Κυριακή, Φεβρουαρίου 27, 2011

Μια ομπρέλα για τη μέρα, Βίλχελμ Γκενατσίνο

Νιώθω πως άνθρωποι σαν κι εμένα θα’ πρεπε να μάθουν ότι θα εξαφανιστούν ή θα αλλάξουν όπως τα παλιά σπίτια. Αυτή η αίσθηση συνδέεται με ένα συναίσθημα που έχω συχνά: Ότι υπάρχω στον κόσμο χωρίς τη δική μου έγκριση. Για την ακρίβεια, ακόμα περιμένω να με ρωτήσει κάποιος αν θέλω να είμαι εδώ. Θα μου φαινόταν ωραίο, ας πούμε, αν έδινα αυτήν την έγκριση σήμερα το απόγευμα. Και δεν έχει καμιά σημασία που αγνοώ ποιος θα μπορούσε στ’ αλήθεια να είναι εκείνος που θα μου εκμαίευε αυτή την έγκριση.

Ένας άνθρωπος που ασκεί το παράδοξο επάγγελμα τού να δοκιμάζει παπούτσια πολυτελείας, ζει πολλές ώρες περπατώντας στην πόλη, διασχίζει μεγάλες αποστάσεις και καταγράφει όσα βλέπει, όσα σκέφτεται και αισθάνεται. Περιπλανώμενος μοναχικός παρατηρητής, ανώνυμος και περιθωριοποιημένος, τη ζωή του δρόμου την έχει κάνει τρόπο σκέψης∙ τα βιώματα της ημέρας προσδιορίζουν τα συναισθήματά του και την αίσθηση ταυτότητας, ο ρυθμός του παρατηρητή/περιπατητή τού καλλιεργεί έναν αισθησιακό τρόπο αντίληψης, με μια διάθεση συνεχούς επαναπροσδιορισμού.
Δεν είναι δηλαδή εξωτερικός παρατηρητής, μόνο. Δεν έχουμε μια κάμερα που απλώς καταγράφει ηθογραφικές σκηνές καθημερινότητας μιας –ανώνυμης- γερμανικής πόλης. Ο –ανώνυμος κι αυτός- ήρωας/αφηγητής, χωρίς να παύει να’ ναι γειωμένος σε μια στέρεη πραγματικότητα που μας τη μεταφέρει με αδρές γραμμές, ξεκινά από καθημερινές εικόνες και μικροπεριστατικά του δρόμου και γίνεται ταυτόχρονα παρατηρητής των εσωτερικών διεργασιών που δημιουργούνται, σαν αποτύπωμα της εμπειρίας, μέσα του. Όλα τού είναι ξένα (δεν είναι τυχαίο που το μοτίβο ότι «ζει στον κόσμο χωρίς τη δική του έγκριση» έρχεται και ξανάρχεται σε διαφορετικές χρονικές φάσεις και με διάφορες μορφές). Κι όμως, τίποτα δεν είναι πραγματικά αδιάφορο (δεν ξέρω αν τόση σιωπή που χρειάζομαι για να ζήσω είναι φυσιολογική ή είναι μόνο η αρχή της αρρώστιας μου, που το περιορισμένο της σύμπτωμα είναι η αίσθησή μου ότι θρυμματίζομαι, ή ξεφτίζω, ή ξεχαρβαλώνω). Έτσι, βιώνει και παρατηρεί κάθε λεπτομέρεια σα να βλέπει γύρω του συνέχεια σημάδια, που τα χρειάζεται για να νοηματοδοτήσει επιτέλους την ύπαρξή του:
Η ξαφνικά εγκαταλελειμμένη όχθη με αιχμαλωτίζει. Μου αρέσει ιδιαίτερα μια ξύλινη βάρκα που είναι γερά δεμένη σ’ ένα δένδρο και κουνιέται από το ρεύμα πέρα δώθε. Η μισή είναι γεμάτη με νερό, δεν είναι ακριβώς έξω απ’ το νερό, αλλά δεν βουλιάζει κιόλας. Ακριβώς έτσι αισθάνομαι κι εγώ, σκέφτομαι αμέσως, και το ίδιο γρήγορα μου φαίνεται γελοία η ταύτιση της ζωής μου με τη βάρκα. Θεέ μου, πόσο μου δίνει στα νεύρα αυτός ο καταναγκασμός μου να δίνω σε όλα νόημα!

