Δευτέρα, Φεβρουαρίου 27, 2012

Για εραστές και κλέφτες, Πέδρο Θαραλούκι (Pedro Zarraluki)

Κανείς δεν ακούει μόνο τους δικούς του παλμούς∙
θα ήταν ανυπόφορο αν η ζωή ήταν μόνο ο εαυτός σου.



Πολύ ευχάριστη έκπληξη ήταν για μένα το μικρό αυτό βιβλιαράκι. Προσελκύει τον αναγνώστη μ’ έναν εσωτερικό τρόπο, αλλά και με το μεστό και παιχνιδιάρικο ύφος που έχει ο αφηγητής. Η ματιά του είναι τόσο μοναδική, που θα μπορούσε να χει ενδιαφέρον σ’ ένα οποιοδήποτε πλαίσιο, με μια οποιαδήποτε πλοκή.
Παρόλ’ αυτά και
η υπόθεση έχει ένα μοναδικό ενδιαφέρον γιατί, ενώ είναι πολύ απλή στη δομή της, δίνει τη δυνατότητα στο συγγραφέα να εμβαθύνει σ’ ένα θέμα που έγινε πολύ επίκαιρο και αμφισβητήσιμο, τη σχέση του συγγραφέα αλλά και του αναγνώστη με το λογοτεχνικό έργο: ένας σημαντικός εκδότης καλεί για τέσσερις μέρες στο εξοχικό του έξι συγγραφείς (και μια γραμματέα) για να γιορτάσει τα γενέθλιά του. Για δώρο τούς ζητά να γράψουν επί τόπου ένα διήγημα με θέμα την παρεξήγηση. Την ιστορία μάς αφηγείται ο… «μάγειρας», ένας φιλοπερίεργος και βιβλιόφιλος νεαρός, που αντικαθιστά έκτακτα την κανονική μαγείρισσα. Αυτό είναι το περίγραμμα.
Η αναποφασιστικότητα του πρωταγωνιστή/αφηγητή είναι το πρώτο στοιχείο του χαρακτήρα του που προβάλλεται (εμένα με συμπαθούσε. Έλεγε ότι το καλύτερο στοιχείο του χαρακτήρα μου ήταν η αναποφασιστικότητά μου. (…) η αναποφασιστικότητα είναι ένα είδος πνευματικής διαύγειας). Το στοιχείο αυτό επηρεάζει ακόμα και τον τρόπο που… κόβει τα πράσα (όπως πάντα, ταλαντεύτηκα, γιατί αναρωτιόμουν πού τελείωνε το τρυφερό μέρος και πού άρχιζε το άχρηστο. Το κόψιμο με το μαχαίρι συνεπαγόταν μια ευθυκρισία λιθοχαράκτη, που, όπως όλες οι αποφάσεις, μου φαινόταν υπερβολικά τελεσίδικη.(…) Ο πατέρας μου απελπιζόταν μ’ αυτή μου την αναποφασιστικότητα. Εκείνος καθάριζε τα μαρούλια, έκοβε τα πράσα-και τα φρέσκα κρεμμυδάκια- με σιγουριά. Εγώ έπρεπε να το μελετήσω, όπως μελετάει κανείς τις λέξεις με τις οποίες θέλει να εκφράσει μια ιδέα γεμάτη αποχρώσεις). Φαίνεται ξεκάθαρα ότι το στοιχείο αυτό είναι συνυφασμένο με την αποστασιοποιημένη του στάση και την περιέργεια, που τον κάνει να αντικρίζει με παρθένα ματιά αλλά και μεγάλη διεισδυτικότητα τα πάντα. Έτσι, παρακολουθούμε τις παρατηρήσεις, τους συνειρμούς, τα αποτυπώματα ενός υπερευαίσθητου δέκτη, που περιγράφει/«αναγιγνώσκει»/ερμηνεύει τους ειδικούς καλεσμένους του Πάκο (υπάρχουν λίγες απολαύσεις μεγαλύτερες από το να αισθάνεσαι στο περιθώριο της ζωής, σαν πνεύμα, σαν άνεργος κατάσκοπος, σαν μυγάκι που κάθεται στην εξωτερική πλευρά του τζαμιού και που κανείς δεν του δίνει σημασία, να είσαι αόρατος ή αδιάφορος για τους άλλους, να μπορείς να στέκεσαι και να κοιτάς δίχως να έχεις κανένα λόγο, χωρίς να τρέφεις άλλη φιλοδοξία πέρα από το να παρατηρείς πώς κινείται ο κόσμος).
Το δεύτερο στοιχείο που προβάλλεται, με μια δόση χιούμορ και πιστεύω ότι κι αυτό σχετίζεται με την παρθένα, νεανική ματιά, είναι η αμηχανία του νεαρού αφηγητή μπροστά στα κορίτσια. Αυτή η αμηχανία, σε συνδυασμό με την αυτοσαρκαστική αντιμετώπισή της, δημιουργούν έναν απολαυστικό συνδυασμό.

Οι ήρωες-συγγραφείς σκιτσάρονται με πολύ αδρές αλλά χαρακτηριστικές γραμμές και συνθέτουν μια ομάδα με αρκετά ισχυρούς δεσμούς, με διαπροσωπικές σχέσεις που μπλέκονται (ειδικά μεταξύ αντρών και γυναικών). Ο ήρωάς μας, με τη δικαιολογία του μάγειρα/υπηρέτη, έχει το άλλοθι να μπαινοβγαίνει ελεύθερα σε χώρους όπου η αδιακρισία περισσεύει και να συλλέγει στοιχεία που να ερμηνεύουν τη βαθύτερη φύση των σχέσεων αυτών και των συγκρούσεων.
Πρώτα πρώτα προσελκύεται, όπως γράφει, από την αχαλίνωτη απληστία του εκδότη, την απελπισμένη αγωνία με την οποία προσπαθούσε να τα δει και να τα δοκιμάσει όλα:
Εκείνη την εποχή εγώ πίστευα ότι η ζωή –η καλή ζωή- ήταν η διαρκής ικανοποίηση μιας αδηφάγου λαχτάρας και όχι μια μακροχρόνια ξεκούραση, την οποία θα απολάμβανα, έτσι κι αλλιώς, όταν θα έφτανε η στιγμή.

Γοητεύεται με διαφορετικό τρόπο από τις τρεις γυναίκες της παρέας, αλλά νιώθει ιδιαίτερη ταραχή από την ανεπιτήδευτη και δροσερή Πολίν (γραμματέα του Ουμπέρτο), που με τον τρόπο της έχει γοητεύσει όλους τους άντρες της παρέας.
Η Ντολόρες, βυθισμένη σ’ έναν καναπέ, παρατηρούσε την Πολίν λες και στη γραμματέα κρυβόταν ένα αίνιγμα που την ταπείνωνε χωρίς να την εκθέτει, μια ιδιότητα –ή από τη φύση της ή από άγνοια- οριστικά αξιοζήλευτη. Η Πολίν δεν είχε πάρει είδηση την αναλυτική εξέταση στην οποία υποβαλλόταν. Αυτό αποτελούσε μέρος, βεβαίως, του ιδίου αινίγματος που η Ντολόρες επιδίωκε να ξεδιαλύνει: από την Πολίν έλειπε τελείως εκείνη η μόνιμη ετοιμότητα που μας κάνει να στρεφόμαστε όταν κάποιος μας κοιτάζει. Και ήταν έτσι, επειδή δεν την ένοιαζε αν την παρατηρούσαν. Κανένας μηχανισμός δεν έμπαινε σε κίνηση μέσα της, λες και όλα σ’ εκείνη -από την κόμμωση ως την κούραση ή την ταπείνωσή της- αποδέχονταν ότι δεν ήταν δυνατόν να είναι κανείς κάτι περισσότερο από αυτό που είναι σε κάθε δεδομένη στιγμή. Η Πολίν, όπως τα ζώα, δεν είχε δημόσια εικόνα.


