Τρίτη, Σεπτεμβρίου 21, 2010

Ένας τυχαίος εραστής, Ναντίν Γκόρντιμερ

The pickup (= τυχαία συνάντηση) είναι ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου, τίτλος που αποδίδει εύστοχα το βασικό και μοιραίο περιστατικό γύρω από το οποίο πλέκεται όλη η υπόθεση, αλλά και η τύχη των πρωταγωνιστών: η «πλούσιας προαστιακής προέλευσης» ιρλανδοεγγλέζα Τζούλι συναντά «τυχαία» τον παράνομο, μουσουλμανικής καταγωγής, Αμπντού (Ιμπραήμ το πραγματικό του όνομα, όπως αποκαλύπτεται παρακάτω) στο συνεργείο αυτοκινήτων όπου δουλεύει ο τελευταίος (καταγόταν μάλλον από την Ινδία ή από τη Μαλαισία: ήταν, όπως κι αυτή, ντόπιος σ’ αυτή τη χώρα όπου κι οι δυο τους γεννήθηκαν απόγονοι από μετανάστες κάποιας εποχής: στη δική της περίπτωση μετανάστες από το Σάλφοκ και το Κάουντι Κορκ, στη δική του από το Γκουτζεράτ ή τις Ανατολικές Ινδίες). Όπως υποδηλώνει ο ελληνικός τίτλος (ανάγλυφες οι προθέσεις του …μεταφραστή), γρήγορα γίνονται εραστές.
Το βιβλίο, όπως και όλα της ακτιβίστριας νοτιοαφρικανής συγγραφέα, είναι βαθύτατα κοινωνικό, μιας και δεν καταγράφει, όπως θα περίμενε κανείς, τις προκαταλήψεις που εξακολουθούν να υπάρχουν στη νοτιοαφρικανική ένωση την μετα-απαρτχάιντ εποχή, αλλά θέτει ευρύτερα ζητήματα ταυτότητας που χαρακτηρίζουν τη σημερινή πολυπολιτισμική κοινωνία. Η Τζούλι ανήκει στη γενιά της χειραφέτησης, της απελευθέρωσης. Παιδί χωρισμένων γονιών, έχοντας ουσιαστικά απαρνηθεί την κοινωνική στήριξη του επιχειρηματία πατέρα της και τον ελιτίστικο κύκλο της μάνας της, ζει απλά, προσπαθώντας να αντισταθεί στις αστικές συνήθειες, κρύβοντας ενίοτε την καταγωγή της, αρνούμενη να ζητήσει βοήθεια από την οικογένειά της όταν χρειάζεται, νιώθοντας ντροπή απέναντι στον Αμπντού για την εύνοια της μοίρας της σε σχέση με τη δική του. Παρέα της οι θαμώνες του «Ελ Έι καφέ», μια ομάδα νεαρών κουλτουριάρηδων που η γνώμη τους απηχεί σα χορικό την «προοδευτική» φωνή της ιδεολογίας των λευκών (να είναι ανοιχτή σε κάθε ανθρώπινη επαφή- αυτό πρέσβευαν η ίδια και οι φίλοι της, σαν αρχή από κείνες που δίνουν αξία στη ζωή). Αυτή η χαλαρή και ανοιχτή ομάδα είναι ο κοινωνικός ιστός της Τζούλι, τα εκλεκτικά της αδέλφια που έχουν αποστασιοποιηθεί από τις οικογένειές τους, είτε αυτές είναι μαύρες είτε λευκές των Προαστίων. Οι φίλοι αυτοί δε γίνονται ποτέ αδιάκριτοι, αυτό αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας τους: «ό, τι κι αν κάνεις, όποιον κι αν ερωτεύεσαι, ό, τι κι α σου συμβεί, ή σε χτυπήσει κατακούτελα, Αδελφέ μου, κανένα πρόβλημα».
Οι φίλοι της Τζούλι υποδέχονται θερμά στην παρέα τον αμίλητο Αμπντού, που δε διαφέρει απ ‘αυτούς μόνο γιατί είναι έγχρωμος, αλλά και γιατί ανήκει στον «κόσμο της χειρωνακτικής εργασίας» (οι φίλοι δε διστάζουν καθόλου να σε ρωτήσουν ποιος είσαι κι από πού έρχεσαι- αυτή είναι η αντίστροφη όψη της μπουρζουά ξενοφοβίας).

