτέρι, κ’ρτσμα κ.α.), ενώ οι διακριτικές εθνικιστικές πινελιές (π.χ. όσο αφορά την ετυμολογία των τοπωνυμίων) δικαιολογείται από το κλίμα της εποχής.

Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Από την αρχή στους κόλπους της οργάνωσης υπήρξαν δύο τάσεις: Οι «Βερχοβιστές», από τον όρο Varhoven Komitet), δηλαδή οι οπαδοί της Ανωτάτης Επιτροπής που απέβλεπαν στην ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία και οι «σεντραλιστές» (από τον όρο Centralen Komitet), οι οποίοι προτιμούσαν τη δημιουργία ανεξάρτητου ή αυτόνομου κράτους της Μακεδονίας.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 18, 2016

Έλληνες όμηροι σε Βουλγαρικά τάγματα εργασίας (1917-18 και 1941-1944)- Το ημερολόγιο του Θωμά Κηροποιού και άλλες μαρτυρίες, Αλεξάνδρα Γ. Μάλαμμα

Μέσα στο γενικότερο κλίμα της αξιοποίησης της προφορικής μαρτυρίας ως ιστορικής πηγής, η φιλόλογος Αλεξάνδρα Μάλαμμα συγκέντρωσε και εξέδωσε μαρτυρίες γύρω από το θέμα της καταναγκαστικής εργασίας στην οποία υποβλήθηκαν οι άντρες πολίτες της Αλιστράτης και της Πρώτης Σερρών από τους Βούλγαρους, κατά τις περιόδους 1917-18 (Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος) και 1941-44 (Β΄ Παγκόσμιος). Η πολύ προσεγμένη έκδοση που ανέλαβε η εφημερίδα «Τα Νέα του Δήμου Πρώτης» περιλαμβάνει και το ιστορικό πλαίσιο κάθε περιόδου, πλούσια βιβλιογραφία και αναφορές φιλολογικές που βοηθούν πολύ ακόμα και τον αναγνώστη που γνωρίζει τα ιστορικά γεγονότα.
«Ντουρντουβάκια» ή «τρουντοβάκοι» (παραφθορά από τη βουλγάρικη ονομασία «τρούντο- βάτσι» = εργάτες) ονομάστηκαν  όσοι υπέστησαν τις οδυνηρές αυτές αιχμαλωσίες (εκ των υστέρων όσο αφορά την πρώτη περίοδο), αν και υπήρχαν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στις δυο γενιές: οι πρώτοι (1917-18) ήταν όμηροι των Βουλγάρων την εποχή του εθνικού διχασμού, όταν ακόμη δεν είχε ξεκαθαρίσει η θέση των Ελλήνων υπέρ της Αντάντ, κι όταν δόθηκε «άδεια» από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση των Αθηνών σε γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα να εισέλθουν στο οχυρό Ρούπελ στην Ανατολική Μακεδονία. Στα πλαίσια της στρατηγικής του βίαιου εκβουλγαρισμού που ακολούθησε την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, οι όμηροι καταδικάστηκαν σε καταναγκαστικά έργα πολύ σκληρά, η αιχμαλωσία τους δεν είχε ημερομηνία λήξης και οι συνθήκες στα τάγματα αυτά ήταν πιο άγριες, πιο απάνθρωπες, πολλοί δε απ’ αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ. Τα «ντουρντουβάκια» της δεύτερης περιόδου (1944-45) ήταν  εργάτες σε τάγματα εργασίας («τρούντοβι βόιτσκι») που ιδρύθηκαν από το 1920 όπου υπηρετούσαν αρχικά όσοι (Βούλγαροι και μη) ήταν σε δυσμένεια.
