Πέμπτη, Δεκεμβρίου 02, 2010

Το παιχνίδι του αγγέλου, Κάρλος Ρουίθ Θαφόν

Χρειάζομαι τη δύναμη της τέχνης, τη δύναμη της παράστασης.
Τα λόγια του τραγουδιού είναι αυτό που νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε,
αλλά αυτό που μας κάνει να τα πιστεύουμε ή όχι είναι η μουσική.
(Κορέλι)


Ξεκίνησα με τρομερό ενθουσιασμό το βιβλίο αυτό χάρη στο συναρπαστικό γράψιμο του Θαφόν. Άλλωστε, ο κύριος πρωταγωνιστής έχει το πάθος της συγγραφής, πράγμα που συνήθως είναι ενδιαφέρον. Κι αυτό γιατί οι μυθιστορηματικοί, οι πλαστοί συγγραφείς παρουσιάζονται –κατά κανόνα- να αφηγούνται τις εμπειρίες τους από μια απόσταση, με αυτοσαρκασμό αλλά και αγάπη, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι ευχάριστες ή οδυνηρές· παρατηρητές της ζωής, αποδέχονται όλες της τις εκφάνσεις.
Ο Νταβίδ Μαρτίν ζει στη Βαρκελώνη και γράφει –με ψευδώνυμο- ιστορίες μυστηρίου για μια ασήμαντη εφημερίδα. Σύντομα ανακαλύπτουν το ταλέντο του (για το οποίο ήδη έχουμε πειστεί κι εμείς από τον ανεπανάληπτο τρόπο με τον οποίο περιγράφει τη δύσκολη ζωή του, τη φτώχεια του, τη σχέση με τον πατέρα, τη δολοφονία του τελευταίου) και τον επιζητούν οι εκδότες για να γράψει μυθιστόρημα, πράγμα στο οποίο ανταποκρίνεται με πολλή επιτυχία.
Και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες έχουν σχέση με το βιβλίο: ο περιθωριακός βιβλιοπώλης Σεμπέρε, ο εκδότης της εφημερίδας, ο ανταγωνιστής συγγραφέας Πέδρο Βιδάλ, οι δυο εκδότες που παραγγέλνουν το πρώτο βιβλίο στον Μαρτίν· η μοιραία του αγαπημένη Κριστίνα, με την οποία περνά μια και μοναδική βραδιά (και βοηθός του «μέντορά» του Βιδάλ, τον οποίο και παντρεύεται) και η δεκαεφτάχρονη, πανέξυπνη Ισαβέλα, επίδοξος συγγραφέας, που του έχει μεγάλη αδυναμία, και με την οποία οι διάλογοι είναι σκέτη απόλαυση.

Από τις πρώτες σελίδες γίνεται αισθητό ότι κεντρικό θέμα είναι το πάθος για το βιβλίο και για την αφήγηση:
Ήταν ένα βροχερό, μολυβένιο φθινόπωρο στη διάρκεια του οποίου διάβασα τις Μεγάλες Προσδοκίες κάπου εννέα φορές στη σειρά, εν μέρει γιατί δεν είχα τίποτα άλλο στα χέρια μου να διαβάσω και εν μέρει γιατί δεν πίστευα πως μπορούσε να υπάρξει κάτι άλλο καλύτερο, και είχα αρχίσει να πιστεύω πως ο Κάρολος το είχε γράψει μόνο για μένα. Σύντομα απέκτησα την ακράδαντη πεποίθηση πως δεν ήθελα τίποτα άλλο από τη ζωή από το να μάθω να κάνω αυτό που έκανε εκείνος ο κύριος Ντίκενς.