Γοητευτική, αλλά με διαφορετικό τρόπο, βρίσκει και την Ντολόρες (είχε αφήσει να πέσει το μπράτσο της σε μια στάση τόσο νωθρή και τόσο χαριτωμένη συγχρόνως, που για ένα διάστημα συνήθιζα να τη μιμούμαι κάθε φορά που καθόμουν, πράγμα που με ανάγκαζε να στέκομαι πάντα πάρα πολύ άβολα και να μοιράζω τα κασόνια του παντοπωλείου με τους ώμους μου σχεδόν εξαρθρωμένους. Κι αυτό γιατί η χάρη της Ντολόρες, όπως όλες οι αληθινές χάρες, φάνταζε σαν εξέγερση ενάντια στις κανονικές κινήσεις της ανατομίας).
Ξεκαρδιστικές είναι οι αναφορές στον Φάμπιο (ο Φάμπιο συμπεριφερόταν μ’ έναν τρόπο ριζικά αντίθετο από της γραμματέα: τα έκανε όλα έχοντας συνείδηση ότι τον παρατηρούσαν. Η αλήθεια είναι ότι κάπου κάπου γινόταν γελοίος μ’ εκείνη την εμμονή του να εκφράζει επακριβώς αυτό που αισθανόταν. Αν έφτανε κάπου εξαντλημένος, σωριαζόταν στην καρέκλα σα να είχε πρόθεση να τη σπάσει, κλπ. η περιγραφή των χειρονομιών του ήταν σαν την περιγραφή μιας πραγματείας πάνω στο τι δεν πρέπει να γίνεται στην υποκριτική. Στην πραγματικότητα, αυτή ήταν η δική του μέθοδος για την αναζήτηση μιας ποιητικής γλώσσας. (…) ακόμα κι όταν ήταν μόνος του, προσποιούνταν αυτό που πράγματι έκανε).
Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί πολύ εκτεταμένα στις παρατηρήσεις του αφηγητή για τους φιλοξενούμενους, και ειλικρινά, δεν ξέρω ποια αποσπάσματα να πρωτοδιαλέξω, γιατί όλο το κείμενο έχει ξεχωριστό ύφος και άξιο λόγου περιεχόμενο. Κάποια στιγμή όμως, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι η πραγματική πρωταγωνίστρια, πέρα από τον αφηγητή, είναι η ίδια η γραφή. Η πλοκή το αναδεικνύει εύκολα αυτό, εφόσον οι συμπρωταγωνιστές είναι συγγραφείς και μιλούν για το έργο τους (εν προκειμένω το διήγημα που γράφουν) που είναι εν γενέσει, και τόσο διαφορετικό του ενός από του άλλου. Αφηγούνται τις σύντομες ιστορίες τους και συζητούν (όχι πολύ σχολαστικά) γι αυτές. Παράλληλα, ο ήρωας-αφηγητής-παρατηρητής «διαβάζει» (και «γράφει» επομένως) τον κόσμο με τον δικό του τρόπο, τον παρθένο και νεανικό, με την αυθεντικότητα αυτού που δε θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα (μάλλον το αντίθετο, διαφωνώντας ως προς αυτό με τον φίλο του και εκδότη):
Ας μην σκεφτεί κανείς ότι με είχε πιάσει η επιθυμία να γράψω, τουλάχιστον έτσι, εξαρχής. Εξακολουθούσε να μου φαίνεται ένας απώτατος σκοπός κοπιαστικός και πολύ λιγότερο ανταποδοτικός από το να μαγειρεύω φασόλια με λουκάνικα, για παράδειγμα. Το ζήτημα ήταν ότι με έκαναν να πλήττω οι ψυχικές μου καταστάσεις, με κούραζαν λόγω μονοτονίας και υπερβολικής διαφάνειας. Δεν έβρισκα κανένα ενδιαφέρον στο να νιώσω ακόμα μια φορά θλιμμένος ή χαρούμενος, άβουλος ή μπερδεμένος. Ωστόσο, εκείνη τη νύχτα, ήθελα πράγματι να μοιάσω στον Σάλιντζερ, να εκφραστώ τουλάχιστον έχοντας απέναντί μου τον εαυτό μου, με τη σαφήνεια που το έκανε εκείνος. Εκείνη τη νύχτα, έθεσα στον εαυτό μου το ζήτημα ότι όλα θα ήταν πολύ διαφορετικά εάν ήμουν ικανός να αποκαλύψω τις αποχρώσεις κάθε ψυχικής κατάστασης, να τις ανακαλύψω με ακρίβεια, να τις αναγνωρίσω, αναδεικνύοντάς τες σε μια και μοναδική αίσθηση, ανεπανάληπτη. Έθεσα το ζήτημα του να ζει κανείς κάθε στιγμή με διαφορετικό τρόπο, όσο κι αν εγώ ήμουν μονότονα ο εαυτός μου.

Τέτοιου είδους παρατηρήσεις και διανοητικά πειράματα (π.χ. προσπαθεί να περιγράψει με διαφορετικούς τρόπους μια κρυστάλλινη σφαίρα που χρησιμοποιούσε σαν πρες παπιέ) διανθίζουν την καθημερινότητα των τεσσάρων ημερών, όπου η αφήγηση/εξιστόρηση έχει πρωταρχική σημασία. Η φράση που ξεστομίζει π.χ. ένας από τους συγγραφείς «η ζωή είναι σκατά» έκανε να καταρρεύσει η υπολογισμένη, μαροκινή αποστασιοποίησή μου, γράφει ο ήρωας. Αυτό που είμαστε ικανοί να περιγράψουμε, αναστοχάζεται στη συνέχεια, είναι μια τηλεγραφική περίληψη αυτού που νιώθουμε στ αλήθεια και αναρωτιέται με μεγαλειώδη ειλικρίνεια μήπως το πραγματικά σημαντικό μπορεί να εκφραστεί μόνο μέσω τετριμμένων, έτοιμων προτάσεων: «σ’ αγαπώ πιο πολύ κι απ’ τη ζωή μου», «ο χρόνος θα με δικαιώσει», «η ζωή είναι σκατά» κλπ.