Η ενδοσκοπική αυτή διάθεση δε συνεπάγεται έλλειψη «δράσης», «πλοκής». Ο ήρωας συναντά, συνήθως τυχαία, παλιούς γνωστούς και γνωστές, που σημάδεψαν την πορεία του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για κάποιον που είναι κάθε άλλο παρά παθητικός αρνητής της ζωής. Είναι ευαίσθητος κι αισθησιακός, είναι ποιητής και παίκτης, πλούσιος σε ερωτικές στιγμές διάφορων χρωμάτων, μόλις όμως εγκαταλειμμένος από την πιο καθοριστική του αγάπη (η Λίζα δε μένει πια εδώ, με εγκατέλειψε. Όσο έμενε εδώ το σπίτι ήταν για μένα η γη της επαγγελίας/ Όσο ήμουν με τη Λίζα αισθανόμουν ότι δε χρειάζομαι μια, εκ των υστέρων, δική μου έγκριση για να ζήσω). Διαπιστώνουμε ότι έχει ευκαιριακές σχέσεις με τη κομμώτρια Μάργκοτ (εξαντλημένος από τον ίδιο μου τον εαυτό αποφασίζω να πάω στο κομμωτήριο για να συμβεί επιτέλους κάτι το συνετό), μνήμες από τη φίλη του (με τη ιδιότητα της συνοδού θανάτου) Ρεγγίνας (αμέσως μετά θυμάμαι ότι η Ρεγγίνα κι εγώ έχουμε πεθάνει μια φορά μαζί). Τέλος, τον γυρεύει στο τηλέφωνο η παιδική του φιλενάδα, η Σουζάνα, που τη γνωρίζει από δώδεκα χρονών και στο ποδήλατο καθόταν πάντα από πίσω της (όσες φορές κι αν της πω ότι μέσα από το μπουφάν, το πουλόβερ, το πουκάμισο και τη φανέλα της ήταν αδύνατο να νιώσω το στήθος της, η Σουζάνα δε με πιστεύει).
Παρόλο που το κυρίαρχο κλίμα είναι πεσιμιστικό και ο χαρακτήρας της αφήγησης είναι περισσότερο ενδοσκοπικός, μια σειρά από μικροσυμβάντα οδηγούν σε ανατροπή της παρακμιακής ατμόσφαιρας.

Δε θέλω να γκρινιάζω και να συμβουλεύω. Η γκρίνια και η συμβουλή είναι η αγαπημένη ασχολία του ενενήντα πέντε τοις εκατό της ανθρωπότητας, με το οποίο η υπεροψία μου δε θέλει να έχει καμιά σχέση. Θέλω μόνο για λίγο να εκφράσω το ανάθεμα της καθημερινότητάς μου και μετά να συνεχίσω τη ζωή μου.

Δε μπορείς να ζεις μόνιμα σε εκτροπή, λέω μισοφωναχτά στον εαυτό μου. Θα πρέπει να υπάρχει κι άλλο ένα πάθος για σένα εκτός από το πάθος του να τρέπεσαι σε φυγή.
Ως ένα βαθμό είναι ευχάριστο να αφουγκράζομαι τον εαυτό μου να με μαλώνει. Γιατί το φαρμάκι που κρύβεται σ’ αυτό το μάλωμα είναι γλυκό και κρύβεται μια υπερβολή που την ίδια στιγμή με αθωώνει
.

Άλλωστε, η δυστυχία είναι βαρετή.

