Παρασκευή, Νοεμβρίου 27, 2015

Ο θάνατος και η ζωή της ΣΥΛΒΙΑΣ ΠΛΑΘ, Ronald Hayman

Θαρρείς και αυτό που ήθελα να σκοτώσω, δεν ήταν μέσα από το δέρμα,
δεν ήταν ο αδύναμος, γαλάζιος παλμός
που τιναζόταν κάτω από το δάχτυλό μου,
μα κάπου αλλού, πιο βαθιά, πιο μυστικά, 
κάπου πολύ πιο δύσκολο να βρεθεί.

Ο γυάλινος κώδωνας

Πρόκειται για μια σχολαστικά λεπτομερή βιογραφία της γνωστής Αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβιας Πλαθ σχεδόν σε γραμμικό χρόνο, αν εξαιρέσουμε την αρχική αναδρομή: όπως υποβάλλει και ο τίτλος, γίνεται πρώτα αναφορά στην αυτοχειρία της στα τριάντα ένα της χρόνια και στη συνέχεια στην πορεία ζωής που την οδήγησε σ αυτό το τέλος. Είναι μια έξυπνη αντιστροφή, εφόσον η ζωή της ποιήτριας αλλά και το περιεχόμενο της ποίησής της περιστρέφεται γύρω από τον θάνατο ως λύτρωση.
Οι ψυχαναλυτικές παρατηρήσεις και οι παραπομπές σε στίχους της Πλαθ, οι οποίοι σε μεγάλο μέρος έχουν άμεση σχέση με τα βιώματά της (ποίηση καθαρά εξομολογητική), δίνουν μια σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα της μοναδικής της προσωπικότητας. Όμως, η προσπάθεια του βιογράφου- σκηνοθέτη Ηayman να έχει ακρίβεια και τεκμηρίωση σε όσα γράφει, τον κάνει ουσιαστικά να αποδίδει ένα χρονικό, σε γ ενικό, βασισμένο στα στοιχεία της καθημερινότητας από τα -πάμπολλα- ημερολόγια που άφησε πίσω της η Σύλβια (έγραφε από έντεκα χρονών). Έτσι, δυσκολεύεται ο αναγνώστης να βρει την αντιστοιχία ανάμεσα στο κακομαθημένο κορίτσι με ψυχωσικά και μανιοκαταθλιπτικά σύνδρομα, με μανία για διακρίσεις και αποκλειστικότητα από τη μια, και τη μεγάλη ποιήτρια από την άλλη. Είναι αλήθεια, ότι αν διαβάσεις πρώτα αυτή τη βιογραφία, χωρίς να έχεις άμεση επαφή με την ποίηση της Σύλβιας Πλαθ που κατά τη γνώμη μου ξεφεύγει σε κάτι πολύ πιο «καθολικό», αναρωτιέσαι γιατί να αναλωθείς ως αναγνώστης για να παρακολουθήσεις την πορεία ενός ακόμη ατόμου που δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τη σχέση με τον πατέρα, με τη μητέρα, με τον σύντροφο, με τον εαυτό. Τουλάχιστον, αυτό συνέβη σε μένα. Δευτερευόντως, επανέρχεται το ερώτημα του κατά πόσο τελικά το ποιητικό έργο κάποιου στέκεται από μόνο του και κατά πόσο φωτίζεται -ή συσκοτίζεται- από τα βιογραφικά στοιχεία. Τέλος, αναρωτιέσαι πόσο αλλοιώνει το φως ενός βιογράφου την προσωπικότητα του βιογραφούμενου, τι είναι βιογραφία, και πόσοι ανεξερεύνητοι δρόμοι οδηγούν από το βίωμα στην τέχνη.