Η βασική και πιο άμεση μαρτυρία του βιβλίου είναι το ημερολόγιο του Πρωταίου Θωμά του Κηροποιού (επώνυμο που προέκυψε από το επάγγελμά του), γεννημένου το 1889. Ήταν δηλαδή 27-28 χρονών όταν οδηγήθηκε με πολλές περιπέτειες από την Πρώτη Σερρών στην Σούμλα κι από κει στο Καρναπάτ, όπου η ιδική μου τύχη ήτο δώ να γραφώ, όπως λέει ο ίδιος. Εργάστηκε στη σιδηροδρομική γραμμή Σούμλα Καρναπάτ, μέχρι την ήττα και την υποχώρηση των Βουλγάρων (χειμώνας 1918), οπότε διέφυγε και κρφτηκε στο Ιστίπ μαζί με κάποιον σύντροφό του. Μιλά για το «φοβερό ξύλο» των Βουλγάρων , τις ασθένειες, το κρύο, το ανύπαρκτο φαγητό, τη ζωή στο βουνό˙ διεξοδικά αλλά χωρίς πολλά σχόλια (η θέσις μας ήτο είδος θηρίων, άνιπτοι, δίχως αλλαγήν φορεμάτων, τα παράσιτα τα είχαμε πάρα πολλά). Καταθέτει απλά και τις αγριότητες κάποιων Βουλγάρων (π.χ. του Κάλφωφ) αλλά και τη φιλική συμπεριφορά κάποιων άλλων. Όπως επισημαίνει και η επιμελήτρια του βιβλίου, ο λόγος του είναι απλός, λιτός με ιδιωματισμούς, χωρίς πολλές επεξηγήσεις και λογοτεχνισμούς. Απευθύνεται σε ανθρώπους που ξέρουν πάνω κάτω τα γεγονότα. Η γλώσσα είναι καθαρεύουσα, δείγμα κάποιου μορφωτικού επιπέδου του συγγραφέα, αλλά το ύφος είναι λαϊκό.
Ακολουθούν κι άλλες ενδιαφέρουσες υπομνηματισμένες μαρτυρίες για την ομηρία των χρόνων 1917-18, άμεσες ή έμμεσες, που συμπληρώνουν το παζλ αυτής της μη τόσο γνωστής πλευράς της Ιστορίας.
Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου είναι αφιερωμένη στους «τρουντοβάκους» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου[1], με ιστορικά στοιχεία, συνεντεύξεις και αφηγήσεις άμεσες και έμμεσες μαρτύρων που έζησαν ανάμεσά μας ή ζουν ακόμη.
Η άμεση μαρτυρία -συνέντευξη του Πρωταίου Κωνσταντίνου Πραβίτα («ντουρντουβάκι» το 1942 με 40 ακόμα χωριανούς από Αλιστράτη, Καλλιθέα, Περιχώρα) εντυπωσιάζει γιατί, πέραν των δύσκολων συνθηκών που περιγράφει παραστατικά, αναφέρεται σ ένα φωτισμένο έφεδρο υπολοχαγό Βούλγαρο, τόσο φιλικό που τον αποκαλούσαν «Χριστό», και μάλιστα μετά τον πόλεμο τον γύρευαν για να τον… ευχαριστήσουν! (Ήταν όμως φυσικά η εξαίρεση, στον άλλο λόχο οι εργάτες υπέφεραν). Ο Πραβίτας βλέπει με τόσο καθαρή και χωρίς εθνικισμούς ματιά, που δεν διστάζει να καταγγείλει αντίστοιχη συμπεριφορά Έλληνα που ήταν άθλια.
Περιστατικά αγωνίας, κινδύνου αλλά και ανθρωπιάς περιγράφουν και οι άλλοι αφηγητές μεταφέροντας την ατμόσφαιρα ανασφάλειας, πείνας, σκληρής εργασίας στην ευρύτερη περιοχή Αλιστράτης- Ζίχνης- Πρώτης, όπως την αποτυχημένη προσπάθεια κάποιων χωριανών να περάσουν στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα με συνέπεια τον εκτοπισμό τους στο Ορέχοβο και την υποβολή σε σκληρά καταναγκαστικά έργα (ανάμεσά τους ο πατέρας της φίλης μου Μαρίας, Σταύρος Ευδωρίδης), τις αναμνήσεις από τη βουλγαρική κατοχή και την αντίσταση (αντάρτικο) στα χωριά αυτά με σκληρό τίμημα την εκτέλεση 9 παλληκαριών, άγριες τιμωρίες και ξυλοδαρμούς με σκοπό πάντα τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων.