Έτσι, βλέπουμε ότι προς το τέλος του βιβλίου αρχίζει μια ανατροπή, που καταλήγει σ’ ένα κρεσέντο πανηγυρικό: η Σουζάνα τον προσκαλεί σε μια γιορτή όπου ο ήρωας εντυπωσιάζει με το ανατρεπτικό του πνεύμα∙ ο παιχνιδιάρικος ισχυρισμός του ότι δουλεύει σε «Ινστιτούτο για την Τέχνη της Μνήμης» δελεάζει την κυρία Μπαλκχάουζεν που τον εμπιστεύεται (ψάχνω για ανεπανάληπτες εμπειρίες, αληθινές, προσωπικές εμπειρίες, με καταλαβάινετε, δεν είναι έτσι;) και στη συνέχεια δικαιώνονται οι προσδοκίες της μια και οι συμβουλές του ήρωά μας την κάνουν να «πει επιτέλους για πρώτη φορά αυτό που σκέφτεται, δεν της έχει συμβεί ποτέ ξανά». Η επιτυχία του ήρωα όχι μόνο του αποφέρει διακόσια μάρκα, αλλά και μια πελάτισσα ακόμα. Εκτός αυτού, σμίγουν ερωτικά με τη Σουζάνα, ενώ ο εκπρόσωπος του Ημερήσιου Τύπου του ζητά συνεργασία, ξεκινώντας από ένα «δροσερό άρθρο» σχετικό με την ετήσια γοιορτή του καλοκαιριού.

Είμαι ως και χαρούμενος που δε συνάντησα τη Λίζα τις τελευταίες μέρες. Πιθανόν να μην αντιστεκόμουν στον πειρασμό να κάνω μερικές διθυραμβικές δηλώσεις. Φαντάσου, διευθύνω ένα ανύπαρκτο ινστιτούτο και βγάζω και λεφτά, ζω πολύ μοντέρνα! Για σκέψου, πού και πού μιλάω σπουδαία, παρόλο που ποτέ δεν ήθελα να είμαι σπουδαίος. Και: Είμαι πάλι με μια γυναίκα! Και το ανήκουστο: αν όλα πάνε καλά, θα βγάζω συστηματικά λεφτά στον Ημερήσιο Τύπο! Θα αντιλαμβανόμουν το σάστισμα της Λίζας και θα είχα όρεξη να κάνω ακόμα μερικές πομπώδεις ανακοινώσεις. Δεν είμαι πια μια χαμένη ύπαρξη, δε βρίσκεις κι εσύ; Δεν έχω πια όρεξη να παραμονεύω τη ζωή μου. Επιτέλους, δεν περιμένω πια να ταιριάξει ο έξω κόσμος με το εσωτερικό μου κείμενο! Παύω να είμαι ο τυφλός επιβάτης της ίδιας μου της ζωής.
Χαίρομαι που δε χρειάστηκε να πω αυτά τα λόγια.

Η σουρεαλιστική πλοκή κορυφώνεται στη γιορτή του καλοκαιριού. Τεράστιες εγκαταστάσεις, προβολείς, πάγκοι, φωτιστικά συστήματα, συγκροτήματα, παραστάσεις με λέιζερ, προβολές κινουμένων σχεδίων, χιλιάδες κόσμος (παρατηρώ χιλιάδες πράγματα και προσπαθώ να ξεχωρίσω όσα δεν είναι δροσερά).

Είμαι σίγουρος ότι όλοι αυτοί οι χαρούμενοι άνθρωποι θα γίνουν άσπλαχνοι με την πρώτη ευκαιρία, αν η ασπλαχνία αποδειχτεί ξαφνικά επικερδής. Είμαι μπλεγμένος στην αηδιαστική δουλειά ή στη δουλειά της αηδίας ή στην αηδία του πραγματικού, δε μπορώ αυτή τη στιγμή να ξεχωρίσω καλά.
Ο αφηγητής μας έχει ματιά ποιητική. Δεν καταφέρνει να συντονιστεί με την πλαστική χαρά και την προσδοκία των ανθρώπων. Το αγόρι στον τρίτο όροφο μιας σαχλής πολυκατοικίας που φτιάχνει με μαξιλάρια και κουβέρτες μια σπηλιά, τραβά περισσότερο την προσοχή του. Στην εικόνα αυτή αναζητά τη χαμένη δροσιά (οι στιγμές που το χέρι, και το ακίνητο, μόλις αναγνωρίσιμο από δω, πρόσωπο του παιδιού εμφανίζεται ανάμεσα στις κουβέρτες είναι απερίγραπτες και ανήκουν μόνο σε άγγελο- αν υπάρχουν άγγελοι).
Κι η ποίηση της εικόνας αυτής επιτρέπει στον ήρωα γι άλλη μια φορά

να δραπετεύσει από τη σύγχυση της δουλειάς και του χρόνου,
να δραπετεύσει από συμβάντα που δεν έχουν διέξοδο
.