Σκέψεις για την ανάγνωση, για την αφήγηση, για τη μνήμη ξεδιπλώνονται σε καίριους διαλόγους. Η πλοκή, αν και θυελλώδης, με πολύ μυστήριο και σασπένς, απ’ αυτή την άποψη μπαίνει σε δεύτερο πλάνο. Και… ευτυχώς που συμβαίνει αυτό, γιατί γρήγορα ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ένα «παραφυσικό» υπολανθάνον στοιχείο να υπεισέρχεται μέσα στην υπόθεση, που προσωπικά με απωθεί (όταν, εμφανίστηκε ο αριθμός 666, άρχισα να ανησυχώ): ο συμπρωταγωνιστής, μυστηριώδης –φασματικός- γάλλος εκδότης Κορέλι, σαν το Μεφιστοφελή του Φάουστ, εμφανίζεται αιφνιδιαστικά από το πουθενά, και σαγηνεύοντας την ψυχή του συγγραφέα τον αναγκάζει σε μια παράδοξη συμφωνία: να γράψει ένα βιβλίο που δεν έχει ξαναγραφτεί ποτέ με αντάλλαγμα τη θεραπεία του ήρωα από ανίατη αρρώστια που τον οδηγεί αργά αργά στο θάνατο:
-Μαρτίν, θέλω να δημιουργήσετε μια θρησκεία για μένα. Θέλω να επιστρατεύσετε όλο σας το ταλέντο και να αφοσιωθείτε ψυχή τε και σώματι για α δουλέψετε επί ένα χρόνο στην πιο μεάλη ιστορία που έχετε φτιάξει ποτέ: μια θρησκεία.
(…)
- Διαλέξατε λάθος συγγραφέα. Εγώ δεν ξέρω τίποτα από θρησκείες. Μόλις και μετά βίας θυμάμαι το Πάτερ ημών.
- Όπως στη λογοτεχνία ή σε οποιαδήποτε πράξη επικοινωνίας, αυτό που αποδεικνύεται αποτελεσματικό είναι η μορφή και όχι το περιεχόμενο.
- Μου λέτε πώς ένα δόγμα δεν είναι παρά ένα αφήγημα;
- Όλα είναι αφήγημα, Μαρτίν. Αυτό που πιστεύουμε, αυτό που γνωρίζουμε, αυτό που θυμόμαστε και ακόμα αυτό που ονειρευόμαστε. Όλα είναι αφήγημα, μια αφήγηση, μια ακολουθία γεγονότων και προσώπων που κοινωνούν ένα συναισθηματικό περιεχόμενο. Μια πράξη πίστης είναι μια πράξη αποδοχής, αποδοχής μιας ιστορίας που μας διηγούνται. Δεχόμαστε για αληθινό μόνο αυτό που μπορεί να γίνει αντικείμενο αφήγησης.

Οι αντιστάσεις του Νταβίδ είναι μηδαμινές κι έτσι εμπλέκεται σταδιακά σε μια ιστορία μυστηρίου με στοιχειωμένα σπίτια, κυνηγητά, συμπτώσεις, θανάτους, φόνους και αίμα. Άλλωστε, το μυθιστόρημα αυτοχαρακτηρίζεται «βιβλιοφιλικό θρίλερ». Ομολογώ ότι, παρόλο που βρήκα πολύ γοητευτικά κάποια στοιχεία πλοκής (όπως το εύρημα του «Κοιμητηρίου των λησμονημένων βιβλίων» κι όλες τις παρατηρήσεις που συνόδευαν την περιγραφή, την «κάθοδο» σ’ αυτό το νεκροταφείο της ανθρώπινης σκέψης), στις τελευταίες 50 σελίδες …κατέθεσα τα όπλα, βαρέθηκα, κουράστηκα. Ένιωσα τη βαρεμάρα που νιώθω συνήθως στις ταινίες θρίλερ, όταν στο τελευταίο δεκάλεπτο βλέπεις ατέλειωτες σκηνές κυνηγητού και «δήθεν σασπένς». Σ’ αυτές τις τελευταίες σελίδες το παραψυχολογικό στοιχείο ήταν πάνω από τις αντοχές μου. Παρόλ’ αυτά, εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο Θαφόν έχει χάρισμα γραφής, κι ότι το βιβλίο αυτό είχε «κάτι να πει». Βρήκα έξυπνο το ύφος (ιδιαίτερα τους διαλόγους με την Ισαβέλλα, όπου υπεισέρχεται και το στοιχείο της άδολης και ανιδιοτελούς αγάπης), κι όχι εξυπνακίστικο, όπως υποστηρίζει στην πολύ διαφωτιστική της παρουσίαση η anagnostria (εδώ)
Χριστίνα Παπαγγελή

3 σχόλια:

anagnostria είπε...