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο που όχι μόνο διασώζει το συγκινησιακό στοιχείο των αφηγήσεων, αλλά συμπληρώνει τα κενά με επιστημονική τεκμηρίωση, νιώθει κανείς την αξία  της τοπικής ιστορίας˙ της ιστορίας όπου τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν/σαν είναι (ή ήταν) ανάμεσά μας, διαμορφώνουν/σαν την εξέλιξη των γεγονότων και αποτελούν μια χρωματιστή ψηφίδα στο μεγάλο παζλ της Ιστορίας -με γιωτα κεφαλαίο.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Είναι γνωστό ότι η κατεχόμενη Ελλάδα είχε «τριπλή κατοχή» από τις δυνάμεις του άξονα. Στην Πρώτη Σερρών οι Βούλγαροι μπήκαν ως κατακτητές την Κυριακή των Βαΐων του 1941, αναζωογονώντας τις προσπάθειες εκβουλγαρισμού και προσάρτησης των περιοχών του «καζά της Ζίχνης»


Τρίτη, Σεπτεμβρίου 13, 2016

Η θεία Χούλια και ο γραφιάς, Μάριο Βάργκας Λιόσα

Όχι μόνο διασκεδαστικό/σπαρταριστό, αλλά βαθύ, σαρκαστικό και πολύ πρωτότυπο είναι το  βιβλίο αυτό του Λιόσα, ένα βιβλίο που σχολιάζει εύστοχα την κοινωνική πραγματικότητα της Χιλής, την μυθοπλασία των ΜΜΕ, αλλά κυρίως την περιπέτεια της γραφής… Όπως γράφει και ο ίδιος στο προλογικό σημείωμα, μια από τις αδυναμίες του είναι το μελόδραμα, τροφοδοτημένο από τις σπαραξικάρδιες μεξικάνικες ταινίες της δεκαετίας του πενήντα, είδος που το αξιοποιεί -για να μην πω «αποδομεί»- χαρακτηριστικά στο βιβλίο αυτό. Έτσι, ο γραφιάς της ιστορίας (του τίτλου), είναι ο περίφημος Πέδρο Καμάτσο, φανατικός συγγραφέας ραδιοφωνικών σήριαλ (έδινε την εντύπωση ότι καθαρόγραφε ένα κείμενο που ήξερε απέξω, σα να δακτυλογραφούσε κάτι που του υπαγόρευαν. Πώς ήταν δυνατόν, με την ταχύτητα που τα δάχτυλά του έπεφταν πάνω στα πλήκτρα, να επινοούσε επί εννέα, δέκα ώρες την ημέρα καταστάσεις, ανέκδοτα, διαλόγους, πολλές και διαφορετικές ιστορίες;) που γράφει με ιερή σοβαρότητα τις ιστορίες μέρος των οποίων γευόμαστε και μεις, οι αναγνώστες. Ιδιόρρυθμος, χαλκέντερος, επινοητικός, γίνεται το ίνδαλμα/πρότυπο του νεαρού πρωταγωνιστή και αφηγητή Μάριο, που είναι φοιτητής νομικής, θέλει να γίνει συγγραφέας και δουλεύει στο ραδιόφωνο, στα δελτία ειδήσεων. Παράλληλα, ο δεκαεννιάχρονος κεντρικός ήρωας- αφηγητής ερωτεύεται παράφορα, παθιασμένα, αχαλίνωτα την τριανταδυάχρονη… θεία του, τη θεία Χούλια.