Είναι ξεκάθαρο ότι όλη η ζωή της Σύλβιας Πλαθ ήταν μια πάλη ενάντια στο ψυχόρμητο θανάτου, ή τουλάχιστον, την αυτοκαταστροφική  τάση που είχε από τα οκτώ της χρόνια, όταν πέθανε ο «κολοσσιαίος» πατέρας της (έτσι τον αποκαλεί και η ίδια). Ο σπόρος όμως της εγκατάλειψης ίσως είχε εμφυτευτεί από τα τρία της, απ όταν δηλαδή ο πατέρας της αρρώστησε και δεν μπορούσε να ασχοληθεί μαζί της. Δεν είναι τυχαίο που επισκέπτεται τον τάφο του πατέρα για πρώτη φορά στα 23 της χρόνια (ο Φρόυντ εξηγεί ότι η μελαγχολία είναι απόρροια αποτυχίας ή αδυναμίας να πενθήσει κάποιος επαρκώς μια σημαντική απώλεια). Οι πρώτες της συλλογές μεταστοιχειώνουν αυτήν την απώλεια, αποτελούν προσπάθειες να «εξορκίσει» το φάντασμα του πατέρα. Ο συγγραφέας δείχνει σε όλους τους τόνους ότι η Πλαθ πάσχει από το «σύνδρομο της Ηλέκτρας» και χρησιμοποιεί σαν «περσόνες» τους ήρωες των ποιημάτων της για να εκδραματίσει αυτά που τη στοιχειώνουν. Η ποιήτρια Πλαθ όχι μόνο φαντασιώνεται γάμο με τον νεκρό πατέρα, αλλά ταυτίζεται με το κορίτσι που η μητέρα της είχε σκοτώσει τον πατέρα της.
Ακόμα κι όταν ζούσε ο πατέρας, στη ζωή των παιδιών κυριαρχούσε η μητέρα. Μια γυναίκα με προφίλ οσιομάρτυρα, με πολλές ικανότητες που τις θυσίασε για την οικογένεια, και εξακολούθησε να θυσιάζεται για τα παιδιά της σ όλη τη διάρκεια της ενηλικίωσής τους. Μεγαλώνοντάς τα με «αυτοτιμωρητική πειθαρχία», ήταν αυτή που ουσιαστικά μύησε τα δυο παιδιά στην ποίηση, διαβάζοντάς τους ποιήματα ενώ ήταν ακόμη πολύ μικρά (βλέποντας τον εαυτό της να ανατριχιάζει, αναρωτήθηκε μήπως κρύωνε. «Όχι˙ μια σπίθα τινάχτηκε από το ποίημα και σε αναστάτωσε» ήταν η εξήγηση της μητέρας της.
Τα συναισθήματα της Σύλβιας απέναντι στη μητέρα είναι διχασμένα: η «πιο γλυκιά μητερούλα», η «καταπληκτική» μητέρα,  γίνεται αντικείμενο επίθεσης (και η απόπειρα αυτοκτονίας είναι, φυσικά,  μια ακραία μορφή έμμεσης επίθεσης στη μητέρα)˙ ενδόμυχα την κατηγορεί για τον θάνατο του Όττο Πλαθ, όπως κατηγορούσε και τον εαυτό της και υπέθετε ότι η μητέρα της κατηγορούσε εκείνην. Η αυτοτιμωρητική μητέρα στερούνταν απίστευτα προκειμένου να απολαύσουν τα παιδιά της τιμές και διακρίσεις (π.χ. να πάει η Σύλβια στο πολύ απαιτητικό κολλέγιο Σμιθ) και έχει υπερβολικές απαιτήσεις από κείνα (υπήρχε ένα στοιχείο εκδραμάτισης σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, στη συνεχή επιδίωξη της διάκρισης. Στο σχολείο, στην κατασκήνωση στο ημερολόγιό της, στο κολέγιο, ως επαγγελματίας συγγραφέας, η Σύλβια χαρακτηριζόταν από έναν ψυχαναγκασμό όταν μονίμως πάσχιζε να διαπρέπει). Δεν είναι τυχαία, επομένως η ανάγκη της Σύλβιας να υπερφορτώνει τη μέρα της με χιλιάδες καθήκοντα, και να επιδίδεται σ έναν αγώνα δρόμου για να τα προλάβει όλα καταβάλλοντας αφύσικη ποσότητα ενέργειας.
