Σάββατο, Δεκεμβρίου 19, 2015

Ο τίγρης της Ελπίδος, Κίμων Θεοδωρόπουλος

…είναι η αυτοβιογραφία του ογδονταπεντάχρονου -σήμερα- «τίγρη» της θρυλικής ποδοσφαιρικής ομάδας «Ελπίς» της Δράμας, ομάδας που προηγήθηκε του Πανδραμαϊκού (έγινε συγχώνευση με τον Άρη το 1968) και  μεσουράνησε την δεκαετία του ’50, χάρη στον τερματοφύλακά της, τον άνθρωπο- λάστιχο, τον συγγραφέα αυτού του βιβλίου.
Πρόκειται για ιδιωτική έκδοση, έργο ζωής για τον κύριο Κίμωνα, τον γνωστό σπουδαίο τερματοφύλακα της ομάδα "Ελπίς", όπου καταγράφεται η πορεία ενός ανθρώπου που τον βρήκε ο πόλεμος δέκα χρονών και από την ηλικία των δώδεκα πάλεψε ουσιαστικά μόνος του, χωρίς σπίτι και χωρίς οικογένεια. Ορφανός από μητέρα, στερήθηκε και τον πατέρα που τον πιάσανε αιχμάλωτο οι Βούλγαροι, έχασε τη  μικρή του αδερφή από ατύχημα, ενώ τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια ξενιτεύτηκαν. Μόνος λοιπόν στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, αγωνίζεται σκληρά για την επιβίωση, με πολλές στερήσεις και πείνα ενώ κοιμάται σε διάφορα «στέκια» των τότε άστεγων, όπως το κτίριο των Λουτρών της Αγίας Βαρβάρας (τώρα έχουν μείνει μόνο τα σκαλοπάτια) κ.α.
Ο αναγνώστης έχει στα χέρια του μια μοναδική βιωματική εμπειρία, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις και ιστορική μαρτυρία: μαθαίνουμε, π.χ., ότι με το ξέσπασμα του πολέμου, το (Κάτω) Νευροκόπι άδειασε ενόψει της βουλγαρικής απειλής. Μαζί με τον Κίμωνα γυρνάμε στα δρομάκια της τότε Δράμας και (ανα-)γνωρίζουμε πρόσωπα και καταστάσεις ξεχασμένες…
Στη Δράμα, η εξαμελής τότε οικογένεια του Κίμωνα εγκαταστάθηκε σ ένα ευκατάστατο σπίτι στους Κομνηνούς. Όμως, όπως ειπώθηκε, γρήγορα αναγκάστηκε να γυρνάει μόνος στους δρόμους (αφού έμεινα μόνος στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι σε πολύ τραγική κατάσταση και τα είχα χαμένα: δεν είχα ούτε χρήματα, ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια, τίποτε). Ο Κίμων ζει έξω, σε ταράτσες, παγκάκια, υπόγεια, κατώφλια. Μαζί με άλλους συν-άστεγους πιτσιρικάδες κλέβουν από μπαχτσέδες λάχανα και ζαρζαβατικά για να ζήσουν, και όχι μόνο! Η δράση του απασχολεί μέχρι και… τη βουλγαρική Ασφάλεια, ζει κάποιες μέρες και τη βουλγαρική φυλακή, σε συνθήκες απίστευτης πείνας και… ψείρας. Οι περιπέτειες και τα ευτράπελα έως γλυκόπικρα (πλέον) περιστατικά διαδέχονται το ένα το άλλο, σε διαχωρισμένα κεφάλαια εκ των οποίων τα περισσότερα θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό για αυτόνομο διήγημα.  
