Σάββατο, Φεβρουαρίου 22, 2014

Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ.”, Jean-Michel Guenassia

Έντονη γεύση αφήνει εντέλει και το βιβλίο αυτό του Γκενασιά (αυτό που τον καθιέρωσε, στην Ελλάδα τουλάχιστον, είναι Η λέσχητων αθεράπευτα αισιόδοξων), παρόλο που στην αρχή ήταν απογοητευτικό. Με άξονα την πολυδαίδαλη ζωή του εβραίου Τσέχου γιατρού Γιόζεφ Κάπλαν, δεδομένου ότι  έζησε 100 χρόνια (1910-2010), ο συγγραφέας μάς δίνει παράπλευρα κι όλη την ιστορία του 20ου αι., και την ιδιαίτερη ιστορική πορεία  της Τσεχίας. Απ τον τίτλο όμως καταλαβαίνουμε ότι το κύριο βάρος πέφτει στη σταδιακή διάψευση του σοσιαλιστικού οράματος, που τη βλέπουμε  στο δεύτερο και τρίτο μέρος του βιβλίου.
Από την ίδρυση της Τσεχοσλοβακίας, μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ασφαλώς ο Γιόζεφ δεν θυμάται πολλά, ήταν μόλις οκτώ χρονών. Τυχαία άραγε η επιλογή του ονόματος, Γιόζεφ Κ.; δεν βρήκα καμιά αναλογία με τον ήρωα του Κάφκα…  Ίσως, πολύ έμμεσα:  κι αυτός πιόνι/θύμα του συστήματος; κατακεραυνώνεται από μια σειρά γεγονότων που τον αφοπλίζουν σιγά-σιγά, τον ακυρώνουν και του στερούν κάθε βεβαιότητα  (βλ. Η δίκη) ή κι αυτός ονειρεύεται ότι μπορεί να αλλάξει ο κόσμος…  Στο βιβλίο πάντως, ο ίδιος ο ήρωας σχολιάζει τον Κάφκα που έγραψε στα γερμανικά - ουσιαστικά δεν είναι Τσέχος συγγραφέας. Όταν κάποιος είναι δίγλωσσος, γράφει στη γλώσσα της καρδιάς του. Δεν ξέρω σε ποια γλώσσα ονειρευόταν, αλλά, όπως και ο Ρίλκε, έγραψε όλο του το έργο στα γερμανικά.
Οι οικογενειακές σχέσεις και οι χαρακτήρες διαγράφονται κάπως  βεβιασμένα στις πρώτες σελίδες. Άστοχες περιγραφές ηθογραφικού τύπου και άσκοπη η επιμονή  στο ότι ο Γιόζεφ δεν θυμόταν καθόλου φυσιογνωμίες (καθόλου δεν παίζει ρόλο αυτό στην κυρίως ιστορία), βαρετές οι σχετικές λεπτομέρειες εντέλει (προς τι όλες αυτές οι περιγραφές για το ότι ήταν τόσο καλός χορευτής, ή τι κι αν δε θυμόταν την τάδε ή τη δείνα, ή ποιος ήταν ο ρόλος της  Βίβιαν κλπ; δε μας εξηγεί καθόλου πώς διαμορφώνεται μέσα απ΄ όλ αυτά ο ήρωας, είναι όλα στατικά και βαρετά∙ καθόλου δε μας φωτίζει ούτε για το χαρακτήρα όπως διαγράφεται αργότερα, ούτε «κολλάνε» με τα επόμενα). Η εμμονή του ήρωα με τον Κάρλος Γκαρντέλ και οι επιδόσεις του στο τάνγκο ίσως προετοιμάζουν για την επικοινωνία του με τον Γκεβάρα στο τρίτο μέρος του βιβλίου. Πάντως  βρήκα «πρόχειρη» τη γραφή, και φαίνεται σα να έγραψε αργότερα ο συγγραφέας το πρώτο αυτό μέρος, με την εγκεφαλική πρόθεση μάλλον να δείξει βασικά (;) στοιχεία των χαρακτήρων, το γενικότερο κλίμα, την αντίθεση των ξέγνοιαστων χρόνων του μεσοπολέμου με αυτά που θα ακολουθήσουν.  Να δείξει βασικά ότι ο Γιόζεφ, αν και συμμετείχε στα φοιτητικά κινήματα στην Πράγα,  γοητεύτηκε από το κοσμοπολίτικο πνεύμα του Παρισιού κι όταν ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος δεν ακολούθησε το τάγμα Ντουμπρόβσκι[1], απογοητεύοντας όσους τον ήξεραν. Παρόλ αυτά το κλίμα στο προπολεμικό Παρίσι βράζει, και το θεατρικό κύκλωμα με το οποίο έχει επαφές ο Γιόζεφ μάς δίνει μια εικόνα της πρωτοπορίας της εποχής. Καθοριστικό ρόλο στη ζωή του θα παίξει αργότερα και η γαλλίδα Κριστίν, νεαρή ηθοποιός, δυναμική, παθιασμένη ειρηνίστρια, φεμινίστρια και ακτιβίστρια, φιλενάδα του καλύτερού του φίλου και φίλη της φιλενάδας του!

Το πραγματικό ενδιαφέρον ξεκινά όταν ο Γιόζεφ εξαφανίστηκε από τον κύκλο του (καλοκαίρι του 1940) και ορίστηκε κρυφά ως ειδικός από το Ινστιτούτο Παστέρ σε μια από τις πιο ανθυγιεινές περιοχές της Αλγερίας, με μεγάλη θνησιμότητα στην ελονοσία. Αποστολή του να παρέχει ιατρική φροντίδα στους ντόπιους και να υλοποιήσει το πρόγραμμα πρόληψης της ελονοσίας. Δεν υπήρχε φυσικά άλλη επιλογή∙  ένα πρώτο κύμα συλλήψεων έχει προβλεφθεί για τις επόμενες μέρες. Οι Εβραίοι θα είναι οι πρώτοι. Οπωσδήποτε η σκληρή μοναξιά, οι πολύ δύσκολες συνθήκες, η πάλη με τις αρρώστιες, τη φτώχεια,  και τις δύσκολες φυσικές συνθήκες επενεργούν και ωριμάζουν τον ήρωα: είχε φερθεί κι αυτός όπως οι άλλοι, με αφόρητη αλαζονεία. Είχε φορέσει το χαμόγελο της αυτοϊκανοποίησης, είχε ειρωνευτεί τις αδέξιες προσπάθειες της Κριστίν, τις ποδοπατημένες προκηρύξεις της, τα κακογραμμένα πλακάτ∙ (…) Είχε καγχάσει κι αυτός μαζί με το κοπάδι∙ ποτέ δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να τη βοηθήσει στις απελπισμένες κινήσεις της. Ένα βράδυ, στο τέλος μιας ιδιαίτερα αξιοθρήνητης συνάντησης, της είχε πει: «Το ξέρω, όμως δεν ντρέπομαι καθόλου».
Ο χρόνος περνάει αργά, με σποραδική πληροφόρηση από τον πόλεμο, αλλά ο Γιόζεφ κατακτά ένα ρυθμό ήρεμο, πράγμα που αποτυπώνεται και στο ημερολόγιό του: πέρασε ήδη ένας χρόνος. Σπάνια έχω νιώσει τόσο ελεύθερος όσο στην εχθρική και ερημική αυτή περιοχή. Είμαι μόνος, κύριος της ζωής μου. Νομίζω πως παίζει ρόλο και η απουσία ρολογιού. Η απουσία του Γιόζεφ στην έρημο τον κάνει να ωριμάσει απρόσμενα, ενδιαφέρεται για το συνάνθρωπο και ακολουθεί το εσωτερικό του ρολόι.

 Όταν επιστρέφει πια στο Παρίσι, το τοπίο έχει αλλάξει. Άνθρωποι έχουν εξαφανιστεί (μέσα σ αυτούς κι ο πατέρας του), άνθρωποι έχουν αλλάξει. Μετά από συναισθηματικές εκπλήξεις καταλήγει με την Κριστίν στην Πράγα, τη γενέθλια πόλη απ όπου έλειπε επί δέκα χρόνια. Δεν ήξερε βέβαια πως ποτέ δεν είναι κανείς ξένος στο σπίτι του. Νομίζεις πως το έχεις ξεχάσει γιατί δεν το σκέφτεσαι πια∙ όμως, τίποτα δεν σβήνεται απ τους τόπους των νεανικών χρόνων: ούτε οι εικόνες ούτε τα χρώματα. Οι αναμνήσεις έρχονταν, εντελώς φυσικά, σαν να είχε φύγει την προηγούμενη μέρα.
Όμως η Πράγα είναι μια παράξενη πόλη, ταυτόχρονα μαύρη και πολύχρωμη, όπου οι άνθρωποι είχαν το χρόνο να κουβεντιάζουν και να ακούν ο ένας τον άλλον, με την ποικιλομορφία των στυλ και τα διαδοχικά απομεινάρια μιας δόξας που έσβηνε. Οι  βδομάδες που ακολούθησαν την απελευθέρωση της χώρας υπήρξαν αμφιλεγόμενες. Ο πόλεμος ήταν πανταχού παρών. Ανοίγει το περίφημο στρατόπεδο της Τερεζίν[2], γνωστό για τις θηριωδίες των γερμανών, πίσω από μια βιτρίνα «πρότυπου γκέτο» για λόγους προπαγανδιστικούς. Παρακολουθούμε τις τραγικές στιγμές της ιστορίας της Τσεχοσλοβακίας, όταν τα διατάγματα του Μπένες[3] θα έκλειναν σε στρατόπεδα, για να απελάσουν κατόπιν δια της βίας στην Αυστρία και τη Γερμανία, τους δυόμισι εκατομμύρια Σουδήτες, που ήταν Τσέχοι γερμανικής καταγωγής, θεωρώντας τους ένοχους για ένα συλλογικό λάθος (τη συμφωνία του Μονάχου με την οποία ο Μπένες εκχώρησε το 1938 τη γερμανόφωνη Σουδητία στη Γερμανία;). Το ίδιο συνέβη και με 400.000 οικογένειες  ουγγρικής καταγωγής που στάλθηκαν στην Ουγγαρία. Όμως όλα αυτά, στο κλίμα της γενικής αισιοδοξίας δε θεωρήθηκαν ούτε απάνθρωπα, ούτε άδικα. Θεωρήθηκαν ένα απλό γύρισμα της ιστορίας. Δεν μπορούσαν να ζουν όλοι μαζί, πλάι πλάι, σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Η μαζική εξιλέωση ήταν μια δίκαιη τιμωρία για τις αποσιωπήσεις, για τη συνενοχή, παθητική ή ενεργητική.
Ο Γιόζεφ γίνεται μέλος του Κομμ. Κόμματος Τσεχοσλοβακίας με πίστη στο μέλλον της νεοσύστατης χώρας του, και δεν αργεί να εκλεγεί και βουλευτής. Παντρεύεται την Κριστίν  που δικτυώνεται στο θέατρο και μαθαίνει με πάθος τσέχικα, και με την Τερέζα και τον Πάβελ προσπαθούν να στεριώσουν μια ήρεμη οικογενειακή ζωή. Κάνουν δυο παιδιά, όμως η ιστορία τους παρασύρει πάλι στη δίνη της. Από το 1948 και μετά (ανάληψη εξουσίας από τους κομμουνιστές, «κομμουνιστικό πραξικόπημα» κατά τους ηττηθέντες, «νικηφόρος Φλεβάρης του εργαζόμενου λαού» κατά τους επαναστάτες) το τοπίο αλλάζει. Συλλήψεις, φυλακές, εκτελέσεις. Η δίκη της  μεγάλης αγωνίστριας  και φεμινίστριας Μίλαντα Χόρακοβα[4] διχάζει τον τσέχικο λαό, ενώ η ίδια δεν δέχεται να παίξει το παιχνίδι των βασανιστών της, γνωστό από τις διαβόητες Δίκες της Μόσχας στη δεκαετία του 1930: να συμμετάσχει δηλαδή στη σκηνοθετημένη διαδικασία που απαιτούσε «ομολογίες» από τους κατηγορουμένους. Ο απαγχονισμός της μαζί με άλλες τρεις γυναίκες  «συνεργούς» ήταν η πρώτη φρίκη που ραπίζει την Κριστίν (ήδη την είδαμε με έντονη ακτιβιστική δράση στο Παρίσι) κι όλος ο τρόμος στη συνέχεια  ίσως είναι και μια εξήγηση για την μετέπειτα εξαφάνισή της. Ακολουθεί λόγο καιρό αργότερα και η σύλληψη  κι εκτέλεση του Σλάνσκι (γ. γ. του ΚΚΤ) κι άλλων δεκατριών στελεχών του Πολιτικού Γραφείου και η τραγωδία/κωμωδία των στημένων ομολογιών  (Κριστίν: δεν το βρίσκετε παράξενο, εσείς, ότι στους δεκατέσσερις καταδικασμένους, οι έντεκα ήταν Εβραίοι; Τι σημαίνει αυτό; Έχετε χάσει τη μνήμη σας; Δεν σας θυμίζει τίποτα; Εγώ νιώθω φρίκη, εσείς;/Γιόζεφ: Πώς μπορείς να αναπαράγεις τέτοιες μνήμες; Είναι σα να βρίζεις τις λαϊκές μας δημοκρατίες και να γίνεσαι εκ των πραγμάτων συνένοχος με τους εχθρούς μας, τους καπιταλιστές, και μόνο που το ισχυρίζεσαι). Η λαίλαπα αγγίζει και τους φίλους μας, εφόσον ο Πάβελ, συγγραφέας του «Η ειρήνη του Μπρεστ- Λιτόφσκ: διπλωματία και επανάσταση» (οι αποκαλύψεις του θα έπεφταν σαν κεραυνός. (…) εξηγούσε τους βυζαντινισμούς αυτού του διπλωματικού παιχνιδιού και τα μακιαβελικά παρασκήνια αυτής της τόσο περίπλοκης διαπραγμάτευσης)  μετά από βίαιη εισβολή των αστυνομικών δυνάμεων στο σπίτι του… εξαφανίζεται. Τέλος, εξαφανίζεται και η Κριστίν μαζί με τον Μάρτιν, τον γιο του Γιόζεφ, εγκαταλείποντάς τον με την κόρη του, την Έλενα.

