Τετάρτη, Φεβρουαρίου 20, 2013

Για την αγάπη της γεωμετρίας, Σώτη Τριανταφύλλου


Απλώς χόρευα. Χόρευα με τον εαυτό μου.
Χόρευα όπως ο Ζορμπάς, όπως ο Ζαρατούστρα.
Χόρευα υπερβαίνοντας τα χρώματα.
Οι ευτυχέστερες στιγμές της ζωής μου ήταν -είναι- χορευτικές.

          Ήταν 5 Ιουλίου του 1971: δεν ήταν 3 Ιουλίου∙ θα το θυμόμουν∙ Στις 3 πέθανε ο Τζιμ Μόρρισον.
Αυτές οι πρώτες σειρές του μυθιστορήματος σε βάζουν κατευθείαν στο πνεύμα. Πρόκειται για το «πικρότατο χρονικό της νιότης», όπως λέει το οπισθόφυλλο, της νιότης της Τριανταφύλλου προφανώς, που μεγάλωσε τη δεκαετία του ’60, ζώντας ως παιδί τη χούντα και  τη μεταπολίτευση στην Αθήνα. Μια εποχή με ιδιαίτερες πολιτικές αντιφάσεις, έντονη αστικοποίηση  και ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας.
            Ηρωίδα η Ανατολή Μπότσαρη, ένα νεαρό κορίτσι που αφηγείται  τη ζωή της με την εφηβική ειλικρίνεια που σπάει κόκαλα, σχολιάζοντας τον κόσμο των μεγάλων, κόσμο που δημιουργεί ερωτηματικά  όταν δεν πληγώνει. Μια αιώνια έφηβη μιας και με τα ίδια πάθη βλέπει τον κόσμο μέχρι το 2000 όπου φτάνει η εξιστόρηση. Το  ύφος, που θυμίζει κάτι από το πικρό ύφος του Ταχτσή και την αφοπλιστική οξυδέρκεια του μικρού Νικόλα, κάτι από Αρτ Γκόθικ και street novels (θα πιάσω δικό μου σπίτι, ή θα ταξιδέψω με ωτοστόπ∙ θα γυρίσω τον κόσμο ζητιανεύοντας με τον αντίχειρα απλωμένο στις εθνικές οδούς. Θα πάω στο Τορρεμολίνος και στο Νεπάλ/ο Παύλος πίστεψε σ’αυτήν τη ρευστότητα, την απουσία «συστήματος» από τη ζωή της Ανατολής), μας μεταφέρει στην εποχή των λουλουδιών και της ροκ επανάστασης, της αυτονόμησης της νεολαίας και της συνειδητοποίησης του σύγχρονου όρου «χάσμα των γενεών».  Η Ανατολή δίνει ανάγλυφα τα πορτρέτα των δικών της ανθρώπων, εστιάζοντας φυσικά στους μεγαλοαστούς γονείς της με το αριστερό παρελθόν… Κρατά μια απόσταση ασφαλείας, σε βαθμό που νιώθει κάποιες φορές την ανάγκη να εξαφανίσει τους γονείς της.  Ο πατέρας «αριστερός του γλυκού νερού», με ιστορικό στη Μακρόνησο, νοσταλγός των ηρωικών αγώνων της αριστεράς παρόλη τη δήλωση μετανοίας, είναι μεγαλοδικηγόρος με διαμέρισμα πίσω απ το Χίλτον, εξοχικό, γνωριμίες, γκουβερνάντα, οικιακή βοηθό. Συντηρητικός, φαλλοκράτης, μοιράζει χαστούκια στη γυναίκα του και  στην Ανατολή (μετά από ένα τέτοιο βίαιο επεισόδιο, ο μικρός γιος έπαψε να μιλάει), και γρήγορα η Ανατολή καταλαβαίνει ότι δεν ήξερε τι πίστευε: ήξερε τι έπρεπε να πιστεύει, ήξερε ότι έπρεπε να το πιστεύει με αδιαλλαξία, με μένος, με πάθος και βάθος, δεν ήξερε όμως τι πίστευε.