Αυτό είναι το σκηνικό, αυτό είναι το πλαίσιο. Η αφήγηση του Μάριο είναι πνευματώδης, διεισδυτική και σε πολλά σημεία ξεκαρδιστική˙ μεταφέρει γνήσια την νεανική ψυχολογία του νεοφώτιστου Μάριο,  που πιστεύει στο όνειρο, πιστεύει στον έρωτα, δεν τον σταματά τίποτα… Παράλληλα, παρατηρεί τους ανθρώπους, τον κόσμο γύρω του με κέφι και χιούμορ, ρουφά κάθε καινούρια εμπειρία σα σφουγγάρι και ρισκάρει απερίσκεπτα ακολουθώντας το συναίσθημα… Αποκαθηλώνει τις ραδιοτηλεοπτικές αυτοκρατορίες λέγοντας π.χ. ότι οι σειρές πωλούνταν με το κιλό, επειδή ήταν ένας τρόπος πιο ακριβής από τον αριθμό των σελίδων ή των λέξεων, υπό την έννοια ότι το βάρος ήταν το μόνο που μπορούσε να επαληθευτεί. («Σίγουρα», έλεγε ο Χαβιέρ, «αν δεν υπάρχει χρόνος για να διαβαστούν, πόσο μάλλον για να μετρηθούν όλες αυτές οι λέξεις». Τον ενθουσίαζε η ιδέα μιας σειράς εξήντα οκτώ κιλών κι τριάντα γραμμαρίων, της οποίας η τιμή, όπως και των αγελάδων, του βουτύρου και των αυγών, καθόριζε μια ζυγαριά). Ξεκαρδιστική είναι και η περιγραφή των συνεργατών του, π.χ. του Πασκάλ με την ακατάσχετη τάση του για φρίκη. Ακόμα και οι ίδιοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί χρωματίζονται σατιρικά (οι δυο ραδιοφωνικοί σταθμοί ανήκαν στον ίδιο ιδιοκτήτη και γειτόνευαν στην οδό Μπελέν. Δεν έμοιαζαν καθόλου. Αντίθετα, σαν εκείνες τις αδερφές της τραγωδίας που γεννήθηκαν η μία πλήρης χαρισμάτων και η άλλη ελαττωμάτων, διακρίνονταν για τις αντιθέσεις τους). Από την κρισάρα τη σάτιρας περνάν και όλοι οι συγγενείς του Μάριο, συμπεριλαμβανομένης της πιπεράτης θείας Χούλια, με την οποία αρχικά η σχέση ήταν προβληματική.
Οι  απολαυστικότερες όμως λεπτομέρειες αφορούν την περιγραφή του παθιασμένου γραφιά, του Βολιβιανού Πέδρο Καμάτσο, του οποίου το γράψιμο ποτίζει όλη του την ύπαρξη, όλον τον τρόπο ζωής… Παρόλη την τρομερή επιτυχία των ραδιοφωνικών σήριαλ και τη συρροή χιλιάδων οπαδών για αυτόγραφα, η ανθρώπινη αυτή καρικατούρα ζει σπαρτιάτικα ενώ τα ωράρια και το σύστημα δουλειάς του είναι υπεράνθρωπα (είπα ότι ζήλευα την αντοχή του που, παρά τα ωράρια γαλέρας, ποτέ δεν φαινόταν κουρασμένος. «Έχω τις στρατηγικές μου για να γίνεται η μέρα πολύχρωμη, μας εξομολογήθηκε»). Αυτές τις στρατηγικές ο αφηγητής, με το γαργαλιστικό του ύφος, τις μοιράζεται μαζί μας… Αποκορύφωμα  η εξομολόγηση των μικρών μυστικών της υποκριτικής τέχνης (γιατί πρόκειται για ραδιοφωνικά σήριαλ, όχι τηλεοπτικά, οπότε ο ήρωάς μας μαζί με άλλους δυο τρεις ηθοποιούς υποδύεται όχι μόνο τους ρόλους αλλά και… τους ήχους που επενδύουν τις πράξεις τους!): απ’ όλες τις λειτουργίες που μπορούσα να θυμηθώ ποτέ δεν είχα δει τελετή τόσο βαθιά αισθαντική, ιεροτελεστία τόσο βιωματική, σαν την ηχογράφηση. Ο Πέδρο Καμάτσο, όχι μόνο επιστρατεύει απίστευτα μέσα για να μιμηθεί τους ήχους που συνοδεύουν τις πράξεις των ηρώων, αλλά ο ίδιος μεταμφιέζεται καρναβαλικά κάθε φορά, μόνος του στο χώρο συγγραφής, για να ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές του: με ιερατική βραδύτητα σηκώθηκε, πήγε μέχρι τη βαλίτσα, την άνοιξε και άρχισε να βγάζει από τα σωθικά της, όπως ο ταχυδακτυλουργός βγάζει περιστέρια ή σημαίες από το ημίψηλό του, μια απροσδόκητη συλλογή από αντικείμενα: μια περούκα Άγγλου δικαστή, ψεύτικα μουστάκια διαφόρων μεγεθών, ένα κράνος πυροσβέστη, στρατιωτικά σιρίτια, μάσκες χοντρής γυναίκας, γέρου, ηλίθιου παιδιού, το ραβδί του τροχονόμου, το κασκέτο και την πίπα του θαλασσόλυκου, ψεύτικες μύτες, αυτιά, γενειάδες από βαμβάκι… Ο εξωπραγματικός αυτός χαρακτήρας διαπνέεται από εμμονές (π.χ. ότι οι Αργεντίνοι είναι άχρηστοι, ότι οι πενηντάρηδες είναι προνομιούχοι) και δείχνει δυσανάλογο θάρρος/θράσος στυλ Δαυίδ-Γολιάθ απέναντι στους εχθρούς του, ενώ δηλώνει στον θαυμαστή του, Μάριο, ότι είχε «πλούσια συναισθηματική ζωή» («Πολύ πλούσια, ναι», συγκατένευσε κοιτάζοντάς με στα μάτια πάνω απ’ το φλιτζάνι με τον δυόσμο και τη λουίζα που ετοιμαζόταν να πιει. «Αλλά δεν έχω αγαπήσει ποτέ γυναίκα με σάρκα και οστά»).