Στο τρίτο μέρος κυριαρχεί η διάψευση της ζωής που ονειρεύτηκαν -όχι μόνο ο Ερνέστο Γκ... Και βέβαια, πρωταγωνιστεί η γοητεία του Γκεβάρα, για τον οποίο ο συγγραφέας  επινόησε μια πολύ αληθοφανή περίσταση: μετά την ήττα της επανάστασης στην Αφρική, όπου ο Τσε συμμετείχε (τέλος του 1965), αρρωσταίνει με πολύ σοβαρή ελονοσία και τον στέλνουν ινκόγκνιτο στον Γιόζεφ, διακεκριμένο πια γιατρό, για να τον «αναστήσει». Είναι ένα πρόβλημα αυτή η μυθοπλασία, τη στιγμή που δεν μπόρεσα προσωπικά να διασταυρώσω κανένα στοιχείο, αλλά ούτε και να διαψεύσω. Η αυθαιρεσία του συγγραφέα έφτασε στο σημείο να τον παρουσιάσει ότι έκανε και παιδί με την Έλενα, την κόρη του Γιόζεφ… Απ την άλλη, τα σημειώματα (επιστολές, ημερολόγια κλπ), δημοσιευμένα με italics, φαίνονται να είναι αυθεντικά…
Βρίσκονται σ ένα μέρος αρκετά απομακρυσμένο από την Πράγα, σε μια απομακρυσμένη κοιλάδα στα βάθη της Βοημίας. Για ένα διάστημα η Έλενα διαμαρτυρόταν μόλις ο Γιόζεφ άρχιζε να αναπολεί το Παρίσι, το Σαμονί ή το Αλγέρι. Τώρα πια είχε συνηθίσει. Έλεγε μέσα της πως με τα χρόνια τα τραύματά του θα επουλώνονταν, οι πληγές του θα έκλειναν∙ όσο περισσότερο όμως μιλούσε για το παρελθόν, τόσο λιγότερο γιατρευόταν. Περιπλανιόταν στο μουσείο της μνήμης του. Όμως ο Γιόζεφ δεν είναι πια είκοσι χρονών. Η σοσιαλιστική του αισιοδοξία έχει εξανεμιστεί. Ξέρει καλά ότι θα μπορούσαν να τον έχουν συλλάβει, εφόσον ήταν ο καλύτερος φίλος του Πάβελ, και να είχε καταλήξει σε στρατόπεδο. Ο Γιόζεφ ήξερε πολύ καλά τη δυσοίωνη φήμη της πολιτικής αστυνομίας και την υπερβολική ισχύ της. Και παρακάτω: δεν άντεχε πια τη γλοιώδη αισιοδοξία της σοσιαλιστικής κατήχησης, που τους έθαβε σ έναν ομαδικό τάφο. Έβρισκε αφόρητες επίσης την υποχρεωτική πίστη σ ένα λαμπρό μέλλον, την απαγόρευση να διατυπώσει κανείς την παραμικρή αμφιβολία για να μη θεωρηθεί προδότης, την υποχρέωση να εκστασιάζεσαι μπροστά σ ένα καθεστώς του οποίου εκείνος δεν έβλεπε παρά τις αποτυχίες.
Ασφαλώς και δεν μπορεί λοιπόν να αρνηθεί την αποστολή που του αναθέτουν: μοναδικός του ασθενής θα είναι ο Ραμόν, ο Τσε Γκεβάρα, που ήρθε με συνοδό και σωματοφύλακες σε κατάσταση έκτακτη.  Η πορεία του προς την ανάρρωση αλλά και προς την «αναγνώριση» (μήπως είστε Αργεντίνος; Το πάθος σας για τον Γκαρντέλ σάς πρόδωσε) περιγράφεται από τον συγγραφέα αριστουργηματικά. Τα αποσπάσματα με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Γκεβάρα (επιστολές, ημερολόγιο), ακόμη κι αν είναι μυθοπλασία, μεταφέρουν το πνεύμα του, χωρίς να το προδίδουν. Το πνεύμα της κατασπατάλησης μιας νιότης, όπου λόγος, πράξη, συναίσθημα και αναστοχασμός είναι αδιαχώριστα∙ δεν έχει παρά να διαβάσει κανείς τα προσωπικά γραπτά του Τσε (τα αυθεντικά) για να το νιώσει. Και δεν είναι τυχαίο που έγινε σύμβολο…
Αν τα θύματα της εκμετάλλευσης δεν εξεγείρονται, αν δεν θέλουν να αγωνιστούν για να αλλάξουν τη μοίρα τους, ο επαναστάτης είναι ένας στείρος καρπός, ένα μηχανικό ον. Χωρίς αυτούς, τίποτα δεν μπορεί να γίνει∙ γι αυτό πετύχαμε στην Κούβα, και αποτύχαμε στην Αφρική. Αυτή η ατέλειωτη αρρώστια, αυτός ο συντηρητισμός με τον οποίο ήρθα αντιμέτωπος, αυτή η τρομακτική σιωπή που με παραπέμπει στον εαυτό μου, με οδηγούν σε μια οδυνηρή διαπίστωση. Στη βία της εκμετάλλευσης έπρεπε να απαντήσει η βία των καταπιεσμένων. Δεν έβλεπα ποιον άλλον δόμο μπορούσαμε να ακολουθήσουμε, εκτός κι αν ήταν να απαρνηθούμε την ελπίδα μας για έναν καινούριο κόσμο.
Όλα αυτά τα χρόνια, το μίσος ήταν η κινητήρια δύναμη του σώματός μου, το μίσος για τον εχθρό που με ωθούσε να τον καταστρέψω, πέρα από τα ανθρώπινα όριά μου. Όταν βλέπω τώρα αυτό που έχω γίνει, αναλογίζομαι σε ποιο βαθμό έχω απομακρυνθεί από το ίδιο το ιδεώδες μου. Δεν είμαι βέβαιος αν πάλεψα πάντοτε για το γενικό καλό, ή για κάποιες σκοτεινές ανάγκες που ελλοχεύουν στα βάθη του εαυτού μου.
Ο έρωτας με την Έλενα φαίνεται να συμβαίνει κατά το «εικός και  αναγκαίον»… δεν είναι άλλωστε δύσκολο να ερωτευτεί κανείς τον Τσε, κι εκείνος ήταν αρκετά… ζωηρός! Η μυθιστορηματική απόδοση είναι γλαφυρότατη. Το ζευγάρι αποφασίζει να φύγει (πολύ σοβαρή απόφαση αυτή για την Έλενα, στο καθεστώς της εποχής). Οι υψηλές γνωριμίες του Τσε Γκεβάρα φαίνεται να τον προστατεύουν (τον έχουν ανάγκη ακόμα), τον βοηθούν να εκδοθεί η βίζα πιο γρήγορα από ποτέ.  Τα συναισθήματα είναι ξεκάθαρα και έντονα, ιδιαίτερα της Έλενας (απευθυνόμενος στον Γιόζεφ, για την εγκατάλειψή του από την Κριστίν: σε άφησα μόνο με τον πόνο σου∙ το μετανιώνω τώρα. Ζούσαμε μ αυτή τη χαίνουσα πληγή, καθένας απ την πλευρά του, χωρίς να τολμάμε να μιλήσουμε γι αυτό. Ξέρω πως ποτέ δεν έπαψες να τη σκέφτεσαι και πως η αναχώρησή μου θα αναζωπυρώσει αυτόν τον πόνο. Ίσως να ήθελες να τον μοιραστούμε, όμως εγώ είχα «κλείσει την πότρα», για να μην καταποντιστώ). δεν είναι τυχαίο που το τελευταίο αυτό κεφάλαιο τιτλοφορείται «Έλενα»). Το ρομάντσο όμως κορυφώνεται όταν, έχοντας δώσει πια ραντεβού στο αεροδρόμιο, η Κρατική Ασφάλεια[5] συλλαμβάνει την Έλενα. Έχει να επιλέξει ανάμεσα στη φυγή με τον Ραμόν και τη σωτηρία του πατέρα της που βασανίζεται στις φυλακές για να «ομολογήσει».
Είχα ήδη πάρει την απόφασή της. Δεν της είχε χρειαστεί περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο. Ήταν βέβαιη για τον εαυτό της. Δεν ήξερε αν ήταν σωστή η απόφασή της ή όχι, αλλά ήταν κάτι προφανές∙ δεν χρειαζόταν ούτε καν να το συζητήσει. Δεν καλούνταν να επιλέξει. Δεν υπήρχε θέμα επιλογής.
Η ένταση φυσικά συνεχίζεται λόγω της θυελλώδους αντίδρασης του Τσε, αλλά δεν είναι σκόπιμο να μεταφέρω εδώ την πλοκή. Τα γεγονότα άλλωστε είναι γνωστά. Όταν, μετά από λίγο ο Τσε δολοφονείται στη Βολιβία, ήδη ο αγώνας έχει «προδοθεί».  Ο συγγραφέας «κλέινει» τις ανοιχτές υποθέσεις με τον Πάβελ, την Κριστίν, τον γιο  του Γ. τον Μάρτιν, κι όταν πια το Τσεχικό Κοινοβούλιο, λίγο πριν την άνοιξη της Πράγας, επιτρέπει στους πολίτες να δουν τους φακέλους τους, κολλάνε τα κομματάκια του παζλ, επέρχεται η «κάθαρση».

Ο Γιόζεφ Κ. φτάνει εκατό χρονών.
Αυτό που με εκπλήσσει περισσότερο δεν είναι πως γίνομαι εκατό ετών, αλλά πως είμαστε στο 2010. (…) Δεν θα καθίσω να απαριθμήσω την ατέρμονη λίστα των γεγονότων του αιώνα. Απ όλα τους όμως, αν έπρεπε να συγκρατήσω ένα, αυτό θα ήταν η πτώση του Τείχους. Γιατί εκείνη τη μέρα κατέρρευσε  το μεγαλύτερο ψέμα στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Αναμφίβολα είναι ένας από τους τελευταίους της γενιάς τους. Είναι θύμα του ανελέητου πνεύματος των «Δικών», που, αν πιστέψουμε άγγιξε την Τσεχοσλοβακία στον ίδιο βαθμό με τη Σοβιετική ένωση. Ίσως κι αυτή να είναι η εσωτερική σχέση με τη «Δίκη» του Κάφκα, που αν και γράφτηκε το 1910, ήταν τόσο προφητική για τον αιώνα. Σ’ αυτό το πνεύμα, μιλώντας  κάτω από τη σοφία των χρόνων  για την Κριστίν, λέει :
Ήταν λαμπερή, δεν μπορώ να πω τίποτε άλλο. Ό, τι κι αν έκανε, κανείς δεν έχει το δικαίωμα νε την κρίνει. Αρκετά πια με τους δικαστές!
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Εθελοντικό τάγμα των Διεθνών Ταξιαρχιών στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο
[2] Το Τερεζίν είναι μια πρώην πόλη-φρούριο η οποία αρχικά χτίστηκε επί Αυτοκράτορα Ιωσήφ του 2ου ως ένα έξυπνο σύστημα από στρατιωτικά οχυρά για τη προστασία του βασιλείου του έναντι της Πρωσίας κατά το 18ο αιώνα. Στη συνέχεια άλλαξε τελείως και έγινε Εβραϊκό Γκέτο (αλλά χρησιμοποιήθηκε και ως ενδιάμεσο στρατόπεδο για τους Εβραίους οι οποίοι έπαιρναν το δρόμο για το Άουσβιτς από τους Ναζί) κατά το Β” Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι το τέλος του πολέμου περίπου 150.000 Εβραίοι είχαν περάσει απ” το Τερεζίν και άλλοι 35.000 πέθαναν από αρρώστιες και πείνα. Την ίδια ώρα οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν το Τερεζίν για τους παραπλανητικούς προπαγανδιστικούς σκοπούς τους, προσπαθώντας να το περάσουν στους επισκέπτες του Ερυθρού Σταυρού ως ένα πολιτιστικό και εμπορικό κέντρο το οποίο ευημερούσε. Το Τερεζίν εξελίχθηκε σε τόπο «μουσικής αντίστασης», όπου όροι όπως τέχνη και τρόμος, θύματα και ήρωες αποκτούσαν νέες διαστάσεις. Οι ναζιστές από την πλευρά τους ενίσχυαν ανάλογες δραστηριότητες για λόγους προπαγάνδας.
[3] Ο Έντουαρντ Μπένες (Edvard Beneš) ήταν δεύτερος πρόεδρος της δημοκρατίας στην Τσεχοσλοβακία και ένας από τους ηγέτες της ανεξαρτησίας της. Τον Οκτώβριο του 1938, μετά την συμφωνία του Μονάχου εκχωρεί την Γερμανόφωνη Σουδητία στη Γερμανία, αλλά όταν η Γερμανία κατέλαβε και τις Βοημία, Μοραβία, παραιτήθηκε από τα καθήκοντά του και πήγε στην εξορία στο Λονδίνο
[4] Σήμερα, η μνήμη της Χοράκοβα, αλλά και άλλων που δολοφονήθηκαν από το κομμουνιστικό καθεστώς (όπως ο στρατηγός Ελιόντορ Πίκα, το 1949), τιμάται από τη Δημοκρατία της Τσεχίας. Υπάρχει κενοτάφιο με προτομή της σε νεκροταφείο της Πράγας, το όνομά της έχει δοθεί σε δρόμο της πόλης, ενώ και η 27η Ιουνίου, ημέρα του απαγχονισμού της - και αφορμή, κατά μία έννοια, για να γραφτεί αυτό το κείμενο - έχει οριστεί επίσημη «Ημέρα μνήμης για τα θύματα του κομμουνιστικού καθεστώτος».
[5] Stb κατά την KGB