Τέλος, μπορεί κανείς να προσμετρήσει ως εύρημα του Θαραλούκι το ότι ο νεαρός αυτοδίδακτος μάγειρας έχει μια γνήσια στόφα «συγγραφέα» σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τους επαγγελματίες φιλοξενούμενους του μεγαλοεκδότη∙ έλκεται από ένα είδος «αφηγηματικού μαγνήτη» όπως λέει και ο ίδιος, πράγμα που επισφραγίζεται από τα παρακάτω σημαδιακά, κατά τη γνώμη μου, λόγια:
Υπάρχει μια συνέχεια που δεν εξαρτάται από το χρόνο, αλλά από την προσοχή που αφιερώνει κανείς στα πράγματα. Πρέπει να παρατηρεί κανείς τον κόσμο και να τον διαβάζει, όπως διαβάζει κάποιος ένα βιβλίο, όπως κάποιος αποκωδικοποιεί τις οδηγίες για να προγραμματίσει το βίντεο, όπως ο υποχονδριακός που ξαναδιαβάζει τις αντενδείξεις του ακετυλοσαλικυλικού οξέος, όπως αυτός που απομνημονεύει ένα ερωτικό γράμμα ή όπως αυτός που συλλαβίζει ξανά και ξανά το όνομα που είναι χαραγμένο στην ταφόπλακα ενός πεθαμένου φίλου του. Πρέπει επίσης κανείς να διαβάζει τα βλέμματα και τις χειρονομίες, τις σιωπές, τις απουσίες. Πρέπει να διαβάζει τις κόρες των ματιών και τα χέρια, τα ίχνη. Πρέπει να τα διαβάζει όλα, γιατί σ’ αυτό το σύμπαν που απλώνεται γύρω μας, όλα αναπτύσσονται και προς τα μέσα. Κι αυτό είναι το μοναδικό που μπορούμε να κατανοήσουμε.


Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 13, 2012

Το πρόβλημα Σπινόζα, Ίρβιν Γιάλομ

Ένα ακόμα «μυθιστόρημα ιδεών», όπως το ονομάζει κι ο ίδιος ο συγγραφέας, είναι το τελευταίο του αυτό βιβλίο, με επίκεντρο τη ζωή και τις ιδέες του Μπαρούχ Σπινόζα, του γενναίου στοχαστή του 17ου αιώνα που έζησε τόσο μόνος –χωρίς οικογένεια, χωρίς κοινότητα- και τα βιβλία του άλλαξαν στ’ αλήθεια τον κόσμο. Aυτό που είδαμε να ισχύει και για τα άλλα τα μυθιστορήματα ιδεών του Γιάλομ («Όταν έκλαψε ο Νίτσε», «Η θεραπεία του Σοπενάουερ») ισχύει κι εδώ ακόμα περισσότερο: ο στόχος της γραφής δεν είναι να αναδειχτεί η ζωή ή η σκέψη των συγκεκριμένων φιλοσόφων, δεν πρόκειται δηλαδή για απλά «ιστορικά μυθιστορήματα», για φιλοσοφικές πραγματείες ούτε φυσικά για βιογραφίες. Δεν απευθύνεται σε αναγνώστες που θέλουν με ευχάριστο τρόπο να εξοικειωθούν με τη σκέψη του Νίτσε ή του Σοπενχάουερ (αν κι αυτό επιτελείται σε δεύτερο όμως πλάνο) κι έτσι κάποιος γνώστης ή λάτρης του έργου π.χ. του Νίτσε ή του Σπινόζα μπορεί να απογοητευτεί. Ο Γιάλομ θέτει με μυθιστορηματικό τρόπο, εξαρχής, ένα φιλοσοφικό «πρόβλημα», ένα ψυχοκοινωνικό και πανανθρώπινο πρόβλημα που ιστορικά αναδείχτηκε σε συνάφεια με τους συγκεκριμένους φιλοσόφους, και με αφορμή ένα «επεισόδιο» από τη ζωή τους διερευνά την απάντηση. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πρόβλημα αυτό είναι το «πρόβλημα Σπινόζα».
"Για τη διερεύνηση του προβλήματος Σπινόζα" οι ναζί, και συγκεκριμένα ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, ο βασικός αντισημίτης ιδεολόγος του ναζισμού (υπαρκτό πρόσωπο, και κάθε αναφορά στο πρόσωπό του είναι ιστορικά τεκμηριωμένη), φρόντισαν να διασωθούν τα βιβλία, η προτομή κι ένα πορτρέτο του Σπινόζα, τρεις αιώνες περίπου μετά το θάνατο του τελευταίου. Για κάποιο απίστευτο λόγο, αυτός ο αδίστακτος και φανατικός διώκτης των Εβραίων έκανε τα αδύνατα δυνατά ώστε να μη χαθούν τα βιβλία και τα προσωπικά αντικείμενα τού –εβραϊκής καταγωγής- Σπινόζα από τη λαίλαπα του ναζισμού.

Η προσωπικότητα του Σπινόζα αναστάτωσε την κοινωνία της εποχής του, την εβραϊκή κοινότητα στο ολλανδικό φιλελεύθερο καθεστώς (των αδερφών de Witt) του 17ου αι.: αρχικά, η σταθερότητα και η επιμονή με την οποία υποστήριζε τις «αιρετικές» για την εβραϊκή κοινότητα ιδέες του, με κόστος την αποπομπή του και τη σκληρή απομόνωσή του. Και στη συνέχεια οι ριζοσπαστικές αντιλήψεις του για τη σχέση εκκλησίας- κράτους, για τη φύση του θεού, για την ηθική. Σύμφωνα με τον Γιάλομ, οι αντιλήψεις του για τη σχέση λογικής και παθών προετοιμάζουν τη γέννηση και ανάπτυξη της ψυχιατρικής και ψυχαναλυτικής αντίληψης, δυο αιώνες αργότερα.
Το νέο κύμα της ψυχαναλυτικής σκέψης που ασπαζόταν ο Φρήντριχ συμφωνούσε με τον Σπινόζα ότι το μέλλον καθορίζεται απ’ όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν, από τη σωματική και ψυχολογική μας συγκρότηση - τα πάθη μας, τους φόβους, τους στόχους μας∙ το ταμπεραμέντο μας, την αγάπη μας για τον εαυτό μας, τη στάση μας απέναντι στους άλλους.
Και στη σελ. 146, ο ψυχίατρος Πφίστερ ομολογεί:
Ένα από τα πράγματα που μ’ αρέσουν στην Ψυχολογία είναι ότι ρέπει προς την Φιλοσοφία, αντίθετα με κάθε άλλο κλάδο της Ιατρικής. Όπως ο φιλόσοφοι, έτσι κι εμείς οι ψυχίατροι βασιζόμαστε στη λογική διερεύνηση. (…) Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι ο κλάδος μας ξεκίνησε από τον Σπινόζα, ο οποίος πίστευε ότι τα πάντα, ακόμα και τα συναισθήματα και οι σκέψεις έχουν μία αιτία που με την κατάλληλη διερεύνηση μπορεί να αποκαλυφθεί. Η αγάπη για τη φιλοσοφία υπαγορεύει ότι μπορούμε να εξετάσουμε τη λογική βάση κάθε σκέψης και πεποίθησης.
Ίσως αυτό ήταν και το βαθύτερο κίνητρο συγγραφής του συγκεκριμένου βιβλίου από τον ψυχίατρο συγγραφέα, και σ’ αυτό το σημείο υπάρχει εσωτερική μια συνάφεια με το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε[1]