Χριστίνα Παπαγγελή
Υ.Γ. Αξίζει να δει κανείς και την παρουσίαση της Σταυρούλας Σκαλίδη εδώ και του Γεώργιου Ξενάριου εδώ

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 24, 2011

Το μοναστήρι, Πάνου Καρνέζη

Πάντα είμαι επιφυλακτική όταν πρόκειται για …μοναστήρια. Κι αυτό γιατί ο κώδικας συνήθως διαμορφώνεται ή με σκοπό να ανυψώσει το θρησκευτικό συναίσθημα ή να αναδείξει τη διαστροφή και τα πάθη που κυριαρχούν στις κλειστές αυτές κοινότητες. Ωστόσο το γράψιμο του Καρνέζη, γνωστού σε μένα από τις «Μικρές ατιμίες» και τον «Λαβύρινθο» ήταν ένα έναυσμα να ξεκινήσω το βιβλίο αυτό, το οποίο και …τελείωσα.
Βρισκόμαστε σ’ ένα μοναστήρι γυναικών, στη Μονή της Παναγίας του Ελέους, στη Νότια Ισπανία. Έξι μοναχές συμβιώνουν ειρηνικά έως ότου η ζωή τους αναστατώνεται όταν βρίσκεται στο μοναστήρι εγκαταλειμμένη μια βαλίτσα μ’ ένα … νεογέννητο μωρό. Η ηγουμένη Μαρία Ινές αναλαμβάνει με κάθε κόστος την ανατροφή του παιδιού βλέποντας την ξαφνική του άφιξη σα σημάδι συγχώρεσης από το θεό για παλιές της αμαρτίες. Η συμπεριφορά της γίνεται παράλογη και ξεπερνά κάθε μέτρο, ενώ παράλληλα δίνει την ευκαιρία στην αντίπαλό της, φιλόδοξη μοναχή Άννα να δράσει σε βάρος της. Οι υπόλοιπες μοναχές αναγκάζονται εκ των πραγμάτων να «διαλέξουν στρατόπεδο», ενώ το μυστήριο της εμφάνισης του παιδιού παραμένει άλυτο.
Η περιέργεια για τη λύση του μυστηρίου είναι που μ’ έκανε να τελειώσω το βιβλίο, αν και η εμφάνιση ενός … επισκόπου κάπως τολμηρού και προοδευτικού βάζει τον κοινό νου σε υποψίες. Η ιστορία κάνει έναν κύκλο αξιοπρεπή, και κλείνει δίνοντας ένα ικανοποιητικό τέλος. Το γράψιμο δεν είναι κακό, οι χαρακτήρες –κάπως τυπικοί- διαγράφονται παρακινώντας τον αναγνώστη να παρακολουθήσει την εξέλιξή τους κι η ατμόσφαιρα του μοναστηριού αποδίδεται με τρόπο ανάγλυφο.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο συγγραφέας, καθώς ζει χρόνια στην Αγγλία, γράφει πρώτα στα αγγλικά και στη συνέχεια μεταφράζει ελληνικά. Καθώς λέει σε συνέντευξή του στο Βήμα, «Στα ελληνικά σκέφτομαι. Όταν γράφω, όμως, σκέφτομαι και γράφω κατευθείαν στα αγγλικά». Εκ των υστέρων θα μπορούσα να πω ότι αυτό το στοιχείο είναι κάπως αισθητό στο ύφος του, όπου απουσιάζει το ιδιωματικό στοιχείο.

Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 14, 2011

Οι θεατρίνοι, Γκράχαμ Γκρην

Απλώς δεν είμαστε καλοί στους ρόλους μας,
Αλλιώς ο κόσμος θα είχε κερδίσει σε ύφος.
Μ’ άλλα λόγια είμαστε κακοί θεατρίνοι,
όχι κακοί άνθρωποι
.