Σάββατο, Φεβρουαρίου 15, 2014

Ναντίν Γκόρντιμερ, Μια ιδιοτροπία της φύσης (a sport of nature)

Ένα από το κλασικά μυθιστορήματα της πολύ αγαπητής  ρωσοεβραίας νοτιοαφρικάνας συγγραφέα,  που αναδεικνύει τις κοινωνικές αντιθέσεις και τις δυσκολίες της ζωής στη Νότια Αφρική του απαρτχάιντ, τη δεκαετία του ΄60.  Ομολογώ όμως ότι με κούρασε και μετά τα δύο τρίτα το διάβασα διαγωνίως, ίσως γιατί, για κάποιο άγνωστο λόγο,  δε συμπάθησα την πρωταγωνίστρια. Η Χιλέλα βρίσκεται στη δίνη ενός στρόβιλου γεγονότων μέσα από τα οποία ωριμάζει και συμμετέχει στον αγώνα για τη χειραφέτηση, αλλά η συγγραφέας δεν μας αφήνει να συμμετέχουμε στα συναισθήματα και στις εσωτερικές της σκέψεις∙ βλέπουμε μόνο τις αντιδράσεις της που είναι μια προσπάθεια όχι να κατανοήσει, αλλά να επιβιώσει∙  κατά κανόνα απορρίπτει τους ανθρώπους με το να απομακρύνεται απ αυτούς. 
Πρόκειται για μια νεαρή, εβραϊκής καταγωγής  μαθήτρια  που έχει  βέβαια κάθε λόγο να επαναστατεί με τα πάντα γύρω της. Εγκαταλειμμένη από τη μάνα που έχει εξαφανιστεί, ζει με τον πατέρα στη Ροδεσία μέχρι που εκείνος παντρεύεται, αλλά ουσιαστικά γίνεται «μπαλάκι»,  γιατί τη «διεκδικούν» και δυο της θείες που δεν την αφήνουν να «μείνει κάτω από τη φροντίδα κάποιας σαν τη Μπίλι». Τη λένε Κιμ αλλά στη Νοτιοαφρικανική Ένωση υιοθετεί το Χιλέλα. Μαζί με το όνομα αλλάζει τα καλτσάκια και τα ρούχα, και υιοθετεί μια διαφορετική προσωπικότητα, αυτήν της ώριμης κοπέλας. Ζήτημα ταυτότητας λοιπόν, αρχικά.
Κοινωνικό ενδιαφέρον έχουν οι διαφορετικές στάσεις και αντιλήψεις που έχουν οι δυο θείες/αδερφές της μαμάς της. Η Όλγα (με τον Άρθουρ και δυο αγόρια) είναι πλούσια αστή με υπηρέτες, φιλόξενη,  γενναιόδωρη, ζεστή απέναντι στη στερημένη από μητρική στοργή Χιλέλα, οργανώνει πάρτι, ακολουθεί τη μόδα, κρατάει τις εβραϊκές παραδόσεις. Της ψωνίζει, την πάει στο κομμωτήριο, την αντιμετωπίζει σαν την «κόρη που δεν αξιώθηκε να έχει».  Όμως η οικογένεια συμφωνεί ότι είναι προτιμότερο να ζήσει με την άλλη αδερφή, την Πολίν (+ Τζο και δυο παιδιά, τον Σάσα και την Κάρολ), που έχει μικρότερη οικονομική άνεση αλλά αγωνίζεται για τα δικαιώματα των μαύρων, έχει ακτιβιστική δράση, πηγαίνει σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, ακούει τον Μαντέλα κλπ. Δεν είναι βέβαια εύκολο να ισορροπήσει κάποιος αντιρατσιστής λευκός ανάμεσα στις ιδέες του και το -δικαιολογημένο-  μίσος των μαύρων εναντίον του… έτσι ο Σάσα εξανίσταται κάποια στιγμή:
Δεν τους καταλαβαίνω. Με στέλνουν σε σχολείο με μαύρα παιδιά κι ύστερα μού λένε είναι αναπόφευκτο: ο νόμος λέει πως πρέπει να πάω στο στρατό και να μάθω να σκοτώνω μαύρους. Σε λίγο αυτός θα είναι ο αληθινός λόγος που θα υπάρχει ο στρατός. Κουβεντιάζουν διαρκώς για άδικους νόμους. Εκείνος είναι όλη την ώρα στο δικαστήριο και υπερασπίζεται μαύρους. Κι εγώ μια μέρα θα πρέπει να τους πολεμήσω. Είσαι πολύ τυχερή, Χιλέλα, που είσαι κορίτσι.
Οι εσωτερικές αντιθέσεις μέσα στην οικογένεια της Πολίν κορυφώνονται όταν ιδρύεται το «Δόρυ του Έθνους»[1]. Η Πολίν υποστηρίζει την έκκληση του Μαντέλα για ένα διεθνές μποϊκοτάρισμα της Νότιας Αφρικής.  Δεν ήθελε να καταλήξει μια λευκή σαν τη λευκή αδερφή της την Όλγα. Στη συζήτηση με τον Τζο για τη χρήση της βίας (συμβολικής ή μη), απαντά στις κατηγορίες για βία λέγοντας δεν τους έχει μείνει τίποτα άλλο να κάνουν, εκτός από το να σκοτώνουν. Πήραν την απόφαση: μια ακόμα γενιά που θα υποφέρει, αλλά έστω κι αν πρόκειται να χειροτερέψουν τα πράγματα, θα αξίζει τον κόπο.
-   Η ελεγχόμενη βία κατά συμβολικών στόχων δεν αφαιρεί ζωές.
-   Α, έτσι λες; Κάποιος νυχτοφύλακας που θα βρεθεί στη μέση; Τίποτα περαστικοί; Δεν υπάρχει απόλυτα ελεγχόμενη βία/ ελεγχόμενη βία είναι ένας υγειονομικός όρος για το « σκοτώνω». Σκοτώνεις όποιον μπαίνει στη μέση και σ εμποδίζει να φτάσεις στο συμβολικό σου στόχο.
Ερωτήματα για τη συμμετοχή ή όχι λευκών στο Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο (είναι η φάση που τίθεται εκτός νόμου κι ο Μαντέλα προσχωρεί σε βίαιες τακτικές), και στο Κογκρέσο των Δημοκρατών (κομμουνιστικό) (συζητήσεις με ερωτήματα όπως: μπορεί/ πρέπει το κόμμα των εργατών να υποστηρίξει ένα παραδοσιακό κίνημα όπως το ΑΕΚ;).

Όμως, η Χιλέλα είναι μια κλασική έφηβη με τα προβλήματα της εφηβείας. Όλα αυτά είναι ξέφτια από το ύφασμα της ενήλικης ζωής, κρέμονται μπροστά σε φανταστικές σκηνές και διαλόγους, στην πολυάσχολη συνείδηση μιας δεκαεφτάχρονης, όπου δεν κολλούν με τίποτα. Να σκοτώνεις ή να μη σκοτώνεις: δεν είναι αυτές οι επείγουσες επιλογές της, δεν θα μπορούσε καν να τις διανοηθεί. Η αναποφασιστικότητά της εξαντλείται στο ποια παρέα θα πρεπε να διαλέξει για να «πηγαίνει μαζί» πιο συχνά, αν θα της άρεσε να κυριαρχεί κάποιο άλλο πρόσωπο στη μια ή να είναι η πιο όμορφη, η πιο έξυπνη, η πιο μαγνητική στην άλλη.
Ωστόσο, με τον ατίθασο χαρακτήρα της ξεπερνά τις συμβάσεις ακόμα και των σχετικά προοδευτικών οικογενειών στις οποίες  φιλοξενείται∙  η ερωτική της σχέση με έναν μαύρο στο σχολείο γίνεται αφορμή να τη διώξουν απ το σχολείο, και η ερωτική της σχέση με τον… ξάδερφό της, τον Σάσα, αφορμή για να φύγει κι απ  την οικογένεια, να ζήσει μόνη της (έχει κληρονομήσει το «κακό αίμα» της μάνας της, «τσουλίτσα σαν τη μάνα της» είναι η πρόχειρη ερμηνεία, ακόμη κι απ τον Τζο). Με παρέα την κιθάρα της, ανακαλύπτει βασικά τον κόσμο μέσα από τις παράτυπες ερωτικές σχέσεις που έχει, κι ωριμάζει πολιτικά μέσα από αυτές. Ακολουθεί κάποιον εραστή στην Γκάνα, ερωτεύεται τον πρέσβη στο σπίτι του οποίου έχει προσληφθεί ως μπέιμπι σίτερ, τέλος παντρεύεται και κάνει παιδί/ά με τον Γουάιλα, μαύρο αγωνιστή κατά του απαρτχάιντ, ακολουθώντας από κοντά κάθε του βήμα προς τη χειραφέτηση. Δεν τελειώνει όμως δώ η περιπλάνησή της. Εξαφανίζεται, συνδέεται με άλλους άνδρες στην ακτή των Ταμαρικιδών όπου συναντιούνται οι εξόριστοι, αλλά σαν «μια ιδιοτροπία της φύσης» που είναι, υπακούει μόνο στις παρορμήσεις του ενστίκτου της αγνοώντας κάθε συμβατικότητα.
Ενδιαφέρον ως προσωπικότητα παρουσιάζει και ο Σάσα, που τον βλέπουμε να αποκλίνει κι αυτός από τις συμβάσεις της οικογένειας και να αφιερώνεται στον αγώνα.
Δεν μπορώ να εκθέσω τίποτα παραπάνω εφόσον δεν ολοκλήρωσα το βιβλίο. Θα συμφωνήσω όμως με την άποψη των Elspeth Heyworth and Marjorie Moulton, ότι το γράψιμο της Ν. Γκόρντιμερ σ αυτό ειδικά το βιβλίο δεν «ρέει», πρέπει πολλές φορές να διαβάζεις και να ξαναδιαβάζεις τη φράση για να τη συνδέσεις με τα προηγούμενα.

Χριστίνα Παπαγγελή


[1] To 1961, ιδρύθηκε το Δόρυ του Έθνους (Umkhonto we Sizwe), το στρατιωτικό παρακλάδι του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, και εισήγαγε εκστρατεία σαμποτάζ. Οι πρώτες επιθέσεις αφορούσαν κυβερνητικά κτίρια, αλλά γρήγορα οι αρχηγοί του κινήματος συνελήφθησαν τον Ιούνιο του 1963 στη Ριβονία, προάστιο του Γιοχάνεσμπουργκ, και καταδικάστηκαν σε ισόβια το 1964, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Νέλσον Μαντέλα

Κυριακή, Φεβρουαρίου 09, 2014

Τρυφερός σύντροφος, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη

αξίζει μόνο η ζωή που αξίζει να πεθάνεις γι αυτήν,
του είπε γελώντας…

Τη ζωή και το έργο του Γεώργιου Κωνσταντινίδη, θεωρητικού θεμελιωτή του μαρξιστικού σοσιαλισμού στην Ελλάδα[1], γνωστού ως Γεώργιου Σκληρού, ζωντανεύει σ αυτό το σύντομο μυθιστόρημα η καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, και ίσως η ιδιότητά της αυτή τη βοήθησε να αποδώσει, πέρα από τη θυελλώδη βιογραφία,  το βάθος της πολιτικοκοινωνικής σκέψης του στοχαστή. Το «Κοινωνικόν μας ζήτημα» που εκδόθηκε το 1907, είναι το πρώτο μαρξιστικό έργο της σύγχρονης Ελλάδας.
Από αστική οικογένεια, με κλασική παιδεία, γνώστης της τουρκικής, της γαλλικής, της γερμανικής και αργότερα της ρωσικής γλώσσας, ο Σκληρός έζησε ουσιαστικά φτωχός και άρρωστος από φυματίωση, στην Οδησσό, στη Μόσχα- Πετρούπολη, στην Ιένα, στην Αθήνα, στην Αίγυπτο. Σπούδασε γιατρός αλλά δεν μπόρεσε να εξασκήσει το επάγγελμα, κι η άμεση επαφή του με το επαναστατικό κλίμα στη Ρωσία του έδωσε το (μαρξιστικό) εργαλείο για να διαμορφώσει τη βασική του άποψη: το γλωσσικό είναι ζήτημα που αφορά τη συγκρότηση της κοινωνίας που περιφρουρεί την κατεστημένη τάξη με όποιους τρόπους και μέσα μπορεί, και ο λόγος είναι το πρώτο που οφείλει να είναι στο άβατο. Μαζί με το έργο του Γιάννη Κορδάτου (Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως), φέρνει στην επιφάνεια το επίμαχο θέμα του 20ου αι.: ποιος κινεί το μοχλό της ιστορίας, το έθνος ή η κοινωνία; (= κοινωνικές τάξεις). Ο Σκληρός ήρθε σε ρήξη ακόμα και με τους προοδευτικούς κύκλους της εποχής του κρατώντας ίσες αποστάσεις από υλισμό και ιδεαλισμό και πέθανε νεότατος το 1919.
Μέσα από το βιωματικό στοιχείο φωτίζεται μια σπάνια, και μάλλον παραγνωρισμένη προσωπικότητα, αλλά διαγράφεται και μια ολόκληρη εποχή∙ έτσι, το σύντομο αυτό βιβλιαράκι παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον. Η συγγραφέας προσπαθώντας να αποδώσει εσωτερικές σκέψεις, συναισθήματα, χαρακτήρες κλπ. δίνει με μυθιστορηματικό τρόπο, την μοναδική αυτή τολμηρή και ασυμβίβαστη φωνή. Στο ερώτημα που δημιουργείται εύλογα «πού διαχωρίζεται η μυθοπλασία από την ιστορική πραγματικότητα», φαίνεται ότι σέβεται τα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν. Στις λίγες περιπτώσεις που έχουμε πρώτο ενικό (συνήθως μιλά ο Σκληρός), υποθέτουμε ότι βασίστηκε στις επιστολές που υπάρχουν. Σε κάποιες περιπτώσεις παρακολουθούμε τη σκέψη του σε α΄ενικό στους διαλόγους που επινοεί η συγγραφέας με τον «οπαδό» Ιγνάτιο (ασθενής στο Ταταρίνο)και τον εκδότη του περιοδικού « Γράμματα» Πάργα (στην Αίγυπτο). Τέλος, θεωρώ κουραστική την παρεμβολή των ελάχιστων, ευτυχώς, πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων όπου η ίδια η συγγραφέας μας μεταφέρει στο συγγραφικό παρόν, το 2008, και μας μιλά για την «περιπέτεια» της αναζήτησης του προσώπου του Σκληρού∙ μια περιττή, κουραστική και τελικά μπανάλ αυτοαναφορικότητα που δεν πιστεύω ότι προσθέτει κάτι ουσιαστικό. 