Δεν απαρνιέται όμως με το ίδιο πάθος ο Αμπντού τον κόσμο των αστών όπως τον έχει απαρνηθεί η Τζούλι και η παρέα της, γέννημα- θρέμμα αυτής της κοινωνικής τάξης. Τους δικαιολογεί κατά κάποιο τρόπο που απελαύνουν τους λαθρομετανάστες:
- (φίλοι) Είναι τρομακτικό. Απάνθρωπο. Εξευτελιστικό (η απέλαση)
- (Αμπντού) Όχι. Δεν τους βλέπεις κι εσύ όπου και να συχνάζεις; Κάτω από την καφετέρια αγοράζεις κρακ σα να έπαιρνες ένα κουτί σπίρτα, συμμορίες σού αρπάζουν το πορτοφόλι μόλις στρίψεις τη γωνία, υπάρχουν γυναίκες για κάθε γούστο- για ποιους νομίζεις δουλεύουν; Γι αυτούς τους απ’ έξω στους οποίους επιτράπηκε η είσοδος. Πιστεύεις ότι κάνει καλό αυτό στη χώρα σου;
- Εσύ, όμως … εσύ δεν είσαι σαν αυτούς.
- Ισχύει και για μένα ο ίδιος νόμος. Όπως και γι’ αυτούς. Μόνο που αυτοί είναι πιο έξυπνοι, έχουν πιο πολλά λεφτά – για να πληρώσουν
.

Είναι ίσως η πρώτη φορά όπου διαφαίνεται το ιδεολογικό χάσμα. Το χάσμα αυτό αρχικά φαίνεται να το βιώνει περισσότερο ο σιωπηλός κι εσωστρεφής Αμπντού, που παρακολουθεί αμίλητος και δε συμμετέχει. Δε συμμετέχει π.χ. στη συλλογική συμπαράσταση στον Ραλφ, που μαθαίνει ότι έχει AIDS, κι ο κύκλος των φίλων σπεύδει να ενθαρρύνει (μια διάθεση ψεύτικου θάρρους κυριεύει το Τραπέζι. Άλλωστε, αυτό που έτυχε σ’ έναν δικό τους θα το αντιμετωπίσουν εναλλακτικά, και όχι με την αποστροφη ή με την εμετική συμπόνια του σύμπαντος. Εκείνοι θα έχουν πάντα τη λύση – στο πνευματικό επίπεδο- αν όχι τη γιατρειά).
- Ξέρω, άκουσα. Οι φίλοι σου μπορούν να γελάνε με όλα.

Παρόλ’ αυτά, η ερωτική και σεξουαλική σχέση, που περιγράφεται κάπως ιμπρεσιονιστικά, φαίνεται να απορροφά αυτούς τους κραδασμούς. Ακόμα κι όταν ο Αμπντού επιμένει να γνωρίσει τον πατέρα- μεγαλοεπιχειρηματία και η Τζούλι διστάζει νιώθοντας ντροπή όχι για τον εραστή της, όπως θα περίμενε κάποιος του περιβάλλοντός της αλλά για τον πατέρα και τον κύκλο του. Ντρέπεται για τους γονείς της – εκείνος νομίζει ότι ντρέπεται γι’ αυτόν. Αφουγκράζεται την ντροπή της που ντρέπεται γι’ αυτούς: την ντροπή της που εκείνος είδε τι ήταν κάποτε, τι είναι ακόμα. Ακόμα και τότε όμως, την ένταση την απορροφά ο ήρεμος, σταθερός έρωτας.