Η Ορέλια έβλεπε πάντα στη Σύλβια μια προέκταση του εαυτού της, έναν τρόπο να αποζημιωθεί για τη θυσία που έκανε όταν υποχώρησε στη θέληση του πατέρα της κι εγκατέλειψε τη λογοτεχνία χάριν της στενογραφίας. Στην ψυχαναλυτική ερμηνεία στην οποία προβαίνει ο  Ηayman (άλλωστε και η ίδια η ψυχαναλύτρια της Σύλβια αργότερα θα συμφωνήσει) επισημαίνεται ότι η ανάγκη για επιτυχία ήταν πάντα άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάγκη ν ανταμείβεται γι’ αυτό με την αγάπη της μητέρας της. Η Σύλβια ποτέ δεν συγχώρεσε τη θεραπεία με ηλεκτροσόκ στην οποία την οδήγησε η μητέρα της, μετά από μια κρίση νεύρων (όταν δεν κατάφερνε κατά τη γνώμη της να ανταποκριθεί επαρκώς στα θερινά μαθήματα δημιουργικής γραφής!). Πολύ αργότερα, θα καταφέρει με τη βοήθεια της δρος Μπούσερ (ψυχαναλύτριας) να αποστασιοποιηθεί, συνειδητοποιώντας πόσο μίσος και οργή είχε συσσωρεύσει. Η δρ Μπούσερ δεν την συμβούλευσε πώς να διαχειριστεί την εχθρότητά της, αλλά τη βοήθησε να την αναγνωρίζει και να την αντιμετωπίζει (σου δίνω την άδεια να μισείς τη μητέρα σου).

Ο φόβος της απόρριψης, κληρονομιάς από την εγκατάλειψη από τον πατέρα,  λοιπόν, καθώς και ο φόβος της αποτυχίας ήταν δυο άξονες θεμελιακοί στην ψυχοσύνθεση της Σύλβιας Πλαθ, που κρύβονται πίσω από την «επιθανάτια αγωνία[1]» των έργων της. Ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του βιβλίου επιγράφεται «Ο εχθρικός εαυτός». Και εδώ ο Ηayman καταφεύγει σε ψυχαναλυτικούς όρους για να περιγράψει την αυτοκαταστροφική της προσωπικότητα. Η τάση για αυτοδραματοποίηση ακόρεστη, και, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, ίσως μηχανευόταν κρίσεις για να εμπλουτίζει το υλικό των έργων της. Άλλα και η άποψη της φίλης της Νάνσυ ήταν ότι επιδίωκε να δημιουργήσει καταστάσεις κρίσης, για να τροφοδοτεί τη δημιουργική φαντασία της. Στον τρόπο π.χ. με τον οποίο μεταπλάθει κάποιες οριακές εμπειρίες όπως τον παρολίγο πνιγμό της όταν ήταν πολύ μικρή, δίνει η ίδια μια διάσταση θανάτου. Αν και η Σύλβια δεν κινδύνεψε πραγματικά, το επεισόδιο αυτό μοιάζει να την έφερε κοντά στο θάνατο, αλλά αυτή η ερμηνεία ήταν πιο επικίνδυνη απ το ίδιο το γεγονός, γιατί αποκάλυψε και βοήθησε να παγιωθεί ένας τρόπος σκέψης που έδωσε λάμψη και σαγήνη στο θάνατο, υπονοώντας μια εξίσωση ανάμεσα στην ανυπαρξία και σε μια ουτοπιστική επιλογή του πραγματικού κόσμου.