Γεννήθηκε  στην Τραπεζούντα το 1878. Ήταν το τελευταίο παιδί (μαζί με τη δίδυμη αδερφή του Όλγα) μιας οικογένειας ευκατάστατης με εννέα παιδιά, που ορφάνεψαν όμως εφόσον η μάνα πέθανε στην τελευταία γέννα. Η έλλειψη της μάνας είναι κάτι που φαίνεται να επιδρά καθοριστικά στην ψυχολογία των δύο παιδιών που δεν τη γνώρισαν καθόλου∙ αφενός δένονται υπερβολικά μεταξύ τους, αφετέρου υποκαθιστούν τη μάνα με τη μεγαλύτερη αδερφή, τη Βάσω (αδερφή και μάνα ολωνών), που τους μαθαίνει γαλλικά, γερμανικά, τουρκικά (για την ακρίβεια, δε χρειάστηκε ποτέ να τα μάθει, μιλιόντουσαν όπως ξέρουμε την εποχή εκείνη στην Τραπεζούντα). Ο πατέρας, παρότι έχει κάνει φιλολογικές σπουδές και μνημονεύει ανά πάσα ευκαιρία τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη,  σπρώχνει τον Γεώργιο στο εμπόριο, το οποίο όμως ο  τελευταίος το σιχαίνεται (το εμπόριο και οι παράδες δεν του έλεγαν το παραμικρό. Ξένα και αφύσικα τα αισθανόταν, καμιά σχέση με όσα ένιωθε κι όσα ήθελε. Αλλού είχε δοσμένα την καρδιά του και το μυαλό του). Αναγκάζεται παρόλα αυτά να ακολουθήσει τη  Βάσω με τον αντιπαθητικό γαμπρό του, τον Αχιλλέα, στην Οδησσό όπου εργάζεται στο εμπόριο για τέσσερα χρόνια, μαθαίνοντας παράλληλα ρωσικά. Αλλά αυτός δεν καταλάβαινε τα δούναι-λαβείν των συναλλαγών, των πιστώσεων, των χρεώσεων και των εξοφλήσεων, οι δοσοληψίες, οι αγοραπωλησίες, οι δανεισμοί, οι τόκοι και τα γραμμάτια θαρρείς και δεν χωρούσαν στον δικό του ζωτικό χώρο,. Άλλα ονειρευόταν. Προτιμούσε τον εαυτό του γιατρό.
Είναι η εποχή του άτυχου πολέμου του ’97, εποχή κρίσης. Πώς να βρεθούν παράδες για να πάει στη Μόσχα, να σπουδάσει ιατρική; Απαιτεί από το γαμπρό του τα δεδουλευμένα των τεσσάρων χρόνων, κι ύστερα από σύντομες συγκρούσεις με τον γαμπρό του και τον πατέρα του (τι θα γίνει μ αυτόν; Μεγάλωσε. Πότε θα βάλει μυαλό; Μήπως γυρεύει την περιπέτεια αντί της τακτοποιήσεως;) «παίρνει την άγουσα για τη Μόσχα», για πενταετείς σπουδές.
Κι από τότε αρχίζει η οδύσσεια.  Γιατί  οι συνθήκες στην επαναστατημένη Μόσχα του 1905 ήταν ιδιαίτερα σκληρές κι ο Σκληρός, χάρη στις δικές του αυστηρές επιλογές, από δω και πέρα θα ζήσει αβοήθητος και με πολλά προβλήματα υγείας (φυματικός).  Η δοκιμασία του ανατομείου γίνεται υποφερτή χάρη στον Λευκορώσο φίλο του Μιχαήλοφ, μενσεβίκο (κι ας μην ήταν γιος μεγαλέμπορου ή τραπεζίτη),  που τον μύησε και στον μαρξισμό (τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε για τον άνθρωπο αν δεν τον γνωρίσουμε ως οργανισμό, ως ψυχισμό, αλλά και ως κοινωνικό ον που γράφει Ιστορία καθώς επινοεί μεθόδους και μέσα για να ικανοποιήσει ζωτικές του ανάγκες).  Τα πύρινα λόγια του καθηγητή που παρακολουθούν μαζί (δε μαθαίνουμε το όνομά του) ίσως είναι οι σπόροι απ΄ όπου θα γεννηθεί η πολιτική σκέψη του Σκληρού∙ οι μενσεβίκοι δεν είναι παθιασμένοι με την εξουσία. Και ορθά. Ρίχνουν το βάρος στη δικαιοσύνη. Η νέα τάξη που ζητούν είναι μια τάξη δικαίου και νομιμότητας, όχι κυριαρχίας. Οι μπολσεβίκοι μάς λένε ρεφορμιστές, η νέα Διεθνής είναι αποφασισμένη για όλα. Ο μαρξισμός του Σκληρού βασίζεται περισσότερο στις αντιλήψεις των Εσέρων[2]  και τη φιλοσοφική βάση του ρωσικού ναροντνιστικού-λαϊκού κινήματος της δεκαετίας 1860-1870 (το μόνο που ζητούν μανιωδώς - οι μπολσεβίκοι - είναι η εξουσία να πάει από τον τσάρο στα σοβιέτ. Κι ο λαός; Τι θα κάνει ο λαός; Πάλι θα υπακούει σε αποφάσεις άλλων για το καλό του; Ο τσάρος δεν τους αρέσει. Θαυμάσια. Αλλά ποιος θα είναι ο επόμενος πατερούλης για τον οποίο θα πολεμήσουν;). άλλωστε, ο ίδιος ομολογεί (τουλάχιστον κατά τη συγγραφέα) ότι δάσκαλός του ήταν ο Πλεχάνοφ.
Με το θάνατο του Μιχαήλοφ στο οδόφραγμα, αναγκάζεται να φύγει προς Πετρούπολη όπου κυνηγημένος αναζητά καταφύγιο (οι μπολσεβίκοι δεν κούνησαν το δαχτυλάκι τους για όσους σαν και αυτούς δεν ήταν μαζί τους). Λιθουανία, Ντανσκ, Αμβούργο και τέλος Ιένα. Ήδη έχει αρχίσει ο βήχας, ο πυρετός, η κούραση, όταν γράφει το βιβλίο, το «Κοινωνικόν μας ζήτημα». Έχει βαθιά συναίσθηση ότι το βιβλίο θα ταράξει τα νερά. Γι αυτό το λόγο όχι μόνο δεν το αναφέρει στους δικούς του, αλλά επινοεί και το ψευδώνυμο, Γεώργιος Σκληρός (είναι το ψευδώνυμο του γιατρού, φιλόσοφου και ποιητή του 16αι. τον μνημονεύει ο Κ. Σάθας, κι αυτός το πήρε από κάποιον Βυζαντινό ευγενή. Το αληθινό όνομα του δικού μου Σκληρού ήταν Πικρίδης, που περιέργως πως, μου πάει γάντι κι αυτό! Πικρίδης και Σκληρός γίνονται ένα με μένα που νιώθω μέσα μου την πικρία που αισθάνεται κάθε ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία , όταν το σώμα είναι ανήμπορο κι ασθενεί/ το αποφάσισα, το Σκληρός ως ψευδώνυμον μού ταιριάζει, εκφράζει όσα πιστεύω και όσα αισθάνομαι, τη φοβερή μου απέχθεια για τις αισθηματολογίες, την μαλθακότητα, τις ρομάντζες, τους ψευτοαισθητισμούς και όλα τα συναφή που ωραιοποιούν και συσκοτίζουν τα πράγματα).
Στην Αθήνα όπου καταφεύγει για μικρό διάστημα μέχρι να ξαναπάει σε σανατόριο του βορρά, βρίσκεται μέσα στην καρδιά του γλωσσικού ζητήματος. Χωρίς διασυνδέσεις, χωρίς χρήματα, χωρίς προστασία. Αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλιστής, έχει σχέσεις με τον Νίκο και Φώτο Πολίτη, ασκεί σκληρή κριτική στον Ψυχάρη (ένας κοραϊστής απ την ανάποδη/ο Ψυχάρης προκαλεί, δεν φοβάται, γιατί αντίθετα μ εμένα τον φτωχό και άρρωστο, έχει ασφαλιστικές δικλείδες τις διασυνδέσεις που τον κάνουν παράτολμο εκ του ασφαλούς/ τέτοιοι επαναστάτες εκ του ασφαλούς εμένα δε μου γεμίζουν το μάτι/ άλλωστε τι να την κάνει ο Ψυχάρης την Αθήνα όταν έχει το Παρίσι δικό του;). Κυρίως όμως κρίνει τις απόψεις του, γιατί ο Ψυχάρης, αν και δημοτικιστής, υιοθετούσε κι αυτός μια «ρυθμιστική»  αντίληψη της γλώσσας (Πώς είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι η γλώσσα είναι ένα είδος κατασκευάσματος το οποίο δια νόμου επιβάλλουμε;/ αυτοί μιλούν για τη γλώσσα και εννοούν τον λόγο της εξουσίας). Κρίνει – καλοπροαίρετα- και τον Δελμούζο που διορίζεται στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Βόλου χάρη στις γνωριμίες του και όταν χρειάστηκε να αλλάξει μυαλά, έκανε πως συμμερίζεται τον ελεγχόμενο από κάθε άποψη ενθουσιασμό των τοπικών παραγόντων για το ρόλο της εκπαίδευσης και τη σημασία που είχε μια συγκρατημένη τακτική όσον αφορά τη μόρφωση των κοριτσιών/στον λόγο που εκφώνησε, μόλις ανέλαβε διευθυντής στο έμαθα πως καταδίκαζε τις ιδέες μας. Απετάξατο τον Σατανά/ με το που πήρε τη θέση στον Βόλο, άρχισε τις διαλέξεις εναντίον των μαρξιστικών ιδεών.
Εκείνος αντίθετα αρνείται τη θέση του γραμματέα της Ιεράς Μητροπόλεως, πόστο που θα τον απάλλασσε κι από το στίγμα του κοινωνικού αναμορφωτή. (…) Αν και το περίμενε, βρήκε εντυπωσιακή την άρνηση του Σκληρού να δεχτεί μια τέτοια δουλειά- μαχαιριά για κάποιον που με τόση πεποίθηση κατακεραύνωνε την ανακύκληση του βυζαντινού φεουδαλισμού στον καιρό τους. Η απομόνωσή του λόγω του ότι σκάλιζε τα πίτουρα γράφοντας για κοινωνικά ζητήματα και άλλα τέτοια φούμαρα έχει αρχίσει. Άλλωστε, μόλις ο πατέρας του και ο γαμπρός του μαθαίνουν τη δραστηριότητά του, κόβονται όλα τα επιδόματα. Από δω και μπρος ζει σαν επαίτης με χρήματα του φίλου του Κώστα Χατζόπουλου. 
Στο σανατόριο της Μόσχας μένει εντέλει τέσσερα χρόνια (δεν έφταιγε μόνο η υγεία του. Έφταιγε κι ο δύσκολος χαρακτήρας του. Με έναν διαφορετικό χαρακτήρα, θα μπορούσε να είχε σώσει την υγεία του. Το όνειρό του να γυρίσει στην Αθήνα αναβάλλεται λόγω της κακής υγείας (το πιάνο και ο τρόπος που συνομιλούσε με τον θάνατο, έκανε όλα τα άλλα να χάνουν τη σημασία τους). Εκεί παρηγοριά του είναι οι διάλογοι  με τον θαυμαστή του, Ιγνάτιο, που τον αποκαλεί και «δάσκαλο». Εξομολογείται τη διάψευσή του από το κλίμα της Αθήνας όπου, ενώ κλίμα και φως υπόσχονταν την αναπλήρωση της μητρικής απουσίας, τη σωτηρία της ψυχής και τη θεραπεία του σώματος, το υπερσυντηρητικό κλίμα (Ορεστειακά, Ευαγγελιακά κλπ.) τον απογοητεύουν. Τον Μαρξ ελάχιστοι τον έχουν ακούσει. (…)
Οι παρακάτω φράσεις που δίνει η συγγραφέας είναι οι περισσότερες σε α΄ενικό  (θα θέλαμε να ξέρουμε τις πηγές και το βαθμό παρέμβασης) και περι- γράφουν το πνεύμα και την ιδεολογία του Γ. Σκληρού:
·         η γλώσσα δεν ήταν μόνο τα κείμενα και ο κατεστημένος λόγος στο πανεπιστήμιο και τη διοίκηση, ήταν η λαλιά σαν  έκφραση της ψυχής, ήταν και ο διάλογος
·         είχε απελπιστεί, δύσκολο να πείσεις τον γραμματικό να γίνει κοινωνιολόγος
·         όπως το είχε δηλώσει κι ο Ζαμπέλιος, πριν από μένα, το γλωσσικό δεν είναι φιλολογικό ζήτημα. Είναι πολιτικόν είπε, κι εγώ το διόρθωσα, λέγοντας ότι είναι μέρος του κοινωνικού μας ζητήματος/ η καθαρεύουσα,  δημοτική, οι ιδέες εν γένει, δεν είναι η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα πραγματικών καταστάσεων και συνθηκών/ οι ταλαντούχοι μεγάλοι, Ροΐδης, Σολωμός, Βιζυηνός, δεν διανοήθηκαν να απομονώσουν το γλωσσικό, απαιτώντας να μπει μια κατασκευασμένη κοινή στη θέση της καθαρεύουσας
·         άλλο είναι να θέτεις μεταφυσικά ερωτήματα κι άλλο να ανάγεις τα πάντα ανεξαιρέτως στο πνεύμα ή στην ύλη
·         όπως δεν ήμουν ιδεαλιστής, δεν ήμουν ούτε υλιστής, γιατί η ζωή δεν μετριέται με βάση όσα βλέπεις, φοράς, τρως, αλλά με βάση όσα καταφέρνεις να δεις και να κάνεις με συνεργό τους πόθους και τη δύναμη της ψυχής σου να κρίνεις τι αξίζει
·         όσοι είχαν ιδέα από φιλοσοφία, ποσώς δεν αμφέβαλλαν ότι υλισμός και ιδεαλισμός ήταν οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι υλιστές έσερναν τα πάντα από τη μεριά της ύλης, οι ιδεαλιστές από τη μεριά της ιδέας. Και οι μεν και οι δε, δεν δίσταζαν να ασκήσουν μιαν άδικη βία προκειμένου να χωρέσουν τα πάντα σ ένα σακί που - όπως και να το κάνουμε- δεν τα χωρούσε όλα. Οι διαλεκτικοί μαρξιστές ξαναστήνουν στα πόδια τους όσα οι ιδεαλιστές αναποδογύρισαν/ οι ιδέες ωχριούν μπροστά στη δύναμη των πραγμάτων
·         οι εργάτες πρέπει να μάθουν να σκέπτονται. Να γίνουν σκεπτόμενοι, όπως συνέβη με τους αστούς, την εποχή του Καρτέσιου, του Λοκ, του Σπινόζα. Τη ζωή μας έχουμε οι ίδιοι να τη διαχειριστούμε. Αν την αναθέσουμε σε άλλους, τότε δεν είναι δική μας, την έχουμε υποθηκεύσει.
·         για μένα η τέχνη δεν υπήρξε ποτέ παραμυθία ούτε συγκάλυψη, αλλά μέσο και τρόπος μεταστροφής∙ μετάπλαση ή μεταμόρφωση.

