Τετάρτη, Ιουνίου 24, 2015

Αδριανού απομνημονεύματα, Marguerite Yourcenar

Όλα μας ξεφεύγουν, όλοι, και μεις οι ίδιοι.
Η ζωή του πατέρα μου, μου είναι πιο άγνωστη από τη ζωή του Αδριανού.
Αν έπρεπε να γράψω την ίδια την ύπαρξή μου, θα την ξανάπλαθα απ έξω, κοπιαστικά, σα ζωή κάποιου άλλου. Θάπρεπε να καταφύγω σε γράμματα, σε αναμνήσεις τρίτων, για να καθορίσω αυτές τις αβέβαιες μνήμες.
Δεν είναι παρά σωριασμένα τείχη, παραπετάσματα σκιάς.
Να τα φέρω έτσι ώστε τα χάσματα του κειμένου μου σε ό, τι αφορά τη ζωή του Αδριανού,
να συμφωνήσουν μ αυτά που θάχε η δική του η λησμονιά.
Μαργκερίτ  Γιουρσενάρ


Ο γνωστός από την ιστορία αυτοκράτορας Αδριανός, τρίτος στη σειρά στη δυναστεία των Αντωνίνων (117- 138 μ.Χ.), «φιλόσοφος -βασιλιάς» σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία (στην Wikipedia καταχωρείται όχι μόνο ως αυτοκράτορας αλλά ως στωικός και επικούρειος φιλόσοφος), γράφει εν είδει επιστολής προς τον δεκαεπτάχρονο Μάρκο Αυρήλιο (έναν από τους καθορισμένους διαδόχους του),  μια γραπτή εξομολόγηση για τη ζωή, το έργο του, τη φιλοσοφία του. Είναι ένας άνθρωπος ταξιδιώτης αλλά ταυτόχρονα και αφέντης, απόλυτα ελεύθερος να δει, να μεταρρυθμίσει, να δημιουργήσει, αλλά στην ουσία ένας άνθρωπος που, στα εξήντα του χρόνια, περιμένει τον θάνατό του (από υδρωπικία της καρδιάς).
Για ασφάλεια, συνέταξα  πέρυσι, μία αναφορά που θεωρείται η επίσημη αναφορά των πράξεών μου. Ο γραμματέας μου, ο Φλέγονας, έβαλε το όνομά του στη σελίδα του τίτλου. Λέω σ αυτήν, όσο το δυνατόν λιγότερα ψέματα. Τα δημόσια συμφέροντα, όμως, και η αξιοπρέπεια, δεν έπαυαν να με αναγκάζουν ν’ αναταξινομώ ορισμένα γεγονότα. (…) Εδώ σου προσφέρω, σαν μια επανόρθωση, μιαν αφήγηση απαλλαγμένη από προμελετημένες ιδέες και αφηρημένες αρχές, φτιαγμένη από την εμπειρία ενός μόνου ανθρώπου, που είμαι εγώ. Αγνοώ σε ποια συμπεράσματα θα με παρασύρει αυτή η αφήγηση. Βασίζομαι πάνω σ αυτή την επιθεώρηση των γεγονότων για να προσδιοριστώ, να κριθώ ίσως, ή να γνωρίσω τουλάχιστον καλύτερα τον εαυτό μου προτού πεθάνω.
Έτσι, το κύριο βάρος σ αυτήν την αφήγηση δεν είναι τα έργα του δραστήριου και πολυπράγμονα αυτοκράτορα, αλλά  το εσχατολογικό περιεχόμενο με το οποίο επενδύει κάθε του ανάμνηση, τώρα που «οι ευτυχίες τον εγκαταλείπουν σιγά σιγά» (απ όλες τις ευτυχίες που μ εγκαταλείπουν σιγά σιγά, ο ύπνος είναι μια από τις πιο πολύτιμες, από τις πιο καθημερινές επίσης). Αναστοχάζεται συνεχώς κάθε νέα πτυχή των ανθρώπινων, τώρα ιδιαίτερα που είναι ευάλωτος (η αρρώστια και η ηλικία έχουνε κι εκείνες τα θαύματά τους). Κυρίως όμως, όπως γράφει ο Ναυτίλος, ο Αδριανός δεν αφηγείται τη ζωή του με στόχο την ανασύσταση του παρελθόντος. Είναι το μέσον που χρησιμοποιεί για να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του πριν πεθάνει, το λέει άλλωστε και ο ίδιος ως μυθιστορηματικό πρόσωπο.
Το μυθιστόρημα αυτό, έργο ζωής της μεγάλης συγγραφέα, δεν είναι βασικά ιστορικό μυθιστόρημα. Όπως σημειώνει η Γιουρσενάρ στο τέλος του βιβλίου:  πιο πολύ θέλησα να διαλέξω τη στιγμή που ο άνθρωπος που έζησε αυτήν την ύπαρξη, τη ζύγιασε, την εξέτασε, στάθηκε, έστω για μια στιγμή, ικανός να την κρίνει. Να βρεθεί αντιμέτωπος με τη ζωή του. Η συγγραφέας θέλησε ν αγκαλιάσει με μια μονάχα ματιά ολόκληρη την καμπύλη. Ακόμα πιο συγκεκριμένα  θέλησε να διεισδύσει στην προσωπικότητα ενός «σχεδόν σοφού ανθρώπου» που αν δεν είχε διατηρήσει την ειρήνη του κόσμου, αν δεν είχε  αναζωογονήσει την οικονομία της αυτοκρατορίας, οι προσωπικές ευτυχίες και δυστυχίες του θα την είχαν απασχολήσει πολύ λιγότερο.
Εδώ ας σημειώσω ότι ταυτίζομαι απόλυτα με την άποψη του Ναυτίλου για τη γνωστή μεταφράστρια των έργων της Γιουρσενάρ, Ιωάννα Χατζηνικολή. Η τεκμηριωμένη κριτική του ναυτίλου ήταν και το έναυσμα για προσέξω και γω κάποιες μεταφραστικές ατέλειες (κι ας μην είχα το πρωτότυπο) που επιβεβαιώνουν την κρίση του.
  