Ώσπου συμβαίνει ένα δεύτερο μοιραίο περιστατικό: έρχεται ειδοποίηση ότι ο Αμπντού πρέπει να απελαθεί, είναι παράνομος. Και είναι μοιραίο γιατί δρα καταλυτικά ώστε να διαφανούν οι διαφορές: οι προαστιακής προέλευσης φίλοι κινητοποιούνται και ψάχνουν εναλλακτικές λύσεις, ώσπου πέφτει η ερώτηση- βόμβα του Αμπντού:
-Γιατί προτιμάς αυτούς τους φίλους από την οικογένειά σου;
Μια νέα σύγκρουση αρχίζει και παίρνει σάρκα και οστά: η Τζούλι αδυνατεί να κατανοήσει την εκτίμηση που τρέφει ο Αμπντού για τον κύκλο των δικών της (πώς είναι δυνατόν να τους θαυμάζει εκείνους τους προέδρους διοικητικών συμβουλίων του πατέρα της, τους Διαχειριστές των Κεφαλαίων, Διευθυντές-Αράχνες στο κέντρο των ιστοσελίδων που στήνουν τις αγορές;)
Οι προσπάθειες να βρεθούν λύσεις ατελέσφορες, σπρώχνουν τη Τζούλι στη λύση που θα έβρισκε κάθε άτομο που, όπως την είχε δει εξαρχής ο Αμπντού, είχε ένα ύφος λες και ήταν έτοιμη να κάνει προτάσεις, πάντοτε βρίσκονται λύσεις στο περιβάλλον από το οποίο προέρχεται. Αποφασίζει να πάει μαζί του! Στην πατρίδα του, στην οικογένειά του! Η σειρά του Αμπντού να νιώσει πίεση, άγχος:
Η ιδέα της είναι τελείως ανέφικτη. Τι θα μπορούσε να κάνει εκεί; Τι θα πρέπει να κάω εγώ μ’ αυτήν μαζί; ΕΚΕΙ. Δεν είναι για μένα, δε μπορεί να το καταλάβει αυτό; είναι πολύ εγωίστρια και κακομαθημένη για να χωνέψει ότι αυτό ακριβώς είναι, πιστεύει ότι μπορεί να’ χει τα πάντα, δεν ξέρει ότι το μόνο πράγμα που δεν είναι σε θέση να έχει είναι να επιζήσει αυτού που αποφάσισε ότι θέλει τώρα. Τρέλα. Τρέλα.
Η ένταση των συναισθημάτων εκατέρωθεν δίνεται αριστοτεχνικά από την συγγραφέα, σαν ένα εσωτερικό διάλογο, ασύνδετο και υπαινικτικό.
Κι όμως, γρήγορα ο Αμπντού καταλαβαίνει ότι η ανάποδη όψη αυτής της τρέλας είναι η αγάπη, η αφοσίωση. Η γυναίκα του (γιατί …παντρεύονται για λόγους ευνόητους) τον ακολουθεί στη χώρα του, δένεται σιγά σιγά με την πολυπληθή του οικογένεια και προσαρμόζεται σ’ έναν κόσμο ολότελα ξένο απ’ όσα γνώριζε μέχρι τώρα. Με ρυθμούς προσαρμοσμένους στη νωχέλεια της ερήμου, μαθαίνει να καρτερεί και να διαλογίζεται (εδώ, σε αυτό το χωριό που ήταν τόπος του, διαμορφωνόταν μια άλλη αντίληψη του εαυτού της). Δε φαίνεται να συμμερίζεται τις άπειρες προσπάθειες του Ιμπραήμ –τώρα έχει το πραγματικό του όνομα- να μεταναστεύσει στο εξωτερικό. Όταν εκείνος αρνείται την πολύ δελεαστική πρόταση του θείου του για δουλειά, εκείνη προσπαθεί να τον μεταπείσει. Θέλει να καλλιεργήσει …ορυζώνα (άλλη μια περιπέτεια που είχε επινοήσει η άγνοια του πλουσιοκόριτσου;). Κι όταν πια, εκείνος καταφέρνει να κλείσει ως και εισιτήρια για την Αμερική, δυο μέρες πριν το μεγάλο ταξίδι, η απόφαση της Τζούλι είναι ξαφνική και αμετάκλητη και πέφτει σαν κεραμίδα στον Ιμπραήμ και στους δικούς του: όχι να γυρίσει στην πατρίδα της αλλά να μείνει πίσω, στη δική του οικογένεια…
… η σύγχυση δημιουργεί βόμβο στα αυτιά του. Ποια σύγχυση όμως; Δεν υπάρχει καμιά σύγχυση. Έπρεπε να το ξέρω. Είναι σα κι εμένα, σαν κι εμένα, δεν θέλει να γυρίσει εκεί όπου ανήκει. Όπου οι άλλοι της λένε ότι ανήκει. Ψάχνει για άλλη πατρίδα.
Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 11, 2010