Ο Σκληρός εξαφανίζεται από τους αθηναϊκούς κύκλους – όπου μετά την έκδοση του βιβλίου έχει γίνει θρύλος-  για λόγους υγείας. Μετά το Ταταρίνο θα εγκατασταθεί στο Κάιρο∙ θα αποτραβηχτεί  μελετώντας ψυχανάλυση και ψυχιατρική, προσπαθώντας να διερευνήσει τα ψυχικά αίτια της αρρώστιας του και θα αφήσει και την τελευταία του πνοή, 41 χρόνων, αφού καταφέρει να εκδώσει κι άλλο ένα βιβλίο, τα «Προβλήματα του σύγχρονου ελληνισμού».
Δύο ακόμα θέματα νομίζω ότι αξίζει να μνημονεύσει κανείς από τη ζωή του Σκληρού, όπως μας την παρουσιάζει η συγγραφέας:
Το ένα είναι ο συμβατικός του γάμος με την Ευτέρπη, στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Την εγκατέλειψε  τρεις μέρες μετά το γάμο τους, ενώ εκείνη έπεφτε γονατιστή για να την αφήσει να τον βοηθήσει. Τα συναισθήματα της Ευτέρπης τα παρακολουθούμε σε α΄ενικό. Αυτό που συγκινεί είναι η αγάπη, η καρτερικότητα, ο αλτρουισμός της γυναίκας που γνωρίζει με βεβαιότητα πως «με άλλα παλεύει κι όχι με το γάμο μας», που κατανοεί τη ζωή που χανόταν από ένα βίτσιο του χαρακτήρα που συναγωνιζότανε σε σκληρότητα κι αυτήν ακόμη την τύχη, όταν γίνεται ιδιότροπη. Και παρακάτω: θα τον περίμενα, γιατί αυτόν περίμενα όλη μου τη ζωή και ποτέ μου δε θα μετάνιωνα που συνέβη να τον συναντήσω. (…) Όλον αυτόν τον καιρό ήλπιζα ότι η νύχτα θα γινότανε μέρα. Στο τέλος ήλπιζα ότι θα με άφηνε να τον φροντίζω σαν να ήτανε αυτός το παιδί που δε θέλει να αποκτήσει μαζί μου. Τόσο πολλά και τόσο λίγα ήλπισα.
Το άλλο αξιομνημόνευτο γεγονός είναι η συνάντηση του Σκληρού με τον Κ. Καβάφη στο Κάιρο: αναρωτιόταν αν ο Σκληρός είχε σκεφτεί αυτό το μέγα ζήτημα της τραγικότητας. Γι αυτόν δεν φαινόταν να υπάρχει πουθενά κάθαρση, που θα τον πήγαινε πέραν της ενοχής. (...)Ξαφνικά, ένιωσε να συμπαθεί τον Σκληρό∙ επιμένει να θέλει να συμφιλιώσει τα ασυμφιλίωτα, όπως είναι η αλήθεια του μέσα με την πραγματικότητα του έξω. Από παιδικό πείσμα κι από φόβο, ίσως, επιμένει να αντιπροτείνει στην τραγωδία, την συμφιλίωση. Δεν είναι άνθρωπος του ναι. Οι άνθρωποι του όχι πουθενά δεν χωράνε, δεν έχουν πού να σταθούν. Αν είναι τυχεροί να έχουν γεννηθεί ποιητές, τότε φτιάχνουν έναν δικό τους κόσμο να υπάρξουν. Αλλιώς είναι πλάνητες που περιπλανώνται, όπως ετούτος εδώ.

Όμως ο Σκληρός ήταν  μια τραγική προσωπικότητα και το ήξερε. Όχι μόνο γιατί μια ζωή αναζητούσε τη μάνα που δε γνώρισε ποτέ, αλλά γιατί αχώριστος σύντροφος από νωρίς του ήταν ο τρυφερός συνοδός, η αρρώστια και ο θάνατος. Η ζωή του Σκληρού διερχόταν κάθε στιγμή το φάσμα του θανάτου, και τον απάλλασσε από τις μικροψυχίες και τις μικροματαιοδοξίες των χορτάτων.
Για ανθρώπους της καριέρας, δεν είναι το καλύτερο να ζητά να επικοινωνήσει μαζί τους κάποιος παλιός συναγωνιστής τους που τα κατάφερε να μείνει στο περιθώριο, στιγματισμένος για τις ιδέες του (το λέει για τον Αλ. Δελμούζο/ Ντέλο, που αποφεύγει να απαντήσει στα «ταχυδρομικά του δελτάρια»). Τα περιθώρια έχουν εξαντληθεί προ πολλού και δεν τολέω από μεμψίμοιρη διάθεση, αλλά γιατί κουράστηκα πόσα χρόνια τώρα, να ζω με το θάνατο μόνιμη συνοδεία της ζωής μου. Ώρα είναι να δω κατάματα την κατάστασή μου.
Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Ρένα Σταυρίδη – Πατρικίου, Οι φόβοι ενός αιώνα. Στο σημείωμά της «Σχετικά με το βιβλίο», η συγγραφέας ευχαριστεί ιδιαίτερα τη Ρ.Σ. Πατρικίου για τις μελέτες και της έρευνές της πάνω στον Γ. Σκληρό.
[2] Το Κόμμα των Σοσιαλεπαναστατών ( Εσέροι) υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ου αιώνα και παίχτης-κλειδί στη Ρωσική Επανάσταση του 1917. Μετά την αστική επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 και την έκπτωση του τσάρου, μοιράστηκε την εξουσία με άλλες φιλελεύθερες και δημοκρατικές σοσιαλιστικές δυνάμεις, εντός της νεοσυσταθείσας Προσωρινής Κυβέρνησης. Το Νοέμβριο του 1917, μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση του Οκτωβρίου, κέρδισε την πλειοψηφία των ψήφων στις πρώτες πανρωσικές δημοκρατικές εκλογές για το σχηματισμό Συντακτικής Συνέλευσης που θα συνέτασσε και ψήφιζε το νέο Σύνταγμα. Σύντομα όμως το κόμμα διασπάστηκε λόγω των ρεφορμιστικών τάσεων της ηγεσίας του και όσοι έμειναν πιστοί σε αυτή υπό τον Αλεξάντρ Κέρενσκι ηττήθηκαν και διαλύθηκαν από τους μπολσεβίκους, που είχαν την πλειοψηφία των μαχητικών στοιχείων στους δρόμους, κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου που ακολούθησε (Wikipedia).

Σάββατο, Φεβρουαρίου 01, 2014

Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά, Λεονάρδο Παδούρα

Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά δεν είναι ο Λέον Τρότσκι[1], όπως ίσως υποδηλώνει η φωτογραφία του εξώφυλλου, αλλά ο… δολοφόνος του. Έτσι, σ΄ αυτό το πολύ πρωτότυπο και συναρπαστικό βιβλίο του Κουβανέζου συγγραφέα, πρωταγωνιστής δεν είναι τόσο ο αρχηγός του Κόκκινου Στρατού, όσο ο στρατευμένος στο σταλινισμό δολοφόνος του, ο ισπανός Ραμόν Μερκαντέρ (που έδρασε με τα ψευδώνυμα Ρομάν Πάβλοβιτς, Ζακ Μορνάρ, Λεονίντ  Έιντιγκτον, Φρανκ Τζάκσον). Η πρωτοτυπία έγκειται στο ότι φωτίζεται  «κατά το εικός και αναγκαίο»  μια  προβληματική προσωπικότητα, αυτή του στρατευμένου δολοφόνου. Επίσης, ως προς τη δομή, παρακολουθούμε τρεις παράλληλες ιστορίες, τρεις διαφορετικές,  ισοδύναμες αφηγήσεις, που κάποια στιγμή συγκλίνουν καταδεικνύοντας με μυθιστορηματικό τρόπο την απίστευτη αυταπάτη στην οποία περιέπεσαν οι σταλινικοί και μη, όταν θεωρούσαν ότι εξαφανίζοντας τη μνήμη των γεγονότων και παραχαράσσοντας τη ιστορία, θα αλλάξουν την πορεία του κόσμου. 
Κύριος αφηγητής (δηλαδή ο άνθρωπος που αφηγείται στο «δραματικό» παρόν, που είναι το 2004) είναι ο Κουβανέζος Ιβάν, στον οποίο έχει εμπιστευτεί ο Λοπές, ο «άνθρωπος που αγαπά τα σκυλιά», εβδομηντάχρονος πια, την παράξενη ιστορία του. Τα κεφάλαια που αφορούν τον Τρότσκι και τον Ραμόν είναι σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, εφόσον έχουμε την εγκιβωτισμένη αφήγηση του Λοπές.
Ο Ιβάν αποφασίζει να γράψει την παράξενη αυτή αποκρουστική ιστορία μίσους, εξαπάτησης και θανάτου  χρόνια μετά, με την παρότρυνση της ετοιμοθάνατης γυναίκας του. Μόλις τελείωσε τα διάβασμα των σημειώσεων, η Άννα έμενε να με κοιτάζει μέχρι που το βάθος από τα μαύρα μάτια της, άρχισε να με καίει στο δέρμα και τελικά μου είπε, με τρομακτική πεποίθηση, ότι δεν καταλάβαινε πώς ήταν δυνατόν εγώ, ακριβώς εγώ, να μην έχω γράψει ένα βιβλίο με κείνην την ιστορία. Όπως απαντά κι ο πρωταγωνιστής/συγγραφέας, δεν την έγραψε από φόβο.

Τρότσκι

Η διαχείριση του φόβου πρέπει να ήταν το μυστικό του Στάλιν, αυτού του πρώην ιεροσπουδαστή από τη Γεωργία, του οποίου την ευφυΐα  υποτίμησε αρχικά ο Τρότκι∙  εκείνη η επιχείρηση δεν ήταν παρά μια ακόμα παντομίμα ενορχηστρωμένη για να δημιουργήσει και να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη ο  Στάλιν. Σπουδαγμένος στις κατακόμβες του παράνομου αγώνα, είχε μάθει όλες τις μεθόδους υπονόμευσης και τώρα τις εφάρμοζε προς ίδιον όφελος, επιδιώκοντας τους ίδιος σκοπούς  για τους οποίους προηγουμένως τις είχε χρησιμοποιήσει το μπολσεβίκικο κόμμα: για να πάρει την εξουσία. Σ’ όλο το βιβλίο το κύριο θέμα, πέρα από τα βιογραφικά στοιχεία των δύο πραγματικών προσώπων, είναι το ξεδίπλωμα αυτού του απίστευτου μηχανισμού υποταγής στη σταλινική πολιτική (που παρεμπιπτόντως, όπως βέβαια υποστηρίζει ο συγγραφέας, είχε ιδιοποιηθεί το οικονομικό πρόγραμμα της Αντιπολίτευσης), που επέβαλλε το φόβο και τη δουλοπρεπή στάση στα μέλη του κόμματος: το πιο θλιβερό ήταν πως όλοι ήξεραν ότι, με τη συνθηκολόγησή τους, αυτοί οι επαναστάτες εντάσσονταν στην κατηγορία των ημισυγχωρεμένων που είχε επικεφαλής τον Ζηνόβιεφ∙ εκείνων των ανθρώπων που θα ζούσαν με τον φόβο να πουν έστω και μια λέξη μεγαλόφωνα, να διατυπώσουν κάποια γνώμη, και θα ήταν υποχρεωμένοι να έρπουν στο χώμα, γυρίζοντας γύρω γύρω το κεφάλι για να φυλάγονται από τη σκιά τους.