Δεν είναι σκόπιμο βέβαια να αναφερθώ εδώ σ όλες τις περιπέτειες που έζησε ο Κίμων μέχρι να καταξιωθεί ως ποδοσφαιριστής και να μπορέσει να αφοσιωθεί ολόψυχα στο ομολογουμένως μοναδικό ταλέντο του ως τερματοφύλακα. Άλλωστε,  η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο εκείνα τα χρόνια δεν είχε καμιά σχέση με τον επαγγελματισμό του σήμερα˙ η βιοπάλη και ο αγώνας του Κίμωνα θα συνεχιστούν για πολλά χρόνια ακόμα. Έτσι, παρόλο που πίστευα ότι το μέρος του βιβλίου που ονομάζεται «Ποδοσφαιρικά» θα μου είναι πιο αδιάφορο καθότι το ποδόσφαιρο προσωπικά δεν με συγκινεί, η ανάγνωση έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα: άρχισα να συμπαθώ το άθλημα αυτό, σαν ένα άθλημα λαϊκό/προσιτό σε κάθε παιδί της γειτονιάς  που όντως αναδεικνύει πέρα από τις ατομικές επιδεξιότητες, την άμιλλα και τη συνεργασία. Οι αγωνίες, οι απογοητεύσεις, η αντιμετώπιση της νίκης αλλά και της ήττας καταγράφονται με τον λιτό τρόπο που επιβάλλει η χρονική απόσταση.
          Ο ποδοσφαιρόφιλος αναγνώστης, πάλι, έχει την ευκαιρία, μέσα από την μαρτυρία αυτή να αναγνωρίσει πρόσωπα και πρακτικές, να τις δει τις να τις συγκρίνει σε βάθος χρόνου.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 14, 2015

Βροχή στη Δαλματία, καφές στο Τίτογκραντ, Γιώργος Παπαγιαννόπουλος

Ο τρόπος που με πλησίασε και μου εμπιστεύτηκε το φάκελο,
ξεθάβοντάς τον ανάμεσα από εφημερίδες
και έγγραφα της Οργάνωσης που κρατούσε αγκαλιά,
θύμισε τους παλιούς καλούς συνωμοτικούς κανόνες.
Λίγα λόγια, πολλές προφυλάξεις, σημασία στη λεπτομέρεια,
μυθικές διαστάσεις σ απλούστατες διαδικασίες.
Και προπαντός εχεμύθεια.
Μια ανεκδιήγητη «επιστροφή» στα πάτρια εδάφη, ένα επεισοδιακό ταξίδι από τη Φλωρεντία στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’70 είναι ο αφηγηματικός άξονας της σύντομης αυτής νουβέλας, που έχει στοιχεία «road novel». Εξίσου ανεκδιήγητη και η παρέα των πολιτικοποιημένων φοιτητών/νεαρών, που (προφανώς ανήκοντας κι οι ίδιοι στον αριστερίστικο χώρο), μαζί με ιταλικές εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις της εποχής (Λόττα Κοντίνουα, Αυτονομία Οπεράια, Ποτέρε Οπεράιο -αναφέρονται ενδεικτικά στη πρώτη σελίδα), συμμετείχαν σε  διαδήλωση στη Φλωρεντία για την απελευθέρωση κάποιων Ιταλών κρατουμένων, αφήνοντας πίσω τους καμένο ένα… θεατράκι κι ένα γιωταχί(!),  και στη συνέχεια ξεκίνησαν το ταξίδι για τις καλοκαιρινές διακοπές στην Ελλάδα, μέσα σ ένα επίσης ανεκδιήγητο κίτρινο καναρινί Ρενώ.
Το πολιτικό στίγμα δίνεται έμμεσα˙ μια «αποστολή» που αναλαμβάνει ο αφηγητής, να παραδώσει κάποιο μυστικό γράμμα στον Βόλο που αφορά τη διαγραφή του λεγόμενου Αφασία (είχε διαγραφεί με την τριπλή ρετσινιά του πράκτορα του ιμπεριαλισμού, του μαρξιστή- λενινιστή και του τροτσκιστή),  δίνει το βαθμό εμπλοκής των προσώπων στους αγώνες της αριστεράς,  -της «Οργάνωσης» όπως αναφέρεται (του ΠΑK δηλαδή), τη δύσκολη εκείνη εποχή. Άλλωστε, ο συγγραφέας, φοιτητής τότε στη Φλωρεντία, συμμετείχε στο Αντιδικτατορικό Ελληνικό Φοιτητικό Κίνημα στην Ιταλία. Η διάσχιση της τότε σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας (εύστοχη η σημειωτική του τίτλου) από οξυδερκείς νεαρούς παρατηρητές παρουσιάζει βέβαια ενδιαφέρον. Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία λοιπόν είναι προφανή, και δίνουν ιδιαίτερη αξία στο σύντομο αυτό κείμενο.