Η ζωή του μυθιστορηματικού Αδριανού μέσα στο ιστορικό πλαίσιο
Να θυμίσουμε με λίγα λόγια ότι εκείνη την εποχή (2ος αι. μ.Χ.) το αυτοκρατορικό αξίωμα δεν ήταν κληρονομικό αλλά είχε θεσπιστεί ο θεσμός της υιοθεσίας.  Ο αυτοκράτορας ορίζεται από τον προηγούμενο με κριτήριο ίσως τις διοικητικές και στρατιωτικές ικανότητες που δοκιμάζονται στους ατέλειωτους πολέμους, κι έχει να παλέψει σκληρά για να στερεώσει τη θέση του έναντι των αντιπάλων.
Ο τρόπος με τον οποίο βάζει η Γιουρσενάρ τον αφηγητή να παρουσιάζει τη ζωή του είναι αφαιρετικός και αντιστικτικός. Άλλωστε, ο Αδριανός απευθύνεται σε σύγχρονό του, δεν έχει νόημα να εξιστορήσει όλο του τον βίο. Ξεπερνά με επιδεξιότητα τις αντιφάσεις σχετικά με τη γενέτειρα (άλλες πηγές αναφέρουν την Ρώμη και άλλη την Ιτάλικα, πόλη της Ισπανίας):  ο μύθος έχει και τα καλά του. Μαρτυράει πως οι αποφάσεις του πνεύματος και της θέλησης είναι εκείνες που υπαγορεύουν τις περιστάσεις. Πραγματικός τόπος της γέννησής μας είναι κείνος στον οποίο βλέπουμε για πρώτη φορά με καθαρό μάτι τον εαυτό μας. Πρώτες μου πατρίδες ήτανε τα βιβλία.
Με λιγοστές αναμνήσεις από τους γονείς (ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος τσακισμένος από την αρετή/από το μακρουλό πρόσωπό της Σπανιόλας, το ποτισμένο με μια γλύκα λίγο μελαγχολικιά, κρατάω μιαν ανάμνηση κλπ), όταν τον κάλεσε ο κηδεμόνας του ο Καίλιος Αττιανός (κηδεμόνας του ήταν κι ο ξάδερφός του, Τραϊανός)  έφυγε για τη Ρώμη. Τον παρακολουθούμε ως χιλίαρχο (μ έσωσε η επιστροφή στον στρατό), να απομακρύνεται από τη Ρώμη προς μεγάλη του ευτυχία, γιατί την θεωρούσε κέντρο διαφθοράς. Ήταν εικοσιδύο χρόνων, μόλις πέθανε ο Δομιτιανός κι ο Νέρβας όρισε διάδοχο τον Τραϊανό. Έτσι, ο ήρωάς μας συμμετείχε ενεργά στις εκστρατείες του αυτοκράτορα εναντίον των Δακών και των  Πάρθων περιγράφοντας γλαφυρά όλα τα συναισθήματα της «εξαιρετικής έξαψης»:
Όσο διαρκούσε ο κίνδυνος, κυνισμός ή καθήκον παραχωρούσαν αστραπιαία τη θέση τους σ ένα ντελίριο τόλμης, σ ένα είδος περίεργου οργασμού του ανθρώπου που ενώνεται με το πεπρωμένο του. Στην ηλικία που ήμουνα τότε, αυτό το μεθυσμένο κουράγιο ήταν παντοτινό. Ένα πλάσμα μεθυσμένο από τη ζωή δεν προβλέπει τον θάνατο.
Με τον θάνατο του Τραϊανού (μεγαλειώδης η περιγραφή) και με μια διαδικασία κάπως σκοτεινή (σύνηθες αυτό, βέβαια) αναλαμβάνει το αξίωμα του αυτοκράτορα χτίζοντας σιγά σιγά και με προσοχή ένα λιτό, φιλοσοφικό, στοχαστικό προφίλ. Οι μηχανορραφίες που απαιτούνται για να στεριώσει κανείς το ηγετικό αυτό αξίωμα μέσα σε μια αυτοκρατορία με τόσες αντιφάσεις συνδυάζονται με τον φιλοσοφικό στοχασμό ενός ανθρώπου που προσπαθεί, τώρα στο τέλος της ζωής του να προσδώσει νόημα.  Σ αυτό το πνεύμα διατρέχει η συγγραφέας μέσω του αφηγητή τα γνωστά εξωτερικά γεγονότα. Ένας αυτοκράτορας που ελάχιστα στάθηκε στη Ρώμη∙  πέρα από τον πόλεμο εναντίον των Δακών (κράτησε έντεκα μήνες κι ήταν αλύπητος) και τα επεισόδια στα σύνορα των Πάρθων, τις εκστρατείες εναντίον των Ιουδαίων  επισκέφτηκε ως κατακτητής τη Γερμανία, τη Βρετανία, την Ελλάδα, Μικρά Ασία, Βιθυνία, Νικομήδεια, Εύβοια, Δήλο, Ρόδο, Σικελία πάντα με απώτερο σκοπό να γνωρίσει τους διαφορετικούς πολιτισμούς, να καταλάβει τους ανθρώπους, να ομορφήνει τις πόλεις (τώρα δεν είχα πια το χρόνο ούτε να ενδιαφερθώ ούτε να αδιαφορήσω για τον εαυτό μου. Το άτομό μου είχε αρχίσει πια να σβήνει, ακριβώς γιατί είχαν αρχίσει να υπολογίζονται οι απόψεις του. Αυτό που ενδιέφερε, ήταν το να βρεθεί κάποιος που θα εναντιωνότανε στην πολιτική των κατακτήσεων αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες και την κατάληξή τους, και να ετοιμαστεί, αν ήτανε δυνατόν, να επανορθώσει τα σφάλματα).

Προσωπικότητα
Η συγγραφέας, βασισμένη σε πηγές που τις παρουσιάζει πολύ αναλυτικά στο τέλος του βιβλίου, δίνει το πορτρέτο ενός ανθρώπου που παρόλο που έχει τεράστια εξουσία, αγωνίζεται να καταλάβει την ανθρώπινη φύση, αγωνίζεται για ειρήνη και ισότητα (δεν περιφρονούσα τους ανθρώπους. Αν το έκανα, δεν θα είχα δικαίωμα ούτε κανένα λόγο να δοκιμάσω να τους κυβερνήσω. (…) Οι διαφορές που αντιλαμβάνομαι ανάμεσα σε μένα και τους άλλους είναι πολύ μηδαμινές για να μετρήσουν στο τελικό άθροισμα. Γι αυτό πασχίζω να κρατάω μια στάση όσο μπορεί πιο ξένη προς την ψυχρή ανωτερότητα του φιλοσόφου και προς την αλαζονεία του Καίσαρα). Επί ηγεμονίας του προσπάθησε να μειώσει τους κατακτητικούς πολέμους (αυτό που ενδιέφερε, ήταν να βρεθεί κάποιος που θα εναντιωνότανε στην πολιτική των κατακτήσεων αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες και την κατάληξή τους, και να ετοιμαστεί, αν ήτανε δυνατόν, να επανορθώσει τα σφάλματα).  Έχει επίγνωση, ότι ακόμα κι αν συντρίψει όλους τους εχθρούς, άλλες ορδές θα ρχονταν, άλλοι ψευδοπροφήτες. Απευθύνεται στον Μάρκο Αυρήλιο (ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, έχει μείνει στην ιστορία σαν «φιλόσοφος αυτοκράτορας») με όρους φιλοσοφικούς, μιλώντας για  την ελευθερία και τη δύναμη (όσο για μένα, αναζήτησα την ελευθερία πιο πολύ από τη δύναμη, και τη δύναμη μόνο γιατί ως ένα σημείο ευνοεί την ελευθερία). Βλέπει καθαρά τα πολλά, διαφορετικά πρόσωπα με τα οποία κυβερνά το κράτος (μέσα μου βασιλεύουν, με τη σειρά τους, διαφορετικά πρόσωπα. Κανένα για πολύ καιρό, κάθε φορά όμως ο πεσμένος τύραννος ξαναρπάζει γρήγορα την εξουσία. Μέσα μου φιλοτέχνησα και το λεπτολόγο αξιωματικό, τον φανατικό για την πειθαρχία, που όμως μοιράζεια χαρούμενα με τους άνδρες του τις στερήσεις του πολέμου. Τον μελαγχολικό ονειροπόλο των Θεών. Τον εραστή που είναι έτοιμος για τα πάντα για μια στιγμή ιλίγγου. Τον αλαζονικό νέο αξιωματικό που δεν κρύβει από τους φίλους του την περφιφρόνησή του για την πορεία του κόσμου. Τον μέλλοντα πολιτικό άντρα κλπ κλπ).
Δεν αρνείται τις αναπόφευκτες αδικίες και εκτελέσεις στις οποίες κατέφυγε για να στεριώσει την εξ ορισμού επισφαλή -σε τέτοιο κράτος -εξουσία (ένα κύμα τρόπου απλώθηκε πάνω στη Ρώμη/ο δημόσιος βίος μου είχε κιόλας ξεφύγει από τα χέρια μου/κάθε μετάβαση από την μια ηγεμονία στην άλλη, συνοδεύεται από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της). Παρόλο που οι εκτελέσεις των επικίνδυνων στοιχείων ήταν κάτι σύνηθες, ξέρει καλά ότι «αυτήν την κατάχρηση εξουσίας θα του την καταλόγιζαν όταν θα έκανε σκοπό του την επιείκεια, την ευλάβεια, τη δικαιοσύνη. Θα τις μεταχειρίζονται για να αποδείξουν ότι οι υποτιθέμενες αρετές του δεν ήταν άλλο από μια σειρά προσωπεία». Παρόλο, που όπως λέει, «ασπαζόταν την κοινοτοπία που θέλει το έγκλημα να καλεί το έγκλημα», γιατί, καταλήγει, το παρθένο χρυσάφι του σεβασμού θα ήταν πολύ μαλακό δίχως κάποιο κράμα φόβου.
Έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, πώς ένας τέτοιου ήθους και συνειδητότητας άνθρωπος, με τέτοια δύναμη, αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της εξουσίας του. Τις κολακείες, τους εκθειασμούς, τις συνωμοσίες(οι ήρεμες χαρές της ανθρώπινης φιλίας δεν είναι για μένα πια. Με λατρεύουν. Με τιμούν πάρα πολύ για να με αγαπούν ), αλλά και την έχθρα, το μίσος, την ίντριγκα.  Αρνήθηκε όλους τους τίτλους παρόλο που, όπως λέει,  η εποχή  διψάει για θεούς.