Ποιο όμως είναι το «πρόβλημα» Σπινόζα; Ποια ήταν η πηγή δύναμης του ανθρώπου αυτού που αγωνίστηκε να κατακτήσει την πνευματική ελευθερία με τίμημα την αποπομπή του από την εβραϊκή συναγωγή; Ποια στοιχεία της διδασκαλίας του και της –παραδειγματικής- ζωής του έκαναν τον Γκαίτε να αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της αυτοβιογραφίας του στον Σπινόζα και να κουβαλάει το βιβλίο της Ηθικής επί ένα χρόνο συνέχεια μαζί του; Τέλος, ποιο ήταν το κίνητρο του υπερφανατικού αντισημίτη Ρόζενμπεργκ να περισώσει τα βιβλία και να ανατρέχει μέχρι τέλους στη φιλοσοφική θεωρία του Σπινόζα, τριακόσια χρόνια μετά τον θάνατο του τελευταίου;

Η απάντηση φυσικά μέσα στο μυθιστόρημα χτίζεται σιγά σιγά και αριστοτεχνικά. Ο Γιάλομ επινοεί μια πλοκή σε δυο χρονικά επίπεδα, πράγμα που του επιτρέπει να διαφανεί σε όλο της το εύρος η προσωπικότητα αλλά και η εμβέλεια του πρωταγωνιστή του. Μεταφερόμαστε λοιπόν, κεφάλαιο το κεφάλαιο, μια στην εποχή του Σπινόζα και μια στην εποχή της ανόδου του ναζισμού. Πέρα από τα ιστορικά πρόσωπα (συγγενείς του Σπινόζα, ναζιστές ανάμεσά τους καθοριστικής σημασίας και ο Χίτλερ), δυο τρία πλαστά πρόσωπα, ο Γιάκομπ αλλά βασικά ο Φράνκο (μαθητής και στη συνέχεια φίλος του Σπινόζα), και ο Φρήντριχ Πφίστερ (οικογενειακός φίλος του Ρόζενμπεργκ και ψυχίατρος), δίνουν το πλαίσιο στο συγγραφέα ώστε να ξεδιπλώσει με αληθοφάνεια και διαλεκτικό τρόπο την προσωπικότητα του ήρωά του. Όπου θα δοθεί κι ένα είδος «απάντησης» σ΄ αυτό που ονομάστηκε «πρόβλημα Σπινόζα».

Αφορισμός από την εβραϊκή κοινότητα του Άμστερνταμ

Παρακολουθώντας κανείς την απομόνωση όπου οδηγήθηκε βήμα βήμα ο Σπινόζα μέχρι το χέρεμ, την κήρυξή του δηλαδή ως αποσυνάγωγου και την αποπομπή του, μένει κατάπληκτος από το πόσο καταναγκαστικοί ήταν οι δεσμοί της εβραϊκής κοινότητας την εποχή εκείνη και πόσο σκληροί οι όροι του αφορισμού. Μεγαλωμένος από έναν θρήσκο πατέρα ώστε να γίνει ένας «από τους πιο σπουδαίους Εβραίους», ήταν παιδί μιας εποχής δεμένης χειροπόδαρα από τη δεισιδαιμονία. Παρόλο που οι Εβραίοι του Άμστερνταμ έχαιραν ασυλίας σε σχέση με άλλες περιοχές (όπου οι Εβραίοι διώκονταν), ή μάλλον ακριβώς γι αυτόν τον λόγο (επειδή ήρθαν διωγμένοι από Ισπανία), οι ψυχολογικοί εκβιασμοί που ασκούνταν στον Σπινόζα για να μην προδώσει την πολύτιμη παράδοση ήταν πάρα πολύ ισχυροί. Οι ακρότητες έφταναν στο σημείο να ρίχνουν ανάθεμα σε περιπτώσεις ανυπακοής ασήμαντες, φερειπείν, επειδή αγόραζε κάποιος κρέας από χασάπη εσκενάζι κι όχι σεφαραδείτη, η δε τελετή μετάνοιας ώστε να επανέλθει ο πιστός στο ποίμνιο ήταν εξωφρενικής σκληρότητας (40 βουρδουλιές σε γυμνή πλάτη, διαπόμπευση και δημόσια ταπείνωση). Αλλά οι πιέσεις προέρχονταν φυσικά κι απ’ το πολύ στενό οικογενειακό περιβάλλον.
Ο Σπινόζα αντιλαμβάνεται ότι ο παραλογισμός της τυπολατρίας κρύβει ουσιαστικά την άσκηση πολιτικού ελέγχου. Κατακρίνει με παρρησία τις αρχές καταδεικνύοντας ότι οι ραβίνοι υποστηρίζουν απόψεις υπηρετώντας σκοπιμότητες (π.χ. να ενισχύσουν την εβραϊκή κοινότητα) κι όχι την πνευματική αλήθεια (βλ. συζήτηση περί ζωής μετά θάνατον). Προσπαθώντας να εξηγήσει τη στάση του στους δυο συνομιλητές του, επικαλείται την ίδια την Τορά (εβραϊκή βίβλος), η οποία περιέχει δύο είδη νόμων: από τη μία τον ηθικό νόμο και από την άλλη και νόμους που σχεδιάστηκαν για να διατηρήσουν το Ισραήλ ενωμένο σαν ένα θεοκρατικό έθνος διαχωρισμένο από τους γείτονές του.
Χρησιμοποιεί τη λογική για να απαλλάξει τη σκέψη του από τις δογματικές αντιλήψεις του εβραϊσμού στα θέματα-ταμπού: περί περιούσιου λαού και περί θεού. Μέσα από τις θερμόαιμες αμφιβολίες του Φράνκο (που αργότερα μαθαίνουμε ότι ήταν παγίδα) ο συγγραφέας μάς δίνει την ευκαιρία να δούμε τις πρωτοποριακές ιδέες του φιλόσοφου, δηλαδή ότι είναι σφάλμα να φανταζόμαστε τον θεό κατ’ εικόνα μας. Θεωρεί ακόμα ότι οι απόψεις που διατυπώνονται στο εβραϊκό σύμβολο της πίστεως είναι γνώμες ανθρώπων που δεν έχουν καμιά σχέση με τους νόμους της Φύσης, η οποία είναι άπειρη και αιώνια και εμπεριέχει κάθε ύλη που υπάρχει στο σύμπαν, δρα σύμφωνα με τακτικούς νόμους που δε μπορεί να εκτοπίσουν κάποια υπερφυσικά μέσα.
(σελ 165):
Είναι ενάντια στη λογική να νομίζουμε ότι μετά θάνατον θα εξακολουθήσουμε να υπάρχουμε όπως είμαστε σήμερα. Το σώμα και η ψυχή είναι δυο όψεις του ίδιου ανθρώπου. Η ψυχή δεν μπορεί να διατηρηθεί μετά το θάνατο του σώματος. Έχει παραιτηθεί απ’ αυτές τις παιδιάστικες ελπίδες και ταυτίζει τον θεό με τη Φύση.
Όπως λέει κι ο ίδιος, σκοπεύει να ζήσει μια θρησκευτική ζωή χωρίς την παρεμβολή καμιάς θρησκείας, κι ελπίζει ότι θα επικρατήσει κάποτε μια οικουμενική θρησκεία («ριζοσπαστικός οικουμενισμός» κατονομάζεται αργότερα).

Οι αντιλήψεις αυτές του Σπινόζα είναι τόσο ακραίες για την εποχή ώστε είναι βέβαιο ότι θα υποστεί ένα πολύ σκληρό χέρεμ. Το γνωρίζει, κι ενώ του δίνεται (κατά τον Γιάλομ) η δυνατότητα να ασπάζεται σιωπηλά τις ιδέες του χωρίς επιπτώσεις, εκείνος αρνείται. Απαρνιέται έναν κόσμο γεμάτο απαγορεύσεις και δόγματα που προσβάλλουν τη λογική του, επιλέγει την ελευθερία έχοντας συνείδηση ότι αυτό έχει όμως ένα τεράστιο κόστος. Ο ψυχολογικός εκβιασμός μεταφέρεται σε προσωπικό και συναισθηματικό επίπεδο στην έσχατη συνάντηση με τα δυο του αδέρφια (η Ρεμπέκα σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε να φύγει. Πλησίασε τον Μπέντο και τον κοίταξε στα μάτια. « Σ’ αγαπώ όπως ήσουν κάποτε μέσα στην οικογένειά μας» είπε και τον αγκάλιασε. «Αυτή τη στιγμή όμως»- τον χαστούκισε δυνατά- «σε μισώ»).

Ο Σπινόζα συνειδητοποιεί πολύ καλά ότι οι επιλογές που διαθέτει είναι και οι δυο φρικτές –ή να συρρικνώσει τον εαυτό του παραιτούμενος από την πιο βαθιά του φύση και βάζοντας χαλινάρι στην περιέργειά του ή να βλάψει τους δικούς του. Όπως όμως λέει κι ο ίδιος, το να έχεις τη συνείδησή σου ήσυχη μετράει, κι όχι να έχεις κακή φήμη. Δε μπορεί να παραιτηθεί από τη λογική, από το δικαίωμα να αμφισβητεί. Για κείνον η ελευθερία της σκέψης είναι «ανεκτίμητο δώρο» κι αυτό του δίνει τη δύναμη να δεχτεί το σκληρό τίμημα.
Γιατί:
Πριν από δυο χρόνια ορκίστηκα να ζω τη ζωή μου μέσα στην αρετή, πράγμα που σημαίνει να μη λέω πια ψέματα. Αν λοιπόν κάποιος μου ζητήσει τη γνώμη μου, θα την πω με ειλικρίνεια.

Έτσι λοιπόν, αυτό το χέρεμ δεν είναι ένα συνηθισμένο χέρεμ (Αυτό το χέρεμ θα είναι διαφορετικό. Γνωρίζω τη διαδικασία των χέρεμ και, αν το κάνουν σωστά, αυτό το χέρεμ δεν θα έχει τέλος. Θα είναι ισόβιο και μη αναστρέψιμο).

Παρότι προετοιμαζόταν χρόνια γι αυτή τη στιγμή, σοκαρίστηκε απρόσμενα από τον πόνο που τον κατέλαβε – τον πόνο του ανέστιου, του χαμένου, τον πόνο εκείνου που γνωρίζει ότι ποτέ δεν θα ξαναπερπατήσει αυτούς τους φορτωμένους αναμνήσεις δρόμους της νεότητάς του κλπ. (…) Σχεδόν όμως αμέσως παρατήρησε πως στο μυαλό του ανέτελλε κι ένα αντίθετο αίσθημα. «Ελευθερία» ψιθύρισε. «Πολύ ενδιαφέρον!» δεν ήταν μια σκέψη που την προκάλεσε∙ αναδύθηκε σαν αντιπερισπασμός στον πόνο της μοναξιάς. Σαν το μυαλό του να πάσχιζε αυτόματα να ισορροπήσει. (…) Ναι, ελευθερία, η ελευθερία είναι το αντίδοτο. Επιτέλους είσαι ελεύθερος από το ζυγό της παράδοσης. Θυμήσου πόσο λαχταρούσες και πάσχιζες να ελευθερωθείς απ’ την προσευχή, από την τελετουργία και τις προλήψεις κλπ. κλπ.

Σπινόζα και Ρόζενμπεργκ

Όπως γράφει ο Γιάλομ στο επίμετρο, η συνάντηση Σπινόζα και Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ (πρόσωπο υπαρκτό, του οποίου τα κυριότερα στοιχεία της ζωής του προέρχονται από ιστορικές πηγές) δεν υπήρξε, είναι μυθοπλασία. «Ιστορία που θα μπορούσε όμως να έχει συμβεί», αν πάρουμε υπόψη ότι αυτός που κατάσχεσε τη βιβλιοθήκη του Σπινόζα τόσο εσπευσμένα, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης- αστραπή στην Ολλανδία, σύμφωνα με υπαρκτό έγγραφο, ήταν αξιωματικός του ειδικού σώματος ERR του Ρόζενμπεργκ.
Η ψυχιατρική ματιά του Γιάλομ μάς ζωγραφίζει με μεγάλη αληθοφάνεια την αποκλίνουσα περίπτωση αυτού του ζηλωτή του ναζισμού και του ρατσισμού, που ήταν θαυμαστής του Χίτλερ και με τον οποίο είχε μια αρρωστημένη σχέση εξάρτησης. Τον παρακολουθούμε από τα πρώτα του σκιρτήματα, από το κολλέγιο ακόμα όταν ήταν δεκάξι χρόνων, όπου έρχεται σε αντίθεση με τους καθηγητές του Κολλεγίου, όταν αυτοί συνειδητοποιούν ότι ο Άλφρεντ εκδηλώνει ισχυρές τάσεις αντισημιτισμού. Με δύσκολο οικογενειακό υπόβαθρο, επηρεάζεται τόσο από τις πρώιμες ναζιστικές αντιλήψεις του Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν[2], που οι καθηγητές του αναγκάζονται να «χρησιμοποιήσουν» αυθεντίες της γερμανικής σκέψης (Καντ, Νίτσε, Γκαίτε) και ειδικότερα, τον θαυμασμό που έτρεφε ο Ρόζενμπεργκ στη «σαφήνεια της γερμανικής σκέψης», στον Γκαίτε, και ο Γκαίτε με τη σειρά του στον εβραίο Σπινόζα. Οι δυο φωτισμένοι καθηγητές αναγκάζουν τον μαθητή τους να απομνημονεύσει αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του Γκαίτε όπου αναφέρεται ότι ο Γκαίτε αναζητούσε στον Σπινόζα το «ηρεμιστικό για τα πάθη του». Όμως η περίπτωσή του αποδεικνύεται αθεράπευτη (το να σκέφτεσαι, το να σκέφτεσαι πραγματικά, ήταν τόσο σκληρή δουλειά, σα να μετακινείς βαριά μπάζα) που του δίνουν το απολυτήριο για να τον ξεφορτωθούν, αποσπώντας τους όμως την υπόσχεση ότι κάποτε θα μελετήσει την ηθική του Σπινόζα. Έτσι λοιπόν, το μυστήριο της πνευματικής επικοινωνίας Γκαίτε- Σπινόζα ακολουθεί τον Ρόζενμπεργκ σ’ όλη του τη ζωή.
Παρακολουθώντας λοιπόν στη συνέχεια -με το μυθιστορηματικό τρόπο που μας δίνει ο Γιαλομ- τη βιογραφία του Ρόζενμπεργκ, βλέπουμε τις μυστικές πτυχές της ανόδου του φασισμού τον 20 αι. Τα αργά βήματα που έχτισαν το οικοδόμημα του Χίτλερ διαγράφονται στην πορεία ζωής του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ (δημοσιογραφική καριέρα στην εφημερίδα Auf gut Deutsch, συμμετοχή στη μυστική ακροδεξιά οργάνωση της Θούλης[3], ίδρυση του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος, γνωριμία με τον Χίτλερ όταν ακόμα ήταν δεκανέας, ονομασία του κόμματος σε «Εθνικοσοσιαλιστικό», έκδοση βιβλίων με αντισημιτικό περιεχόμενο κλπ.) Βλέπουμε καθαρά τα ψυχικά ερείσματα όπου στηρίχτηκε όλη αυτή η τρέλα, όπου φαίνεται ξεκάθαρα η οπτική του Γιάλομ: ο ναζισμός βασίστηκε στο πάθος, στο συναίσθημα ενάντια στους κινδύνους που απειλούσαν τη Γερμανία (κομμουνισμό, εβραίοι, ειρηνιστικό κίνημα και ανυπακοή) από τη μια, και στον ατελή εξορθολογισμό του πάθους αυτού (πρεσβεύω έναν αντισημιτισμό που βασίζεται σε γεγονότα, όχι σε συναισθήματα, ο συναισθηματικός αντισημιτισμός δεν οδηγεί παρά μόνο σε αναποτελεσματικά πογκρόμ. Χρειαζόμαστε έναν ορθολογικό αντισημιτισμό (!!!). η επανάσταση που καθαίρεσε την εστεμμένη κεφαλή της Γερμανίας από την εξουσία δεν πρέπει να ανοίξει την πόρτα στον ιουδαιο- μπολσεβικισμό). Αυτή η θεωρητικοποίηση του συναισθήματος αφορά και την ιδεολογία αλλά και την οργάνωση και την πειθαρχία. Ο ίδιος ο Ρόζενμπεργκ (επομένως και οι όμοιοί του) ήταν έρμαιο παθών που κινητοποιείται από ανεπαρκείς ιδέες και όχι από τις ιδέες που ρέουν από μια αληθινή αναζήτηση για την κατανόηση της φύσης της πραγματικότητας. Και εδώ έχει θέση η διδασκαλία του Σπινόζα.