Κριστιάνε Φ.: Κριστιάνε Φ., 13, πόρνη και τοξικομανής,

«Wir kinder vom Bahnhof Zoo», δηλαδή «Είμαστε τα παιδιά από το Zoo Station» είναι ο τίτλος που προτίμησε η Κριστιάνε Φ. για το βιβλίο που κυκλοφόρησε με την απομαγνητοφωνημένη της αφήγηση/μαρτυρία σχετικά με τη συγκλονιστική της εμπειρία, και καμιά σχέση δεν έχει βέβαια ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου αυτού με την ελληνική μετάφρασή του: «Κριστιάνε Φ., 13, πόρνη και τοξικομανής»!!
Είναι ένα βιβλίο- ντοκουμέντο που προέκυψε από την πρωτοβουλία των δημοσιογράφων Κάι Χέρμαν και Χόρστ Ρικ να ολοκληρώσουν το ρεπορτάζ που έκαναν για τη ζωή των νέων στο Βερολίνο στη δεκαετία του ‘70, και κατέληξε σε έρευνα πάνω στις συνθήκες ζωής των νέων και τη ροπή τους προς τα ναρκωτικά την εποχή αυτή.
Η μαρτυρία της δεκαπεντάχρονης Κριστιάνε, που από τα 13 κιόλας χρόνια ενέδωσε στα ήπια ναρκωτικά στην αρχή και ύστερα στην ηρωίνη και στην πορνεία (ως μέσον φυσικά για να εξασφαλίσει τη δόση της) είναι απίστευτη, αλλά φαίνεται ότι είναι και χαρακτηριστική μιας μεγάλης μερίδας νέων. Πέρα απ’ αυτό όμως, ο βιωματικός χαρακτήρας της αφήγησης και η συγκαλυμμένη ευαισθησία της αφηγήτριας δίνουν αξία πολύ μεγαλύτερη στη μαρτυρία αυτή απ’ ό,τι άπειρες αναλύσεις ειδικών στις κοινωνικές επιστήμες (όπως γράφουν στον πρόλογο και οι επιμελητές του βιβλίου). Φαίνεται δηλαδή αναλυτικά, μέσα από την αφήγηση, ότι τα παιδιά που καταφεύγουν στη λύση των ναρκωτικών είναι παιδιά με τραυματικές εμπειρίες, από γονείς με σοβαρά προβλήματα, που κατά κανόνα ζουν σε κάποια μεγαλούπολη/τσιμεντούπολη και κατ’ ανάγκη αναζητούν διέξοδο και προστασία μέσα από τις σχέσεις με τους φίλους.
Η αφήγηση ξεκινά με τη μετακόμιση της εξάχρονης τότε Κριστιάνε και της οικογένειάς της από το αγρόκτημα στο χωριό (που δεν κατονομάζεται) και την εγκατάστασή της και προσαρμογή στο Γκρόπιουστατ, σ’ ένα συγκρότημα στο Βερολίνο από ουρανοξύστες και πολυκατοικίες για 45.000 ανθρώπους (!) Αυτά που βλέπει και βιώνει ένα εξάχρονο παιδί απ’ αυτή τη βίαιη αλλαγή είναι αυτά που δε μπορεί να διακρίνει ο ενήλικας: κυρίως την έλλειψη χώρου και παιχνιδιού, ενώ η βρωμιά και τα κάτουρα από τα πολλά σκυλιά και τα πολλά παιδιά που ζούσαν στην Γκρόπιουστατ, -που δεν προλάβαιναν να ανέβουν τους δέκα/δεκαπέντε ορόφους για να πάνε στην τουαλέτα του σπιτιού τους-, είναι χαρακτηριστικά και καθοριστικά βιώματα. Ασύλληπτα ήταν τα τεχνάσματα των εξάχρονων/οκτάχρονων παιδιών για να υπερβούν τις άπειρες απαγορεύσεις και να παίξουν (βούλωναν τις αποχετεύσεις βάζοντας πράγματα στα μπετονένια αυλάκια του νερού, κάναν πίστες για πατινάζ τις εισόδους των πολυκατοικιών όταν έβρεχε, παίζαν με το ασανσέρ (χοροπηδοτάξιδα), έμπαιναν από την είσοδο υπηρεσίας στις απαγορευμένες άλλες πολυκατοικίες, κρυφτό στο υπόγειο κλπ):
Στο Γκρόπιουστατ μάθαινες εντελώς αυτόματα να κάνεις οτιδήποτε ήταν απαγορευμένο. Σε κάθε γωνιά στο Γκρόπιουστατ υπήρχε κάποια πινακίδα. Αυτά που τα ονομάζουν πάρκα, ανάμεσα στους ουρανοξύστες, είναι όλα πάρκα για πινακίδες. Και φυσικά οι περισσότερες πινακίδες απαγορεύουν κάτι στα παιδιά.
Στο χωριό μας, στο ρυάκι, κάναμε ό, τι θέλαμε χωρίς ποτέ να γκρινιάξει κανένας μεγάλος. Αλλά κατάλαβα ότι στο Γκρόπιουστατ μπορούσες να παίξεις μόνο αυτά που είχαν προβλέψει οι μεγάλοι. Δηλαδή να κάνεις τσουλήθρα και να κυλιέσαι στην άμμο. Ότι ήταν επικίνδυνο να έχεις δικές σου ιδέες στο παιχνίδι.
Ούτε αρχηγό είχαμε στο χωριό μας. Ο καθένας μπορούσε να προτείνει το παιχνίδι που ήθελε. Και μετά φωνάζαμε όλοι μαζί μέχρι που μέσα στη βαβούρα να επικρατήσει μια από τις προτάσεις. Και δεν πείραζε καθόλου να υποχωρούν καμιά φορά οι μεγαλύτεροι. Ήταν μια γνήσια δημοκρατία των παιδιών.

Στο Γκρόπιουστατ, στο δικό μας συγκρότημα, ήταν ένα αγόρι ο αρχηγός. Ήταν ο δυνατότερος και είχε το καλύτερο νεροπίστολο. Ο κυριότερος κανόνας του παιχνιδιού ήταν να κάνουμε πάντα ό, τι μας διέταζε.
Παίζαμε ο ένας εναντίον του άλλου κι όχι όλοι μαζί. Το θέμα δηλαδή ήταν να τσαντίζουμε τους άλλους.