Παιδεία-  όραμα
Τρία «μέσα» επικαλείται ο ίδιος για να αποτιμήσει την ανθρώπινη ύπαρξη: την παρατήρηση του εαυτού του (τίποτα δεν με εξηγεί), την παρατήρηση των άλλων, και τα βιβλία (ο γραπτός λόγος μ έμαθε ν ακούω την ανθρώπινη φωνή, ακριβώς όπως οι μεγαλοπρεπείς ακίνητες στάσεις των αγαλμάτων με μάθανε να εκτιμώ τις κινήσεις, και αντίστροφα, στη συνέχεια, η ζωή μού φώτισε τα βιβλία). Μεθούσε με τις ασκήσεις της ρητορικής, γιατί ένιωθε πως εισχωρεί μέσα στη σκέψη των ανθρώπων. Τον μάγεψε και η αστρονομία, αλλά περισσότερο τον συγκινούσε η ποίηση (με είχε μεταμορφώσει/δεν είμαι σίγουρος αν η ανακάλυψη της αγάπης στάθηκε πιο υπέροχη από την ανακάλυψη της ποίησης). Άλλωστε, είναι γνωστό ότι έχει γράψει και ο ίδιος ποιήματα[1]. Μελέτησε με πάθος τα ελληνικά∙ η αγάπη του εξελίχθηκε σε «ελληνομανία» (λατινικά κυβέρνησα την αυτοκρατορία μου, αλλά ελληνικά έχω σκεφτεί και ζήσει). Ένας από τους δασκάλους που επικαλείται είναι ο γιατρός Λεωτυχίδης (αυτός ο πικρός Έλληνας μου είχε διδάξει τη μέθοδο). Αγαπά την ελληνική τέχνη, όχι μόνο γιατί περιορίζεται στο ανθρώπινο, αλλά γιατί οι ¨Έλληνες αγάπησαν τόσο την ομορφιά, που δεν ασχολήθηκαν με τα διαφορετικά πρόσωπα των ανθρώπων (σε αντίθεση με τα ρωμαϊκά πορτρέτα που αξίζουν μόνο σαν χρονικά).
Ομορφιά, Δύναμη, Δικαιοσύνη. Η δύναμη είναι η βάση της ομορφιάς, η αυστηρότητα χωρίς την οποία δεν υπάρχει ομορφιά, η σταθερότητα χωρίς την οποία δεν υπάρχει δικαιοσύνη.
Αισθανόμουνα υπεύθυνος για την ομορφιά του κόσμου. Ήθελα τις πόλεις να είναι υπέροχες, ευάερες, ποτισμένες με γάργαρα νερά, κατοικημένες από ανθρώπινα πλάσματα που τα κορμιά τους δεν θα παραμόρφωναν ούτε τα σημάδια της φτώχειας και της αλλοτρίωσης, ούτε τα οιδήματα κάποιου χυδαίου πλούτου.
Η ελληνολατρία του είναι τόσο έντονη που επισκιάζει κάθε αίγλη της Ρώμης, παρόλο που την έχει αποκαλέσει «αιώνια». Θέλει να επεκτείνει τη Ρώμη της εποχής της δημοκρατίας στα άλλα κράτη, να γίνει τάξη του κόσμου, τάξη πραγμάτων. Αγωνίζεται γι αυτό το όραμα, γι αυτό και δεν έχει σταθερή διαμονή∙ όπως εξομολογείται και στην επιστολή αυτή προς τον Μάρκο Αυρήλιο, ποτέ δεν έχει το συναίσθημα ότι ανήκει απόλυτα σ ένα μέρος (ξένος παντού, δεν ένιωθα ιδιαίτερα αποξενωμένος σε κανέναν τόπο). Αλλάζει τα διάφορα προσωπεία  εξασκώντας τα διάφορα επαγγέλματα απ τα οποία αποτελείται το επάγγελμα του αυτοκράτορα. Προσπαθεί να αποποιηθεί τις εθελοντικές προσφορές που κάνουν οι πόλεις στον αυτοκράτορα  και που δεν είναι παρά μια μεταμφιεσμένη ληστεία. Πέρα από τη σύνταξη του edictum perpetuum που αφορά την διοίκηση στην ιταλική χερσόνησο, μια σειρά από μέτρα που αφορούν όλη την αυτοκρατορία, τους αγρότες, τον στρατό (δεν δίστασα να ιθαγενοποιήσω τον στρατό/ο στρατός γινόταν ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους λαούς του δάσους και της στέπας, των βάλτων και των εκλεπτυσμένων κατοίκων των πόλεων), εξυπηρετούν ένα όραμα για το οποίο –η Γιουρσενάρ βάζει τον ήρωά της να- μιλάει αναλυτικά στον Μάρκο Αυρήλιο. Μιλάει για πρότυπο κτήμα αγροτικής εκμετάλλευσης, για άνοιγμα δημοσίων σχολείων μέσης εκπαίδευσης, για πάταξη της δικαστικής σκληρότητας. Για τη θέση της γυναίκας. Humanitas, Felicitas, Libertas: αυτά τα όμορφα λόγια που φαντάζουν πάνω στα νομίσματα της ηγεμονίας μου δεν τα εφεύρα εγώ. Και παρακάτω: πρέπει να το ομολογήσω, δεν πιστεύω πολύ στους νόμους. Πολύ σκληρούς, τους παραβαίνουμε, και με το δίκιο μας. Πολύ περίπλοκους, η ανθρώπινη εφευρετικότητα βρίσκει εύκολα τρόπους να ξεγλιστρήσει μες από τις θηλιές αυτής της σουρνάμενης και λεπτεπίλεπτης παγίδας.
(…) Αμφιβάλλω αν ολόκληρη η φιλοσοφία του κόσμου θα φτάσει ποτέ να καταργήσει τη δουλεία. Θα της αλλάξουν το πολύ πολύ το όνομα. Μπορώ να φανταστώ μορφές δουλείας, χειρότερες από τη δική μας, γιατί θα είναι πιο δόλιες.

Έρωτας- θάνατος
Μια εικόνα, μια ανταύγεια, μια αδύναμη ηχώ θα πλανιέται για μερικούς έστω αιώνες. Δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα παραπάνω για την αθανασία.