Βέβαια, στο ταξίδι αυτό, πέρα από κάποιες υπαινικτικές σατιρικές πινελιές (αστούλες, κνιτούλες, καλές νοικοκυρούλες. Εμείς δεν είμαστε για τέτοια, αγόρι μου, εμείς είμαστε για ταξίδια, για μετακινήσεις, για το δρόμο), δεν χωράει πολιτική εμβάθυνση. Οι τρεις φίλοι είναι ανοιχτοί στο απρόοπτο, στην περιπέτεια, στη συγκυρία της στιγμής. Η  κούραση, το ξενύχτι, οι γκάφες που τους αφήνουν άφραγκους να ψάχνουν την ελληνική πρεσβεία στα Σκόπια ή να ακολουθούν απρόσκλητοι κηδεία αγνώστου για να πιούν έναν καφέ και άλλες τραγελαφικές στιγμές αυτουπονομεύουν τις υψηλές ιδέες και τα όνειρα να αλλάξουν τον κόσμο…
          Το ταξίδι είναι θυελλώδες, και ο συγγραφέας/αφηγητής, με αυτοσαρκαστικό λόγο ξεδιπλώνει ένα βιωματικό επεισόδιο που μας μεταφέρει τον παλμό της εποχής˙ και πιο ειδικά,  τον παλμό ενός παθιασμένου αγώνα που άφησε πίσω την γλυκόπικρη γεύση της διάψευσης.
Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 11, 2015

Μεταμορφώσεις, Franҫois Vallejo

Υπάρχει μία και μοναδική διαφορά ανάμεσα στη δική σου
και τη δική μου μεταστροφή:
εγώ πέρασα στο στρατόπεδο των ξεγραμμένων αυτού του κόσμου,
ενώ εσύ βρήκες καταφύγιο ανάμεσα σε παλιούς συμπαγείς τοίχους,
για να μη βλέπεις πια τίποτα, να μην ακούς τίποτα.
Κι όμως εκεί, έξω, στον κόσμο, υπάρχει αναβρασμός, θόρυβος.
                     
Προφητικό αποδείχτηκε το βιβλίο του Γάλλου συγγραφέα Φρανσουά Βαλεζό σχετικά με τα τρομοκρατικά χτυπήματα στο Παρίσι στις 13 Νοέμβρη 2015, εφόσον δημοσιεύτηκε το 2011[1] κι έχει ως κύριο θέμα τη μεταμόρφωση ενός νεαρού Γάλλου (μη μουσουλμάνου) σε τζιχαντιστή, και τη σύλληψη εφτά ατόμων με την κατηγορία ότι  προετοίμαζαν μεγάλες τρομοκρατικές επιθέσεις σε Παρίσι και Βρυξέλλες (εγώ το αγόρασα τρεις μέρες πριν!!!)! Η επιτυχία του βιβλίου αλλά και η σχετική εκδοτική παραγωγή (βλ. εκδόσεις Πόλις)  δείχνει ότι το φαινόμενο προσηλυτισμού ευρωπαίων/μη μουσουλμάνων και χρησιμοποίησής τους από τους φονταμενταλιστές είναι θέμα που απασχολεί χρόνια τώρα τη γαλλική κοινωνία και όλη την Ευρώπη[2].  Ότι η Ευρώπη και δη η Γαλλία (βλέπε ταραχές στα γαλλικά προάστια 2005) είναι ένα κοινωνικοπολιτικοπολιτισμικό καζάνι που βράζει…
Πρωταγωνιστής κατά τη γνώμη μου δεν είναι ο υποψήφιος τρομοκράτης τζιχαντιστής, ο Αλμπάν, αλλά η ετεροθαλής αδερφή του, η Αλίξ Τεζέ. Κι αυτό γιατί η μεγαλύτερη μεταμόρφωση δεν είναι αυτή του Αλμπάν (που είναι πιο γραμμική, πιο επίπεδη) αλλά της αφηγήτριας Αλίξ, η οποία προσπαθεί να καταλάβει, να προλάβει, να περισώσει, να προστατέψει τον μικρό της αδερφό. Παράλληλα, κλονίζεται η ταυτότητά της, προβληματίζεται και μεταμορφώνεται και η ίδια. Άλλωστε, καθώς το βιβλίο φτάνει στο τέλος, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι και η Άλιξ έχει φύση «επαναστατική», είναι αδίστακτη και παράτολμη- κινούμενη βέβαια από την αδυναμία της στον αδερφό της.