Αυτό είναι
όλο.
Το γνώριμο ύφος του Γκράχαμ Γκρην, αποστασιοποιημένο, διεισδυτικό αλλά και με μια δόση πικρού χιούμορ, σ’ ένα έργο που θα το χαρακτήριζα πολιτικό, μια και διαγράφει την Αϊτή του φοβερού δικτάτορα Φρανσουά Ντιβαλιέ (γνωστού και ως Παπα- Ντοκ ή βαρόνου Σαββάτο, ο οποίος σύμφωνα με τη μυθολογία του Βουντού, στοιχειώνει τα νεκροταφεία όπου και σεργιανά φρακοφορεμένος με ψηλό καπέλο και πούρο). Η θέση του συγγραφέα ενάντια στο καθεστώς αυτό γίνεται σαφής μέσα από τους μυθιστορηματικούς του ήρωες.
Δεκαετία του ’50, δηλαδή εποχή μεγάλης παρακμής για την πρώτη χώρα του κόσμου -μετά τις ΗΠΑ -που απέκτησε την εθνική της ανεξαρτησία∙ εποχή διώξεων, όπου θέριζαν «οι μπόυδες του προέδρου, δηλαδή η παραστρατιωτική οργάνωση «Τοντόν Μακούτ»∙ εποχή μεγάλης οικονομικής κρίσης και φτώχειας, ιδιαίτερα μετά την επιδείνωση των σχέσεων με τους Αμερικάνους. Σ’ αυτό το σκηνικό, καταφτάνει στην Αϊτή το πλοίο όπου συνταξιδεύουν οι βασικοί ήρωες του μυθιστορήματός μας, οι επονομαζόμενοι από το συγγραφέα θεατρίνοι.
Ο ήρωας- αφηγητής Μπράουν, γυρολόγος –«επιχειρηματίας»- (ομολογώ ότι τα διάφορα επαγγέλματα που άσκησα κατά καιρούς δεν ήταν όλα από κείνα που μπορεί να περιλάβει κανείς σ’ ένα επίσημο βιογραφικό σημείωμα), αγγλικής καταγωγής, γεννημένος στο Μόντε Κάρλο, από άγνωστο πατέρα και μισοάγνωστη μητέρα (το τελευταίο της όνομα ήταν κόμισσα ντε Λασκό Βιλιέρ, και δεν είναι σίγουρος αν ήταν Γαλλίδα ή Μονεγάσκα, γιατί Αγγλίδα μια φορά δεν ήταν). Μεγαλωμένος αυστηρά σε ιησουίτικο κολλέγιο, με πολλά βραβεία στα Λατινικά αλλά μια αδιόρθωτη τυχοδιωκτική φύση. Από το καζίνο του Μοντε Kάρλο στο καζίνο του Πορτ-Ω- Πρενς ξαναγυρίζει ανέλπιδος σε μια χώρα όλο φόβο και απόγνωση για να πουλήσει το –άδειο και ρημαγμένο πια- ξενοδοχείο του οποίου είναι ιδιοκτήτης μετά το θάνατο της ιδιόρρυθμης μητέρας του.
Ο δεύτερος θεατρίνος είναι ο πρώην υποψήφιος πρόεδρος στις εκλογές του 1948 στις ΗΠΑ, κ. Σμιθ (σ’ αντίθεση με τον Τζόουνς, όλη του η εμφάνιση ανάδινε μια γνησιότητα), ο οποίος, μαζί με την εξωστρεφή γυναίκα του, αποτελούν ένα ζευγάρι εξωπραγματικών ιδεολόγων, -χορτοφάγων/οικολόγων/ακτιβιστών, που δε φαίνεται να’ χουν καθόλου συναίσθηση της πολιτικής πραγματικότητας και των επικίνδυνων συνθηκών στις οποίες εκθέτουν τους εαυτούς τους. Είναι τόσο αιθεροβάμονες που σκοπεύουν να ιδρύσουν στην Αϊτή ένα «κέντρο χορτοφαγίας»!
Τέλος, ο σημαντικότερος πρωταγωνιστής, ο πιο χαρακτηριστικός θεατρίνος, του οποίου την πραγματική ταυτότητα κανένας δε μπόρεσε να εξιχνιάσει μέχρι τέλους, ο «ταγματάρχης» Τζόουνς (εξακολουθούσα να μη μπορώ να τον δω σαν ταγματάρχη). Πληθωρικός, φιλικός, θερμός, εγκάρδιος, με χιούμορ, όμως με σκοτεινές προθέσεις και σκοτεινό παρελθόν. Αθεράπευτος παραμυθάς σαγηνευτικών ιστοριών, διηγείται ιστορίες από τον πόλεμο στη Βιρμανία με τους Γιαπωνέζους όπου έχασε μια διμοιρία στη ζούγκλα, για ν’ αποκαλύψει ο ίδιος στο τέλος, όταν δεν έχει πια στον ήλιο μοίρα, ότι ποτέ δεν έχει πάει πέρα από το ζωολογικό κήπο της Καλκούτας. Μαέστρος στα χαρτιά λόγω της ικανότητας να καταλαβαίνει ψυχολογικά την προσωπικότητα του αντιπάλου (η ψυχολογία νικά πάντα τα μαθηματικά) , δίνει στους άλλους τον αέρα της σιγουριάς και της υπεροχής.
Όλοι συμπαθούν τον Τζόουνς, όλους τους κάνει να γελούν, όλοι τον υπερασπίζονται, κι ο Μπράουν προσελκύεται ιδιαίτερα από την αντιφατική προσωπικότητα του:
Καθένας μας πάσχιζε αδιάκοπα να αποσπάσει από τον άλλον πληροφορίες και αποδείξεις, αν και στα σοβαρά ζητήματα προσποιούμασταν κι οι δυο πως πιστεύαμε τις ιστορίες που έλεγε ο ένας στον άλλο. Ίσως όμως οι άνθρωποι που κομματιάζουν και σκορπάνε τη ζωή τους, πότε για χάρη μιας γυναίκας, πότε για χάρη ενός συνέταιρου και πότε για χάρη του ίδιου τους του εαυτού, έχουν τη δυνατότητα να αλληλογνωρίζονται. Πάντως πριν η σχέση μας τελειώσει, ο Τζόουνς κι εγώ είχαμε καταφέρει να μάθουμε μερικά πράγματα ο ένας για τον άλλον, μιας και κανείς, λέει πότε πότε, όποτε μπορεί, και καμιάν αλήθεια.
Ένα από τα κεντρικά πρόσωπα θα μπορούσε επίσης κανείς να χαρακτηρίσει και την ερωμένη του Μπράουν, τη Μάρθα, γυναίκα του πρέσβη της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης. Πρόκειται για μια σχέση από το πρώτο ταξίδι στην Αϊτή, κρυφή, παθιασμένη και βασανιστική, που θυμίζει λίγο τη σχέση στο «Τέλος μιας υπόθεσης». Και σ’ αυτό το έργο η γυναίκα έχει μια ιδιαίτερη ειλικρίνεια και ευθύτητα (Ναι. Δεν υποκρινόταν, δεν παρίστανε, δεν υποδυόταν ένα ρόλο. Αντίθετα απαντούσε ξεκάθαρα σ’ ό, τι τη ρωτούσες και ποτέ της δεν έκανε ότι της άρεσε κάτι που την απωθούσε η πως αγαπούσε κάποιον που της ήταν αδιάφορος. Έτσι, η αποτυχία μου να την καταλάβω οφειλόταν αποκλειστικά στο ότι δεν είχα καταφέρει να της κάνω τις σωστές ερωτήσεις και η καθαρή αλήθεια είναι πως αυτή τουλάχιστον δεν ήταν θεατρίνα).
Ο Γκράχαμ Γκρην αποδεικνύεται μάστορας στην περιγραφή του πάθους που συνορεύει με τη ζήλεια (ξαναφίλησα τη Μάρθα, αλλά και τη φορά αυτή το φίλημά μου είχε κάτι το διερευνητικό. Μου ήταν δύσκολο να πιστέψω πως μου είχε μείνει πιστή στη διάρκεια τριών μηνών όλο μοναξιά. Ίσως, όμως, πράγμα ακόμα πιο δυσάρεστο, να’ χε ξαναγυρίσει στον άντρα της.
Την αγκάλιασα σφιχτά.
-Πώς είναι ο Λιούις;
- Όπως πάντα, μου αποκρίθηκε.
«Κι ωστόσο τον είχε αγαπήσει κάποτε», σκέφτηκα. Αυτό άλλωστε είναι και το βάσανο του παράνομου έρωτα, γιατί ακόμα και το πιο περίπαθο αγκάλιασμα της ερωμένης σου, δεν είναι παρά μια ακόμα επιβεβαίωση ότι ο έρωτας δε διαρκεί ποτέ αιώνια
).

Σμιθ, Μπράουν, Τζόουνς, παράδοξη σύμπτωση κοινότοπων ονομάτων; Οι τρεις τους θα ξαναβρεθούν στο εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο όπου καταφεύγουν εφόσον η χώρα έχασε τη λάμψη της βιτρίνας τώρα που έφυγαν οι Αμερικάνοι, είναι υπό στρατιωτικό νόμο, απαγορεύεται η κυκλοφορία, τα φώτα σβήνουν από νωρίς, και η μόνη σιγουριά προέρχεται από την επαφή με τα προξενεία. Ήδη από το πρώτο βράδυ ο Μπράουν ανακαλύπτει στην πισίνα του ξενοδοχείου του το πτώμα του δόκτορος Φιλιπό, υπουργού Προνοίας, αντίπαλου του βαρόνου, που τον κατεδίωκαν οι Τοντόν Μακούτ.
Το δεύτερο κεντρικό επεισόδιο είναι η αιφνίδια σύλληψη του Τζόουνς (με επακόλουθα βασανιστήρια στη φυλακή) και η εξίσου αιφνιδιαστική αποφυλάκισή του. Οι Μπράουν και Τζόουνς καταφέρνουν να τον δουν στη φυλακή προσπαθούν να τον σώσουν με όσα μέσα και γνωριμίες διαθέτουν, θαυμάζουν την καρτερικότητα και το κουράγιο του (είχα την εντύπωση ότι αντιμετώπιζε το κελί σα μια άλλη αίθουσα αεροδρομίου σε μια σειρά ταξιδιών), ενώ την επόμενη μέρα τον συναντά τυχαία ο Μπράουν ως τιμώμενο πρόσωπο στο γνωστό πορνείο της… Μαμάς Κατερίνας:
-Πολύ χαίρομαι που σε βλέπω παλιόφιλε, συμπλήρωσε, λες κι είμαστε παλαίμαχοι σύντροφοι κι είχαμε να συναντηθούμε από τον καιρό του πολέμου.
- Μα ιδωθήκαμε μόλις χτες, του αποκρίθηκα.
Είδα κάποιο στιγμιαίο σκοτείνιασμα δυσαρέσκειας στο πρόσωπό του, μιας κι ήταν από τους ανθρώπους που βιάζονται να ξεχάσουν καθετί δυσάρεστο μόλις αυτό περάσει…