Αυτή η συσσωρευμένη ένταση σε συνδυασμό μ’ έναν πολύ αυστηρό και βίαιο πατέρα, τον χωρισμό των γονιών της και τον αντιπαθητικό καινούριο συμβίο της μητέρας της, έστρεψε την Κριστιάνε στην αναζήτηση προτύπων μέσα από τη σχολική τάξη. Η συμμαθήτριά της Κέσι αρχικά κι ο φίλος της (φορούσε στενό μπλου τζην και πολύ κομψές μπότες), που έπαιρνε τριπάκια ήταν τα πρώτα της ινδάλματα που προσπάθησε να πλησιάσει φορώντας στενό τζιν και ψηλά τακούνια, από τα 12 χρόνια. Απίθανα –άλλωστε- ήταν τα αγόρια που στο διάλειμμα εξαφανιζόντουσαν στην κρυψώνα και καπνίζανε. Κι έπρεπε να πίνουν και μπίρα.
Η Κριστιάνε περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια πώς πήρε το πρώτο της τριπ, και πώς αισθάνθηκε «αναγνωρισμένη» μετά απ’ αυτό.
Οικογένειά μου ήταν η παρέα μας. Εκεί υπήρχε κάτι σα φιλία, σαν τρυφερότητα και με κάποιο τρόπο σαν αγάπη. Ήδη το φιλί του καλωσορίσματος μού άρεσε φοβερά. Ο καθένας φιλούσε το καθένα τρυφερά και φιλικά. Ποτέ δε με είχε φιλήσει έτσι ο πατέρας μου. Στην παρέα μας δεν υπήρχαν προβλήματα. Δε μιλούσαμε ποτέ για τα προβλήματά μας. Κανένας δε γινόταν βάρος στους άλλους με τα σκατά του σπιτιού του ή της δουλειάς του. Όταν ήμαστε μαζί δεν υπήρχε ο αηδιαστικός κόσμος των άλλων. Μιλούσαμε για μουσική και για μαύρη.

Σύντομα βέβαια η μαύρη και τα τριπ δεν τους «έφτιαχναν πια», δεν τους έδιναν καινούριες εμπειρίες. Η Κριστιάνε αντιστάθηκε πολύ πριν πέσει στη ηρωίνη.
Η ηρωίνη εισέβαλε σα βόμβα. Ακόμα και στην παρέα μας όλοι άρχισαν να μιλάνε για άσπρη. Είχαμε αρκετά παραδείγματα φίλων μας που’χανε ρημάξει από την άσπρη. Παρόλ’ αυτά, όμως, ο ένας μετά τον άλλον χτύπησαν την πρώτη ένεση, κι οι περισσότεροι συνεχίσανε.
Η σκέψη και μόνο της ηρωίνης μου’ φερνε πανικό. Ίσως γιατί συνειδητοποιούσα ότι ήμουνα μόλις δεκατριών χρονών.
Είχαν πλήρη επίγνωση όλα τα παιδιά ότι είναι ένας δρόμος με σχεδόν ανέφικτη επιστροφή. Όμως, όπως λέει, απ’ την άλλη έτρεφα τον αιώνιο σεβασμό μου μπροστά σ’ αυτούς που βαρούσαν ενέσεις. Ήταν για μένα οι παρέες οι ένα σκαλοπάτι πιο ψηλά.

Έχει ένα αγόρι, μια μεγάλη αγάπη, τον Ντέτλεφ με τον οποίο διατηρεί μια πολύ τρυφερή κι αφοσιωμένη σχέση ακόμα κι όταν πέφτουν κι οι δυο στην ηρωίνη. Από κει και πέρα, όμως, ξεκινά μια καθοδική πορεία προς την πλήρη εξαθλίωση: το κυνήγι της δόσης τούς στρέφει στην πορνεία, στην αρχή μόνο τον Ντέτλεφ που εξασφάλιζε έτσι τη δόση και της αγαπημένης του, και στη συνέχεια της Κριστιάνε, που δε δίνεται ολοκληρωτικά αλλά προσφέρει «εξυπηρέτηση» παντός είδους. Το ζευγάρι συναντιέται για να μοιραστεί τη δόση αλλά, όταν είναι εφικτό, και το κρεβάτι (ο Ντέτλεφ είναι ο μόνος στον οποίο δίνεται η Κριστιάνε «ολοκληρωτικά», τουλάχιστον τα δυο πρώτα χρόνι ατης πορνείας). Οι συνθήκες είναι πολύ άθλιες κι εξίσου άθλιες γίνονται και οι σχέσεις, ιδιαίτερα όταν οι τζάνκι «είναι σε τέρκυ», έχουν δηλαδή σύνδρομο στέρησης, οπότε δε διστάζουν ακόμα και να φτάσουν στο κατώφλι του θανάτου. Παρόλη την τυφλότητα των χρηστών, το φάσμα του θανάτου μπαίνει στην καθημερινότητά τους και θαρρείς ωριμάζει σ’ ένα βαθμό την κοινωνική τους ματιά.

