Τρίτη, Απριλίου 28, 2015

O θησαυρός του χρόνου, Μένη Κουμανταρέα

Εάν όσα γράφεις δεν έχουν να κάνουν με σένα τον ίδιο, τις αγωνίες σου, τις εμμονές σου,
όσα παράξενα και αλλόκοτα κι αν εφεύρεις, ποτέ σου δεν θα γίνεις πρωτότυπος.

Πρωτοτυπία σημαίνει να είσαι ο εαυτός σου και κανείς άλλος.

Σπαραχτικά  εξομολογητικό το τελευταίο αυτό βιβλίο του συγγραφέα -παρά τις μεγάλες του αδυναμίες-, κι αυτό γιατί διεισδύει  στο άδυτο της ψυχής του ανθρώπου που περιμένει το θάνατο, το θάνατο του αγαπημένου του προσώπου αλλά και τον δικό του. Έχοντας επίγνωση ότι η εκλογίκευση και κατάθεση σε δημόσια «θέα» αυτών των πολύ προσωπικών, απόκρυφων,  ιερών  στιγμών αποτελεί ένα είδος «διαστροφής του συγγραφέα» (θυμάμαι τα λόγια του Ροθ για τον πατέρα του: «το βιβλίο το οποίο σε απόλυτη εναρμόνιση με την απρέπεια του επαγγέλματός μου έγραφα όσο εκείνος ήταν άρρωστος του θανατά». Απρέπεια, αυτή είναι η λέξη. Θυμάμαι μια ταινία του Μπέργκμαν με μια γυναίκα κατάκοιτη, σχιζοφρενή, που ο άντρας της, συγγραφέας, καταγράφει την αρρώστια της βήμα βήμα. Μοιράζεται ανάμεσα στον πόνο της αρρώστιας και στη μανία της καταγραφής της. Είμαστε λοιπόν εμείς οι γραφιάδες ανάλγητα κτήνη;), ο Κουμανταρέας  παρόλ αυτά ξεγυμνώνει τον εαυτό του με τόλμη, εφόσον μιλά πολύ αποκαλυπτικά όχι μόνο για τη φθορά στην οποία οδηγούν το σώμα και το πνεύμα τα γηρατειά, αλλά και για την αδυναμία του στους νεαρούς άντρες  -κατά κανόνα μετανάστες-, με τους οποίους συναναστρεφόταν παράλληλα με τη συζυγική του σχέση με τη Λιλή (μου είναι αδιανόητο ότι υπάρχουν άντρες που μια ζωή κρύβουν από τη σύντροφό τους ότι πιθανώς να ποθούν έναν άλλον άντρα. Το ότι παντρεύτηκα για να κλείσω τα στόματα και να βολευτώ είναι το μεγαλύτερο ψέμα).
Κι ενώ στο συγγραφικό παρόν ο αφηγητής-συγγραφέας, συνταξιούχος πια, μάς μεταδίδει τη μοναξιά του απόμαχου που φροντίζει το αγαπημένο του πρόσωπο στις τελευταίες του ώρες, μέσα από την αναπόληση ζούμε ξανά μαζί του και τις στιγμές του παρελθόντος∙  τη γνωριμία με τη Λιλή στα «Γραφεία» της Στοάς των Τεκτόνων, στην ασφαλιστική εταιρεία «Σκάφη Αέρος και Θαλάσσης Α.Ε. («Ασφαλίσεις Αέρα και Γλυκού Νερού» όπως, αν θυμάσαι, τις αποκαλούσαμε. Κι αυτό για ν αλαφρύνουμε τις ατέλειωτες ώρες ανίας με κάποιο σαρκαστικό αεράκι ευθυμίας). Τη  ζοφερή ζωή των υπαλλήλων στο κέντρο της Αθήνας, τη ρουτίνα, τα μικρά πολύτιμα διαλείμματα χαράς. Τύπους χαρακτηριστικούς με ευφάνταστα παρατσούκλια (Πισπιρίγκος, Μπαχλαμπάς, Περισπωμένη, Σπίνος κ.α.) που διανθίζουν τη μονοτονία με τις ιδιαιτερότητές τους. Τις σύντομες ερωτικές μεταμεσονύχτιες διεξόδους, μερικές τραυματικές (η σχιζοφρένεια, απ τη μια να διαβάζω Μούζιλ κι απ την άλλη να συναγελάζομαι με αρουραίους της νύχτας. Απ τη μια ν ακούω Άλμπαν Μπεργκ κι απ την άλλη να πηγαίνω γυρεύοντας σε μέρη όπου παίζουν σκυλάδικα). Μα πίσω απ όλα, σταθερή πρωταγωνίστρια  του Κουμανταρέα, είναι η καθημερινότητα  στην πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Αθήνας, στο κέντρο, και μάλιστα στην Κυψέλη. Μια καθημερινότητα κοινότοπη, μια ματιά πρωτότυπη (ακούω τους ήχους της ασφάλτου, ρόδες αυτοκινήτων που περνάνε με θόρυβο πάνω από σχάρες υπονόμων, από μπαλώματα, χαίνουσες παγίδες στα έργα οδοποιίας που έμειναν στη μέση (…) Είναι ο ψίθυρός από τους λαμπτήρες φθορισμού –τζιτζίκια της πόλης ανεβασμένα σε κτίρια και κολόνες φωτισμού σαν πάνω σε δέντρα που έχουν πετρώσει. Αυτή την πολύπαθη πόλη μου, υμνημένη από ποιητές, ταξιδευτές, ζωγράφους, δεν την αναγνωρίζω πια).  