Ωστόσο, ο εσωτερικός διχασμός και η αμφιθυμία  ήταν πολύ βαθιά ριζωμένα μέσα της για να πιστέψει κανείς ότι ήταν επίπλαστα. Ο «κυρ- Πανικός» πρωταγωνιστεί σε διήγημά της δίνοντας σάρκα και οστά σε εφιάλτες και όνειρα τρομακτικά, όπου η Σύλβια επικεντρώνεται στην ιδέα του φόβου ως θεού. Οι εμπειρίες της από τα νοσοκομεία αποβαίνουν τρομακτικές. Από ψυχιατρική άποψη η Πλαθ είχε τάσεις σχιζοειδείς (ο Ηayman κάνει αρκετά εκτενή αναφορά στον «διχασμένο εαυτό» του Λαινγκ συσχετίζοντας με τον ψυχισμό της Πλαθ) και κατά μεγάλα διαστήματα σύνδρομο μανιοκατάθλιψης (τον τελευταίο καιρό ακολουθούσε συστηματική αγωγή, και μάλιστα υπήρχε υποψία ότι υπερέβαλλε σκόπιμα στις δόσεις). Η μανιοκαταθλιπτική αλληλοδιαδοχή ανάμεσα σε αισθήματα απέραντης ευτυχίας και καταστροφικής απόγνωσης ήταν τόσο απότομη και βίαιη, που η έκσταση σκουντουφλούσε πάνω στην αγωνία˙ το μίσος για την Ορέλια πάνω στην αγάπη.
Και αλλού:
Η απληστία της για τη ζωή τής αποδείκνυε ότι το να τα θέλει όλα, ήταν εξίσου επικίνδυνο με το να μη θέλει τίποτα. Υπήρχαν δύο τρόποι να μη θέλει τίποτα: ο ένας ήταν να διαθέτει έναν τόσο πλούσιο εσωτερικό πυρήνα χαράς, ώστε η εξωτερική πραγματικότητα να γίνεται περιττή˙ ο άλλος, να νιώθει τόσο νεκρή και σάπια, που τίποτα να μην μπορεί να βοηθήσει.
Μέσα από τις καταγραφές στα ημερολόγια, ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει  τις ερωτικές περιπέτειες της Πλαθ πριν τον μεγάλο της έρωτα, τον επίσης ποιητή Τεντ Χιουζ. Μερικούς από τους προηγούμενους τους αγάπησε, αν και μόνο στον Ρίτσαρν Σασούν εκφραζόταν ελεύθερα («το χάος κάτω από την επιφάνεια»). Ο Τεντ όμως ήταν μια ισχυρή και ανεξάντλητη πηγή αγάπης/ο καλύτερος δυνατός αντικαταστάτης του πατέρα της, ο θάνατος του οποίου της στέρησε, όπως πίστευε, τον άνθρωπο που μπορούσε να εμπιστευτεί, γιατί ποτέ δεν θα απέσυρε την αγάπη του. Ο Χιουζ ήταν ψηλός, δυνατός, ωραίος, δημιουργικός, ευφυής, πετυχημένο, πρόθυμος να βοηθήσει.
Ο γάμος των δύο λογοτεχνών στα πρώτα χρόνια ήταν πολύ ευτυχισμένος. Η σχέση τους ενέπλεκε τη λογοτεχνία με τη σεξουαλικότητα˙ ο Τεντ, πιο γνωστός ως ποιητής στηρίζει και εμπνέει τη δημιουργικότητα της Σύλβιας. Συνεργάζονται σε όλα τα επίπεδα, από τις δουλειές του σπιτιού, τη συγγραφή, μέχρι και… την επίκληση σε πνεύματα, μια και ο Χιουζ είναι οπαδός του σαμανισμού και του αποκρυφισμού. Η Σύλβια από τη μεριά της νιώθει πολύ ερωτευμένη αλλά και πολύ εξαρτημένη, επίσης δεν ήταν εύκολο να ξεπεράσει τη ζήλεια της για την επιτυχία του Χιουζ. Αποδεικνύεται, κατά τα λεγόμενα, φιλόδοξη και ανταγωνιστική και, κυρίως, ψυχαναγκαστική. Έτσι, τα πρώτα σύννεφα της μανιοκατάθλιψης δεν αργούν να επανεμφανιστούν… Η ψυχαναγκαστική δραστηριότητα  επαυξάνεται μετά τη γέννηση της Φρίντα και ακόμα περισσότερο του Νικόλα, που έγινε σε περίοδο που είχε αποκαλυφθεί πλέον στην Σύλβια