Ο Βαλεζό χρησιμοποιεί ένα πολύ πρωτότυπο αφηγηματικό τέχνασμα: το κείμενο που διαβάζει ο αναγνώστης είναι οι σημειώσεις που κρατά στο λάπτοπ της η Αλίξ, δηλαδή όλα τα γεγονότα και όλες οι βαθύτερες σκέψεις/συναισθήματά  της καθώς και οι συνδυασμοί που κάνει για να βρει την αλήθεια, ακόμα κι όταν μαθαίνει η Άλιξ ότι η Μυστική Αστυνομία όχι μόνο έχει πρόσβαση στις σημειώσεις της, αλλά αξιοποιεί τις πληροφορίες. Έτσι, δεν γνωρίζουμε από ένα σημείο και μετά αν όσα διαβάζουμε είναι η αλήθεια ή όσα επιλέγει η Άλιξ να μάθει η αστυνομία, αν και κάποια στιγμή η Άλιξ διευκρινίζει ότι εξακολουθεί να γράφει όπως θα έγραφε χωρίς «παρατηρητή».
Παραστατικό και σημαδιακό το αρχικό επεισόδιο που αναθυμάται η Άλιξ από την παιδική ηλικία, στο τρενάκι του τρόμου Silver Star  (στο γνωστό πάρκο αναψυχής «Europa park», τύπου Disneyland). Η διαφορετική αντίδραση των δυο αδερφιών στον επίπλαστο τρόμο, αντιδιαμετρικά αντίθετη, αποκλίνει και στις δυο περιπτώσεις από τη συνηθισμένη αντίδραση του μέσου παιδιού: η μεν Άλιξ αηδιάζει γενικά και ειδικά (ψυχαγωγικός πολιτισμός και πράσινα άλογα. Δεν έβλεπα τίποτα το διασκεδαστικό αλλά ούτε και το επιμορφωτικό εκεί μέσα/κατεβαίνω αηδιασμένη από τη διάχυτη ευτυχία των διπλανών μας) ο δε Αλμπάν ξετρελαίνεται (ανεβαίνει εφτά φορές, μέχρι τελικής πτώσης!). Η αφηγήτρια θεωρεί ως απαρχή της μεταστροφής του αδερφού της αυτήν την αιφνίδια μεταμόρφωση, του συμβαίνει κάτι σαν επιφοίτηση/έγινε κάποιος άλλος μπροστά στα μάτια μου/δεν σκέφτεται τίποτα άλλο πέρα από το πότε θα ξαναβρεί αυτήν την αίσθηση, που τον έκανε να νιώσει ισοπεδωμένος, μια υποταγή στη δύναμη αρχικά, η οποία όπως σταδιακά μεταβλήθηκε σε κυριαρχία πάνω στη δύναμη.
Παρόλ’ αυτά, η είδηση ότι ο Αλμπάν ασπάστηκε τον ισλαμισμό πέφτει σαν κεραυνός στην Άλιξ, που ανα-γνωρίζοντας τον ψυχισμό του φοβάται την εμπλοκή του σε τρομοκρατική δράση (ο Αλμπάν μεταστράφηκε στο μουσουλμανισμό για να νιώσει καινούριες συγκινήσεις). Με τόλμη που αγγίζει το ριψοκίνδυνο θράσος ξεπερνά τα εμπόδια προκειμένου να τον συναντήσει και να τον «συνετίσει». Βέβαια, δεν είναι και τόσο εύκολο…
Τρεις επεισοδιακές συναντήσεις των δύο αδερφιών, με έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις και ιδεολογικές συγκρούσεις (που φτάνουν ως την οριστική ρήξη) διαδραματίζονται πριν την σύλληψη του Αλμπάν. Τρεις συναντήσεις όπου οι εκπλήξεις συνεχίζονται για την Άλιξ. Πρώτα πρώτα, ο μικρός της αδερφός είναι πια ένας ώριμος άνδρας, πιο όμορφος, πιο ήρεμος, ίσως μάλιστα και πιο ευτυχισμένος. Εμφανίζεται σίγουρος για τις ιδέες του, διαλλακτικός και ετοιμόλογος, χειραφετημένος από την κηδεμονία της μεγάλης αδερφής (οι γονείς πάντα ήταν σε απόσταση).
Στις συναντήσεις αυτές, μέσα από ερωτήσεις με τις οποίες η Άλιξ βομβαρδίζει τον Αλμπάν και μέσα από έντονους διαλόγους, ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να σκιαγραφήσει την ψυχοσύνθεση του νεοφώτιστου τζιχαντιστή. Η Άλιξ γίνεται προκλητική, αδιάκριτη, σχεδόν υστερική˙ δεν διστάζει να έρθει σε επαφή με άτομα ύποπτα και να εκθέσει τον αδερφό της τόσο ώστε να του κοστίσει την εμπιστοσύνη των ανώτερων (το χειρότερο ήταν ότι αυτή μου η παρέμβαση τον έκανε, αυτόν, τον Αμπντελκρίμ Γιουσέφ (δηλαδή τον Αλμπάν, του δίνουν άλλο όνομα) να χάσει την αξιοπιστία στα μάτια των δικών του. Μετά από τόσες προσπάθειες που είχε καταβάλει, ένας εκατό τα εκατό Γαλάτης, για να γίνει μουσουλμάνος…). Κάποιες φορές χρησιμοποιεί και αθέμιτα μέσα, πράγμα που εξοργίζει τον Αλμπάν και ακολουθεί γερή… κατσάδα. Χάνει τη δουλειά της δυο φορές εξαιτίας όλης αυτής της έντασης, αλλά κυρίως μπαίνει μέσα της το σπέρμα της αμφιβολίας για τις αξίες του δυτικού πολιτισμού (νιώθω σαν αδέξια παιδούλα μπροστά σ έναν πάνσοφο γέροντα/ο αδερφός μου ξέρει πώς να γίνεται πειστικός). Μέσα από την αντιπαράθεση αναρωτιέται κατά πόσο έχει μεταστραφεί και η ίδια: από ελεύθερη καλλιτέχνης της ποπ αρτ έχει γίνει συντηρήτρια θρησκευτικών τοιχογραφιών σε ρωμαϊκές εκκλησίες (η δημιουργική Αλίξ, η γεμάτη ζωντάνια Αλίξ, εκείνη που έστηνε πολύπλοκες μηχανικές εγκαταστάσεις από ετερόκλιτα αντικείμενα, δίνοντας προτεραιότητα στον αυθορμητισμό της κίνησης, έκανε απότομη στροφή. Έγινε μια σχολαστική συντηρήτρια που αναλαμβάνει να σώσει κομμάτια ζωγραφικής ποτισμένα από αιώνες υγρασίας, μέσα σε μια μικροσκοπική εκκλησία της ρομανικής Βουργουνδίας… Παλιά πράγματα, τίποτε άλλο… Μεταστράφηκες… Μεταστράφηκες…/ τι κάνω εγώ μέσα στη δική μου γαλλική έρημο; Κάνω κάτι πιο έντιμο, πιο ωραίο, με το ασχολούμαι με το ριγκατίνο[3] χωρίς να βρίσκω νόημα σ’ αυτό;)!
Η ιδεολογική αντιπαράθεση έχει πολύ ενδιαφέρον˙ ο συγγραφέας προσπαθεί να διερευνήσει το ερώτημα, τι είναι αυτό που μπορεί να συγκινήσει έναν νέο (και μάλιστα καθαρόαιμο Γάλλο) να απαρνηθεί τα “καλά” του δυτικού πολιτισμού και να στρατευτεί, να δεσμευτεί τόσο ολοκληρωτικά σε μια ιεραρχημένη πειθαρχία. Η Άλιξ κατηγορεί τον Αλμπάν για συντηρητισμό και οπισθοδρομικότητα, ότι δεν πιστεύει πραγματικά στη νέα θρησκεία (δεν βρίσκω τίποτα το θρησκευτικό στην υπόλοιπη ζωή σου), ότι εξακολουθεί να υπακούει αλλά σε άλλους, πιο ισχυρούς, και κυρίως ότι η πίστη είναι απλώς ένα πρόσχημα… οι στοχασμοί πάνω στο Κοράνι είναι θεατρινισμοί/ αυτό που σε εξιτάρει είναι η δράση/όταν μιλάς για δράση, γεμίζει το στόμα σου/ αυτός είναι ο παράδεισός σου, η πραγματική υπόσχεση που δίνουν τα ριζοσπαστικά παρακλάδια του ισλάμ… Δεν είναι λοιπόν πνευματική η ανάγκη, καταλήγει η Άλιξ, αλλά περισσότερο σωματική… (στα δεκαπέντε του τού είχαν εξάψει τη φαντασία τα τρενάκια του λούνα παρκ, σήμερα του την εξάπτει η τζιχάντ).
Ο Αλμπάν αμύνεται με επίθεση: και η Άλιξ είναι συντηρητική˙ κατά τη γνώμη τoυ, η σύγχρονη τέχνη είναι μόνο χρήμα, είναι μια προσομοίωση τέχνης… που μπορεί να θεωρηθεί τέχνη με την προϋπόθεση οι αγοραστές να την πληρώνουν ακριβά. Αν δεν έχει εμπορική αξία, δεν έχει ούτε καλλιτεχνική αξία. Όλο το σύγχρονο δυτικό πρότυπο είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα, μια προσομοίωση ζωής. Αν μπορείς να πληρώσεις πολλά, τότε έχεις δικαίωμα στην ευτυχία. Αν δεν μπορείς να πληρώσεις, είσαι καταραμένος, ένα απόβρασμα. Η μουσουλμανική πίστη είναι μια συλλογική πρόταση να ανακουφιστούν οι άνθρωποι από τις αδικίες και τις ταπεινώσεις στις οποίες τους έχουν καταδικάσει οι κοινωνίες του βορείου ημισφαιρίου. Ο φανατισμός είναι μια λέξη με την οποία ξεφορτώνονται τους ανθρώπους που πιστεύουν σε κάτι πιο μεγάλο από τον εαυτό τους, αμαυρώνοντάς τους και αντιμετωπίζοντάς τους σαν μισαλλόδοξους παράφρονες. Μισεί κάθε «δυτικό ψεύδος», την ψεύτικη τέχνη, την ψεύτικη ζωή…
Η Άλιξ εξακολουθεί να εντοπίζει τα κατάλοιπα του ατομικισμού του και γενικά τις αντιφάσεις του (αν οι επενδυτές εκτιμούν ότι οι ισλαμιστικές οργανώσεις μπορούν να τους αποφέρουν χοντρά κέρδη, θα επενδύσουν και σ αυτές/ δεν είναι ατομικιστικό ή υλιστικό το να βάζει στην τσέπη μερικές εκατοντάδες ευρώ τα οποία προσφέρει η Δύση για να εκπαιδεύσει τους μελλοντικούς ερευνητές της;). Η απάντηση δίνεται όχι με θρησκευτικούς όρους βέβαια, αλλά ότι ένας χημικός, ένας επιστήμονας, ένας γιατρός μπορεί να είναι χρήσιμος στην ομάδα (ταυτόχρονα είναι απάντηση σε μας που αναρωτιόμαστε γιατί οι τζιχαντιστές στρατολογούν απόφοιτους δυτικών πανεπιστημίων).  Η σύγκρουση φτάνει στο αποκορύφωμα όταν ο Αλμπάν, ίσως για να την τρομάξει, της αφηγείται βίαια περιστατικά με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Η Άλιξ φρικάρει, θέλει να τον σταματήσει με κάθε τρόπο (δεν θα σ αφήσω να κάνεις το χειρότερο. Δεν μπορεί να συμβεί σε μας μια τέτοια ιστορία, με πρωταγωνιστή τον πιο έξυπνο απ’ όλους στην οικογένεια…). Σε αντίθετη περίπτωση είναι αποφασισμένη να τον καταδώσει.