Παρόλο που το προσωπικό φίλτρο μέσα απ το οποίο παρουσιάζονται τα πρόσωπα είναι αρκετά έντονο,  παρόλο που όλα αποδίδονται  μέσα από το φάσμα της ανάμνησης, οι χαρακτήρες ζωντανεύουν ανάγλυφοι, και τα συναισθήματα  δεν περιγράφονται απλώς, αλλά προκύπτουν αβίαστα. Πρώτα απ όλα για τη Λιλή, που είναι μια γυναίκα υγιής κι ας είναι άρρωστη. Γήινη, με κατανόηση, γλυκιά. (Κανένα δέρμα δεν μπορεί να μου μεταδώσει αυτή τη θέρμη που η Λιλή εκπέμπει). Ο Καμικάζι, το αγόρι που φέρνει πίτσες, ο Λούνα, ο Νουάρ (θα μπορούσα να τον είχα κάνει θεό. Μα αυτός είναι σκέτος αλήτης) πρόσωπα που σημαίνουν πολλά για τον Κουμανταρέα, παρελαύνουν με την ιδιαιτερότητά του ο καθένας. Το σαράκι του  συγγραφέα έχει την τόλμη να ψάξει πίσω από τις προκαταλήψεις, να σεργιανάει στα στέκια του υπόκοσμου, να ρισκάρει σχέσεις με άτομα ενδεχομένως αναξιόπιστα, να πληγωθεί (μια κατάσταση αμφίβια, αμφίσημη και αμφίφυλη, όπως ήταν τότε και η ζωή μου).
Κι όλα αυτά μέσα από το φάσμα του πένθους, για το θάνατο που συντελέστηκε και για το θάνατο που πρόκειται να έρθει.
Τι είναι το πένθος; Ρωτάς κι εσύ, παλιέ συνάδελφε και αδελφέ μου. Όταν βγαίνεις να βγεις έξω, διότι δεν μπορείς να τρως μόνος στο σπίτι. Όταν ακούς βήματα μέσα στο σπίτι και είναι τα βήματα των γειτόνων στο πάνω πάτωμα. Όταν χτυπά το τηλέφωνό της και λες «Λάθος κάνετε». Όταν ακούς Ραχμάνινοφ και το σόλο από άλτο σαξόφωνο σε τρυπά στην καρδιά. (…) Το πένθος τελειώνει ή κοντεύει να τελειώσει όταν αποφασίζεις να γράψεις γι αυτό.
Γιατί είναι σαφές σ όλο το βιβλίο ότι για τον Κουμανταρέα η λογοτεχνία είναι ένα είδος θεραπείας: όπως και να χει, νομίζω πως ό, τι πιο καλό, ενδιαφέρον και άξιο μνείας υπάρχει μέσα στη λογοτεχνία βγαίνει μέσα από την αρρώστια. Εξάλλου, χωρίς την αρρώστια δεν θα είχαμε σαφή εικόνα της υγείας. Όσοι αναγνώστες παραπονούνται ότι αυτά τα πράγματα είναι νοσηρά, νομίζω δεν έχουν ιδέα όχι μόνο τι είναι τέχνη, αλλά δεν έχουν πάρει χαμπάρι τι είναι η ζωή.
Και αλλού: ένα μάθημα ζωής είναι και η τέχνη, κι ας έχει να κάνει με το θάνατο. Ίσως γι αυτό.
Και: ο καλός γραφιάς είναι αυτός που δεν ξεχωρίζει αυτά που συνέβησαν από εκείνα που επινόησε να του συμβούν –αρχή της μυθοπλασίας ιερή για όποιον γράφει.