Όταν ο ηγέτης που ξεσήκωσε τις συνειδήσεις το 1905, ο υπ αριθμόν ένα ηγέτης της εξέγερσης του Οκτώβρη του 17, ο επικεφαλής του Κόκκινου Στρατού Λιεφ Νταβίντοβιτς εξορίζεται αρχικά στην Άλμα Άτα (στις «εσχατιές» της ασιατικής Ρωσίας), νομίζει ότι τον περιμένει ο θάνατος. Όμως η τακτική των επαναστατών είναι διαφορετική: ασχολήθηκαν με την εξαφάνισή του από την ιστορία και τη μνήμη/η έκδοση των βιβλίων του είχε διακοπεί/άρχισε να εξαφανίζεται από ιστορικές ανασκοπήσεις, αφιερώματα, δημοσιογραφικά άρθρα, ακόμα κι από φωτογραφίες, μέχρι να τον κάνουν να νιώσει ότι μετατρέπεται σε απόλυτο τίποτα, σε μια τρύπα δίχως πάτο στη μνήμη.  Τη συμφορά της εξορίας, του φόβου και της περιθωριοποίησης, της σταδιακής εξαφάνισης κάθε ίχνους συμπληρώνουν οι οικογενειακές συμφορές, όπως ο θάνατος της κόρης του Νίνας από φυματίωση, η νευροπάθεια της άλλης κόρης του, Ζίνας (που μετά την προγραφή της, το χωρισμό από την οικογένειά της, την απόλυσή της και τη διαγραφή της από το κόμμα στο τέλος αυτοκτόνησε), κ.α. Το βάρος να σέρνει πίσω του μια οικογένεια  είναι μία από τις δοκιμασίες από τον πρώτο κιόλας τόπο εξορίας του. Η εκδικητικότητα, όταν εμπλέκει και ανθρώπους αθώους, είναι πιο μικρόψυχη, πιο εγκληματική και πιο δόλια, όπως έλεγε.
Αρκετές φορές κοίταξε το περίστροφο με τη φιλντισένια λαβή που του είχε φέρει ο Μπλούμκιν από το Δελχί. Είχε το δικαίωμα άραγε ένας επαναστάτης να εγκαταλείψει τη μάχη; βάραινε περισσότερο η ζωή των παιδιών του από τη μοίρα μιας ολόκληρης τάξης, περισσότερο από μια λυτρωτική ιδέα; θα έκανε αυτό το δώρο στον Στάλιν;
Ο Τρότσκι αποκαλεί τον Στάλιν «νεκροθάφτη» της επανάστασης, αλλά διατηρεί ακόμα ελπίδες ότι θα σώσει την κατάσταση, για την ακρίβεια πιστεύει ότι η αντιπολίτευση έχει μέλλον. Ωστόσο,  κι ο ίδιος κάνει σκληρή αυτοκριτική (αυτά τα στοιχεία πρέπει να υπάρχουν στην αυτοβιογραφία του), ιδιαίτερα όσο αφορά τη συντριβή της εξέγερσης των ναυτών στη βάση της  Κροστάνδης. Τόσο ο ίδιος όσο κι ο Λένιν θεωρούσαν προφανές ότι η παραδειγματική τιμωρία αποτελούσε πολιτική αναγκαιότητα. (…) Για πρώτη φορά έπρεπε να αναρωτηθούν αν ήταν σωστό να εγκαθιδρύσουν τον σοσιαλισμό εναντίον ή ερήμην της πλειοψηφίας. Η δικτατορία του προλεταριάτου θα εξάλειφε τις εκμεταλλεύτριες τάξεις, ωστόσο θα έπρεπε άραγε να καταστέλλει και τους εργάτες; Το δίλημμα είχε γίνει δραματικό και μανιχαϊστικό: δεν ήταν δυνατόν να επιτραπεί η έκφραση της λαϊκής βούλησης, γιατί θα μπορούσε να αναστρέψει την ίδια τη διαδικασία. Όμως η κατάπνιξη αυτής της βούλησης στερούσε από την κυβέρνηση των μπολσεβίκων την ουσιαστική της νομιμοποίηση: όταν έφτασε η στιγμή που οι μάζες  έπαψαν να πιστεύουν, επικράτησε η αναγκαιότητα να τις κάνουν να πιστέψουν δια της βίας. Και εφάρμοσαν τη βία.
Ο Τρότσκι πιστεύει αρχικά ότι κάθε νέο θύμα του Στάλιν (ιδιαίτερα αν είναι από τον στενό κύκλο των συνεργατών του) θα ταρακουνήσει τη συνείδηση  όλων των κομμουνιστών που υπάκουαν στον Στάλιν. Δεν παύει να αγωνίζεται γράφοντας, συμμετέχοντας όπου μπορεί. Ωστόσο ο Στάλιν υπερβαίνει κάθε όριο και κάθε προσδοκία, όπως γνωρίζουμε εκ των υστέρων. Άλλωστε η τακτική του ήταν ο σταδιακός, σε διεθνές επίπεδο, αποκλεισμός του Τρότσκι (και όχι μόνο)∙ η περιθωριοποίηση (κατάσχεση των έργων του από τις βιβλιοθήκες, δημόσιο κάψιμο βιβλίων κλπ) και η στηλίτευση πρώτα,  κι ύστερα η εξαφάνιση, όπως άλλωστε φαίνεται να διαισθάνεται κι ο ίδιος ο Τρότσκι:
Προς το παρόν ο Νεκροθάφτης αρκούνταν στο να ξέρει τι έκανε και τι σκεφτόταν∙ αύριο όμως; Πείστηκε τότε ότι οι πυρκαγιές (στο Καντίκιοϊ, στην Τουρκία του Κεμάλ, τη μόνη χώρα που του παραχώρησε άσυλο!)  δεν ήταν παρά αντιπερισπασμοί σε μία καταδίωξη που μόλις είχε αρχίσει και που η τελική της έκβαση δεν είχε ανάγκη ούτε θεαματικές ενέργειες ούτε συνωμοσίες παλιών Λευκών εχθρών. Η χαριστική βολή θα ερχόταν από ένα χέρι προετοιμασμένο από τον ίδιο τον Στάλιν και ικανό να περάσει όλα τα φίλτρα της καχυποψίας, μέχρι να μοιάσει όλο και πιο πολύ γίνεται σε χέρι φιλικό.
Ο Τρότσκι ήξερε ότι όσο ζούσε, θα ήταν η ενσάρκωση της Αντεπανάστασης, της αντιπολίτευσης, η φωνή του θα ηχούσε σαν παραμορφωτικό ηχείο για οποιαδήποτε φωνή διεκδικούσε ελάχιστη αλήθεια και δικαιοσύνη. Η οικονομική στροφή του Στάλιν μετά το 1929, η βίαιη κολεκτιβοποίηση (κατασχέσεις, σφαγές ζώων, εγκατάλειψη χωριών) έφερε μεγάλο κύμα πείνας με εκατομμύρια νεκρούς. Πιο συγκλονιστική ακόμα είναι η παραχάραξη της ιστορίας, η διαδικασία που είχε εγκαινιάσει ο Στάλιν πασχίζοντας να σβήσει από τη μνήμη όσα στοιχεία δεν ταίριαζαν με το σκοπό του να ξαναγράψει τη σοβιετική ιστορία. Η εκπαραθύρωση των Ριαζάνοφ και Γιαροσλάφσκι δεν είναι τυχαία. Ίδιες παρεμβάσεις γίνονται και στην αρχιτεκτονική. Η πολιτική τρόμου του Στάλιν επιβάλλει την προσωπολατρία, ενός τρόμου που είχε μετατραπεί, όχι πλέον σε φοβισμένη υπακοή, αλλά και στην παραίτηση του ίδιου του λαού που είχε πρωταγωνιστήσει στον πιο θεαματικό κοινωνικό μετασχηματισμό στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ιδιαίτερα η υποστήριξη του Γερμανικού Κόμματος από τον Στάλιν στην πρώτη εκλογική νίκη των ναζί το 1933, για τον Τρότσκι ισοδυναμεί με πολιτική αυτοκτονία. Μια από τις σπαρακτικές αμφιβολίες του Λιεφ Νταβίντοβιτς είχε καταρρεύσει εκείνη τη στιγμή: έπρεπε να τα ρίξει όλα στην πυρά. Αποφάσισε πως είχε φτάσει η στιγμή να έρθει σε ρήξη με αυτήν τη Διεθνή και, ίσως, να δημιουργήσει μια νέα που να αντιτίθεται στον φασισμό με συγκεκριμένες πράξεις και όχι μόνο με συνθήματα που χειραγωγούσαν και έκρυβαν απώτερες και μακάβριες προθέσεις. Όμως εξίσου ένοχους θεωρεί ο Τρότσκι και τους «υποτιθέμενους κομμουνιστές» που, στο κομματικό συνέδριο ανακήρυσσαν  τον Στάλιν  ξεπερνώντας κάθε όριο αδιαντροπιάς, «Ιδιοφυΐα της Επανάστασης», και «Πατέρα των Προοδευτικών Λαών του Κόσμου».

Το μοτίβο του φόβου  επαναλαμβάνεται συνέχεια. Εντυπωσιακή είναι η περίπτωση του Μπουχάριν (του πλέον υποσχόμενου θεωρητικού της επανάστασης), που πλήρωσε ακριβά το ότι τόλμησε κάποια στιγμή να αψηφήσει τον Στάλιν. Η έκπληξη είναι ότι ο Στάλιν τον εμπιστεύτηκε για μια αποστολή στη Γαλλία, έστειλε και την έγκυο γυναίκα του για να τον ανακαλέσει στη Μόσχα επειγόντως.
Ο Λε Σαβουρέ, σε μια έκρηξη οργής, τον ρώτησε πώς είναι δυνατόν, ένας άνθρωπος, που επί χρόνια πολέμησε τον τσαρισμό, και είχε συνοδεύσει τον Λένιν στις πιο σκοτεινές ημέρες του αγώνα, να δέχεται να επιστρέψει σαν πρόβατο, για να υποστεί μια βέβαιη τιμωρία. Τότε ο Μπουχάριν τού είχε δώσει την πιο συντριπτική απ’ όλες τις απαντήσεις: «Γυρίζω από φόβο». Τότε συνειδητοποιήσαμε ότι όλον αυτόν τον καιρό ο Στάλιν έπαιζε μαζί του σαν τη γάτα με το ποντίκι. Ο Στάλιν, όμως, έβαζε στοίχημα πως δε θα χρειαζόταν να τρέξει πίσω από τη λεία του. Ήταν σίγουρος ότι το καημένο το ποντίκι, νικημένο απ τον φόβο, θα επέστρεφε να φιλήσει τα νύχια που, όταν η όρεξη του γάτου το απαιτούσε, θα το ξέσκιζαν για να το καταβροχθίσουν κατόπιν.
Έτσι, όσο ο Τρότσκι τριγυρνούσε στη Γαλλία ψάχνοντας ασφαλές καταφύγιο, αλλά και στη Νορβηγία όπου πήγε στη συνέχεια,  μαθαίνουν για την εξόντωση στενών πια συνεργατών του Στάλιν, όπως του Ζηνόβιεφ, του Καμένεφ, Σμιρνόφ, Μπακάγεφ κ.α. Όμως ο μεγαλύτερος Εχθρός του Λαού, ο προδότης και τρομοκράτης είναι ασφαλώς ο Λιεφ Νταβίντοβιτς.  Γρήγορα έρχεται και στη Νορβηγία χαρτί απέλασης. Τι συμβαίνει όμως και μέχρι το 1936 (όταν πια ο Χίτλερ έχει μπει στη Ρηνανία, και ο ισπανικός στρατός έχει εξεγερθεί ενάντια στη Δημοκρατία), και ο Στάλιν «δεν του έχει σπάσει ακόμα το σβέρκο»; Βυθισμένος σε μια τυφλή μάχη, ο Λ. Νταβίντοβιτς είχε καταλάβει ότι το μακάβριο παιχνίδι του Μεγάλου Ηγέτη τον είχε ακόμη ανάγκη, αφού θα χρησιμοποιούσε την πλάτη του για καταπέλτη στην πορεία του προς τις πιο απροσπέλαστες κορυφές της αυτοκρατορικής εξουσίας. Και ταυτόχρονα είχε καταλάβει πως, όταν θα είχε πια εξαντληθεί αυτή του η χρησιμότητα ως τέλειου εχθρού, όταν πια θα είχαν πραγματοποιηθεί όλοι οι απαιτούμενοι ακρωτηριασμοί, ο Στάλιν θα όριζε τη στιγμή ενός θανάτου που τότε θα ερχόταν με τον ίδιο αναπόφευκτο τρόπο που πέφτει το χιόνι του χειμώνα στη Σιβηρία.
Το αίτημα του Τρότσκι να δικαστεί πέφτει στο κενό.