Είναι ξεκάθαρη αυτή η οπτική και στην κατανόηση του φαινομένου «Χίτλερ».
Είναι άξεστος και χοντροκομμένος έχει πολλά μειονεκτήματα, το ξέρω. Αλλά έχει δύναμη, πολλή δύναμη! Και τα σωστά αισθήματα. Δεν συμφωνείς;
Και αλλού:
Ο τρόπος που μιλούσε σε καθήλωνε. Έπειτα από λίγα λεπτά, όλοι, και το εννοώ, όλοι είχαν μείνει άφωνοι, ήταν απόλυτα καθηλωμένοι στα πύρινα γαλάζια μάτια του και στην κάθε του λέξη. Αυτός ο άνθρωπος έχει το χάρισμα.
Η πίστη και η αφοσίωση του Ρόζενμπεργκ στον Χίτλερ παραμένει ακλόνητη μέχρι το τέλος, παρόλο που ο ίδιος ο Χίτλερ έχει αποστασιοποιηθεί (Άλφρεντ, κάνω μια σκέψη για την αλλαγή συμπεριφοράς απέναντί σου. Νομίζω ότι συνδέεται με την αλλαγή της στάσης του γενικά, με την ανάληψη της πόζας του οραματιστή. Φαίνεται ότι προσπαθεί να αναδημιουργήσει τον εαυτό του, να αποκτήσει υπερφυσικές διαστάσεις).
Αυτή η απομάκρυνση φτάνει στο βαθμό της απόρριψης και στοιχίζει τόσο πολύ στον Ρόζενμπεργκ που παθαίνει «διεγερτική κατάθλιψη». Τότε έρχεται ξανά σ’ επαφή με τον οικογενειακό φίλο και ψυχίατρο Πφίστερ (μυθοπλασία) και ανατρέχει στο «πρόβλημα Σπινόζα»…

Το πρόβλημα Σπινόζα

Αυτό λοιπόν θέλω από σένα.
Θέλω αυτό που πήρε ο Γκαίτε από τον Σπινόζα.
Θέλω ένα ηρεμιστικό για τα πάθη μου.

Χρησιμοποιώντας σαν εργαλείο τη σκέψη του Σπινόζα, ο Πφίστερ επισημαίνει στον Ρόζενμπεργκ ότι η σχέση του με τον Χίτλερ παράγεται ως ένα βαθμό από τη δική του σκέψη. Ότι είναι στο έλεος των συναισθημάτων του, και, όπως γράφει κι ο Σπινόζα στην Ηθική του, όταν ένας άνθρωπος είναι λεία των συναισθημάτων του, δεν είναι κύριος του εαυτού του παρά βρίσκεται στο έλεος της τύχης…
Η τεχνητή αυτή περίσταση που σκηνοθετεί ο Γιάλομ είναι κατά τη γνώμη μου αληθοφανέστατη και εξαιρετική για να ξεδιπλωθεί αλλά και να γίνει κατανοητή η σκέψη του Σπινόζα, με όλη την επιφύλαξη που διατυπώνει ένας θαυμαστή του (ο Πφίστερ στη συγκεκριμένη περίπτωση) έτσι ώστε να διασώζεται και η αντικειμενικότητα. Έτσι λοιπόν, ο ψυχίατρος ξεκαθαρίζει ότι ο Σπινόζα δεν προτείνει καμιά μέθοδο ή καμιά άσκηση (εξομολόγηση, ψυχανάλυση κλπ), ότι δεν υπάρχει ομοιόμορφη τεχνική, αλλά ότι μπορούμε να ξεπεράσουμε το βάσανο και όλα τα ανθρώπινα πάθη φτάνοντας στην κατανόηση του κόσμου ως συνυφασμένου με τη λογική. Ήταν ορθολογιστής και έβλεπε μια ατέρμονη ροή αιτιότητας στον κόσμο. Για να ξεπεράσουμε τα πάθη μας δεν πρέπει ποτέ να συνδέουμε τη μοίρα μας με κάτι που διαφθείρεται ή που είναι άστατο αλά προτρέπει να αγαπήσουμε κάτι αδιάφθορο και αιώνιο. Αυτό είναι ο θεός, που για τον Σπινόζα ταυτίζεται με τη Φύση, δεν είναι έλλογο Ον κι είναι τρέλα να περιμένουμε ως ανταπόδοση τη δική του αγάπη (εκείνος που αγαπά σωστά τον θεό οφείλει να μην επιθυμεί ο θεός να ανταποδώσει την αγάπη του). Αυτό που αποκομίζουμε είναι η μακαριότητα που προκύπτει από την κατανόηση του κόσμου:
Άσε την αγάπη σου να ρέει και μην της επιτρέπεις να επηρεάζεται από τη σκέψη της αγάπης που πιθανόν θα έρθει ως ανταπόδοση.
Τίποτα δε συμβαίνει χωρίς λόγο. Τα πάντα προκαλούνται από κάτι προηγούμενο, και όσο περισσότερο αφιερωνόμαστε στην κατανόηση αυτού του αιτιακού πλέγματος, τόσο πιο ελεύθεροι γινόμαστε.
Απελευθερωνόμαστε από τα πάθη αν κατανοήσουμε το αιτιακό πλέγμα που βρίσκεται κάτω απ’ αυτά. Λέει μάλιστα χαρακτηριστικά, ότι μπορεί κάποιος να θεωρήσει τις ανθρώπινες πράξεις και τα συναισθήματα σα γεωμετρικά σχήματα, ακριβώς σα να πρόκειται για γραμμές, επίπεδα, και σώματα. Αυτή η άποψη για ένα τακτικό Σύμπαν με προβλέψιμους νόμους που προέρχονται από τα Μαθηματικά, για έναν κόσμο με άπειρη ερμηνευτική δύναμη, ήταν που πρόσφερε στον Γκαίτε ένα αίσθημα ηρεμίας. Γιατί, όπως γράφει ο ίδιος ο Γκαίτε στην αυτοβιογραφία του: η τόσο επιβλητική ηρεμία του Σπινόζα ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τη δική μου διασπαστική ενεργητικότητα. Η μαθηματική του μέθοδος ήταν το αντίθετο των ποιητικών μου αισθημάτων. Ο νους και η καρδιά, η κατανόηση και το συναίσθημα, αναζητούσαν το ένα το άλλο με μια αναγκαία συγγένεια, και από κει προήλθε η ένωση των πιο διαφορετικών φύσεων.