Όλες οι ψυχικές διακυμάνσεις και τα πισωγυρίσματα της Κριστιάνε αλλά και του φίλου της, του Ντέτλεφ, περιγράφονται στο μαγνητόφωνο των δημοσιογράφων όταν πια η Κριστιάνε είναι 15 χρονών. Στο βιβλίο παρεμβάλλονται και μαρτυρίες της μητέρας, του πατέρα αλλά και κάποιων ειδικών. Οι προσπάθειες αποτοξίνωσης είναι πολλές και συγκινητικές, αλλά η επιστροφή ξανά στην άσπρη γίνεται εν μια νυκτί, ενώ η απαιτούμενη δόση για να «φτιαχτούν» γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Οι δυο πρωταγωνιστές βλέπουν τις παρέες να διαλύονται και τους φίλους τους να αυτοκαταστρέφονται.
Η αφήγηση της Κριστιάνε είναι συγκλονιστική στην απλότητά της και την ωμότητά της. Όταν πια, με τη βία, απομακρύνεται από το Βερολίνο γίνεται προσπάθεια να ενταχτεί κανονικά σε σχολείο (φυσικά ποτέ δε γίνεται πλήρως αποδεκτή, παρόλη την ευφυΐα της και τη θέλησή της για προσαρμογή, τη διώχνουν από το γυμνάσιο και τη στέλνουν στο δημοτικό). θα μας καταπλήξει ωστόσο με τη θέλησή της για μάθηση και με τις ώριμες κοινωνικές παρατηρήσεις της πάνω στις συνήθειες και τη νοοτροπία των συνομηλίκων της:
Τα πιο πολλά κορίτσια ζούσαν αποκλειστικά για τους γκόμενους. Δεχόντουσαν όλη τη βιαιότητα στις σχέσεις. Μια ώρα πριν ανοίξει η ντίσκο, όλα τα θηλυκά ήταν στημένα στον καθρέφτη με τη χτένα και το πινέλο στο χέρι. Μετά κάθονταν ακίνητες για να μη χαλάσει η κόμμωση.
Χειρότερη σε όλα έβρισκα τη βία στις σχέσεις αγοριών και κοριτσιών. Όλοι για χειραφέτηση μιλάνε βέβαια. Αλλά νομίζω ότι τα αγόρια φέρονται με τέτοια βία στα κορίτσια όσο ποτέ άλλοτε. Έτσι βγάζουν τη δική τους απογοήτευση.
(…) οι πελάτες στο Βερολίνο χαμογελούσαν τουλάχιστον όταν σου έκαναν νόημα μέσα από το αυτοκίνητο. Οι τύποι εδώ δεν έβλεπαν την ανάγκη να κάνουν κάτι τέτοιο. Νόμιζαν τουλάχιστον. Πιστεύω πως οι περισσότεροι πελάτες στο Βερολίνο ήταν φιλικότεροι και πολύ πιο τρυφεροί από τους νέους αγριογκόμενους στις ντίσκο.

Πέρα από το ότι είναι ένα βιβλίο/μαρτυρία από πρώτο χέρι αυτής της τραγικού φαινομένου του πολιτισμού μας, το ενδιαφέρον έγκειται στο ότι η Κριστιάνε ήταν ως παιδί πολύ ευαίσθητο, πολύ πάνω από το μέσο όρο, με μια ιδιόμορφη ηθική και με την ικανότητα να μας μεταφέρει την εμπειρία της και τα αίτια που κρύβονται πολλές φορές πίσω από τα γεγονότα.
Έψαξα στο ίντερνετ να βρω τα ίχνη αυτής της γυναίκας που τώρα πια θα είναι 47 χρονών. Δε βρήκα κανένα στοιχείο, αλλά εύχομαι να βρήκε την εσωτερική δύναμη να ορίζει χωρίς εξαρτήσεις τη ζωή της.



Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 01, 2010

Ένα απλό έγκλημα, Θοδωρής Καλλιφατίδης

Έτσι είναι.
Άλλοτε ξέρεις πώς είναι το ψηφιδωτό
κι ας σου λείπουν κομματάκια
κι άλλοτε έχεις όλα τα κομματάκια
και δεν ξέρεις πώς είναι το ψηφιδωτό
.