Οι ομορφότερες σελίδες του βιβλίου έχουν γραφτεί για τον έρωτα. Δεν θεωρεί καμιά ηδονή χυδαία. Η ηδονή είναι ένα μέσο κατανόησης του κόσμου: απ όλα τα παιχνίδια μας, είναι το μόνο που κινδυνεύει να αναστατώσει την ψυχή μας, το μόνο στο οποίο ο παίκτης παραδίνεται στο ντελίριο του κορμιού του/ο εραστής που διατηρεί τα λογικά του δεν υπακούει ως το τέλος στο θεό του.
Δεν θα αναφερθώ σ όλες τις ερωτικές σχέσεις του Αδριανού, ούτε στη σχέση του με τη γυναίκα του, που ήταν καθαρά τυπική. Αλλά στον γνωστό, μεγάλο έρωτα για τον Έλληνα έφηβο Αντίνοο, που έμεινε και στην Ιστορία∙ ένα ξεγύμνωμα ισοδύναμο με του θανάτου. Οι αναφορές στο νεαρό αυτό όμορφο λαγωνικό είναι σκέτη ποίηση (οι μορφές που ζητάμε απελπισμένα, μας ξεφεύγουνε. Δεν ζούνε παρά ένα λεπτό. Ξαναβλέπω ένα κεφάλι γερμένο τη νύχτα (…), εκείνο το τρυφερό κορμί άλλαζε αδιάκοπα σαν ένα φυτό). Ζουν συνέχεια μαζί επί δυο χρόνια (ο νεαρός βοσκός μου γινόταν ένας νεαρός πρίγκιπας) και η σχέση αλλάζει, ωριμάζει. Η σχέση ενός μεσήλικα μ ένα παιδί  (ένας σχεδόν αδικαιολόγητος φόβος είχε φωλιάσει μέσα σ εκείνη τη σκοτεινή καρδιά). Ανησυχίες νεανικές, πείσματα μελαγχολίες. Ανάγκη να πληγωθεί αυτή η συννεφιασμένη τρυφερότητα που κινδύνευε να καταπλακώσει τη ζωή του αυτοκράτορα. Η γραφή της Γιουρσενάρ αναδεικνύει  όχι μόνο την σωματική έλξη αλλά την πνευματική αναστάτωση που προκαλεί αυτή η σωματική σαγήνη.

Ο θάνατος του Αντίνοου είναι άλλη μια πρόκληση για το πνεύμα. Ένας θάνατος προφανώς αποφασισμένος, που εξηγούσε την αταραξία του, τη μανία του στην ηδονή τη θλίψη του, την απόλυτη αδιαφορία του για οποιοδήποτε μέλλον.
Ο Αντίνοος πεθαίνει με τη θέλησή του, πνίγεται στη θάλασσα.
Όλα κατέρρεαν. Όλα μοιάζαν να σβήνουν. Ο Ολύμπιος Δίας, ο Παντοκράτορας, ο Σωτήρας του κόσμου, είχαν σωριαστεί, και δεν έμενε παρά ένας ψαρομάλλης άνθρωπος που έκλαιγε με λυγμούς πάνω στη γέφυρα μιας βάρκας.
Κι αν οι σελίδες για τον έρωτα είναι οι πιο όμορφες, οι σελίδες για τον θάνατο του αγαπημένου είναι σπαρακτικές (σε ποια ομάδα λέξεων ν αντιστοιχούσε άραγε η αγωνία του;/φορές η εικόνα ξεπηδούσε μονάχη της. Μ΄έπαιρνε τότε ένα ποτάμι γλυκύτητας/όλα μου λείπανε).
Όμως η ζωή συνεχίζεται…
Ακόμα και γω ο ίδιος, πίστευα πως είχα λίγο ηρεμήσει. Σχεδόν κοκκίνιζα στη σκέψη. Δεν ήξερα πως ο πόνος κλείνει παράξενους λαβύρινθους μέσα του, στους οποίους δεν είχα πάψει να περιπλανιέμαι.

Αρρώστια- γηρατειά
Αντίστοιχα  οδυνηρά διαγράφονται και τα συναισθήματα της σαρκικής αδυναμίας που οδηγεί στην αρρώστια και σιγά σιγά στο προσδοκώμενο τέλος. Ένας άνθρωπος που έχει συμβιώσει αρμονικά με το κορμί του, σε αντίξοες και οριακές καταστάσεις, βλέπει τις δυνάμεις του σιγά σιγά να τον εγκαταλείπουν (το κορμί μου με φοβόταν/αυτό το μεγάλο κορμί πετούσε στο κενό). Παραδομένος στο πένθος και την αρρώστια, μαθαίνει να αποδέχεται αυτό το φυσικό φαινόμενο, να χάνει σιγά σιγά τις δυνάμεις του.
Η Γιουρσενάρ, με την ευκολία που διακρίνει την ευαισθησία της, διεισδύει στα απίστευτα δαιδαλώδη μονοπάτια που ακολουθεί η ψυχή που αποχαιρετά τον κόσμο.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Ένα μικρό δείγμα:
Μικρή ψυχή, περιπλανώμενη και γητεύτρα
Φιλοξενούμενη και σύντροφε του σώματος
Που σύντομα θα αναχωρήσεις για τόπους
Σκοτεινούς, παγωμένους και ομιχλώδεις
Ένα τέλος σε όλα σου τα αστεία...

Τετάρτη, Ιουνίου 17, 2015

Μακάρι να ήσουν εδώ, Γκράχαμ Σουίφτ

κάποια πράγματα δεν γίνονται με ωραίο τρόπο

Μια σκοτεινή, καταθλιπτική οικογενειακή ιστορία ξετυλίγεται στις σελίδες αυτού του βιβλίου από τον Γκράχαμ Σουίφτ[1]. Είναι η ιστορία μιας οικογένειας κτηνοτρόφων αγελάδων, στην κομητεία Ντέβον της νοτιοδυτικής Μ. Βρετανίας, την εποχή που εξαπλώθηκε η εγκεφαλοπάθεια των τρελών αγελάδων (δεκαετία ‘ 90) και κάποια χρόνια αργότερα, ο αφθώδης πυρετός (2001), οδηγώντας εκατομμύρια -υγιή φαινομενικά- ζώα στην πυρά.
Ο πρωταγωνιστής Τζακ και η γυναίκα του (κόρη του γείτονα, κι αυτή από οικογένεια κτηνοτρόφων),  έρχονται να αντιμετωπίσουν μια σειρά από καταστάσεις που ακολουθούν αυτήν την απρόβλεπτη περίσταση. Στο «σήμερα» έχουν εγκαταλείψει την κτηνοτροφία και με την πρωτοβουλία της δυναμικής Έλλης ασχολούνται με… τροχόσπιτα, επιτρέποντας στον εαυτό τους ένα μεγάλο ταξιδάκι αναψυχής κάθε χρόνο στην Καραϊβική. Όμως το σκοτεινό παρελθόν, η αυτοκτονία του πατέρα του Τζάκ, ο θάνατος του πατέρα της Έλλης αμέσως μετά, η μυστήρια απόφαση του αδερφού Τομ να καταταγεί στον ιρακινό στρατό, η εξαφάνισή του, όλα αυτά  τούς στοιχειώνουν.
Η συμπλήρωση του παζλ γίνεται με αλλεπάλληλα φλας μπακ και προοικονομίες. Σε πολλές περιπτώσεις προτάσσεται το συναίσθημα, και μετά από κάποιες παραγράφους έχουμε την αιτία που το προκαλεί,πολλές φορές με υπαινιγμούς (π.χ. το γράμμα το πήραν πριν από εννιά μέρες/τώρα μ αυτό το γράμμα οι λέξεις ήταν σαν μαχαιριές: δεν ολοκληρώνονται οι απαντήσεις στα ερωτηματικά που θέτουν αυτές οι φράσεις, παρά πολύ μετά, και με πολλές παρεκβάσεις). Υπάρχει συναισθηματική ένταση που σου προκαλεί την περιέργεια, αλλά το υπερβολικά γριφώδες ύφος κουράζει. Άλλωστε, δεν φαίνεται να εξυπηρετεί καμιά σκοπιμότητα. Μερικές φορές, μάλιστα, αισθάνεσαι ότι η ένταση είναι δυσανάλογη των περιστάσεων, κοινώς ότι γίνεται «πολλή φασαρία για το τίποτα»∙ υπερβολική έμφαση σε σχέση με το γεγονός, υπερβολική ένταση ανάμεσα στις σχέσεις.  Στη σχέση του Τζακ με τον πατέρα του, με την Έλλη (ειδικά στο τέλος η ένταση κορυφώνεται, οι συμπεριφορές  δημιουργούν ερωτηματικά που δεν απαντιούνται επαρκώς), του Τζακ με τον αδερφό του Τομ. Αλλά και ο επαναπατρισμός του νεκρού Τομ, η όλη τελετή και τα συναισθήματα του Τζακ μου φάνηκαν υπερβολικά… υπερβολικά. Σαν να στέκονται στον αέρα, το πολύ πολύ να υποθέσει κάποιος ότι το ζευγάρι είχε κάποιες αόριστες τύψεις απέναντι στον Τομ…
Η φράση «μακάρι να ήσουν εδώ» είναι σημαδιακή εφόσον οριοθετεί την απαρχή της σχέσης του Τζακ και της Έλλης. Την αναφέρει όμως κι ο Τομ σε κάποιο πρωτοπρόσωπο μονόλογο που παραθέτει ο συγγραφέας (ελάχιστα πρωτοπρόσωπα αποσπάσματα έχουμε):  Έτσι κατατάχτηκα στο στρατό, Τζακ. Και να με τώρα στην ηλιόλουστη Μπάσρα. Μακάρι να ήσουν εδώ. Όχι, δεν το εννοώ. Χαιρέτα μου την Έλλη.
Το σκοτεινό τοπίο του Ντέβον, η θάλασσα, η ομίχλη, οι σιωπές επιτείνουν αυτήν την ατμόσφαιρα μυστηρίου που διατηρεί βέβαια κάποια γοητεία. Η όλη ατμόσφαιρα αφήνει την αίσθηση ότι ίσως έχουν πειραχτεί και οι άνθρωποι από την αρρώστια των ζώων, από την εμμονή του θανάτου.


Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Δεν πρόκειται για τον συγγραφέα του Γκιούλιβερ  -αυτός είναι Τζόναθαν- αλλά του περίφημου «Το φτερωτό μπαλάκι» και του «Υδάτινη χώρα»

Τρίτη, Ιουνίου 09, 2015

Η καρδερίνα, Donna Tartt

Υπερβολικά… χορταστικό μυθιστόρημα μυστηρίου, όχι μόνο επειδή είναι 1000 περίπου πυκνογραμμένες σελίδες, αλλά γιατί ικανοποιεί πολλές… ορέξεις εφόσον το χαρακτηρίζουν: θυελλώδης πλοκή, μυστήριο-αγωνία, ψυχογραφικό ενδιαφέρον, επιμονή στη λεπτομέρεια, έμφαση στο συναίσθημα∙  μετρημένη  χρήση κάποιων τεχνικών που κάνουν την πλοκή συναρπαστική  -όπως απότομη μεταβολή της τύχης (κοινώς απρόοπτα), τραγική ειρωνεία∙ και το ύφος είναι εύληπτο, καθημερινό, γοργό (μερικοί θα διαφωνήσουν), αβίαστο. Το γράψιμο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βιωματικό, «κλασσικό» (θυμίζει λίγο τις λεπτομερειακές περιγραφές των συγγραφέων του 19ου αι.)∙ κάποιοι παραλληλίζουν τον κύριο ήρωα- αφηγητή με τον Ντέηβιντ  Κόπερφιλντ  (anagnostria)  ή τον Χάρι Πότερ, εγγυημένα αγαπητούς ήρωες. Το ότι η συγγραφέας είναι τέκνο της δημιουργικής γραφής μάς βάζει σε υποψίες,  βέβαια, ότι το τόσο ισορροπημένο αποτέλεσμα είναι προϊόν «συνταγής», όμως, κατά τη γνώμη μου… όχι μόνο! Μέσα από γνώριμες φόρμουλες αναγνωρίζει κανείς κάτι πηγαίο, περιεχόμενο αξιόλογο, την αίσθηση ότι η συγγραφέας «έχει κάτι να πει».  Δεν είχα επίσης την αίσθηση που είχαν άλλοι φίλοι και μπλόγκερς, ότι υπάρχουν περιττά φλύαρες περιγραφές, ατέλειωτες λεπτομέρειες.  Για μένα ήταν τόσο συμπαθητικός ο ήρωας, τόσο ιδιαίτερες οι συνθήκες που είχε να αντιμετωπίσει και τόσο «ταυτιστική» η γραφή (δηλαδή γραφή που ωθεί τον αναγνώστη να ταυτιστεί με τον κεντρικό αφηγητή), που δεν με ενόχλησε καθόλου η λεπτομερειακή  παρουσίαση/αφήγηση- άλλωστε το ύφος το χαρακτήρισα γοργό γιατί δεν υπάρχει επιβράδυνση του πραγματικού χρόνου όπως συμβαίνει σε πολλούς συγγραφείς. Ούτε οι περιγραφές αποτελούν επίδειξη γνώσεων ή παράθεση πληροφοριών. Είναι λεπτομέρειες  που η σημασία τους εντάσσεται στην αξία του βιώματος, αξίζει δηλαδή να ειπωθούν για να υπογραμμιστεί η σημασία που είχε ο τρόπος που βίωσε κάποια πράγματα ο αφηγητής.
Επίσης, τα πλούσια και βαθιά συναισθήματα που αφορούν τις σχέσεις των ηρώων, δεν περιγράφονται  άμεσα αλλά υποβάλλονται μέσα από τα αντικείμενα, τα γεγονότα, την πλοκή∙ κατά τη γνώμη μου αυτή είναι μια σπάνια μυθιστορηματική αρετή, που προϋποθέτει μεγάλη συνθετική ικανότητα και τέχνη.