Σπινόζα και Φράνκο

Η ιστορία του Φράνκο (και του φίλου του Γιάκομπ) είναι πλαστή. Βασίζεται σε μια σύντομη περιγραφή που υπάρχει στην πρώτη βιογραφία του Σπινόζα, όπου αναφέρονται δυο ανώνυμοι άντρες που τον παγίδεψαν ώστε να αποκαλύψει τις αιρετικές του απόψεις. Τα λόγια και οι απόψεις του Σπινόζα σ’ αυτούς τους διαλόγους προέρχονται από τη Θεολογικο- πολιτική πραγματεία.
Ο Φράνκο εμφανίζεται από την αρχή του βιβλίου σαν αμφισβητίας της εβραϊκής πίστης (η Ιερά εξέταση έκαψε στην πυρά τον πατέρα του) που ζητά καταφύγιο στον Σπινόζα, προσπαθώντας να βρει απαντήσεις στα άλυτα ερωτήματά του (πού βρίσκεται ο θεός που δημιούργησε έναν τέτοιο κόσμο; Γιατί επιτρέπει τέτοια πράγματα; Πείτε μου, έχει περάσει η εποχή των θαυμάτων; Πήγε για ύπνο ο πανίσχυρος, παντοδύναμος θεός; Πού βρισκόταν αυτός ο θεός όταν ο πατέρας μου καιγόταν στην πυρά;)
- Μερικά αισθήματα είναι τόσο έντονα που φοβάμαι να τα περιγράψω. Ακόμα και σ’ εσένα.
- Εμπιστέψου με, σκοπός μου είναι να κατανοήσω τα αισθήματά σου, όχι να τα κρίνω
.

Ο Γιάλομ μάς δίνει την ευκαιρία να δούμε τον Σπινόζα να αντιμετωπίζει με τη λογική τα έντονα συναισθήματα (φόβου, οργής) του Φράνκο, σα να κρατά το νυστέρι του γιατρού (ας δούμε αν ο φόβος σου έχει νόημα ή πώς η λογική μας, το ανώτερο μέρος του νου, υποτάσσεται στα συναισθήματα; ). Αποκαλύπτεται ότι η φόρτιση του Φράνκο οφείλεται στο ότι τα λόγια του στερούν το θάνατο του πατέρα του από το νόημά του. Αν κάνει τέτοιες σκέψεις, τότε πραγματικά ο θάνατός του γίνεται άσκοπος θάνατος.

Η συγκρότηση της προσωπικότητας του Σπινόζα φαίνεται όμως στη συνάντηση που είχε με τον Φράνκο, μετά τον αφορισμό του (φανταστική βεβαίως, εφόσον απαγορευόταν ρητά η επαφή με οποιονδήποτε εβραίο). Ο Φράνκο αναζητά τον δάσκαλό του, γεμάτος τύψεις γιατί τον πρόδωσε (εγώ φταίω για όλα. Σε σταυρώνουν κι εγώ είμαι ο Ιούδας. Εγώ σε πρόδωσα.) Μετανιωμένος λέει ότι είχε δυο «θανατηφόρες επιλογές» οπότε ο Σπινόζα απαντά με μεγαλειώδη τρόπο:
- Μα φυσικά! Πήρες τη σωστή απόφαση. Έσωσες την οικογένειά σου.
Και παρακάτω:
Ό, τι είπα το είπα χωρίς να με αναγκάσει κανείς.
Η ωριμότητα του μετανιωμένου Φράνκο ξετυλίγεται σ’ ‘όλο το πολύ ενδιαφέρον αυτό κεφάλαιο, είναι χειροπιαστή κι αποτελεί τη λαβή για τον συγγραφέα για να δώσει στο φινάλε, έναν ισοδύναμο συνομιλητή που καταλαβαίνει μεν τη δύναμη και τη σκέψη του Σπινόζα, αλλά επιλέγει έναν διαφορετικό τρόπο ζωής.