Το πτώμα μιας γυναίκας ξεβράζεται 6 μήνες μετά τη δολοφονία της σε μια ακτή της Σουηδίας. Η Κριστίνε, προϊσταμένη της Υπηρεσίας Εγκλήματος αναλαμβάνει την υπόθεση.
Είναι περίεργο πώς μπορεί ένα τόσο κλασικά αστυνομικό μυθιστόρημα (με …πτώμα από την αρχή, έγκλημα προς εξιχνίαση, ντετέκτιβ, αστυνομικούς και ιατροδικαστές, μάρτυρες, αποδεικτικά στοιχεία, έρευνα που προχωρά μεθοδικά κλπ.) ταυτόχρονα να είναι και τόσο …λυρικό. Από την πρώτη σελίδα, να μην πω από την πρώτη γραμμή, ο αναγνώστης μπαίνει σε μια ατμόσφαιρα όπου οι ήρωες χρωματίζουν συναισθηματικά τα γεγονότα: «Η λύπη των ευτυχισμένων είναι πάντα όμορφη» σκέφτεται η πρωταγωνίστρια επιθεωρητής Κριστίνε καθώς παρακολουθεί μόνη της μια συναυλία του Μέντελσον, ζηλεύοντας τους μουσικούς που κοιτάζονταν σα να’ χαν κάνει μόλις έρωτα ή σα να επρόκειτο να κάνουν. Και ζήλευε γιατί μόλις είχε μόλις καβγαδίσει με τον άντρα της αλλά ο καβγάς συνεχιζόταν μέσα της. Σκεφτόταν πράγματα που θα ήθελε να είχε πει και πράγματα που θα ήθελε να μην είχε πει. Βασικά αυτή ήταν η πεμπτουσία κάθε καβγά: μετανιώνουμε για ό, τι δεν είπαμε, όπως επίσης μετανιώνουμε για ό, τι είπαμε.
Ήδη λοιπόν από τις δυο πρώτες σελίδες ο συγγραφέας έχει δώσει δείγμα ενός ύφους οικείου, εσωτερικού, με πινελιές από στιγμές καθημερινές και ανθρώπινες. Αυτό το ύφος διατηρείται με συνέπεια μέχρι τέλους, παρόλο που η πλοκή ρέει μ’ ένα σταθερό ρυθμό και παρόλη την περιπλοκότητα της υπόθεσης. Ένα ύφος που περιγράφει με απλές, καίριες γραμμές, σα να σκιτσάρει, τη δράση αλλά και τους τύπους των ανθρώπων, συμπεριφορές, σκέψεις και συναισθήματα, και χαίρεσαι κυριολεκτικά να το διαβάζεις.
Αξιοπρόσεκτο είναι το ότι πολλές γυναίκες πρωταγωνιστούν στο βιβλίο, και μάλιστα σε επαγγέλματα που συνήθως ασκούν άντρες. Έτσι, η αστυνομικίνα/πρωταγωνίστρια είναι γυναίκα, η δικαστής, η δημοσιογράφος, η εισαγγελέας είναι γυναίκες. Πολλοί από τους ήρωες, επίσης, όπως και η πρωταγωνίστρια είναι μετανάστες. Σχετικά κοινωνικά σχόλια εμπεριέχονται στην αφήγηση, π.χ.
Η τακτική της ήταν ίδια με ενός μετανάστη: πρέπει να είσαι δυο φορές πιο καλός για να σου λογαριάσουν τη μισή. Στον ανδρικό κόσμο, που αντιμετώπιζε κάθε μέρα, η τακτική της λειτουργούσε θαυμάσια.
Τώρα όμως ήταν αμήχανη γιατί θα αντιμετώπιζε μια γυναίκα. Είχε μεν τουμπάρει δεκάδες άντρες πριν, αλλά πώς θα τουμπάριζε μια ομόφυλη;


Αλλά και το σκηνικό είναι ενδιαφέρον γιατί μεταφερόμαστε στις παγωμένες θάλασσες της Σουηδίας εφόσον το μυστήριο διαδραματίζεται μεταξύ Εσθονίας και Σουηδίας (με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης). Με διάφορες αφορμές υπάρχουν διάσπαρτα και κοινωνικά σχόλια.
Όπως λέει και η Ελένη Χουζούρη (ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/01/2004), το αστυνομικό βιβλίο του Καλλιφατίδη έχει δυο όψεις, την αστυνομική και την κοινωνικοψυχολογική. Στην ίδια ηλεκτρονική διεύθυνση πολύ ολοκληρωμένη βρήκα και την κριτική του Φίλιππου Φιλίππου (ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-06-2003) από την οποία αντιγράφω σχετικό απόσπασμα:

Στην πραγματικότητα η αστυνομική πλοκή είναι πρόσχημα: αυτό δίνει τη δυνατότητα στον Καλλιφατίδη να μιλήσει για τη δεύτερη πατρίδα του και τη σουηδική κοινωνία και όσα συντελούνται σ αυτήν. Ιδού μερικές επισημάνσεις του συγγραφέα που δύσκολα ανευρίσκονται στις ειδήσεις που φτάνουν εδώ από την όχι και τόσο μακρινή Σουηδία: η έκδοση διαζυγίων από το κράτος έχει δημιουργήσει οικονομική στενότητα στην Εκκλησία που κάποτε «κολυμπούσε στο χρήμα»· η κυβέρνηση για λόγους ισοτιμίας προωθεί τις γυναίκες σε θέσεις που κανονικά ανήκουν στους άντρες· οι καβγάδες ανάμεσα σε μεθυσμένους ή σε συμμορίες αγοριών που χρησιμοποιούν τσεκούρια, μαχαίρια και αλυσίδες είναι καθημερινό θέαμα· πριν έδερναν οι δάσκαλοι τους μαθητές, τώρα δέρνουν οι μαθητές τους δασκάλους· οι άνεργοι μετανάστες μαζεύονται στα καφενεία, αφού κανένας δεν τους θέλει και δεν τους καλεί για δουλειά· η συχνή επωδός της κυβέρνησης είναι «πρέπει να κάνουμε οικονομία»· οι νέοι που κάποτε συμμετείχαν σε διαδηλώσεις και πορείες σήμερα καρφώνονται στην τηλεόραση ή παίζουν παιχνίδια στους υπολογιστές· τα εστιατόρια κλείνουν το ένα μετά το άλλο, ενώ ανοίγουν γυμναστήρια και καταστήματα υγιεινής διατροφής· βιοτεχνίες και βιομηχανίες μεταφέρονται στην Εσθονία όπου υπάρχουν φτηνά εργατικά χέρια· οι Σουηδοί «τεμπέλεψαν» και είναι χειρότεροι και από τους Ιταλούς· συχνά ξεσπάνε σκάνδαλα με πρωταγωνιστές νομάρχες, δημάρχους, υπουργούς· στίφη από πόρνες προερχόμενες από γειτονικές χώρες κατακλύζουν τη Σουηδία· ο τομέας της ενημέρωσης αποτελεί βιομηχανία και πολλές φορές τα νέα είναι κατασκευασμένα, όπως όλα τα βιομηχανικά προϊόντα.
(…)Κλείνοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης μένει με κάποια ερωτήματα. Όχι για εκείνα που συνδέονται με το έγκλημα, ποιος το διέπραξε και γιατί, αλλά με τις εμμονές του συγγραφέα. Δύο λέξεις, δύο έννοιες, έρχονται κι επανέρχονται στις σελίδες του: «αγάπη» και «ευτυχία». (Ας μην ξεχνάμε πως ο Καλλιφατίδης έχει γράψει και ένα μυθιστόρημα που τιτλοφορείται Αγάπη). «Μα ποιανού η ευτυχία διαρκεί για πάντα» (σ. 31)· «Καμιά ευτυχία δεν είναι μεγαλύτερη από τη δική μας, αλλά κανενός η ευτυχία δεν αξίζει τη δυστυχία του άλλου» (σ. 85). «Μα ποια ευτυχία διαρκεί για πάντα;» (σ. 132 και 243). «Δεν αγαπούμε όλοι το ίδιο» και «Κάθε ιστορία αγάπης έχει δύο στάδια αλήθειας. Το πρώτο και το τελευταίο. Το πρώτο συμπεριλαμβάνει όλους τους λόγους που μας κάνουν άξιους της αγάπης του άλλου. Το τελευταίο περιέχει όλους τους λόγους που μας δίνουν το δικαίωμα να μην αγαπούμε πια» (σ. 179).