Ο εικοσιεπτάχρονος λοιπόν πρωταγωνιστής  Θίο Ντέκερ ξεκινάει την αφήγησή του από το κεντρικό γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του και την πορεία του, όταν ήταν δεκατριών χρονών (η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και μόνο στην αρχή γίνεται αναφορά στο «σήμερα»). Μαθαίνουμε ότι τότε ζούσε με την όμορφη κι ενδιαφέρουσα μητέρα του, ενώ ο πατέρα ψυχρός, απόμακρος, τους  είχε παρατήσει εδώ και καιρό. Το δυστύχημα (έκρηξη στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης) που γίνεται η αιτία να χάσει ο Θίο τη μητέρα του και να βρεθεί σχεδόν κατά τύχη μ έναν πολύτιμο πίνακα στα χέρια, εκτείνεται σε εκατό περίπου σελίδες. Είναι τόσο ιδιαίτερες οι συνθήκες κι έντονα τα συναισθήματα, που κυριολεκτικά σου κόβεται η ανάσα. Σ αυτό βέβαια υποβοηθούν  και φράσεις όπως «τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί καλύτερα αν εκείνη είχε ζήσει»/ κάποτε ήταν μια απόλυτα συνηθισμένη μέρα, τώρα όμως εξέχει από το ημερολόγιο σαν σκουριασμένο καρφί/ εγώ ευθυνόμουν για τον θάνατό της που προτάσσονται της αφήγησης των γεγονότων και σου δημιουργούν ερωτηματικά (in medias res).
Ο Θίο βρίσκεται πια στα χέρια της Πρόνοιας, που τον παραδίδει σε μια ανάδοχη οικογένεια φίλων, ενώ οι συγγενείς πρώτου βαθμού (πατέρας και παππούδες) είναι άφαντοι. Το πώς αντιμετωπίζει ένα δεκατριάχρονο αγόρι μια τέτοια συγκυρία νομίζω αποδίδεται εκπληκτικά. Τίποτα πολύ κραυγαλέο. Προσπάθεια να ενταχτεί σε μια καινούρια καθημερινότητα με τρόπο σχεδόν παιδικό (μα είναι παιδί!). Ωστόσο διαρρέουν, όπως είναι φυσικό,  στιγμές ακραίου πένθους (ξανά και ξανά αναβίωνα τη βροχή να ραντίζει τα πρόσωπά μας. Αυτό που είχε συμβεί ήταν αμετάκλητο, το ήξερα, κι ωστόσο την ίδια στιγμή ένιωθα ότι έπρεπε να υπάρχει κάποιος τρόπος να γυρίσω πίσω στο βροχερό δρόμο και να αλλάξω τη ροή των γεγονότων/κάθε μέρα της υπόλοιπης ζωής μου θα με οδηγούσε πιο μακριά από κείνην/ το άσχημο κομμάτι αυτών των ονείρων δεν ήταν το να πασχίζω να τη βρω, αλλά το να ξυπνάω και να θυμάμαι ότι ήταν νεκρή).

Το επεισόδιο όμως της έκρηξης στο Μουσείο δεν ήταν καθοριστικό μόνο γιατί έχασε ο Θίο τη μητέρα του. Ένας μικρός, σπάνιας αξίας πίνακας  -η περίφημη «Καρδερίνα» του Φαμπρίσιους (K. Fabritious), το αγαπημένο έργο της μητέρας - φτάνει σχεδόν τυχαία στα χέρια του, κι από ένα σημείο και μετά δεν ξέρει πώς να χειριστεί αυτό το μυστικό (δυστυχώς είχα καθυστερήσει υπερβολικά να πω κάτι σε οποιονδήποτε, με αποτέλεσμα να νιώθω πλέον ότι ήταν πολύ αργά για να το τολμήσω), εφόσον η κλοπή του πίνακα είναι βαρύτατο αδίκημα. Μαζί με τον πίνακα, το δαχτυλίδι του κυρίου Χόμπαλτ, που του το εμπιστεύτηκε τελευταία στιγμή λίγο πριν πεθάνει κι εκείνος από την ίδια έκρηξη στο Μουσείο, τον οδηγεί κάποια στιγμή στον οίκο Μπλάκγουελ και Χόμπαρτ, ένα περίφημο παλαιοπωλείο όπου συντηρούνται ή επισκευάζονται αντίκες. Το βασικότερο όμως είναι ότι ο ήρωάς μας γνωρίζει τον αντικέρ και συντηρητή παλαιών επίπλων Χόμπι (Τζέιμς Χόμπαρτ), ένα πρόσωπο που θα καθορίσει με πολλούς τρόπους την μετέπειτα πορεία του.
Ήταν αναζωογονητικό να κουβεντιάζω μ έναν ενήλικα που φαινόταν να ενδιαφέρεται για μένα πέρα από την κακοτυχία μου, χωρίς να προσπαθεί να αποσπάσει πληροφορίες ή να αραδιάζει ατάκες από τη λίστα με Αυτά που Πρέπει να Πεις σε ένα Διαταραγμένο Παιδί.
Και:
Το χέρι του Χόμπι βαθύ και καθησυχαστικό στον ώμο μου, μια άγκυρα που με έκανε να αισθάνομαι πως όλα είναι εντάξει. Είχα να νιώσω τέτοιο άγγιγμα από τότε που πέθανε η μητέρα μου –φιλικό, σταθερό εν μέσω κυκεώνα γεγονότων-, και, σαν αδέσποτο σκυλί που διψάει για λίγη τρυφερότητα, ένιωσα να συντελείται μέσα μου μια βαθιά, σχεδόν εσώψυχη μετατόπιση της αφοσίωσης, που αποκρυσταλλώθηκε στην ξαφνική, ταπεινωτική, σπαρακτική πεποίθηση ότι «αυτό το σπίτι είναι ασφαλές, αυτός ο άνθρωπος είναι αξιόπιστος, μπορώ να τον εμπιστευτώ».
Στον ίδιο χώρο, το κατάστημα επίπλων,  έρχεται σε επαφή με την -επίσης  θύμα της έκρηξης- κοκκινομάλλα Πίππα, που θα γίνει ο έρωτας της ζωής του. Είναι βαριά τραυματισμένη, όμως ένα φιλί προτού χωρίσουν για πολλά χρόνια οι δυο ήρωες, σφραγίζει μια σχέση αδιάβλητη.

Η ζωή του Θίο δεν είναι ευθύγραμμη… Οι ανατροπές  αναπροσδιορίζουν συνέχεια τη ζωή του όχι μόνο γιατί τα γεγονότα είναι θυελλώδη, αλλά και γιατί οι σχέσεις με κάποιους ανθρώπους (τον πατέρα του, τον Μπόρις, τον Χόμπι, την Πίππα) είναι όχι μόνο καθοριστικές αλλά περνάν από σαράντα κύματα, εξελίσσονται, ωριμάζουν.
 Κάποια στιγμή εμφανίζεται ο απόμακρος, ανεπιθύμητος, αλκοολικός κι απατεωνίσκος πατέρας με την Ζάντρα, μια εξίσου άξεστη τύπισσα που αντικατέστησε την μητέρα του, και τον παίρνουν μακριά από τη Νέα Υόρκη, στο Λας Βέγκας (πίσω στη Νέα Υόρκη όλα μου θύμιζαν τη μητέρα μου, κάθε ταξί, κάθε γωνιά του δρόμου, κάθε σύννεφο που αρμένιζε στον ουρανό, αλλά εδώ έξω, σε αυτό το καυτό, ανόργανο κενό, ήταν λες κι εκείνη δεν είχε υπάρξει ποτέ). Η συμβίωση με το μη συμβατικό αυτό ζευγάρι γονέων (συνήθως απουσίαζαν, δεν υπήρχε καθόλου επιτήρηση, τσακώνονταν φωναχτά μεταξύ τους/ ξενύχτια/ αλκοόλ/ κοκαΐνη/ τζόγος  κλπ), σε μια περιοχή  που δεν έχει σινεμά, ντίσκο, κοσμική ζωή, αναδιατάσσουν όλον τον ψυχισμό του Θίο. Σιγά σιγά ωστόσο, μέσα από τρομερές αντιξοότητες χτίζεται η μέχρι τότε ανύπαρκτη σχέση γιου- πατέρα σε μια βάση εμπιστοσύνης και  - σχετικής-  κατανόησης (έκανα ένα τεράστιο λάθος, μικρέ. Δεν έπρεπε ποτέ να αφήσω τη σχέση μου με τη μητέρα σου να επηρεάσει τη σχέση μου μαζί σου/ δεν κατηγορώ τη μαμά σου για τίποτα, έχω ξεπεράσει προ πολλού τη φάση. Απλώς… σε αγαπούσε τόσο πολύ, που ένιωθα πάντα κάπως παρείσακτος όταν ήμουν μαζί σας. Σαν να ήμουν ξένος μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Οι δυο σας ήσασταν τόσο δεμένοι, ώστε δεν έμενε χώρος για τρίτο). Δεν παύει βέβαια ο πατέρας να είναι ένα ρεμάλι που τον κυνηγάνε πιστωτές, που προσπαθεί να φάει τα χρήματα του Θίο, που γίνεται βίαιος όταν πνίγεται στα πάθη του αλκοόλ και του τζόγου.