Η ιστορία περιπλέκεται μια και οι ήρωές μας βρίσκονται για τα καλά μπλεγμένοι ανάμεσα στους καθεστωτικούς και στους αντιστασιακούς. Ο Ζοζέφ, ο έμπιστος υπάλληλος του ξενοδοχείου, και ο Φιλιπό, ανιψιός του Υπουργού Προνοίας που αυτοκτόνησε, είναι πρωτεργάτες στην εξέγερση και γρήγορα γίνονται θύματα του σκληρού καθεστώτος. Ο Τζόουνς καταφέρνει να ξεγελάσει τους διώκτες του μεν, αλλά όταν τον ξανασυλλαμβάνουν τα βρίσκει σκούρα… Ο Μπράουν προσπαθεί να τον περάσει λαθραία έξω από τη χώρα, αλλά αποτυγχάνει κι έτσι ο «ταγματάρχης» αναγκάζεται να μεταμφιεστεί σε γυναίκα για να κρυφτεί στο σπίτι της Μάρθας. Όλοι τον αγαπούν (-Σου φέρθηκε τουλάχιστον καλά; -Ω, ναι, μ’ αρέσει πολύ.-Τι είν’ αυτό που σ’ αρέσει σ’ αυτόν; - Μ’ έκανε να γελάσω) Τέλος, καταφέρνει να ηγηθεί μιας εξέγερσης (όπου συμμετέχουν και δευτερεύοντα πρόσωπα του βιβλίου) όπου καταφέρνει να δώσει την εικόνα έμπειρου ηγέτη κι όλοι πιστεύουν ότι θα ελευθερώσει τη χώρα.
- Τουλάχιστον, ήταν όπως τον περιμένατε;
- Ήταν κάτι παραπάνω από σπουδαίος. Είχε αρχίσει να μας μαθαίνει ένα σωρό πράγματα. Αλλά δεν πρόλαβε. Οι άντρες τον λάτρευαν. Τους έκανε να γελούν.