Όμως δεν προλαβαίνει, γιατί ο Αλμπάν εξαφανίζεται. Οι ανατροπές στη ζωή της Άλιξ από δω και πέρα διαδέχονται η μια την άλλη. Η εξαφάνιση του Αλμπάν, η παρακολούθηση, η σύλληψη της «ομάδας», η εκδίκαση προθέσεων, τα τρομοκρατικά χτυπήματα που παρόλ αυτά έλαβαν χώρα, μας δίνουν μια εικόνα για το πώς λειτουργεί όλος αυτός ο μηχανισμός. Η Άλιξ παρακολουθείται κι αυτή στενά˙ η ΚΔΕΠ (Κεντρική Διεύθυνση Εσωτερικών Πληροφοριών) έχει πρόσβαση στα γραπτά της («κατασκοπευτικό λογισμικό»), παρακολουθεί ό, τι γράφεται στον υπολογιστή της και όχι μόνο. Η στενή συνεργάτης και φίλη της Λενά αποδεικνύεται συνεργάτης της αστυνομίας. Αναρωτιέται αν οι σημειώσεις όχι μόνο βοήθησαν την αστυνομία να αναγνωρίσουν τους κατηγορούμενους αλλά συντελούν στην καταδίκη τον Αλμπάν. Η ανεπάρκεια της αστυνομίας την οδηγεί στο να κατηγορεί άτομα χωρίς επαρκή στοιχεία για να καλύψει τις αποτυχίες της.  Ο «εγκέφαλος» όλης της οργάνωσης είναι ένας φημισμένος γιατρός, που χαίρει σεβασμού, αλλά αποδεικνύεται άπιαστος. Στο δεύτερο αυτό μέρος εμφανίζονται καινούρια πρόσωπα στο βιβλίο όπως ο φιλικός αστυνομικός της ΚΔΕΠ Μεντινά, ο δικηγόρος Βωτόρ των οποίων ο ρόλο είναι αμφίσημος.
         Όταν τα δυο αδέρφια ξανασυναντιούνται κι άλλη μεταμόρφωση έχει συντελεστεί (όχι πεισματική αντίσταση αλλά σιωπηλή αποστασιοποίηση). Η Άλιξ δεν παύει να δέχεται ανατροπές που προσπαθεί να αναλύσει και να κατανοήσει (κάθε φορά νομίζω πως τον έφτασα, πως τον πλησίασα, αλλά αυτός είναι ήδη αλλού). Η τελική έκβαση είναι απροσδόκητη αλλά προσφέρει απαντήσεις.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Από το εξαιρετικό άρθρο του Αντώνη φράγκου στο «Το περιοδικό» : Οι «Μεταμορφώσεις» εκδόθηκαν το 2011, λίγους μήνες πριν την υπόθεση του Γάλλο-αλγερινού ισλαμιστή Μοχάμετ Μεράχ που είχε κατηγορηθεί για τις τρεις φονικές επιθέσεις με επτά νεκρούς έξω από το εβραϊκό σχολείο της Τουλούζης για να σκοτωθεί κατόπιν από τις Ειδικές Δυνάμεις στο σπίτι του. Μάλιστα, η εδώ κυκλοφορία του συνέπεσε με την φονική επίθεση στο Charlie Hebdo καθιστώντας το βιβλίο εξαιρετικά επίκαιρο.
[2] Διαφωτιστική πάνω στο θέμα η συνέντευξη του «ισλαμολόγου» Olivier Roy 
[3] Τεχνική συντήρησης παλαιών έργων τέχνης και τοιχογραφιών