Ανατρεπτική και καθοριστική στη ζωή του είναι και η γνωριμία- φιλία με τον μοναδικό Μπόρις, συμμαθητή του στο Λας Βέγκας, σχέση σημαδιακή και στη συνέχεια. Ο Μπόρις είναι ο ορισμός του μη συμβατικού: από πατέρα Ουκρανό αλκοολικό και βίαιο, μάνα από Πολωνία που αυτοκτόνησε τύφλα από το μεθύσι∙ έχει ζήσει σε έξι εφτά χώρες (κυρίως Αυστραλία, Πολωνία, Ρωσία), μιλάει τρεις τουλάχιστον γλώσσες… Ο Μπόρις είχε πολύ πιο ενδιαφέρουσα ζωή απ όσους συνομηλίκους μου είχα γνωρίσει/ήταν το μοναδικό άτομο στο Λας Βέγκας στο οποίο είχα πει πώς είχε πεθάνει η μητέρα μου –πληροφορία που, προς τιμήν του, άκουσε με απόλυτη απάθεια. Η δική του ζωή υπήρξε τόσο άστατη και γεμάτη βία, ώστε δε φάνηκε να σοκάρεται και πολύ απ την ιστορία μου. Η φύση του είναι τυχοδιωκτική, ριψοκίνδυνη, απερίσκεπτη.
Η φιλία με τον Μπόρις είναι μοναδική. Βασισμένη σε μια ειλικρίνεια και ωμότητα που σπάει όλα τα φράγματα. Έχοντας να αντιμετωπίσουν ουσιαστική εγκατάλειψη εφόσον ανήκουν ο καθένας σε διαλυμένη οικογένεια, με πατεράδες λούμπεν, αλκοολικούς, (τον Μπόρις τον ξυλοφορτώνει άγρια ο πατέρας του)-, ζουν μαζί, πίνουν, «φτιάχνονται», μεθάνε, κάνουν κοπάνα, καπνίζουν, ξερνάνε, χτυπιούνται, μαλώνουν, κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι. Μέρες και νύχτες κραιπάλης (όμως όταν ξυπνούσαμε βογκώντας το επόμενο πρωί, ξαπλωμένοι μπρούμυτα στις δυο άκρες του κρεβατιού, τα πάντα είχαν ξεθωριάσει σε μια σειρά από φευγαλέες εικόνες, αποσπασματικά και κακοφωτισμένα στιγμιότυπα σαν καρέ πειραματικής ταινίας/ παρόλ αυτά πολλές φορές αναρωτήθηκα μήπως θα έπρεπε να μαζέψω το κουράγιο μου και να πω κάτι, να θέσω κάποια όρια, να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, έστω και μόνο για να σιγουρευτώ πως δεν είχε λάθος εντύπωση. Αλλά δεν είχε ποτέ εμφανιστεί η κατάλληλη ευκαιρία).

Ο Θίο όμως, σε ηλικία δεκαπέντε μισό αναγκάζεται να φύγει σαν κυνηγημένος από το Λας Βέγκας λόγω του αιφνίδιου θανάτου του πατέρα του (μάλλον τον «φάγανε»). Ξέρει καλά ότι, όντας ανήλικος, θα καταλήξει πάλι στο έλεος της υπηρεσίας ανηλίκων κι έτσι αναχωρεί άρον άρον για Ν.Υ. Ο χωρισμός με τον Μπόρις είναι σπαρακτικός (περισσότερο απ ο τιδήποτε άλλο ένιωθα ανακούφιση που, μέσα στην ασυνήθιστη λογοδιάρροια που με είχε πιάσει, συγκρατήθηκα και δεν ξεφούρνισα αυτό που είχα στην άκρη της γλώσσας μου, αυτό που δεν είχα ξεστομίσει ποτέ, παρότι ήταν κάτι που ξέραμε πολύ καλά και οι δυο χωρίς να είναι απαραίτητο να του το πω εκεί στη μέση του δρόμου. Και αυτό ήταν, βεβαίως, το Σ’ αγαπώ), δεδομένου ότι κι οι δυο είναι «βίος και πολιτεία», χωμένοι στα τριπάκια, στα κόλπα, στην έκσταση, στις απατεωνιές, αλλά κυρίως μετέωροι σε μια ζωή χωρίς μέλλον.
Ο Θίο, επιστρέφοντας στη Ν.Υ. βρίσκεται σε υπαρξιακή απόγνωση∙ καταφεύγει στον αντικέρ και συντηρητή επίπλων Χόμπι, ο οποίος μάλιστα  αναλαμβάνει και επίσημα την κηδεμονία του. Ο Χόμπι είναι μια σταθερή αξία (ήταν αφηρημένος και καλοσυνάτος∙ ήταν ξεχασιάρης και αιθεροβάμων και αυτοσαρκαστικός και ευγενικός), ήρεμος, έντιμος, καλλιτέχνης όχι επιχειρηματίας. Υποκαθιστά το πατρικό πρότυπο στην ψυχή του Θίο αλλά ζει στον αδιατάρακτο κόσμο της τέχνης του και δεν τον κλονίζει ούτε η είδηση ότι ο Θίο τον εξαπατά (θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι αντέδρασε σαν κάποιος πατέρας που αγαπά υπερβολικά τον γιο του). Γιατί,  καθώς  ο Θίο ενηλικιώνεται, και τελικά συνεργάζεται στην επιχείρηση του Χόμπι ως έμπορος επίπλων, εξαπατά ασύστολα τον συνεργάτη του πουλώντας τις απομιμήσεις αντικών που φτιάχνουν σαν γνήσια έργα τέχνης, εν αγνοία βέβαια του Χόμπι (το όλο πράγμα δεν είχε να κάνει τόσο με τα λεφτά∙ μου άρεσε το παιχνίδι). Οι απίστευτου μεγέθους  κομπίνες κάνουν την επιχείρηση να ανακάμψει, αλλά τελικά μπλέκουν άσχημα τον Θίο που γίνεται αντικείμενο εκβιασμών.

Στη Νέα Υόρκη ξανασυναντά και τον μεγάλο, πάντα ανικανοποίητό του έρωτα, την Πίππα. Οι ερωτικές σουβλιές (καθώς η Πίππα είναι αρραβωνιασμένη) είναι απίστευτης έντασης και οι σελίδες που αφορούν αυτή τη γωνιά του συναισθηματικού κόσμου του Θίο, από τις ωραιότερες το βιβλίου (τα συναισθήματά μου με εξόργιζαν. Δεν άντεχα να περιφέρομαι με την «καρδιά ραγισμένη» (αυτές οι λέξεις, δυστυχώς, ήταν οι πρώτες που μου’ ρχονταν στο μυαλό), ήταν βλακώδες, ήταν γλυκανάλατο και αξιολύπητο και μίζερο. Αλλά η σκέψη της μου προκαλούσε τέτοια οδύνη, ώστε δεν μπορούσα να την ξεχάσω/(…) κι όμως, όλες αυτές οι ατέλειες ήταν για μένα τόσο τρυφερές και ιδιαίτερες, ώστε με έριχναν σε βαθιά απελπισία).
Αυτό όμως που διατρέχει όλες αυτές τις περιπέτειες και τις ανατροπές όλα αυτά τα χρόνια, είναι η συντροφιά της καρδερίνας, του περίφημου πίνακα του Φαμπρίσιους. Ο Θίο, από δεκατριών χρονών, παρόλο το νεαρόν της ηλικίας, φυλάει το μυστικό του πολύ προσεκτικά. Έχει μάθει και από τη μητέρα του να εκτιμά τα έργα τέχνης (και μόνο με την κίνηση να απλώσω το χέρι μου για να τον πάρω, με κατέκλυζε μια αίσθηση διεύρυνσης, ανάδυσης και ανύψωσης/και αλλού: εξέπεμπε μια δύναμη, μια ακτινοβολία, μια φρεσκάδα σαν το πρωινό φως στο παλιό μου σπίτι στη Νέα Υόρκη, γαλήνιο αλλά ευφρόσυνο, ένα φως που έκανε τα πάντα πιο διαυγή, αλλά ταυτόχρονα και πιο τρυφερά και πιο όμορφα απ όσο ήταν στην πραγματικότητα).  Έχει μάθει κι από τον Χόμπι πώς να φροντίζει  ένα έργο τέχνης. Τον κρύβει βέβαια επιμελώς  και πάντα έχει τον νου του. Κάποια στιγμή γίνεται θέμα η κλοπή πινάκων από τη συγκεκριμένη έκρηξη στο Μουσείο Τέχνης της Ν.Υ. Ο πανικός οδηγεί τον νεαρό έμπορο αντικών πια, Θίο, να καταφύγει σε αποθήκη φύλαξης και να ησυχάσει μια και καλή από το καθημερινό άγχος αν θα βρεθεί ο πίνακας ή αν θα καταστραφεί.
Αυτό είναι και το ουσιαστικό μυστήριο που κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, όσο αφορά την πλοκή. Τι θα απογίνει με την καρδερίνα, πώς θα ξεμπλέξει ο ήρωας.
Περίπου στις 700 του βιβλίου (από τις 1000) γίνεται μια μεγάλη ανατροπή. Μια εξέλιξη τελείως απροσδόκητη που αφορά την εξαφάνιση του πίνακα, αν θεωρήσει κανείς ότι το αναμενόμενο ήταν να ανακαλύψουν κάποιοι επιτήδειοι την κλοπή και να κυνηγήσουν τον Θίο.  Το βιβλίο ξεφεύγει πια από το ψυχογραφικό περιεχόμενο, γίνεται καθαρά  -καλό- αστυνομικό, με πολλές ακόμα ανατροπές (όπως  σχετικά με τον αρραβώνα του Θίο), με πλούσια δράση και αγωνία. Η κάθαρση επέρχεται με… αξιοπρέπεια, σε όλα τα επίπεδα. Η σχέση του Θίο με τους συμπρωταγωνιστές (Χόμπι, Μπόρις, Πίππα) κλείνει έναν αντίστοιχα κύκλο, ενώ το βιβλίο κλείνει με κάποιες σελίδες αναστοχασμού, κατά τη γνώμη μου λίγο φλύαρες και περιττές, αλλά που υπογραμμίζουν  το περιεχόμενο με συνέπεια:
Ανάμεσα στην «πραγματικότητα» από τη μια πλευρά και στην αντίληψη της πραγματικότητας από το μυαλό υπάρχει μια ενδιάμεση ζώνη, μια άκρη του ουράνιου τόξου όπου γεννιέται η ομορφιά, όπου δυο πολύ διαφορετικές επιφάνειες εφάπτονται και συγχωνεύονται για να προσφέρουν αυτό που δεν προσφέρει η ζωή: και αυτός είναι ο χώρος όπου υπάρχει όλη η τέχνη και όλη η μαγεία.
Και θα πρόσθετα επίσης, όλη η αγάπη. Ή, ακριβέστερα, αυτή η ενδιάμεση ζώνη αντικατοπτρίζει τη θεμελιώδη ανακολουθία της αγάπης. (…) Η ίδια η Πίππα είναι το παιχνίδισμα ανάμεσα σε αυτά, αγάπη και μη αγάπη ταυτόχρονα, παρούσα και απούσα. (…) Ο χώρος μέσα στον οποίο υπάρχω και θέλω να συνεχίσω να υπάρχω –και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, εύχομαι να πεθάνω μέσα σε αυτόν-  είναι αυτή ακριβώς η ενδιάμεση ζώνη: εκεί όπου η απελπισία συναντάει την απόλυτη ετερότητα και δημιουργεί κάτι θεσπέσιο
Χριστίνα Παπαγγελή 

Υ.Σ. Εξαιρετικού ενδιαφέροντος, όπως πάντα, και οι αναγνώσεις της Λέσχης Ανάγνωσης του "Degas" και της anagnostria . Στο συγκεκριμένο βιβλίο οι γνώμες μάλιστα αποκλίνουν.

Παρασκευή, Ιουνίου 05, 2015

Το χαμόγελο της Αντζέλικα, Αντρέα Καμιλλέρι

«Μια ακόμη υπόθεση του επιθεωρητή Μονταλμπάνο», με το τυπικό των αγαπημένων αστυνομικών ιστοριών.  Μια ιστορία με αλλεπάλληλες διαρρήξεις που καλείται ο συμπαθητικός ντετέκτιβ να εξιχνιάσει, μαζί με τους γνωστούς του συνεργάτες (τον Φάτσιο, τον γραφικό Καταρέλλα κ.α.), ενώ στην υπόθεση μπλέκεται η μυστηριώδης Αντζέλικα που με το… χαμόγελό της διαλύει κάθε αυτοπεποίθηση του αστυνομικού (πρώτον, η όρασή του θόλωσε ελαφρά∙ δεύτερον, ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν και τρίτον, του κόπηκε η ανάσα).
Η τεχνική των διαρρήξεων που περιγράφεται στο μυθιστόρημα είναι παρμένη από την πραγματικότητα, από μια σειρά διαρρήξεων που έγιναν στη Ρώμη, όπως επισημαίνει ο Καμιλλέρι.  Ο δράστης επικοινωνεί με την αστυνομία ενώ κυκλοφορεί ένας περίφημος κατάλογος υποψήφιων θυμάτων, μέσα στα οποία περιλαμβάνεται και η Αντζέλικα. Η υπόθεση εξελίσσεται σ ένα κυνηγητό γάτας με ποντίκι.
Πέρα από τις χιουμοριστικές καταστάσεις που δημιουργούνται με τον αμίμητο Καταρέλα, ο Καμιλλέρι εδώ σατιρίζει και την ερωτική ψυχοσύνθεση του κεντρικού του ήρωα, του αστυνόμου Μονταλμπάνο. Πρώτα πρώτα σκηνές ζηλοτυπίας με την αρραβωνιαστικιά του Λίβια που καταλήγουν σε φιάσκο. Στη συνέχεια, το σκίρτημα ψυχής στη συνάντηση με την Αντζέλικα, που του θυμίζει την αντίστοιχη Αντζέλικα στον Ορλάνδο Μαινόμενο του Αριόστο, έτσι όπως την είχε φανταστεί και ποθήσει ζωντανή, με σάρκα και οστά, στα δεκάξι του χρόνια, κοιτώντας κρυφά τις εικόνες του Γκυστάβ Ντορέ που η θεία του του απαγόρευε να δει.

Οι φαντασιώσεις, ο πόθος, η αμοιβαία πρόκληση μπλέκονται με την πραγματικότητα και με το ρεαλισμό που πρέπει να επιδείξει ο αστυνόμος για να λύσει το μυστήριο.
Χριστίνα Παπαγγελή