η σχέση του Όττο με την Άσια (όταν δούλευε αισθανόταν καλά. Η δραστηριότητα διέλυε την οργή που την παρέλυε, όμως πάντα η αγωνία της επανερχόταν, αρπάζοντάς την σαν δηλητήριο που είχε κολλήσει στον οισοφάγο). Παράλληλα δυσκολεύουν και οι συνθήκες διαβίωσης. Τον τελευταίο χρόνο η Σύλβια βρίσκεται να μεγαλώνει μόνη της δυο παιδιά, σ ένα επαρχιακό τεράστιο σπίτι στο Λονδίνο (εκεί που έμενε ο Γέητς) χωρίς θέρμανση, χωρίς κοζίνα γκαζιού για μεγάλο διάστημα, χωρίς ηλεκτρικό κάποιες φορές. Οι απελπισμένες κινήσεις της, όπως περιγράφονται από τον  συγγραφέα, μοιάζουν με κραυγές για βοήθεια…
Δεν παρατίθενται όλες αυτές οι λεπτομέρειες εδώ (όπως άλλωστε και στο βιβλίο) για να ερμηνεύσουν την τραγική αυτοκτονία της νεαρής ποιήτριας, γιατί πιστεύω ότι ο λαβύρινθος που οδηγεί στην απόφαση κάποιου να δώσει μόνος του τέλος στη ζωή του είναι ανεξιχνίαστος. Οι λεπτομέρειες όμως της ζωής της Πλαθ, που δίνονται άλλωστε και ανάγλυφα στα ημερολόγιά της, ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό την ποίησή της (πράγμα που δεν συμβαίνει βέβαια με όλους τους δημιουργούς). Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, είναι μια ποίηση «εξομολογητική», όπως και του Χιουζ, του σύγχρονού της ποιητή Ρόμπερτ Λόουελ, της φίλης της ποιήτριας Ανν Λέξτον (συζητούσαμε για το θάνατο με ξεθυμασμένη ένταση, σαγηνευμένες και οι δυο απ αυτόν, σαν πεταλούδες της νύχτας γύρω από τον ηλεκτρικό γλόμπο. Τον ρουφούσαμε! Εκείνη διηγήθηκε με γλυκιές και τρυφερές λεπτομέρειες την ιστορία της πρώτης απόπειράς της…. Μιλούσαμε για τον θάνατο, κι αυτό ήταν ζωή για μας, που βαστούσε παρά τη θέλησή μας).   
Είναι η «ποίηση του θανάτου»˙ η Σύλβια ήξερε ότι ήταν στο φόρτε της στο στίχο, αλλά και στο πεζό, όταν, μεταξύ σοβαρού και αστείου, σαν τους μεταφυσικούς ποιητές, έπαιζε με το θάνατο/ χαιρόταν να ερευνά τα όριά της/της άρεσε να δραματοποιεί την καθημερινή εμπειρία της/μαστίγωνε τον εαυτό της για να προχωρήσει/ ήταν φοβερά δυνατή και φοβερά ευάλωτη. Τα περισσότερα ποιήματα της Πλαθ έχουν ως αφετηρία ένα ασήμαντο γεγονός, μια εμπειρία, μια παρατήρηση. Ξαναζούσε τη ζωή της δίνοντάς της μόνιμο σχήμα στα ποιήματά της. Η απώλεια, η παροδικότητα, το φευγαλέο, θα ήταν ανυπόφορα αν δεν αντισταθμίζονταν από καλλιτεχνική δραστηριότητα.
Όπως αναφέρει και ο επιμελητής του Observer και εκδότης Άλβαρεζ (που της συμπαραστάθηκε στις τελευταίες δύσκολες μέρες), η ιδιοφυΐα της Πλαθ έγκειται στην ικανότητά της να παίρνει ένα «κομμένο δάχτυλο, μια μελανιά, έναν ανεπιθύμητο επισκέπτη, και να τα εμποτίζει με βαθύτητα και δέος».  
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] «Η επιθανάτια αγωνία στο έργο της Σύλβιας Πλαθ», του Γιάννη Αντίοχου (ποιητή και μεταφραστή όχι μόνο έργων της Πλαθ αλλά και του Τεντ Χιουζ, και άλλων της «εξομολογητικής ποίησης)

Δεν υπάρχουν σχόλια: