Τετάρτη, Απριλίου 30, 2014

Maurice Attia, Η κόκκινη Μασσαλία

Το ένα κομμάτι μου είναι γιος ισπανού αναρχικού, άρα πεισματάρης,
το δεύτερο, πιε-νουάρ, άρα ξεροκέφαλος σαν μουλάρι, το τρίτο, επαναπατρισθείς, άρα μνησίκακακος, το τέταρτο, μπάτσος και μάλλον τσαντισμένος,
άρα το σύνολο είναι έτοιμο να περάσει από την άλλη πλευρά του νόμου.
Πάκο Μαρτίνεθ

Το πιο συναρπαστικό από τα τρία της τριλογίας του Αττιά (τα άλλα δύο: το Μαύρο Αλγέρι, ΠαρίσιΜπλουζ) ∙ ένα πολιτικό θρίλερ με κεντρικό ήρωα τον -συμπαθητικό φυσικά-  αστυνομικό Πάκο Μαρτίνεθ, με πολλές ερωτικές πινελιές.  Αυτή τη φορά βρισκόμαστε στη Μασσαλία, την κρίσιμη για τη Γαλλία εποχή 1967-68, κι έχουν περάσει πέντε χρόνια από τη λήξη του πολέμου της Αλγερίας και την μαζική μετεγκατάσταση των «pied- noirs” (= Γάλλοι της Αλγερίας που επέστρεψαν στη Γαλλία).  Ένας απ’ αυτούς και ο ισπανικής καταγωγής Πάκο (με πατέρα αναρχικό και μάνα που τον εγκατέλειψε στα έξι χρόνια, με δίπλωμα φιλολογίας (!), με πάθος για κινηματογράφο και μουσική και, με πηγαίο χιούμορ), που ξανασμίγει με την ανεξάρτητη Ιρέν μετά από χρόνια εθελούσιου χωρισμού (πέντε χρόνια αργότερα, ακόμα δεν αισθανόμουν στο σπίτι μου. (…). Από την πρώτη κιόλας στιγμή, τούτη η πόλη μου φάνηκε εχθρική και αφιλόξενη. Το σκηνικό της άφιξής μου εδώ, ο επαναπατρισμός ενός εκατομμυρίου ανθρώπων στη μητρόπολη, είναι εικόνες που δε θα σβήσουν ποτέ από τα μάτια μου). Τον ήρωα τον στοιχειώνει και ο θάνατος του αγαπημένου του φίλου και συνεργάτη, του Σουκρούν  (που τον είδαμε στο προηγούμενο βιβλίο), του οποίου το φάσμα τον ακολουθεί και τον «συμβουλεύει».
Εποχή Ντε Γκωλ («Σαρλό»!), λοιπόν, αλλά και άνθησης των αριστερίστικων οργανώσεων (μαοϊκών, καταστασιακών, λουξεμπουργκιστών, κλπ). Εποχή που το παρακράτος (κύρια οργάνωση η SAC), παρέχει προστασία στο γκωλικό κόμμα UNR και διώκει τους αριστεριστές. Μέσα στην καρδιά της φοιτητικής εστίας που κυριαρχείται από τροτσκιστές γίνεται ένα παράξενο έγκλημα, που από την αρχή δείχνει ότι κρύβει πολιτικούς λόγους. Ο Πάκο μπλέκεται άθελά του, σχεδόν πιέζεται για να το αναλάβει, μαζί με τον αρμενικής καταγωγής συνεργάτη του Κουπιγκιάν (άλλως «Τίγρη»). Άλλα μικρότερα εγκλήματα ακολουθούν που θυμίζουν τη δράση της OAS στην Αλγερία, αιματηρές συμπλοκές ενός αδίστακτου υπόκοσμου, αλλά το κυρίως έγκλημα από το οποίο και μετά αρχίζει πραγματικά η «δίωξη» είναι ο βασανισμός και η άγρια δολοφονία του Αγκοπιάν, ενός γέρου Αρμένη κλειδαρά, κατά παράξενη σύμπτωση ίδιου επαγγέλματος με το πρώτο θύμα. Ο Τιγκράν αποκαλύπτει με εκπληξη ότι το θύμα διατηρεί ένα απίστευτο φωτογραφικό αρχείο της γενοκτονίας, γεγονός που δίνει στο σγγραφέα την αφορμή να αναφερθεί εκτενώς στο θέμα των μαζικών διώξεων (Ιρέν: φόνος ενός συμβόλου, ενός ανθρώπου που υπερασπίστηκε τη μνήμη μιας γενοκτονίας. Που αγωνίστηκε ενάντια στην αμνησία/ και πάντα η σιωπή, η σιωπή των μαρτύρων που φοβούνται πως θα κατηγορηθούν για ψευδομαρτυρία, η ντροπή εκείνων που επέζησαν, ενώ γονείς, φίλοι, γείτονες, γιοι, αδέρφια χάθηκαν… η ντροπή για το θύμα, η λήθη για το δήμιο. Το δίκαιο του ισχυρότερου. Ο επικήδειος του ασθενέστερου).

Η πρωτοτυπία αυτού του δεύτερου βιβλίου της τριλογίας είναι η συναισθηματική εμπλοκή των ηρώων και οι αφορμές που δίνονται για να γνωρίσουμε και τη λυρική πλευρά της γραφής του Αττιά. Ο αναγνώστης μαθαίνει από το πρώτο κεφάλαιο/εισαγωγή («in media res») ότι ο Πάκο τραυματίζεται κάποια στιγμή βαριά, βρίσκεται σε κώμα, σε κατάσταση υψηλού κινδύνου. Έτσι, έχουμε την ευκαιρία να γευτούμε το ερωτικό παραλήρημα της Ιρέν («ψίθυροι της Ιρέν»), σε παρεμβαλλόμενα λυρικά ιντερμέδια, που τα απευθύνει στον Πάκο ελπίζοντας να τον επαναφέρει στη ζωή (σήμερα ξενυχτάω δίπλα σου για να σου απαγορεύσω να χαθείς, σου μιλάω, στ αυτί, για να σ εμποδίσω να ξεχάσεις τη ζωή, αυτή που μοιραζόμαστε, κατά διαστήματα, εδώ και δέκα χρόνια…). Επίσης απροσδόκητο είναι ότι την έρευνα αναλαμβάνει από ένα σημείο και πέρα ο Τιγκράν, έχουμε δηλαδή έναν ακόμα πρωταγωνιστή, ίδιου σχεδόν μεγέθους, ανοιχτόμυαλου κι ευαίσθητου, που αφηγείται ο ίδιος πια σε πρώτο πρόσωπο. Ταράζεται ιδιαίτερα  με τη μοίρα του αρμένη Αγκοπιάν, ακόμα περισσότερο όταν  γίνεται γνωστό ότι πρόκειται για τον πραγματικό πατέρα της ερωμένης του, της λουξεμπουργκίστριας και πολύ ερωτικής Εύας (= «το Μυρμήγκι», γιατί είναι μικροσκοπική και μαυριδερή!). Υπάρχουν λοιπόν πολύ προσωπικά κίνητρα για να αναλάβει με πάθος την παράξενη υπόθεση, κι ακόμα περισσότερο όταν βρίσκει δολοφονημένη όλη την οικογένεια του αδερφού του (+ γυναίκα + δυο παιδιά), με τον οποίο είχε μάλιστα ανταγωνιστικές σχέσεις και ο οποίος έχει γίνει σοσιαλιστής από… οικονομικό συμφέρον! Η κατάθλιψη μαζί με τις ενοχές τον εξουδετερώνουν (για ένα διάστημα απομονώνεται απόλυτα), εκείνη την εποχή όμως συνέρχεται ο Πάκο που μπαίνει κατευθείαν στην καρδιά της τραγωδίας… Καταλαβαίνει ότι ο φίλος του έχει αποσυρθεί γιατί πάσχει από κάτι που βρίσκεται στη σφαίρα του προσωπικού, του ανείπωτου.
Κι όμως, αυτόν τον φόβο τον ήξερα: όπως κι ένα εκατομμύριο επαναπατρισμένοι και δέκα εκατομμύρια Αλγερινοί. Είχε όνομα, ήταν αναγνωρίσιμος. Λεγόταν αδέσποτη σφαίρα, χειροβομβίδα, βόμβα, μυδραλιοβόλο ή μπαζούκα. Ονομαζόταν τρομοκρατική επίθεση. Οκτώ χρόνια εμφύλιου πολέμου και τρομοκρατίας, σε θωράκιζαν ενάντια στο φόβο σε βαθμό που οι επιζήσαντες βίωναν ένα αίσθημα παντοδυναμίας.
Έτσι λοιπόν, κι ο Πάκο έχει προσωπικούς λόγους να εξιχνιάσει το μυστήριο, γιατί όλοι του οι αγαπημένοι εμπλέκονται βιωματικά (άλλωστε κι ο Κουπιγκιάν του είχε σώσει τη δική του ζωή, η Εύα έχει ιδιαίτερη σχέση με την Ιρέν και είναι πολύ φίλη με το γιο του Σουκρούν, τον Πολ). Φτάνει σε σημείο μάλιστα να αψηφήσει τους δεοντολογικούς κανόνες της αστυνομίας, με κίνδυνο να τον απομακρύνουν, όπως άλλωστε έκαναν και στον προϊστάμενό του τον Μοράν. Όμως τα γεγονότα τους υπερβαίνουν. Ο αστυνομικός του ζήλος τον φέρνει σε αντιπαράθεση με την Ιρέν (Ιρέν: οι μπάτσοι είναι κανονικοί τοξικομανείς, πλήττουν χωρίς κίνδυνο) αλλά, ακόμα πιο σημαντικό, και με το «βαθύ κράτος» που μέσω της παρακρατικής οργάνωσης SAC (Υπηρεσία Δράσης Πολιτών), έχει εξαπολύσει δίωξη κατά των αριστεριστών (ήδη γνωρίζουμε ότι οι τραμπούκοι της SAC έσπερναν τον τρόμο μα στειλιάρια και μπαστούνια στις πολιτικές συγκεντρώσεις, αλλά τώρα φαίνεται πως πέρασαν στο επόμενο στάδιο, σίγουροι για την ατιμωρησία τους…. Άλλωστε, τελευταία, πολλοί νονοί της Μασσαλίας και της Νίκαιας πρόσφεραν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους στη SAC. Αναμφίβολα εκείνη τους το ανταποδίδει…)
Είναι γοητευτικό να βλέπεις πώς ο συγγραφέας δείχνει, κατά το εικός και αναγκαίο, τους δυο αστυνομικούς  να ξεσκεπάζουν την εγκληματική δράση της πολιτικής εξουσίας, και πώς οδηγούνται λογικά και συναισθηματικά στο να υπερασπιστούν από την αδικία  τους ανθρώπους που είναι είτε στο περιθώριο (πόρνη Ερνεστίν, την είδαμε και στο πρώτο βιβλίο), είτε στην άκρα αριστερά (λουξεμπουργκιστής είναι και ο γιος του Σουκρούν: η νίκη κερδίζεται με τα όπλα/ η επαναστατική βία είναι πολύ διαφορετική από την ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα/η προλεταριακή επανάσταση δεν έχει ανάγκη την τρομοκρατία για να υλοποιήσει τους στόχους της. Μισεί και αποστρέφεται τις δολοφονίες. Δεν αντιμάχεται άτομα αλλά θεσμούς, δεν μπαίνει στην αρένα με αφελείς αυταπάτες οι οποίες, αν διαψευστούν, μπορεί να οδηγήσουν σε αιματηρή εκδίκηση). Οι δυο αστυνομικοί ξέρουν βέβαια ότι  στα τέλη του ‘ 67 οι φοιτητές δεν εκτιμούσαν και πολύ την αστυνομία (!) κι αυτό δυσκολεύει την έρευνα γιατί, όπως λέει ο Κουπιγκιάν,  οι φοιτητές είναι σαν τους Κορσικανούς, ραμμένο το’ χουν… Βιώνουν λοιπόν αυτή την αντίφαση, αλλά τα παίζουν όλα για όλα (μη γελιέσαι! Θέλω απλώς να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη χωρίς να ντρέπομαι. Ζήτημα προσωπικής ηθικής…). Άλλωστε ο ίδιος ο Κουπιγκιάν, ερωτευμένος τρελά με την Εύα, αναρωτιέται:
Να διαλέξεις στρατόπεδο… Ο Πάκο δεν το θέλησε στον πόλεμο της Ασλγερίας και η ιστορία τον πρόλαβε. Μήπως  κι εγώ θα’ πρεπε μια μέρα να επιλέξω το δικό μου ανάμεσα στην αστυνομία και το Μυρμήγκι, ανάμεσα στον νόμο και την επανάσταση που κήρυτταν οι φίλοι του; Ανάμεσα στον έρωτα και τη λογική; Δεν είχα ιδέα. Προαισθανόμουν ότι κάποια στιγμή θα έμπαινε το ερώτημα. Πού; Πότε; Πώς; Δεν είχα ιδέα.
Και όσο αφορά τον Πάκο:
Ίσως και ο Πάκο Μαρτίνεθ έπαψε να είναι μπάτσος όταν, περιφρονώντας τους κανόνες, άρχισε τις έρευνες για το Κράτος και τις συμπαιγνίες του με τον υπόκοσμο.


Οι γυναίκες του μυθιστορήματος είναι κι αυτές έντονες/ιδιαίτερες προσωπικότητες (η Ιρέν, η Εύα- Μυρμήγκι και η Ερνεστίν). Εμπλέκονται στην υπόθεση ενεργά, και δεν είναι τυχαίο ότι αφηγούνται κι απ τη δική τους οπτική γωνία. Μια εγκυμοσύνη άγνωστου πατρός και η έκτρωση που ακολουθεί φέρνει πιο κοντά τις δυο πρώτες, ενώ δίνεται η ευκαιρία στον συγγραφέα να μιλήσει για το Planning Familial (Έλεγχος των γεννήσεων), έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό που στήριζε τις γυναίκες σε ζητήματα σεξουαλικά και ελέγχου των γεννήσεων. Αυτό όμως που αποδίδεται απαράμιλλα είναι οι ερωτικές σχέσεις Ιρέν- Πάκο και Εύας- Τιγκράν, με το πάθος τους τις αγωνίες και τα σκαμπανεβάσματά τους κι απ τις δυο μεριές, τις διαψεύσεις, τις ζήλειες ή… τις προσπάθειες να ζηλέψει ο ερωτικός σύντροφος! Ο Αττιά δε διστάζει να περιγράψει γλαφυρά όχι μόνο τα ερωτικά συναισθήματα και τον πόθο, αλλά και τις σεξουαλικές σκηνές και τις φαντασιώσεις των ηρώων, προσδίδοντας έναν συγκρατημένο αισθησιασμό (είχα την εντύπωση ότι υπήρχα. Τα μάτια του βυθίζονταν στα δικά μου σαν να έπλαθαν τα συναισθήματά μου. Με ρωτούσε λακωνικά και με άκουγε γενναιόδωρα. Μαζί του δεν φοβόμουνα πια να μιλήσω. Ακόμη και για βλακείες. Μέσα από τα μάτια του, με έβλεπα, αν όχι έξυπνη, τουλάχιστον ενδιαφέρουσα. Όπως με τον Πολ. Η κρίση της σχέσης Πάκο και Ιρέν όμως, μετά από κάποια τραυματικά γεγονότα του κρεσέντο του τέλους, εντείνεται και φαίνεται ότι φτάνει σε αδιέξοδο. Οι δύο παθιασμένοι εραστές θα απομακρυνθούν για να συναντηθούν στο… επόμενο βιβλίο.   

Πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, σέβεται τις προσδοκίες όσων επιλέγουν αστυνομικά μυθιστορήματα (στην περίπτωσή μας πολιτικό θρίλερ): γρήγορος ρυθμός αφήγησης, μυστήριο που κορυφώνεται σταδιακά μέχρι που αρχίζει να εξυφαίνεται η λύση, λύση «αξιοπρεπής» που δίνει απαντήσεις σε όλα τα υποερωτήματα. Πέρα απ αυτό όμως, ο Αττιά σέβεται την ιστορία και αποδίδει  το πνεύμα μιας εποχής και μιας ιστορικής συγκυρίας πολύπλοκης, μπαίνοντας βαθιά μέσα στους μηχανισμούς που υποκινούν το πολιτικό έγκλημα. Το ιστορικό πλαίσιο μάλιστα δίνεται υπεύθυνα, και από τις πολύ αναλυτικές υποσημειώσεις αλλά και από τα παρεμβαλλόμενα άρθρα του δημοσιογράφου Φρανσουά. Ήδη προς το τέλος του βιβλίου τα πανεπιστήμια «βράζουν» και συγγραφέας κινείται με άνεση στους φοιτητικούς χώρους (τα φοιτητικά μπαρ της λεωφόρου Μπάιγ συγκεντρώνουν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του φάσματος της μασσαλιώτικης πολιτικής σκακιέρας) και μας προετοιμάζει με πολύ έντεχνο τρόπο στο επόμενο σκηνικό, του τρίτου βιβλίου της ιστορίας, που είναι το Παρίσι της εξέγερσης του Μάη του ’68.
Χριστίνα Παπαγγελή


Δευτέρα, Απριλίου 21, 2014

Μόνος στο Βερολίνο, Hans Fallada

-Φοβούνται γιατί δεν μπορούν να σταματήσουν να σκέφτονται.
-Μα δεν χρειάζεται να σκέφτονται, πρέπει απλώς
να υπακούουν. Ο Φύρερ σκέφτεται για όλους μας.

Η αθλιότητα και ο τρόμος του Γ΄ Ράιχ «εκ των έσω», δηλαδή η τρομοκρατία που άσκησε το ναζιστικό καθεστώς  στους ίδιους τους Γερμανούς πολίτες, ξετυλίγεται σ αυτό το πολύ συναρπαστικό βιβλίο του Fallada, ενός από τους πιο αξιόλογους συγγραφείς των αρχών του περασμένου αιώνα (αξίζει κανείς να διαβάσει τη βιογραφία του).
Η ιστορία του Ότο Κβάνγκελ και της γυναίκας του Άννας, που τόλμησαν να αναστατώσουν το Βερολίνο  του 1940 (αρχές του παγκόσμιου) γράφοντας αντικαθεστωτικές  κάρτες ενάντια  στο ναζιστικό κράτος, είναι μια αληθινή ιστορία όπως καταδεικνύει και το πολύ αναλυτικό και κατατοπιστικό επίμετρο στο τέλος (« Κι όμως, υπήρξαν Γερμανοί που αντιστάθηκαν στη χιτλερική τρομοκρατία»). Όμως, διαγράφονται ανάγλυφα κι άλλοι χαρακτήρες, εξίσου σημαντικοί και χαρακτηριστικοί.
Ο συγγραφέας στην αρχή μάς βάζει με πολλή τέχνη στο κλίμα δείχνοντάς μας τις εσωτερικές σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ενοίκους μιας πολυκατοικίας, που είναι αντιπροσωπευτικοί τύποι όλων των πολιτικών τάσεων:  η φασιστική οικογένεια των Περζίκε, από τους οποίους ξεχωρίζει ο ομαδάρχης της χιτλερικής νεολαίας Μπαλντούρ, είναι ο φόβος και ο τρόμος ακόμα και του ερασιτέχνη χαφιέ Μπορκχάουζεν και του μικροαπατεώνα  «στοιχηματζή»  Ένο Κλούγκε. Οι δυο τελευταίοι  επιχειρούν  να κλέψουν την ηλικιωμένη εβραία κυρία Ρόζενταλ, της οποίας ο άντρας έχει εξαφανιστεί στα στρατόπεδα, αλλά παγιδεύονται στα δίχτυα των Περζίκε, και παρά τη μικροπρέπεια και την εθελοδουλεία τους, μετά από διάφορες περιπέτειες, βρίσκουν τραγικό τέλος. Ο δίκαιος, αδέκαστος  συνταξιούχος δικαστής κύριος Φρομ, που βρίσκεται στο απυρόβλητο και επιχειρεί να κρύψει την Ρόζενταλ (όσον αφορά τον κίνδυνο στον οποίο με βάζετε, έχω να πω ότι, από τη στιγμή που άρχισα να ασκώ το επάγγελμά μου, κάθε μέρα είναι επικίνδυνη. Έχω μια αφέντρα στην οποία πρέπει να υπακούω∙ εξουσιάζει εμένα, εσάς, όλον τον κόσμο έξω απ αυτό το παράθυρο. Αυτή η αφέντρα είναι η δικαιοσύνη. Στη δικαιοσύνη πίστευα πάντοτε, στη δικαιοσύνη πιστεύω και σήμερα, η δικαιοσύνη είναι ο γνώμονας των πράξεών μου), είναι όμως τόσο ψυχρός που η δύστυχη Ρόζενταλ ουσιαστικά παραδίδεται μόνη της στο θάνατο (παρόλο που είναι μεγαλόψυχος, είναι ψυχρός. Η καλοσύνη του είναι κι αυτή ψυχρή. (…) Μπορεί να είναι καλός, αλλά οι άνθρωποι δεν σημαίνουν τίποτα γι αυτόν, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η δικαιοσύνη. Δεν ριψοκινδυνεύει για μένα, αλλά γιατί το απαιτεί η δικαιοσύνη. Εγώ όμως θα ήθελα να κινδύνευε για χάρη μου!). Τέλος η Τρούντελ, η γενναία σύντροφος του γιου του Κβάνγκελ, αγωνίστρια  που πληρώνει ακριβά ένα «κομματικό σφάλμα» και στη συνέχεια τη γνωριμία της με το ζευγάρι Κβάνγκελ.

«Μητέρα, ο Φύρερ σκότωσε τον γιο μου…»
Η πρώτη κάρτα των Κβάνγκελ ενάντια στο χιτλερικό καθεστώς

Στα πρώτα κεφάλαια, λοιπόν,  παρακολουθούμε μ ενδιαφέρον τις προσωπικές ιστορίες όλων αυτών των ηρώων, όπως διαπλέκονται μεταξύ τους. Όμως το κέντρο βάρους σιγά σιγά πέφτει στην ιδιόρρυθμη περίπτωση του εργοδηγού Κβάνγκελ και της γυναίκας του, που, ρίχνονται στην αντιναζιστική δράση, και μάλιστα σε μια αλόγιστη αντίσταση, πιθανόν χωρίς κανένα νόημα… Η τέχνη του συγγραφέα  να μας δείχνει βήμα βήμα τη σταδιακή μεταστροφή των δύο ουδέτερων, φιλήσυχων ανθρώπων  σε αποφασισμένους αγωνιστές είναι πραγματικά απαράμιλλη. Ο μαραγκός Ότο Κβάνγκελ φαίνεται ότι κάποτε ήταν σωστός καλλιτέχνης∙ τώρα, αναγκάζεται να διευθύνει το συνεργείο παρασκευής πολεμικού υλικού (φέρετρα, κιβώτια όπλων κλπ)! Η ψυχρή του ιδιοσυγκρασία δεν του επιτρέπει να εκφράσει τα συναισθήματά του, τη δυσαρέσκειά του για το καθεστώς. Πολύ συγκρατημένα εκφράζει επιφυλάξεις στον ενθουσιώδη χιτλερικό Μπορκχάουζεν (Μπορκχάουζεν:  τι σημασία έχουν μερικοί εκατοντάδες χιλιάδες θάνατοι; Θα γίνουμε ο πλουσιότερος λαός του κόσμου!/ Κβάνγκελ: και τι θα καταφέρουμε με τα πλούτη; Να μου λείπει, δεν θέλω ποτέ να γίνω πλούσιος, και σίγουρα όχι μ αυτόν τον τρόπο). Ούτε καν όταν πεθαίνει ο -γραμμένος στη χιτλερική νεολαία-  γιος του στο μέτωπο δεν εκφράζει την συναισθηματική του κατάσταση (παρεμπιπτόντως έχουμε εσωτερική εστίαση με παντογνώστη αφηγητή), σε τέτοιο βαθμό που η γυναίκα του στρέφεται εναντίον του με τη μοιραία φράση: « Εσύ κι ο Χίτλερ σου!».  Τα δυο σημαδιακά γεγονότα όμως φαίνεται ότι δρουν υπόγεια: ο θάνατος γιατί είναι θάνατος, και η κουβέντα της γυναίκας του γιατί τον πληγώνει και τον θέτει προ των ευθυνών του∙ έτσι λοιπόν, έπειτα από μέρες σιωπής - βασανιστικές για τη γυναίκα του, επέρχεται η αντί- δραση: μια αντίσταση πρωτότυπη και απέλπιδη, γιατί οι κάρτες που με τόση επιμέλεια και μυστικότητα ετοιμάζει μαζί με τη γυναίκα του, φαίνεται ότι μόνο πανικό σπέρνουν σε όσους τις σηκώνουν ή τις διαβάζουν.

«Μήπως είναι, πώς να το πω, κάπως λίγο αυτό που θέλεις να κάνεις, Ότο»;
Σταμάτησε να ψάχνει, και, ακόμα σκυμμένος πάνω από το συρτάρι, στράφηκε προς τη γυναίκα του: «Λίγο ή πολύ, Άννα», είπε, «αν μας πιάσουν, θα το πληρώσουμε με τη ζωή μας».
Τα λόγια του, όπως και το σκοτεινό, ανεξιχνίαστο, γερακίσιο βλέμμα του, που εκείνη τη στιγμή την κάρφωνε επίμονα, ήταν τόσο πειστικά και τρομακτικά που η Άννα ρίγησε. Ξαφνικά είδε μπροστά της την γκρίζα, πέτρινη αυλή της φυλακής∙ η λαιμητόμος ήταν έτοιμη, έμοιαζε με βουβή απειλή.
Η Άννα Κβάνγκελ συνειδητοποίησε ότι έτρεμε. Κοίταξε πάλι τον Ότο. Μπορεί να είχε δίκιο: λίγο ή πολύ, κανείς δεν μπορεί να ρισκάρει τίποτα περισσότερο από την ίδια του τη ζωή. Κάθε άνθρωπος είχε διαφορετικές ικανότητες και διαφορετικό χαρακτήρα- το σημαντικό είναι να αντιστέκεσαι.

Όλοι φοβούνται όλους, και οι μισοί πολίτες παρακολουθούν τους άλλους μισούς ενοχοποιώντας τους με την παραμικρότερη αφορμή. Το κλίμα γίνεται αφόρητα εφιαλτικό κι ο φόβος είναι το σταθερό μοτίβο (η φοβία που του γέννησαν οι κομματικές στολές ήταν τόσο μεγάλη που, στο εξής, κάθε φορά που θα ερχόταν σε επαφή με ανθρώπους του Κόμματος, η ψυχή του και το μυαλό του θα παρέλυαν συνεχώς) . Όσοι λοιπόν έχουν το σθένος να αντιπαραταχτούν στον παραλογισμό του Γ΄ Ράιχ έχουν απίστευτα κότσια.
Η αντίσταση του ζευγαριού κρατά γερά για δυο χρόνια, αναστατώνοντας τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής. Ο συγγραφέας, πέρα από την περιγραφή κάθε κίνησης των Κβάνγκελ, κάθε παραστρατήματος που τους φέρνει ξυστά στον έσχατο κίνδυνο και μας κόβει την ανάσα, περιγράφει παραστατικότατα αντίστοιχα και τις προσπάθειες των επιθεωρητών της αστυνομίας, της Γκεστάπο των Ες Ες και Ες Α, δείχνοντας τις ιεραρχικές σχέσεις και τον ανταγωνισμό όλων αυτών των εξουσιαστικών δομών. Βλέπουμε βήμα βήμα τις σκέψεις, τα λάθη, τις προσπάθειες του επιθεωρητή Έσεριχ, που συλλαμβάνει τον Κλούγκε έχοντας απόλυτη επίγνωση ότι δεν είναι ο ένοχος, μόνο και μόνο για να δείξει στους προϊσταμένους ότι  η αστυνομία επιτελεί το έργο της∙ οι ατέλειωτες ανακρίσεις∙ η χρήση κάθε αθέμιτου μέσου, η αυτοπαγίδευσή του, η κατάληξή του στις φοβερές φυλακές όπου ο ίδιος παλιότερα οδηγούσε τα θύματά του. Η αποτυχία του διάδοχου του Έσεριχ που γελοιοποιείται και ταπεινώνεται. Δεν ψυχογραφούνται επομένως μόνο οι αγωνιστές, αλλά και οι διώκτες, οι δήμιοι. Βλέπουμε μπροστά μας πώς εξελίσσεται βήμα βήμα το παιχνίδι ανάμεσα στη γάτα και το ποντίκι, πώς στήνεται η φάκα, κι όλα αυτά σ ένα ρυθμό γρήγορο, με αμεσότητα και παραστατικότητα που κορυφώνει την αγωνία.
Όμως, η αγωνία δε σταματά στη σύλληψη του ζευγαριού. Μεγάλο κι εξίσου συναρπαστικό μέρος της αφήγησης καταλαμβάνει  και η παραμονή τους στη φυλακή, η κρυφή επικοινωνία μεταξύ τους, η ωρίμανσή τους, οι μικρές χαρές, οι αγωνίες τους, οι προσδοκίες τους, οι σκέψεις και τα συναισθήματα πριν το τέλος... Σημαντικό πρόσωπο εδώ είναι ο συγκάτοικος του Ότο, ο μουσικός Ράινχαρντ,  του οποίου η παρουσία δείχνει στον Ότο μια άλλη διάσταση ζωής, μια άλλη φιλοσοφία. Του μαθαίνει σκάκι, του τραγουδάει, κάνει τον αμίλητο Ότο να επιζητά την επικοινωνία (από τότε που σας γνώρισα, από τότε που μπήκα σ αυτό το τσιμεντένιο κελλί για να πεθάνω, συνειδητοποίησα πόσα πράγματα έχω χάσει στη ζωή μου).

-Και τι σημασία θα έχει πια για μας, αφού θα έχουμε πεθάνει;

-Τι είναι αυτά που λέτε, Κβάνγκελ! Προτιμάτε να ζήσετε με την αδικία παρά να πεθάνετε για τη δικαιοσύνη; Μα δεν υπάρχει άλλη επιλογή, ούτε για σας ούτε για μένα. Επειδή είμαστε αυτοί που είμαστε, πήραμε αυτόν τον δρόμο.
Χριστίνα Παπαγγελή