Παρ' όλα τα μειονεκτήματά του, νομίζω, αγαπητή Χριστίνα, ότι είναι μια σταγόνα δροσιάς μέσα στην εκδοτική ξηραΐλα της σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής. Δεν συμφωνείς;

Κωνσταντίνος Σαρρηκώστας είπε...

Διαφωνώ.
Λυπάμαι, αλλά το βιβλίο είναι απλά μέτριο. Έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία σε ένα σκοτεινό φόντο. Πολύ καλή επίσης η ανάμιξη του εξωλογικού και του μεταφυσικού με την πραγματικότητα. Γίνεται φυσικά, αβίαστα και όμορφα. Επίσης, σχεδόν συγκινητική η συγγραφική ιδέα του κοιμητηρίου των λησμονημένων βιβλίων. Κατά τα άλλα όμως το βιβλίο θεωρώ ότι είναι μέτριο. Πολλά λάθη στην ροή, φλύαρος, κουραστικές αναφορές σημείων της πόλης χωρίς να την περιγράφει, χωρίς να κάνει τον αναγνώστη να την "δει" μέσα από τις λέξεις. Πέφτει σε επαναλήψεις που κουράζουν. Πόσες φορές ποια θα δουν οι ήρωες την πόλη από ψηλά; Πόσες φορές πρέπει να διαβάσω ότι χτυπάνε πόρτες με την ανάστροφη του χεριού; (Μία αρκετά όμορφη κινησιολογική λεπτομέρεια κατά τα άλλα, που όμως ευτελίζεται από τον δημιουργό με την κατάχρηση της). Επιφανειακά φιλοσοφικά τσιτάτα που μόνο γέλια μπορούν να προκαλέσουν. Και το κυριότερο, έχει έναν κεντρικό ήρωα που πουλάει την ψυχή του στον διάβολο και δεν μπαίνει καν στον κόπο να μας παρουσιάσει την εσωτερική του πάλη ως προς αυτό. Στην δεύτερη πράξη από υποτονικός Νταβίδ γίνεται απλά δυνατός και σχεδόν αναιδής και...αυτό. Καμία εξέλιξη, καμία ανάλυση. Είναι ολοφάνερο ότι είναι ένας συγγραφέας μυθοπλασίας χωρίς κάποια σημαντική λογοτεχνική ικανότητα πέραν του ότι γράφει "ομαλά" και "όμορφα". Η βροχή άλλωστε κατά τον Θαρόν πέφτει σαν γυαλάκια, άλλοτε σαν κρυσταλάκια, άλλοτε σαν σφαίρες, άλλοτε σαν υδάτινη κουρτίνα ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Και αυτήν του την ανεπάρκεια την αποδεικνύει περίτρανα προς το τέλος του βιβλίου όπου πλέον είτε διάβαζα ισπανική λογοτεχνία είτε Νταν Μπράουν είτε έβλεπα περιπέτεια στο σινεμά ήταν το ίδιο και το αυτό. Δεν λέω. Και ο Νταν Μπράουν έχει τη θέση του κάπου σε κάποιο κοινό. Αλλά όχι και σύγχρονος Θερβάντες ο Θαρόν.

Πόσο μικρός μου φάνηκε ο Θαρόν στο αμέσως επόμενο βιβλίο που διάβασα. Όσα δεν κατάφερε να πει στις 600 του σελίδες το είπε ο Τσέχοφ στις 80 σελίδες του "Θάλαμος αρ. 6". Δεν θα το 'λεγα αυτό το τελευταίο εάν ο Θαρόν δεν γύρευε τις αξιώσεις του Θερβάντες και δεν είχε τη φιλοδοξία του λογοτέχνη που δείχνει ότι έχει μέσα από αυτό το βιβλίο.

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Αγαπητέ Κωνσταντίνε, τείνω να... συμφωνήσω με τη διαφωνία σου! Άλλωστε είναι φανερό από την ανάρτησή μου, εφόσον το βιβλίο τοπαράτησα λίγο πριν το τέλος...
Κατά σύμπτωση διάβασα το "Θάλαμος 6"πριν δυο βδομάδες. Πολύ περιεκτικό και πρωτοποριακό για την εποχή του.