Οι τραγελαφικές συγγραφικές απόπειρες του Μάριο (γευόμαστε την πλοκή των ιστοριών που επινοεί, που είναι όντως πρωτόλειες/για γέλια), το πάθος του να γίνει συγγραφέας και οι γνήσιοι, αθώοι προβληματισμοί πάνω στην αξία της λογοτεχνίας (π.χ. οι εξηγήσεις στη «λογοτεχνικά αναλφάβητη» Χούλια της σημασίας του περουβιανού ιδιωματισμού huachafo: δευτεράντζα, μπας κλας, κακόγουστο- τι ήταν και τι δεν ήταν επιτρεπτό να λέγεται ή να γίνεται, και υπέβαλα τα βιβλία της σε ιεροεξεταστική λογοκρισία τοποθετώντας όλος τους αγαπημένους της συγγραφείς σε λογοκρισία), όλα αυτά συνθέτουν το ψυχικό υπόβαθρο του αφηγητή και  βρίσκονται πίσω από το νήμα θαυμασμού που τον συνδέει με τον Καμάτσο. Οι παραξενιές και οι ιδεοληψίες του ινδάλματός του τον καταπλήσσουν, ωστόσο ο μοναδικός αυτός εραστής του λόγου τον σαγηνεύει: πώς μπορούσε να είναι από τη μια μια παρωδία συγγραφέα και την ίδια στιγμή ο μόνος που, λόγω του χρόνου που αφιέρωνε στην τέχνη του και των έργων που είχε δημιουργήσει, άξιζε αυτόν τον τίτλο στο Περού;
Η πραγματική όμως αποδόμηση αρχίζει όταν ο ευφάνταστος συγγραφέας αρχίζει και ανακατεύει τους ήρωες των σήριαλ, αλλάζει τα ονόματά τους ή τους… νεκρανασταίνει, πλάθοντας έναν ολότελα φανταστικό κόσμο προς απελπισία των παραγωγών που δεν μπορούν να επέμβουν… (δεν δέχεται ούτε να του απευθύνω τον λόγο. Η επιτυχία τον έχει κάνει πολύ αλαζονικό και κάθε φορά που πάω να του μιλήσω γίνεται αγενής). Το αστείο είναι ότι το ευρύ κοινό δέχεται καλοπροαίρετα αρχικά αυτούς τους «μοντερνισμούς», ενώ όταν το κακό παραγίνεται όλοι περιπίπτουν σε σύγχυση…
Η παράλληλη εξιστόρηση του μεγάλου έρωτα (του έφηβου Μάριο με την τριαντάχρονη θεία Χούλια) κρατά επίσης σε ενδιαφέρον τον αναγνώστη, με τις κρίσεις, τις μεταπτώσεις και τις αγωνίες των δυο ερωτευμένων, τις αντιδράσεις συγγενών και φίλων, ενώ καταλήγει αίσια σ’ ένα κρεσέντο τραγελαφικών προσπαθειών να νομιμοποιηθεί η σχέση. Ο Λιόσα επιλέγει να μην διαψεύσει τον εφηβικό ενθουσιασμό και τον ρομαντισμό που διαπνέει τον αυθόρμητο αυτόν έρωτα που άνθισε και ωρίμασε χωρίς ελπίδα και προοπτική.

 Χριστίνα Παπαγγελή