Διάλογος με τη σκέψη του Σπινόζα

Σε διαλεκτική αντίθεση με τον Σπινόζα και με «ισοσθενή» επιχειρήματα παρουσιάζεται στις τελευταίες σελίδες ο Φράνκο, επιτρέποντας πάλι στον συγγραφέα να δείξει όλες τις πτυχές της προσωπικότητας του ήρωά του.
Είναι σφάλμα να θεωρούμε ότι ο άνθρωπος – αλλά και οποιαδήποτε άλλη οντότητα μέσα στη Φύση- διαθέτει ελεύθερη βούληση. Όλα όσα κάνουμε καθορίζονται από ορισμένα αίτια, εξωτερικά ή εσωτερικά.
Αυτή η ιδέα του Σπινόζα βάζει σε περίσκεψη τον Φράνκο και, όπως λέει, διστάζει να το δεχτεί.
Στην τελευταία τους –κρυφή πάντα- συνάντηση ο Φράνκο έχει γίνει ραβίνος! Τηρεί τις τελετουργίες και όλους τους κανόνες προκαλώντας μεγάλα ερωτηματικά στον Σπινόζα.
Όμως, Φράνκο, γιατί παραμένεις κασέρ; Πώς γίνεται να αποκλείεις έτσι την ορθολογική σου σκέψη; με πονάει να βλέπω έναν άνθρωπο τέτοιας ευφυΐας να υποτάσσεται πειθήνια σε νόμους τόσο αυθαίρετους. Και σε παρακαλώ, Φράνκο, μη μου δώσεις την τυπική απάντηση ότι πρέπει να διατηρήσεις ζωντανή την παράδοση δυο χιλιάδων ετών.
Η απάντηση του Φράνκο κινείται σε πολλά επίπεδα. Δεν αρνείται την παράδοση και τις α- νόητες τελετες μόνο για να τηρήσει την παράδοση, ή για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των πιστών. Ούτε μόνο για να μην αποκοπεί από την ομάδα. Οι λόγοι είναι ουσιαστικότεροι και αγγίζουν βαθύτερες δομές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης (εδώ πρέπει να αναγνωρίσουμε την ψυχιατρική διεισδυτικότητα του Γιάλομ):
Φράνκο: Πολλές φορές, την ώρα που εκτελώ τα τελετουργικά μου καθήκοντα, παραβλέπω το περιεχόμενο των λέξεων και αφήνομαι στο κύμα των ευχάριστων συναισθημάτων που με κατακλύζουν. Οι ύμνοι με εμπνέουν και με ταξιδεύουν. Αγαπώ την ποίηση των ψαλμών, όλων των παγιουτίμ. Αγαπώ τη ρυθμικότητά τους, τις παρηχήσεις τους και με συγκινεί πολύ το πάθος που εκφράζουν για τα γηρατειά και το θάνατο και η λαχτάρα τους για σωτηρία.
Υπάρχει όμως κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Όταν διαβάζω και ψέλνω τις εβραϊκές μελωδίες μαζί με ολόκληρη τη συνάθροιση των πιστών νιώθω ασφάλεια. Νιώθω σα να είμαι σπίτι μου, νιώθω σαν να συγχωνεύομαι με τους πιστούς μου. Η αίσθηση πως όλοι όσοι βρίσκονται εκεί έχουν την ίδια απόγνωση και την ίδια λαχτάρα με γεμίζει αγάπη για τον καθένα τους.
(…)
Βλέπεις, σ’ αυτό έχουμε μια θεμελιώδη διαφορά. Εγώ δεν συμφωνώ πως όλα τα συναισθήματα πρέπει να υποτάσσονται στη λογική. Υπάρχουν ορισμένα συναισθήματα που δικαιούνται ισότιμη θέση με τη λογική. Η νοσταλγία, για παράδειγμα. Όταν διευθύνω την προσευχή, συνδέομαι με το παρελθόν μου, με τον πατέρα μου και τον παππού μου και, ναι Μπέντο, τολμώ να πω, σκέφτομαι τους προγόνους μου που έλεγαν τα ίδια λόγια, που έψελναν τις ίδιες προσευχές, τραγουδούσαν τις ίδιες μελωδίες εδώ και χιλιάδες χρόνια. Εκείνες τις στιγμές χάνω την αλαζονεία μου, την ατομικότητά μου, και γίνομαι κομμάτι, πολύ μικρό κομμάτι, μιας αδιάκοπης ροής που διατρέχει την κοινότητα.
Οι κουβέντες αυτές πυροδοτούν μια συζήτηση που φτάνει στο κέντρο μιας άλλης πυρηνικής ιδέας του Σπινόζα, την ιδέα της «απώλειας της χωριστής υπόστασης». Ξεκινώντας από το μεμονωμένο άτομο κι όχι από την κοινότητα, όπως ο Φράνκο, αναζητά την εμπειρία της χαράς που προκύπτει από την κατανόηση του κόσμου (της ουσίας της Φύσης ή του θεού) με τη λογική.

Δεν πιστεύω ότι η τελετουργία μπορεί να συνυπάρχει μ’ έναν νου που βρίσκεται σε εγρήγορση και σκέφτεται λογικά. Πιστεύω ότι αυτά τα δυο αντιτίθενται πολύ σκληρά το ένα το άλλο.
Για να αυξήσουμε την κατανόησή μας, πρέπει να δούμε αυτόν τον κόσμο sub specie aeternitatis- από τη σκοπιά της αιωνιότητας. Πρέπει να απεκδυθώ την ίδια μου την ταυτότητα – δηλαδή την προσκόλλησή μου στον εαυτό μου- και να βλέπω τα πάντα από την απόλυτα επαρκή και αληθινή σκοπιά. Όταν μπορώ να το κάνω αυτό, παύω να αισθάνομαι τα σύνορα ανάμεσα στον εαυτό μου και τους άλλους.

Ο Σπινόζα δεν αρνείται τη "δύναμη" που μπορεί να κρύβουν τα πάθη, αλλά επισημαίνει ότι ο ο στόχος του ανθρώπου είναι
η λογική να γίνει πάθος.

Άραγε αυτή ήταν η πρόκληση του Γιάλομ;

Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Ηπρώτη δυνατή εντύ.πωση προέρχεται από τον τίτλο, «Όταν έκλαψε ο Νίτσε»: η φράση προετοιμάζει τον αναγνώστη για την επικείμενη «σύγκρουση» συναισθήματος και Λόγου. Και όντως, με πολύ έντεχνο τρόπο παρακολουθούμε τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις δυο αυτές συνιστώσες της προσωπικότητας μέσα από το συσχετισμό δυο έντονα δυναμικών προσώπων: του Μπρόιερ (του γνωστού ψυχοθεραπευτή, συνεργάτη του Φρόυντ και εισηγητή της μεθόδου της ύπνωσης), με το μεγάλο ορθολογιστή φιλόσοφο Φρήντριχ Νίτσε. Τα δυο πρόσωπα, όπως σπεύδει να ξεκαθαρίσει ο συγγραφέας, δεν έχουν ποτέ συναντηθεί. Πρόκειται δηλαδή για ένα «παιχνίδι», ένα πνευματικό πείραμα, με όλη τη γοητεία και το ρίσκο που κρύβουν αυτού του είδους τα παιχνίδια.

[2] Ο Τσάμπερλαιν θεωρείται η συνέχεια του Γάλλου Φυλετιστή Γκομπινώ και ο πρόδρομος των Φυλετιστών φιλοσόφων της Ευρώπης του μεσοπολέμου Το έργο που τον έκανε διάσημο ήταν το ογκώδες βιβλίο του «Οι Βάσεις Του 19ου Αιώνος», που μεταφράστηκε στις περισσότερες γλώσσες της Ευρώπης. Κεντρική ιδέα στο έργο του είναι ότι η Αρία φυλή είναι η φυλή που δημιούργησε τον ανώτερο πολιτισμό στον κόσμο, ενώ ιδιαίτερη θέση δίνει στο βιβλίο του στον μεγάλο και αξεπέραστο καλλιτεχνικό πολιτισμό των Ελλήνων
[3]
Η ρατσιστική ιδεολογία της Εταιρείας της Θούλης ήταν εμπνευσμένη από την αριοσοφία του Γκουίντο φον Λιστ (μέλος του Γερμανικού Τάγματος). Στην ιδεολογία αυτή βασίστηκε και ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ (μέλος της εταιρείας, αργότερα εθνικοσοσιαλιστής πολιτικός) στο περίφημο βιβλίο του "Μύθος του 20ού αιώνα" ("Mythus des Zwanzigsten Jahrhunderts"). Ως έμβλημα της εταιρείας ορίστηκε ο αγκυλωτός σταυρός με φωτοστέφανο, πίσω από σπαθί. Ο αγκυλωτός σταυρός ήταν στη Γερμανία της εποχής εκείνης ήδη χαρακτηριστικό σύμβολο εθνικισμού και αντισημιτισμού (Wikipedia).