            Έτσι η Ανατολή, έξυπνη, παρατηρητική, αντισυμβατική, βιώνει διαρκώς μια σύγκρουση, ζώντας σ’ ένα ουσιαστικά εχθρικό ή, τουλάχιστον, ακατανόητο περιβάλλον. Βλέπει  με αηδία ή με απάθεια τους συμβιβασμούς και τις αντιφάσεις στην πολιτική στάση των ενήλικων (υπακοή στο κόμμα, κάτεργα και Σιβηρία, αυτοκτονία Μαγιακόβσκι, διάσπαση ΚΚΕ, χούντα, «ό, τι κάνω το κάνω για την οικογένειά μου» κλπ) και καταφεύγει στη μουσική και στη γεωμετρία (η γλυπτική μου φαινόταν σαν τα μαθηματικά: αυστηρή, ψυχρή και τέλεια). Αυτή η  προτίμησή της, φυσικά, είναι αφορμή καυγάδων, εφόσον οι γονείς της την ωθούσαν στη νομική. Άλλωστε είναι η εποχή όπου πάσχιζαν να πείσουν τις μαθήτριες του Παρθεναγωγείου ότι τα μαθηματικά ήταν αναγκαίο κακό.
            Οι καυγάδες επεκτείνονται και σ’ άλλα θέματα. Το σχολείο ήταν για μένα, όπως η οικογένεια, ένα πεδίο μάχης. Ένα πεδίο μάχης για την καρδιά μου. Είναι το μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Μια απόπειρα αυτοκτονίας την οδηγεί σε αναμέτρηση με τον ψυχίατρο, περιπέτεια που την δυναμώνει και την οδηγεί σε βαθύτερη αυτογνωσία. Διαψεύδεται  για άλλη μια φορά στην –πρώτη- ερωτική σχέση με τον γείτονα και συμμαθητή της Παύλο για να καταλήξει σε γάμο με τον «ορθόδοξο» κομμουνιστή, Μιχάλη, όπου η βία κορυφώνεται, λεκτική και σωματική.
            Για άλλη μια φορά, η αίσθηση της βίας προέκυπτε από μια υπερβολικά περίπλοκη κατάσταση. Ντρεπόταν για τις φρικαλεότητες ανάμεσα σε κείνη και τον Μιχάλη. Είχε φύγει από το σπίτι των Μποτσαραίων για να γλυτώσει από μια βάναυση οικογένεια -«θα γίνει η μάχη στο Κακοσάλεσι!»- κι από τους εξευτελισμούς∙  αλλά δεν είχε γλυτώσει. Με τον Μιχάλη έφτασαν σιγά σιγά, βαθμιαία,  στην απειλή της βίας και τον ξυλοδαρμό.
            Η γεωμετρία (όπως και τα αγωνιστικά αυτοκίνητα, η ροκ μουσική, κλπ) είναι το μεγάλο αντίδοτο σε όλα αυτά και σε πείσμα όλων, η Ανατολή στο τέλος διακρίνεται. Όπως λέει η ίδια η συγγραφέας  σε συνέντευξή της «η γεωμετρία, τα μαθηματικά είναι ο μοναδικός χώρος όπου υπάρχει δικαιοσύνη. Όταν λύνεις την άσκηση, λύνεις την άσκηση. Το σωστό είναι σωστό και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Πουθενά δεν υπάρχει περισσότερη δικαιοσύνη από τις θετικές επιστήμες». Κατάφερε να πάει στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης έχοντας κερδίσει χρυσό μετάλλιο στην Ολυμπιάδα των Μαθηματικών, αλλά δεν κατάφερε βέβαια να αποδείξει την εικασία του Πουανκαρέ. Έκανε το λάθος των κυκλικών επιχειρημάτων, το λάθος που παγιδεύει όλους τους μαθηματικούςέχω κάνει λάθος… ένα μικρό λάθος είναι χειρότερο από ένα μεγάλο λάθος…»
            Έτσι, η ιστορία της Ανατολής φτάνει μέχρι το 2000, αλλά δε φαίνεται να χάνει τη νεανική της ορμή:
            Να τι θέλω: ένα σπίτι δίπλα στον ωκεανό∙ ποτέ δεν είχα δικό μου σπίτι-ένα σπίτι σε μια παραλία με άσπρη άμμο… Ίσως πάω να ζήσω στη Νέα Υόρκη∙ αν και παραείμαι μεγάλη πια∙ θέλω να πω στη Νέα Υόρκη, όταν δεν είσαι πολύ νέος, κινδυνεύεις να σπάσεις κανένα γοφό. (…) Τα χελιδόνια δεν έρχονται πια∙ χάθηκαν μαζί με τις πυγολαμπίδες∙ τα τρομοκρατικά χτυπήματα γίνονται όλο και συχνότερα. Κι εγώ δεν είμαι πια αυτή που ήμουν. Όσο περνάει ο καιρός μοιάζω όλο και λιγότερο σ’ αυτό που ήμουν. 


Χριστίνα Παπαγγελή