Ραμόν  Μερκαντέρ
(Αδριανός, Ρομάν Πάβλοβιτς, στρατιώτης 13, Ζακ Μορνάρ, Λεονίντ  Έιντιγκτον, Φρανκ Τζάκσον)

Δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε πληρωμένος δολοφόνος ο δολοφόνος του Τρότσκι. Ο Ισπανός Ραμόν Μερκαντέρ, ως πρόσωπο επιλέχτηκε με πολλή προσοχή από το σταλινικό καθεστώς, κι ένας απίστευτος μηχανισμός εξυφάνθηκε γύρω από το μοτίβο της υπακοής και της υποταγής, αρετές στις οποίες ήδη διακρινόταν ο Ραμόν πειθαρχώντας στο ισπανικό κομμουνιστικό κόμμα.  Σ’ αυτό το επίπεδο λοιπόν,  η δολοφονία του Τρότσκι ήταν «ιδεολογικοποιημένη», δηλαδή ο επίδοξος δολοφόνος ήταν απόλυτα ταγμένος στον αγώνα κατά του φασισμού στην Ισπανία, και κατά προέκταση ενάντια σε οποιονδήποτε εχθρό του σταλινισμού.  Άλλωστε, εκείνη την εποχή, η Ισπανία έβραζε.
Ο συγγραφέας  παρουσιάζει τον Ραμόν in media res∙ η πρώτη φράση του σχετικού κεφαλαίου είναι «ναι, πες του ναι». Ένα «ναι» που πολλές φορές θα έφερνε τον Ραμόν στην πρόκληση να φανταστεί τι θα γινόταν αν έλεγε «όχι». Ηθικός αυτουργός η Καριδάδ[2], η απίστευτη μάνα του Ραμόν, που ο συγγραφέας ζωγραφίζει απαράμιλλα (ένα ον ανδρόγυνο που βρωμοκοπούσε νικοτίνη και μπαγιάτικο ιδρώτα, μιλούσε σαν πολιτικός κομισάριος και σκεφτόταν μόνο τις αποστολές του Κόμματος, την πολιτική του Κόμματος, τους αγώνες του Κόμματος/το μίσος, ένα μίσος καταστροφικό που θα την ακολουθούσε για πάντα και το οποίο, όχι μόνο θα έδινε νόημα στη δική της ζωή, αλλά θα επηρέαζε και τη ζωή των παιδιών της μέχρι να τα οδηγήσει στον αφανισμό. Εξίσου καταλυτική είναι και η προσωπικότητα της Άφρικα, του μεγάλου έρωτα του Ραμόν, μελαχροινή, έξυπνη, πανέμορφη, (ζούσε κάθε δευτερόλεπτο και κάθε πράξη της ζωής της σαν αληθινή κομμουνίστρια) στρατευμένη κι αυτή στον αγώνα μέχρις τελικής αυταπάρνησης:
Η Καριδάδ ήταν η Άφρικα, η Άφρικα ήταν η Καριδάδ που τώρα απαιτούσε απ αυτόν να εγκαταλείψει όλα όσα ήταν ο εαυτός του και του το έθετε ως καθήκον, ενώ ταυτόχρονα εκείνη η οδυνηρή και εύθραυστη βουβαμάρα κατακαθόταν στη συνείδησή του κουβαλώντας μαζί της τον τρόμο ότι το επόμενο λεπτό το κορμί του μπορεί να γινόταν κομμάτια από την  οβίδα, τη σφαίρα, τη χειροβομβίδα που ήταν αόρατη ακόμη αλλά ήδη καθοδόν για να του κόψει το νήμα της ζωής.
Στη Βαρκελόνη, τον Οκτώβρη του 1936,  ο Ραμόν πίστεψε ότι στο Λαϊκό στρατό που δημιουργήθηκε εκείνες τις μέρες  εναντίον των φρανκιστών «κρίνονται τα πάντα», μέσα στην τρελαμένη ατμόσφαιρα του εμφύλιου. Ενώ ζουν την πιο κρίσιμη φάση του πολέμου έρχεται η είδηση ότι η Σοβιετική ένωση θα προσφέρει στρατιωτική βοήθεια στη Δημοκρατία. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος όμως, σύμφωνα και με την Καριδάδ, είναι οι Καταλανοί αυτονομιστές, συνδικαλιστές αναρχικοί ή σοσιαλιστές, τροτσκιστές αποστάτες , αυτοί οι ρεβιζιονιστές που υποστήριζαν πως έπρεπε να διεξαγάγουν τον πόλεμο και μαζί  μ’ αυτόν, να κάνουν την επανάσταση ενάντια στο αστικό κίνημα[3].
Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα (έχουν ήδη ξεκινήσει οι Μεγάλες Δίκες, δεν μπορούμε να έχουμε έλεος για κανέναν, Ραμόν) ξεκινά η εκπαίδευση του Ραμόν (πρέπει να ψεκάσουμε εμείς τον τόπο, όπως τις κατσαρίδες, όπως τους εχθρούς, γιατί είναι εχθροί…). Ο κύβος ερρίφθη με την επιρροή της Καριδάδ, της  Άφρικα και του Κότοφ (μετέπειτα Γκρηγκόριεφ). Είναι πια έτοιμος να φέρει εις πέρας οποιαδήποτε αποστολή, να κάνει οποιαδήποτε θυσία, ακόμα και πράγματα που άλλοι άνθρωποι μπορεί να θεωρούν ανήθικα, ακόμα κι εγκληματικά. Και είναι συναρπαστικό να βλέπεις εκ των έσω τη σκληρή εκπαίδευση στην οποία υποβάλλονται όσοι βρίσκονται σε υψηλή αποστολή τέτοιου τύπου, εκπαίδευση που αποσκοπεί στο να απαρνηθούν την ταυτότητά τους.
Ο Ραμόν θα αποποιηθεί κάθε τι που τον δένει με το παρελθόν. Μετά από σύντομη  θητεία σε έναν πυρήνα δράσης με το όνομα «Αδριανός» όπου αναλαμβάνει ανώδυνες αποστολές σαν δοκιμασίες (π.χ. να κατασκοπεύσει την καθημερινότητα του Αντρέου Νιν[4]) αρχινά η πλύση εγκεφάλου σχετικά με το ρόλο του POUM (Τροτσκιστές) με τον Φράνκο, των ριζοσπαστών σοσιαλιστών και των συμβιβαστικών προχωρά αργά και σταθερά (ακόμα κι αν ήταν έτσι, ακόμα κι αν ήταν ψέματα, θα τα μετατρέψουμε πάση θυσία σε αλήθεια. Και αυτό είναι που μετράει: τι πιστεύει ο κόσμος). Με την ταυτότητα Ρώσου στρατιώτη, ως  Ρομάν Πάβλοβιτς, θα ταξιδέψει στη Ρωσία όπου γίνεται η εκπαίδευση μέχρι να «ετοιμαστεί η καινούρια ταυτότητα».  Υποβάλλεται σε διάφορες ψυχικές και σωματικές δοκιμασίες (μέχρι και να υπακούσει στη διαταγή να σκοτώσει με μαχαίρι κάποιον «προδότη» εν ψυχρώ), παίρνει μαθήματα για την ιστορία του μπολσεβικικού κόμματος, για τον μαρξισμό- λενινισμό, αλλά κυρίως, αλλάζει προσωπικότητα, γίνεται άνθρωπος από μάρμαρο, μια μηχανή υπάκουη κι ανηλεήςμεταλλαγή στις αποχρώσεις της συνείδησής του»). Για κείνον οποιαδήποτε πράξη, οποιαδήποτε θυσία είναι ιστορικά δικαιωμένη όταν υπηρετεί το σταλινισμό. Η εκπαίδευση ολοκληρώνεται όταν παρακολουθεί τον αυτοεξευτελισμό  του Γιάγκοντα, ηγέτη του σταλινικού κόμματος (ο Γιάγκοντα γνωρίζει όλες τις μεθόδους που υπάρχουν για να κάνουν κάποιον να ομολογήσει. Πολλές τις επινόησε ο ίδιος και μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως επέδειξε μεγάλη δημιουργικότητα). Ο Ραμόν παρακολουθεί, σαν τελευταίο μάθημα τον Γιάγκοντα να σέρνεται στο έδαφος, να ομολογεί και να ζητά συγχώρεση από το σταλινικό καθεστώς πριν την αποφασισμένη εκτέλεσή του.
Η νέα του ταυτότητα είναι βελγική, γίνεται ο Ζακ Μορνάρ. Ταυτόχρονα πληροφορείται ότι η ύψιστη αποστολή του είναι να σκοτώσει τον Μεγάλο Εχθρό, τον Τρότσκι. Τα νέα της Ισπανίας δεν πρέπει να τον προσβάλλουν, πρέπει να σβήσει την Ισπανία απ το μυαλό του (το άτομο δεν είναι μια ανεπανάληπτη μονάδα, αλλά μια έννοια που αθροίζεται με τα υπόλοιπα άτομα και σχηματίζουν όλα μαζί τη μάζα, που, να, είναι πραγματική. Ο άνθρωπος όμως, όσο είναι άτομο, δεν είναι ιερόςκαι, ως εκ τούτου, δεν είναι αναντικατάστατος. Κανένας δεν είναι σημαντικός, όλοι είμαστε αναλώσιμοι…).

 Ιβάν

Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει  και η μυθιστορηματική μορφή του αφηγητή Ιβάν (περσόνα του συγγραφέα;), που, απέχοντας μια γενιά τουλάχιστον από τους δυο κεντρικούς ήρωες, έχει μεγαλώσει μέσα στο απομονωμένο πολιτικό καθεστώς της Κούβας. Θύμα και ο ίδιος  της αφέλειάς του και της ειλικρίνειας (τολμά να διατυπώσει δημόσια τη γνώμη ότι ούτε η πίστη ούτε η σεξουαλική προτίμηση κάποιου πρέπει να θεωρούνται πρόβλημα όταν δεν προσπαθεί με αυτό να επηρεάσει τους μαθητές του), μετά από μια πρόσκαιρη λογοτεχνική επιτυχία πληρώνει το κόστος της περιθωριοποίησης, γιατί τόλμησε να αφηγηθεί την ιστορία ενός επαναστάτη αγωνιστή που νιώθει φόβο και, πριν γίνει καταδότης, αποφασίζει να αυτοκτονήσει (!) Εκείνο το διήγημα ήταν άκαιρο, δεν μπορούσε να δημοσιευτεί, εντελώς αδιανόητο, σχεδόν αντεπαναστατικό. Εκείνη τη μέρα, επίσης, έμαθα με ακρίβεια τι σημαίνει να νιώθει κανείς Φόβο, έτσι, ένα φόβο με φι κεφαλαίο, πραγματικό, σαρωτικό, παντοδύναμο και πανταχού παρόντα, πολύ πιο συντριπτικό από τον τρόμο για τον σωματικό πόνο ή για το άγνωστο, που όλοι έχουμε νιώσει κάποια φορά.
Έτσι λοιπόν, ανακόπτεται κάθε διάθεση συγγραφής, εφόσον τίποτα στον ορίζοντα δεν έδειχνε πως κάτι θα μπορούσε να αλλάξει στην επικρατούσα άποψη για πολιτική και για μια λογοτεχνία που, κάτω απ το βάρος της πιο άκαμπτης ορθοδοξίας, παρήγαγε και προωθούσε μόνο έργα μη συγκρουσιακά, και εξυπηρετικά, χωρίς καμιά ένδειξη κοινωνικής ή ανθρώπινης έντασης που να μη διαποτίζεται από τις επιρροές της επίσημης προπαγάνδας.
Η ασφυκτική κατάσταση στην Κούβα (το 1980 από το λιμάνι Μαριέλ έγινε μαζική έξοδος χιλιάδων Κουβανών, μια έξοδος βιβλική), η σκοτεινή ζωή της χώρας όπου ακουγόταν η δολοφονία του Τρότσκι σα μια φήμη, δίνει το κίνητρο στον Ιβάν να ψάξει, να μελετήσει, να μάθει, να γράψει εντέλει.

Ο Ιβάν χτίζει σιγά σιγά μια ιδιόμορφη σχέση με τον μυστηριώδη Ισπανό που συναντά στην παραλία, μια σχέση που βασίζεται στη σπάνια αγάπη για τα σκυλιά του. Ο άνθρωπος που αγαπά τα σκυλιά αυτοσυστήνεται ως Λόπες και ζητά να διηγηθεί στον Ιβάν «μια ιστορία», μια ιστορία τρομερή (πάλι το στοιχείο του φόβου) που αν πεθάνει θα χαθεί.   
-   Μην την πεις σε κανέναν, ούτε καν στη γυναίκα σου, αλλά, πάνω απ όλα, δε θέλω να τη γράψεις.
Κοίταξα επίμονα τον άνδρα. Ο φόβος δε έφευγε από μέσα μου και ο εγκέφαλός μου ήταν ένας ανεμοστρόβιλος από ιδέες, υπήρχε όμως μία που ξεχώριζε.
-   Αν δεν πρέπει να μιλάτε γι αυτή… γιατί θέλετε να μου τη διηγηθείτε εμένα; Τι θα πετύχετε μ αυτό;
-   Έχω ανάγκη να τη διηγηθώ, έστω και για μια φορά στη ζωή μου. Δεν μπορώ να πεθάνω χωρίς να την έχω διηγηθεί σε κανέναν.
(…) Ξανακοιτάζοντας τον απρόβλεπτο ισολογισμό των συμπτώσεων και των παιχνιδιών της τύχης μπορούσα να καταλήξω σε ένα και μόνο συμπέρασμα: ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά, η ιστορία του κι εγώ βαδίζαμε στον κόσμο σα να αναζητούσαμε ο ένας τον άλλον, σαν αστέρια που οι τροχιές τους είναι καταδικασμένες να διασταυρωθούν και να καταλήξουν στην έκρηξη.

Μ αυτό το λογικοφανές τέχνασμα λοιπόν της αμοιβαίας εσωτερικής ανάγκης, ο Παδούρα διασώζει την αληθοφάνεια, και προχωρά στην «μυθιστορηματοποίηση» του κορυφαίου ιστορικού γεγονότος, παίρνοντας αφορμή για να αποδώσει περιληπτικά όλον τον παλμό των πολιτικών γεγονότων της εποχής.
  Έτσι λοιπόν ορίστηκαν έξι προσυμφωνημένες συναντήσεις ανάμεσα στον  Ιβάν και τον Λόπες, στις οποίες ο άνθρωπος με τα σκυλιά αφηγείται την ιστορία του φίλου του Ραμόν Μερκαντέρ… Η  απίστευτη αφήγηση όμως δημιουργεί εξαρχής ποικίλες αντιδράσεις (έφτασα αρκετές στιγμές στο σημείο να τον αντικρούσω, να του ουρλιάξω πως αυτό δεν μπορεί να ισχύει…). Ήδη από την τρίτη συζήτηση ο Ιβάν αρχίζει να συνειδητοποιεί πού βρισκόταν η ρωγμή απ όπου ξέφευγε η λογική: πώς ήταν δυνατόν ο Λόπες να έχει πληροφορίες τόσο ακριβείς για τη ζωή και τα συναισθήματα του φίλου του; Και απαντά μόνος του λέγοντας ότι ή ο Λόπες  ήταν ένας επιδέξιος παραμυθάς, ή ήταν ο ίδιος ο δολοφόνος (νομίζω πως η υποψία μου έγινε πιο έντονη τη στιγμή  που με διαβεβαίωνε ότι ο ραμόν άκουγε για πάντα την κραυγή του Τρότσκι: ο τόνος της φωνής του και η υγρασία στο βλέμμα του με προειδοποίησαν πως μιλούσε για κάτι βαθιά δικό του και οδυνηρό)! Ένα πακέτο με ημερολόγια από τον αδερφό του Λόπες συμπληρώνει το υλικό του Ιβάν, όπου ανακαλύπτεται κάτι ου θέτει εκτός αμφιβολίας το ζήτημα: Ο Λόπες δεν είναι άλλος από τον Ραμόν Μερκαντέρ!