Η παρουσία του «παλιού Αλληλογράφου» του Γραφείου (που αναφέρεται  ως  «Αναγνωστόπουλος ή Αναγνώστου», αλλά και ως o "Παλαιός των Ημερών" εν είδει οπτασίας/φαντάσματος είναι, κατά τη γνώμη μου από τα αδύνατα στοιχεία του μυθιστορήματος, και κάποιες σκηνές τραβάνε πολύ. Λειτουργεί σαν «alter ego» του συγγραφέα, εμφανίζεται σαν φάντασμα μετά τις 2 το μεσημέρι, κατά κανόνα αφού όλοι σχολάσουν και ανοίγεται με τον συγγραφέα σ έναν διάλογο, που απηχεί βέβαια τον εσωτερικό διάλογο του αφηγητή με τις αδυναμίες, τους φόβους και τις κρυφές επιθυμίες του. Εξίσου πλαστή και τραβηγμένη βρήκα όλη την τελευταία σκηνή/«έξοδο», την ονειρική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία εμφανίζονται στο σπίτι του συγγραφέα όλοι οι ζωντανοί και νεκροί φίλοι του, πρωταγωνιστές και κομπάρσοι και μάλιστα κατά σειρά σπουδαιότητας (λες κι είχαμε γενική συνέλευση πολυκατοικίας).  Η μεταφυσική διάσταση της σκηνής δεν ενοχλεί πάντως πολύ γιατί το ύφος, όπως είναι άλλωστε πάντα το ύφος του Κουμανταρέα, παίζει ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό («γιορτάζω το τέλος»), στο ονειρικό/λυρικό (βρέχει, βρέχει μονότονα, ασταμάτητα, όπως στα ποιήματα, βρέχει αλύπητα όπως στα παλιά ρομάντζα) και το πεζό/σατυρικό∙ σαν ένα αερόστατο που πάει να πετάξει αλλά μια γήινη δύναμη το προσγειώνει ξανά και ξανά(ο μόνος τρόπος να εξηγήσεις τα πράγματα είναι να τα ονειρευτείς).

Ο συγγραφέας  φαίνεται να είχε  πλήρη συνείδηση του επικείμενου τέλους, κι αυτό χρωματίζει ακόμα περισσότερο τα τελευταία αυτά λόγια μετά τα οποία ακολούθησε ο τραγικός θάνατος που όλοι γνωρίζουμε . Άλλωστε, δεν με παίρνει πια ο καιρός. Όσο πάει και ο χρόνος γίνεται χρυσάφι. Θησαυρός.
Ο «μεροκαματιάρης του άλλου κόσμου» κι ας μην τον βλέπω, σκάβει. Μήπως, με το που ανοίξω την εξώπορτα, περιμένει να πέσω μέσα σούμπιτος; Κι αν, πάλι, καιροφυλακτούν οι λεμφαδένες και σφυροκοπούν, έτοιμοι να κατακλύσουν το κορμί μου ξανά; Μήπως αυτό εννοούσε με την ημερομηνία του θανάτου μου;

Ό, τι και να συμβαίνει, είναι πολύ αργά. Όπου να’ ναι, φτάνω στο τέλος της ιστορίας μου ή αυτό τέλος πάντων που θεωρείται τέλος. 
Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Απριλίου 21, 2015