Ένας ψεύτης, ένας παλιάτσος, ένας άνθρωπος σκοτεινός, απ’ αυτούς που είναι ταυτόχρονα τόσο αγαπητοί ώστε μένουν στο μυαλό των ανθρώπων σα θρύλος. Βρίσκεται στις ίδιες γραμμές με τον «άπατρι» Μπράουν, που ο Φιλιπό ονομάζει ανθρωπιστή, αν κι εκείνος δηλώνει χωρίς πατρίδα, χωρίς πίστη:
Το να’ χει γεννηθεί κανείς άπατρις σε μια πόλη σαν το Μονακό, αποτελεί καμιά φορά πλεονέκτημα, γιατί αυτό κάνει πιο αποδεκτές τις αλλαγές. Ο χωρίς ρίζα άνθρωπος πέφτει κι αυτός όπως κι οι άλλοι στον πειρασμό της ένταξης σε μια πίστη κι ένα πιστεύω –πολιτικό ή θρησκευτικό- αλλά τελικά καταφέρνει και τον ξεπερνά. Όλοι εμείς οι χωρίς πατρίδα και δεσμούς, είμαστε από γεννησιμιού μας άπιστοι. Τους ταγμένους σ’ ένα σκοπό, όπως ο Δ. Μαγιό και οι Σμιθ, τους θαυμάζουμε για το θάρρος, την πίστη και την ακεραιότητά τους, αλλά από έλλειψη θάρρους και ζήλου, καταντούμε να είμαστε ενταγμένοι στην ίδια μόνο τη ζωή με τα καλά της και τα κακά της.
(…)
Όμως ο Τζόουνς, για ποια πίστη είχε πεθάνει;

Γιατί φυσικά, η εξέγερση είναι εξέγερση των ξυπόλυτων, χωρίς οργάνωση, χωρίς όπλα (ούτε ένα Μπρεν)∙ είναι μια φούσκα και αποτυγχάνει, πνίγεται στο αίμα ενώ ο Τζόουνς αγνοείται, μάλλον σκοτώθηκε. Οι Σμιθ έχουν ήδη αποχωρήσει, ο πρέσβης με τη γυναίκα του τη Μάρθα μετατέθηκε στη Λίμα, και ο αφηγητής μας καταφεύγει στον Άγιο Δομήνικο (όπου δεν υπάρχει ακόμα δικτατορία).

Κι ο Τζόουνς;
- Είμαι κουρασμένος Μπράουν, πολύ κουρασμένος. Ύστερα από εφτακόσιες παραστάσεις, έχω στεγνώσει πια ολότελα. Και δε θυμάμαι καν τα λόγια που έχω να πω, μόλο που είναι δυο κουβέντες όλες κι όλες.
- Γιατί πεθαίνεις Τζόουνς;
- Είναι κι αυτό μέσα στο ρόλο μου φιλαράκο, Είναι κι αυτό μέσα στο ρόλο μου. Μα έχω εκείνες τις δυο κωμικές φράσεις που κάνουν το ακροατήριο να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Ιδιαίτερα τις γυναίκες.
- Για πες τις να τις ακούσω.
- Εδώ είναι ο κόμπος. Πως δεν τις θυμάμαι.

Χριστίνα Παπαγγελή


Υ.Γ. Το βιβλίο του Γκράχαμ Γκρην εκδόθηκε το 1966 με τον τίτλο «Comedians” και είχε την άμεση αντίδραση του Παπα- Ντοκ, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει σε συνέντευξη ότι «το βιβλίο είναι κακογραμμένο και δεν έχει καμιάν αξία». Σε μπροσούρα επίσης που εξέδωσε το Υπουργείο Εξωτερικών (ακριβή έκδοση που διανεμήθηκε σ’ όλη την Ευρώπη αλλά όχι με το αποτέλεσμα που επεδίωκε ο Ντυβαλιέ), ο Γκρην χαρακτηρίζεται «ψεύτης, ηλίθιος, κατάσκοπος, σαδιστής, ανισόρροπος, βασανιστής»…
«Αυτό το τελευταίο επίθετο πάντα με προβλημάτισε…» ανέφερε ο ίδιος ο Γκράχαμ Γκρην