Η τελευταία πράξη

Η τελευταία πράξη είναι η δολοφονία. Όπως είναι γνωστό, ο Τρότσκι βρίσκεται πια στο Μεξικό, «φιλοξενούμενος» του ζωγράφου Ντιέγο Ριβέρα και της γυναίκας του της περίφημης ζωγράφου Φρίντα Κάλο, στο Κογιοακάν∙ παράλληλα, ο Ραμόν, υποδυόμενος στην εντέλεια το ρόλο του Βέλγου Ζακ Μορνάρ, προσεγγίζει με μεγάλη προσοχή στην αρχή φιλικά και στη συνέχεια ερωτικά τη φανατική τροτσκίστρια Σίλβια  Αγγέλοβα, με σκοπό να διεισδύσει στο καταφύγιο του  Τρότσκι.
Το ενδιαφέρον του αναγνώστη, από το σημείο αυτό και μετά αυξάνεται κατακόρυφα. Η παραστατική και ψυχογραφική ικανότητα του συγγραφέα αποδίδει με απαράμιλλο τρόπο τις μικρές καθημερινές  ψυχικές συγκρούσεις των δύο ηρώων, που με διαφορετικό τρόπο ο καθένας ανάγονται σε τραγικές μορφές. Ο Ραμόν, φερειπείν, και η Καριδάδ, ταμένοι στον επαναστατικό αγώνα, βλέπουν με κατάπληξη τη σοβιετική ένωση να εγκαταλείπει την Ισπανία στους φρανκιστές, και αργότερα να υπογράφουν το σύμφωνο φιλίας και μη επίθεσης με τον Χίτλερ (ένα σύμφωνο με τους φασίστες!/ο Στάλιν ξέρει τι κάνει!). Δεν επιτρέπουν όμως στον εαυτό τους να νιώσουν προδομένοι. Η έκρυθμη κατάσταση ωθεί τον Ζακ/Ραμόν να αφοσιωθεί ακόμα πιο φανατικά στο ρόλο του, που είναι να ανέχεται τον τροτσκιστικό φανατισμό της άσχημης και φορτικής Σίλβιας και να τη δεσμεύει ερωτικά, σε βαθμό που κι εκείνη να μην πιστεύει την καλή της τύχη (έτρεμε, κάθε μέρα που ήταν μακριά του, από φόβο μήπως εκείνο το δώρο εξ ουρανού χανόταν κι εκείνη επέστρεφε στη μοναξιά της άσχημης και χωρίς προσδοκίες τριαντάρας).
Αντίστοιχα κι ο Τρότσκι, φυλακισμένος στο Γαλάζιο Σπίτι (μετά από τις «αταξίες» του με τη Φρίντα Κάλο) βιώνει άλλου είδους δράμα: πρώτα πρώτα καταρρακώνεται καθώς ενημερώνεται για τις ανελέητες δίκες του Στάλιν, τις απίστευτες επιθέσεις εναντίον  της αλήθειας, εναντίον του κι εναντίον των στελεχών του ίδιου του Κόμματος (με τον Γεζόφ, είχε ξεχαστεί η προπαγάνδα σχετικά με την υπεροχή της σοβιετικής αναμόρφωσης των εγκληματιών και τα αποκαλούμενα γκούλαγκ είχαν μεταραπεί σε στρατόπεδα συστηματικής εξόντωσης, όπου οι φυλακισμένοι ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν μέχρι θανάτου ή δολοφονούνταν, σε αριθμούς που δεν είχαν προηγούμενο στην ιστορία/όμως η τρομοκρατία του Γεζόφ δεν ήταν τόσο παράλογη και νοσηρή όσο αυτά που έβλεπε τώρα ο κόσμος (…)για παράδειγμα ξένοι κομμουνιστές που είχαν καταφύγει στη Μόσχα κι «έπαιζαν το παιχνίδι του εχθρού» είχαν εκτελεστεί ή είχαν σταλεί στα στρατόπεδα του θανάτου/το ποσοστό των Εβραίων που είχαν καταδικαστεί ήταν πάλι αξιοσημείωτο). Δουλεύει ακατάπαυστα για τη διεξαγωγή μιας… αντι-δίκης όπου ελπίζει να «λάμψει η αλήθεια». Ευχάριστο διάλειμμα αποτελεί και η επίσκεψη Αντρέ Μπρετόν, που τον ξεσηκώνει για τη δημιουργία μιας Διεθνούς Ομοσπονδίας Επαναστατών Καλλιτεχνών. Οι ατέλειωτες συζητήσεις για σουρεαλισμό, πρωτοπορία, λογοτεχνία παρατίθενται στο βαθμό που να διεγείρουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ενώ εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Τρότσκι ήταν ενάντια στο πατρονάρισμα  της τέχνης (ο Τ. επέμενε ότι δεν έπρεπε να γίνεται δεκτός κανένας περιορισμός, τίποτα που να επιτρέπει την αποδοχή των στρεβλώσεων που μια δικτατορία μπορούσε να επιβάλει στον δημιουργό με το πρόσχημα της πολιτικής ή ιστορικής αναγκαιότητας).
Γρήγορα όμως τον κατακυριεύει πάλι η απαισιοδοξία και καταλαβαίνει ότι το σατανικό σχέδιο του Στάλιν είναι να μετατρέψει τις λίγες φιγούρες από το παρελθόν που εξακολουθούσαν να συνοδεύουν την πορεία του, όχι πια σε υποταγμένους κομπάρσους στα ψέματά του, αλλά σε συνενόχους στην εγκληματική του μανία. Όποιος δεν ήταν θύμα, ήταν συνένοχος ή, ακόμα περισσότερο, θα ήταν δήμιος. Ο Τρότσκι έχει επίγνωση ότι, όταν ολοκληρωθεί η εκκαθάριση της παλιάς ηγεσίας των μπολσεβίκων, η ζωή του θα έχει πάψει να είναι χρήσιμη για τον Στάλιν.
Ο θάνατος του γιου του, Λιόβα, σε αδιευκρίνιστες συνθήκες βάζει το μαχαίρι στο κόκαλο (ο θάνατος του παιδιού, σε όποιο λόγο και να οφειλόταν, έμοιαζε να συνδέεται περισσότερο με τη μοίρα του πατέρα του παρά με τη δικιά του∙ ήταν άμεση συνέπεια της ζωής και των πράξεων του γονιού του. Ξέρει τώρα στα σίγουρα ότι τον περιμένει κι η δική του σειρά. Άλλωστε υπάρχει μια απόπειρα εναντίον του από ομάδα αντιτροτσκιστών Μεξικάνων (πολύ θα εξυπηρετούσε τους σταλινικούς να φαίνεται ότι ήταν θύμα μεξικανικού φανατισμού), μάλιστα υπήρξε η φήμη ότι κι ο ίδιος ο Ριβέρα πυροβόλησε. Τέλος, ο άλλος γιος, ο Σεριόζα, βρίσκεται σύμφωνα με πληροφορίες φίλων στις φοβερές φυλακές Μπουτίρκι, στη Μόσχα (μέρος χειρότερο από τον έκτο κύκλο της κόλασης), όπου δεν λύγισε μεν αλλά είναι γνωστό ότι από κει μέσα κανένας  δε γλυτώνει…  

Οι επισκέψεις της Σίλβια στον Τρότσκι γίνονται σχεδόν καθημερινές εφόσον αντικαθιστά την απούσα γραμματέα, και οδηγός του αυτοκινήτου είναι ο Ραμόν, που στην αρχή παραμένει στην αφάνεια, απλός συνοδός της Σίλβια, χωρίς ενδιαφέρον για την πολιτική. Το παιχνίδι που στήνεται της γάτας με το ποντίκι είναι ίσως γνωστό, αλλά αποδίδεται και με απίστευτη παραστατικότητα. Ο «Ζακ Μορνάρ» γνωρίζεται σιγά σιγά με πρόσωπα δευτερεύοντα του σπιτιού, αποκτά φιλικές σχέσεις με φίλους του Τ., μελετά τις κινήσεις του με προσοχή, εξοικειώνεται με το χώρο και επιλέγει το όπλο του, ένα πιολέ (σαν τσεκούρι) αναρρίχησης… Υπάρχουν και πισωγυρίσματα, εξαιτίας της τύχης κάποιων συνεργατών του μυστικού σχεδίου. Σε μια κρίση ανάσχεσης του σχεδίου, ο Ραμόν συνειδητοποιεί ότι έχει επιλεγεί για ένα από τα σχέδια δολοφονίας, που ίσως ακυρωθεί. Αυτή η ματαίωση γίνεται αβάστακτη και αναλαμβάνει πρωτοβουλία  να προχωρήσει.
Ένα υποτιθέμενο άρθρο που έγραψε ο Ραμόν και ζήτησε από τον Τρότσκι να το διορθώσει ήταν η αφορμή για να συναντηθούν κατά μόνας∙ ένα άρθρο τόσο αξιοθρήνητο που χρειάστηκε και δεύτερη συνάντηση, ενώ η πρώτη λειτούργησε ως πρόβα τζενεράλε. Η παραστατικότητα της περιγραφής της μέρας της δολοφονίας, 20 Αυγούστου 1940, σού κόβει την ανάσα. Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι ότι ο Ραμόν σώθηκε χάρη στον ίδιο τον Τρότσκι, που καθώς ψυχορραγούσε, επέμενε να μην σκοτώσουν τον δολοφόνο του (απαιτώντας από τους σωματοφύλακες να πάψουν να χτυπάνε, αφού ήταν απαραίτητο να τον αναγκάσουν να μιλήσει). Και, ασφαλώς, δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως δολοφόνο, αλλά ως ήρωα.

Requiem

Έτσι ονομάζεται το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου ο συγγραφέας πάλι μας εκπλήσσει. Αφηγητής εδώ είναι ένας φίλος του Ιβάν, στον οποίο είχε εμπιστευτεί όλη την υπόθεση καθώς και τους δισταγμούς του να γράψει την ιστορία, και που μετά τον απροσδόκητα οδυνηρό θάνατο του Ιβάν βρήκε τα χειρόγραφά του. Το εύρημα αυτό μου φάνηκε στην αρχή υπερβολικό, αλλά φαίνεται ότι στο ρέκβιεμ του ο συγγραφέας ήθελε να περιλάβει και τον ίδιο τον –πλαστό- συγγραφέα, δίνοντας ίσως μια διάσταση, αν όχι του «θανάτου του συγγραφέα», της σχετικότητας που συνοδεύει την αφήγηση.
Το τέλος του Ιβάν ήταν επίσης και το τέλος του κόσμου μου και του τέλους τόσων ανθρώπων με τους οποίους μοιραστήκαμε τον τόπο και την εποχή μας, λέει ο τελευταίος, ανώνυμος Κουβανέζος αφηγητής. Όπως γράφει και ο ίδιος ο Ιβάν στα χειρόγραφα που βρέθηκαν, το σίγουρο ήταν ότι διαβάζοντας και γράφοντας για το πώς είχε διαστραφεί η μεγαλύτερη ουτοπία που είχε ποτέ ο άνθρωπος, καταδυόμενος στις κατακόμβες μιας ιστορίας που έμοιαζε με έργο ανθρώπων μεθυσμένων από την εξουσία, τη λαχτάρα για ιστορική υπέρβαση (…) ήμουν πεισμένος ότι η άσκηση διάσωσης μιας μνήμης εντέχνως εξαφανισμένης είχε μεγάλη σχέση με την ευθύνη μου για τη ζωή, ή για να το πω καλύτερα, τη ζωή μου: αν η μοίρα μου με είχε κάνει θεματοφύλακα μιας ιστορίας απάνθρωπης και παραδειγματικής, το καθήκον που είχα ως άνθρωπος ήταν να τη διατηρήσω, να την πάρω μακριά από το παλλιροϊκό κύμα της λήθης.
Κάτι που και ο ίδιος ο –πραγματικός(!) – συγγραφέας, λέει στο σημείωμα του τέλους:
«Θέλησα να πραγματευτώ τη διαστροφή της ουτοπίας του 20ου αι., αυτής της διαδικασίας στην οποία πολλοί επένδυσαν τις ελπίδες τους και τόσοι από μας έχουμε χάσει όνειρα, χρόνια, ακόμα και αίμα και ζωή».
Χριστίνα Παπαγγελή




[1] Ο Λέον Τρότσκι αγαπά κι αυτός ιδιαίτερα τα σκυλιά. Όμως, ο «άνθρωπος που αγαπά τα σκυλιά» είναι ο Ραμόν, ο μυστηριώδης αφηγητής της ιστορίας, της οποίας θεματοφύλακας ορίζεται ο Ιβάν που τη συνέγραψε.
[2] Ο Στάλιν βράβευσε την Καριδάδ για τη συμμετοχή της στη δολοφονία του Τρότσκι, σύμφωνα με τη wiki- pedia
[3] Το σημαντικό δίλημμα της στιγμής ήταν: πόλεμος με επανάσταση ή πόλεμος με νίκη αλλά χωρίς επανάσταση;
[4] Αντρέου Νιν: ηγέτης του POUM, του τροτσκιστικού κόμματος της Ισπανίας