Ανθρωποφύλακες, Περικλή Κοροβέση

Όταν καίγεται, έτσι που καίγεται εδώ με πυρωμένο σίδερο η σάρκα, όλα τα’ άλλα σωπαίνουν. Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δε μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο. Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία. Όμως, αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες, αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος –και είναι τόσο εύκολο να τους βρεις, η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο- αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.
Ηλίας Βενέζης, Το νούμερο 31328


Πρόκειται για ένα μικρό σχετικά βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε  πρώτη φορά στη Γαλλία το 1969, γραμμένο από το νεαρό  -τότε- ηθοποιό και νυν συγγραφέα και αρθρογράφο Περικλή Κοροβέση, όταν κατάφερε να δραπετεύσει στο εξωτερικό. Αποτελεί  μια συγκλονιστική και αληθινή μαρτυρία των μηχανισμών που κινητοποιούσε η χούντα για να ανακρίνει και να βασανίσει πολίτες που «προσπάθησαν να παραμείνουν πολίτες» (μετά την 21η Απριλίου 1967, το δικαίωμα να υπάρξεις σαν πολίτης ήτανε αντίσταση/ από το Επίμετρο 1). Από την Ασφάλεια (ταράτσα στη Μπουμπουλίνας), στο στρατιωτικό νοσοκομείο και ξανά στην Ασφάλεια.
Παρόλο που οι δεκαπέντε λέξεις που έχει αφιερώσει σ αυτό το βιβλίο ο φίλος συν-μπλόγγερ ἅς ἐῶν (Βασ. Συμεωνίδης) είναι αποστομωτικές, κι αυτό γιατί, πράγματι,  τα πολλά λόγια που αναφέρονται στον σωματικό βασανισμό αποτελούν φλυαρία, θα αφιερώσω … 2041  λέξεις ακόμα. Γιατί  νομίζω ότι πρέπει να επισημανθούν και οι άλλες διαστάσεις αυτής της συγκλονιστικής μαρτυρίας. Διαστάσεις που άλλωστε δίνονται κι από τον ίδιο τον συγγραφέα, ο οποίος δεν αρκείται στην εξονυχιστική περιγραφή, αλλά προσπαθεί να δείξει πρώτα απ όλα και τον αντίθετο μηχανισμό∙ τον μηχανισμό που κινητοποιεί ο βασανιζόμενος όχι μόνο για να αντέξει αλλά και για να διασώσει την ακεραιότητα και την αξιοπρέπειά του. Ο ίδιος ο συγγραφέας επίσης αναδεικνύει τη διάσταση που έχουν τα βασανιστήρια από την οπτική της βιοπολιτικής, τονίζοντας ότι δεν ήτανε η μανία ενός διεστραμμένου βασανιστή αλλά μια επίσημη, συγκεκριμένη πολιτική ενέργεια, που είχε σαφή και καθορισμένο στόχο. Αυτές οι σκέψεις γίνονται πιο συνειδητές και ώριμες στα επίμετρα των εκδόσεων που ακολούθησαν, 30 και 40 χρόνια μετά, όταν ο συγγραφέας επισημαίνει ότι τα βασανιστήρια παντού και πάντα ήταν ένα εργαλείο της εξουσίας για να εξουδετερώνει όσους την απειλούν. Τέλος, νομίζω ότι  το βιβλίο αυτό, που η τελευταία του έκδοση  στη χώρα μας είναι από την αυτοδιαχειριζόμενη  εκδοτική ομάδα «Οι εκδόσεις των συναδέλφων», είναι μια χειροπιαστή απόδειξη του ότι η λογοτεχνία μπορεί να είναι πολιτική πράξη.

Ο μηχανισμός της εξουσίας
Το μαρτύριο

Όπως γράφει ο συγγραφέας, το βιβλιαράκι αυτό περιέχει ένα κομματάκι της σύγχρονης ιστορίας μας. Είναι μια προσωπική κατάθεση ενός αυτόπτη μάρτυρα. Βλέπουμε όλα τα γεγονότα όπως τα έζησε από τη στιγμή της σύλληψής του κι όπως, με πολλή προσπάθεια κάποιες φορές, τα κράτησε στη μνήμη του με σκοπό να τα αναπαράγει αυτούσια. Δεν θα αναφερθώ βέβαια εδώ σε λεπτομέρειες. Γνωρίζουμε όλοι πάνω κάτω τι περίμενε τους πολίτες όταν τους πήγαιναν στην Ασφάλεια, στην οδό Μπουμπουλίνας και μάλιστα όταν τους οδηγούσαν στην ταράτσα. Δεν θα αναφερθώ στην αδυναμία της σάρκας, αν κι ο Κοροβέσης   -και καλά κάνει-  δίνει ανατριχιαστικές  (και… χρήσιμες ίσως) λεπτομέρειες όσο αφορά τα βασανιστήρια, σωματικά και ψυχικά. Το οργανωμένο σχέδιο πάντως της χούντας φαίνεται να περιλάμβανε την «πολιτισμένη ανάκριση» (αξιοσημείωτη η «βλακεία» κάποιων ανθρωποφυλάκων) και την «επιστημονική». «Πολιτισμένη»,  δηλαδή νουθετήσεις -κηρύγματα -«καλοπιάσματα» (κάποιες φορές με καφέ και τσιγάρο)- λεκτικούς εκφοβισμούς, και αποστάγματα αμπελοφιλοσοφίας (Ο έξυπνος άνθρωπος στη Μόσχα είναι Γκεπεού. Ο έξυπνος άνθρωπος, στην Ουάσινγκτον, είναι σtην CIA[…]Δεν υπάρχει περιθώριο να αλλάξετε τον κόσμο. Ο κόσμος είναι ήδη φτιαγμένος και είναι αυτός που είναι).  Αντίθετα η «επιστημονική» περιλάμβανε  γροθιές -κλωτσιές σε δεμένο σώμα  -φάλαγγα (ο φάλαγγας είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη, επικλινή γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ ένα σκληρό, γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια, θα σου ήταν αδύνατον να προσδιορίσεις από πού έρχεται)-βρώμικα σφουγγάρια στο στόμα -ψυχικά σοκ (τρομοκρατία, απειλές κλπ). Γύμνια, βιασμό. Ξύλο μέχρι λιποθυμίας. Και φυσικά όλα αυτά εν μέσω βρισιών και ταπεινώσεων.
Την Ασφάλεια τη διαδέχεται το Στρατιωτικό Νοσοκομείο όπου οδηγούν μισοπεθαμένο πια τον Κοροβέση∙  κύριο μέσο νουθέτησης τα ηλεκτροσόκ (Το μαξιλαράκι, τα ηλεκτρόδια, τα λουριά, το στηθοσκόπιο. Είναι φανερό πως είμαι αιχμάλωτος. Βρίσκομαι εντελώς ανέτοιμος να αντιμετωπίσω τον αιώνα μας). Οι γιατροί-ανακριτές (είδος που παραπέμπει στις ναζιστικές μεθόδους και όχι μόνο) φροντίζουν τον κρατούμενο να φτάσει στα όριά του χωρίς να αφήσουν τα βασανιστήρια απτά σημάδια.
Το τρίτο στάδιο, ανακρίσεις εξαντλητικές, όταν πια ο οργανισμός βρίσκεται στη μικρότερη δυνατή ανθεκτικότητα. Δεν ήξερες τι άλλο μπορούσανε να σου κάνουνε ακόμα, αλλά ήξερες πως έχουνε ακόμη πολλά. Και το άγνωστο σε πάγωνε.
Το κελί είναι παρηγοριά. Στο τρίτο αυτό στάδιο, ο κρατούμενος βρίσκεται μαζί με άλλους. Πολιτικούς και ποινικούς. Αρχίζει η νέα μου ζωή με τους άλλους. (…) Το βασανιστήριο δεν είναι πια ατομικό, αλλά ομαδικό. Αυτό από μόνο του δίνει δύναμη, χώρια που έχουν περάσει ήδη δια πυρός και σιδήρου.
Η διεισδυτική περιγραφή του Κοροβέση σκιαγραφεί ανθρώπινους τύπους και χαρακτήρες, όχι μόνο ανάμεσα στους κρατούμενους αλλά ανάμεσα και στους δεσμοφύλακες. Ο Γκραβαρίτης, ο Λάμπρου, ο Καραπαναγιώτης και άλλοι, γνωστοί και άγνωστοι. 

Ο μηχανισμός της αντίστασης
Τρώε το φαΐ σου, αγάπα το κελί σου, διάβαζε πολύ…

Μετά την 21η Απριλίου1967, το δικαίωμα να υπάρξεις σαν πολίτης ήταν αντίσταση. Όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο της έκδοσης του 1994, το δικαίωμα να είσαι πολίτης ήταν απόδειξη της ενοχής σου, αλλά αυτό στάθηκε ως επιχείρημα λίγο πειστικό. Γι αυτό επεξηγεί ότι το να έχει κανείς απόψεις που δεν είναι αποδεκτές από την εξουσία είναι πολύ πιο επικίνδυνο απ όσο μπορεί να υποθέσει κανείς. Απόψεις, που όπως διευκρινίζει μπορεί πριν σαράντα χρόνια να μην ήταν τόσο συγκροτημένες, αλλά ήταν πιο επικίνδυνες.
Απέναντι στη βία, απέναντι στον σωματικό πόνο υψώνεται ο ανθρώπινος λόγος. Αυτό στο οποίο επικεντρώνεται η προσοχή του ήρωα την ώρα του μαρτυρίου είναι η προσπάθεια να θυμάται. Να θυμάται πρόσωπα, κινήσεις, λόγια, μηχανισμούς∙ ώστε να μπορέσει να τα ανασυστήσει, να τα αναπαράγει, να τα αναλύσει, να τα γνωστοποιήσει. Πολλή επεξεργασία στον άπλετο χρόνο μοναξιάς, ώστε να υπάρξει η επιθυμητή συναισθηματική απόσταση και να μπορέσει να δει νηφάλια αυτό το διαχρονικό φαινόμενο του ανθρώπινο βασανισμού (είχα ανασυνθέσει όλα τα γεγονότα και είχα μπορέσει σχεδόν αν τα εξηγήσω). Ήδη ο τίτλος είναι αποτύπωμα μιας τέτοιας νηφάλιας επεξεργασίας: όχι ανθρωποειδή, ούτε ανθρωποφάγοι, αλλά  ανθρωποφύλακες∙ κυριολεκτικό και τραγικό μαζί: άνθρωποι που «φυλάνε» ανθρώπους…
Πώς μπορεί να αντισταθεί ο άνθρωπος που του κλέβουν τα πάντα;
Τι μπορώ να κάνω, όμως, έτσι ακίνητος; Μπορώ να φανταστώ. Μπορώ να σκεφτώ ό, τι θέλω, να πάω όπου θέλω. Πήγα να σιάξω ένα τραπέζι και κοπάνησα με το σφυρί το δάχτυλό μου. Άρχισαν διάφοροι συνειρμοί. Τελικά κατέληξα, δεν ξέρω πώς, να κουρεύω χορτάρι με τη μηχανή. Ίσως από ένα σημείο και μετά ξανάπεσα σε λήθαργο. Είχα βρει όμως έναν τρόπο να ξεφεύγω. Το καταλάβαινα πως είναι σημαντικό. (…) Έφευγα, έφευγα μέσα σ ένα καταφύγιο λήθαργου. Μόλις που άκουγα τη φωνή του από πολύ μακριά, μέχρι που χάθηκα εντελώς. Είχα μια αίσθηση ελευθερίας. Σαν να’ χα ξεφύγει από κάτι πολύ τρομερό. Η νέα ποιότητα τώρα ήταν πως αυτή τη δύναμη της ελευθερίας σχεδόν τη χειριζόμουνα.

Όπως  επισημαίνει εύστοχα ο Δημ. Ραυτόπουλος στην εισαγωγή της τελευταίας έκδοσης, ο κρατούμενος δεν πέφτει στην παγίδα να απαντήσει στην ίδια, ζωώδη γλώσσα των ανθρωποφυλάκων: ο κρατούμενος μιλάει στους δήμιους ως άνθρωπος πολιτικός, με συνείδηση δικαιωμάτων του πολίτη, μεταξύ των οποίων είναι και η αντίσταση κατά της παρανομίας, αλλά και ως πολιτικός με την πανάρχαια έννοια: φορέας πολιτισμού, κάτοχος του λόγου.
Όταν τον ρωτούν «αν ξέρει τι είναι», απαντά «πολιτικός κρατούμενος», σκορπώντας θυμηδία. Όταν οι γιατροί στο στρατιωτικό νοσοκομείο τον ρωτούν «τι είναι αυτοί που τον ρωτάνε», απαντά απερίφραστα  «ανακριτές». Επικαλείται επί ματαίω (εν γνώσει του) τα δικαιώματά του, το δικαστήριο, τον Ερυθρό Σταυρό, το διεθνές δίκαιο. Λέει ότι θα τους καταγγείλει. Όταν τον ρωτούν για το Πατριωτικό Μέτωπο δίνει τη μεγαλειώδη απάντηση: «είναι μια οργάνωση που έγινε μετά την 21η Απριλίου και ‘θέτει εμπόδια εις το έργον της Κυβερνήσεως’, αντιγράφοντας τα λόγια του Σάββα Κωνσταντόπουλου, του διευθυντή του Ελεύθερου Τύπου! Στις πιέσεις να παραδεχτεί «τα πράγματα που ξέρει η υπηρεσία», απαντά με ψυχραιμία «ο μόνος λόγος που βρισκόμουν εκεί ήταν το γεγονός πως δεν ήμουν με την κυβέρνηση της 21ης Απριλίου».

Στο τρίτο στάδιο  της κράτησής του, ο Κοροβέσης δεν είναι πια μόνος. Είναι με «τους άλλους».
Χαίρεσαι που υπάρχουν κι άλλοι. Κλεισμένος τόσον καιρό, έχεις αρχίσει και πιστεύεις πως είσαι μόνος. Οι περισσότεροι πολιτικοί κρατούμενοι, φοιτητές, τρεις γυναίκες. Μοιράζεται τα βάσανα αλλά και τους τρόπους εσωτερικής αντίστασης. Το μεσημέρι είναι η ώρα που μαζεύεται όλη η οικογένεια. Είναι μια ιερή στιγμή, είναι η ώρα που μαθαίνεις την ιστορία σου, τις ρίζες σου, γιατί υπάρχεις. Ιστορίες που τις παραθέτει, συγκλονιστικές, καθημερινές, απίθανες, ιστορίες κρυφές, ιστορίες ανώνυμων.
Ο Σ., όταν   μιλούσε, είχε μια ενοχή, που όμως κατέληγε σε μια συγκλονιστική ευθύνη. Ζητούσε περισσότερα από μας. «Εσείς», μας έλεγε, δεν είδατε τίποτα ακόμη∙ δεν πάθατε τίποτα. Το λεπίδι δεν έπεσε ακόμη. Εμάς μας θέρισε. (…) Όσο πιο πολύ αγαπάς, τόσο πιο πολύ δίνεις. Υπάρχουνε σύντροφοι σ άλλες χώρες που νίκησαν, το ξέρω. Αυτός τελικά είναι ο σκοπός: να νικήσουμε κι όχι να πεθάνουμε. Αλλά, για να νικήσουμε, πρέπει να πεθάνουμε και για να πεθάνουμε, πρέπει να αγαπάμε τη ζωή.

Βιοπολιτική

Σχεδόν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας υπήρχε μια χωροφυλακή ή μια ασφάλεια ή ένα σώμα στρατού που συστηματικά βασάνιζε μέχρι θανάτου καθέναν που μπορούσε, έστω και μελλοντικά, να γίνει «επικίνδυνος». Ο συγγραφέας όταν βρίσκεται πια με άλλους μαζί στην Ασφάλεια (3ο στάδιο), συγκεντρώνει εμπειρίες απ όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Εικονικές εκτελέσεις, συγκεντρώσεις, παντού. Κοινό γνώρισμα όλων των σχολών και των βασανιστών, να μην αφήνουν σημάδια. Ιδιαίτερα βέβαια στους επώνυμους.
Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, δεν επρόκειτο απλώς για τη μανία  κάποιων διεστραμμένων (χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχει διαστροφή), αλλά για επίσημη, συγκεκριμένη πολιτική ενέργεια, που είχε σαφή και καθορισμένο στόχο. Το αρχικό κείμενο μας δίνει αρκετά στοιχεία που συγκροτούν την «ιδεολογία» των δήμιων, την επίσημη ιδεολογία της δικτατορίας.  Όμως κι αυτή η «ιδεολογία» εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, μια γενικότερη «φιλοσοφία». Στα επίμετρα των εκδόσεων που ακολούθησαν, με αποκορύφωμα την έκδοση του 2013, ο ίδιος ο συγγραφέας αναστοχάζεται πάνω στο ρόλο που έχουν τα βασανιστήρια, και μάλιστα η «επιστημονικοποίηση» των βασανιστηρίων με συνεργασία γιατρών, από την Ιερά Εξέταση μέχρι τις μέρες μας (βλ. απόρρητο σύγγραμμα της CIA για τα βασανιστήρια, με συγγραφείς καθηγητές πανεπιστημίου, κοινωνιολόγους, ψυχίατρους, ψυχαναλυτές και, φυσικά, ανακριτές, με το κωδικό όνομα KUBARK). Ο στόχος είναι να γίνει ο άνθρωπος  ένα άγραφο χαρτί, να χάσει τελείως την προσωπικότητά του και να γίνει αυτό που θέλουν οι βασανιστές. Τα βασανιστήρια γίνονται οργανικό μέρος της ανάκρισης, με σκοπό να αποδομηθεί η ταυτότητα του κρατούμενου.
Κι όλη αυτή η ιδεολογία προϋποθέτει την αποδοχή της θεωρίας του «τέλους της ιστορίας»∙ τα πράγματα είναι δεδομένα και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να τ αλλάξει. Ο άνθρωπος μπορεί να υπάρξει εκτός Ιστορίας, αλλά εντός αγοράς. Κατ επέκταση, λοιπόν, η Ιστορία τελειώνει μπροστά στην εξουσία και μαζί της τελειώνουν και οι ιδεολογίες που στηρίζονται σε μη εξουσιαστικές ιδέες.

Η λογοτεχνία ως πολιτική πράξη

Η μαρτυρία αυτή του Κοροβέση πρωτοκυκλοφόρησε το 1969 στη Γαλλία, από τις εκδόσεις Seuil.  Στη συνέχεια στην Αγγλία, τη Σουηδία, τη Φινλανδία και στην Ελλάδα(1970) από τους Rabén & Sjörgen. Στη  Νορβηγία, την Τουρκία, Γερμανία, Αμερική. Η δημοσιότητα που πήρε το συγκλονιστικό ντοκουμέντο σε συνδυασμό με συνεντεύξεις στο εξωτερικό τάραξε τα νερά και η στήριξη των άλλων χωρών στον αγώνα κατά της χούντας ήταν σημαντική.
Ο συγγραφέας,  στα επίμετρα των τελευταίων εκδόσεων θέτει το ερώτημα «τι νόημα έχει η επανέκδοση ενός τέτοιου βιβλίου, όταν οι συνθήκες που το γέννησαν δεν είναι πια οι ίδιες».  Η απάντηση που δίνει ο ίδιος δεν είναι η κλασική και αναμενόμενη, ότι αποτελεί ένα κομμάτι της ιστορίας μας, μια πολύτιμη μαρτυρία κλπ. Γιατί το νόημα της ερώτησης είναι αν τα βασανιστήρια σήμερα είναι εξίσου επίκαιρα όπως την εποχή της χούντας. Δυστυχώς η απάντηση είναι πρόδηλη∙ η παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων σ όλο τον κόσμο, μέσα σ αυτά και ο βασανισμός είναι στην ημερήσια διάταξη. Έτσι,
Το γεγονός ότι το βιβλίο επανεκδίδεται για πολλοστή φορά είναι απογοητευτικό. Σημαίνει πως, κανονικά, θα έπρεπε να είχαμε πάει πενήντα χρόνια μπροστά, και το βιβλίο αυτό να ήταν ακατανόητο, αν τα βασανιστήρια είχαν εξαφανιστεί. Αλλά η εξουσία χρειάζεται πάντα αυτό το εργαλείο. Και όσο οι άνθρωποι αφήνονται να εξουσιάζονται, με τον δικό τους τρόπο θα συμβάλλουν στη διαιώνιση των βασανιστηρίων. Η άγνοια και η αδιαφορία είναι συνενοχή.
                                                                                                         (Επίμετρο 2013)
Χριστίνα Παπαγγελή