Τέλος, μ’ εντυπωσίασε ο διάλογος ανάμεσα στον ανθρωπιστή δικαστή Μπερλίν και την εισαγγελέα Μιτσούκο σχετικά με τον αστυνομικό έλεγχο των πολιτών, όπου διακρίνεται η τοποθέτηση του συγγραφέα πάνω στο καυτά επίκαιρο αυτό θέμα μέσα από τα παρακάτω λόγια:
- Άκουσέ με Μιτσούκο, ο κίνδυνος να μας διαφύγει ένας εγκληματίας πάντα υπάρχει. Αυτό είναι μέρος του τιμήματος για να μη γίνουμε αστυνομευόμενο κράτος. Αυτό είναι το ένα. Το άλλο: έχεις σκεφτεί ποτέ σου τι γίνεται με το προσωπικό που κάνει τέτοιες δουλειές; Πώς αισθάνεται ο νεαρός αστυφύλακας σκυμμένος στα ακουστικά; Παντοδύναμος, περήφανος ή σκέτος ωταψίας; Φυσικά το τελευταίο, ξέρω τι λέω. (…) Δεν ξέρεις πόσο φοβερό είναι να κατέχεις τα μυστικά των άλλων. Αν ήταν εύκολο, δε θα’ χαμε εφεύρει το θεό.
(…)
Όσο λιγότερη ηθική τόσο περισσότεροι νόμοι, κι όσο περισσότεροι νόμοι τόσο περισσότερα εγκλήματα. «Οι φρόνιμοι άνθρωποι χρειάζονται λίγους νόμους» είπε ο Θεόφραστος, που ήξερε τα πάντα για τις ανθρώπινες αδυναμίες. Τον έχεις διαβάσει;
Η Μιτσούκο δεν είχε διαβάσει Θεόφραστο, κανένας από τους συναδέλφους της δεν είχε διαβάσει.

- Αυτό λέει ένα σωρό. Η άγνοια είναι η νομιμοποίηση της βαρβαρότητας.

Χριστίνα Παπαγγελή

Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές, Τζέημς Κέην

Ένα αστυνομικό κομψοτέχνημα θα ονόμαζα αυτό το βιβλίο, γιατί στις λίγες του σελίδες συμπυκνώνονται όλα όσα προσδοκά κανείς από ένα καλό αστυνομικό: ενδιαφέρουσα υπόθεση, χαρακτήρες, συναίσθημα, έγκλημα, μυστήριο, ανατροπές. Χωρίς να είναι προβλέψιμο, είναι κλασικό στο είδος του. Το γράψιμο λιτό χωρίς να είναι βαρετό. Μέρος της συναρπαστικής πλοκής είναι και το θυελλώδες πάθος των πρωταγωνιστών.
Το έργο βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία του αστυνομικού ρεπορτάζ κι έγινε γνωστό από την κινηματογραφική του μεταφορά (έγινε και θεατρικό έργο).
Η μόνη μου ένσταση ένας αδιόρατος ρατσισμός απέναντι στον ιδιοκτήτη του ερημικού ξενοδοχείου, στόχο των δολοφόνων, τον Έλληνα Νικ Παπαδάκη, που ο συγγραφέας τον παρουσιάζει λιγδιάρη και αντιπαθητικό, τονίζοντας την καταγωγή του (συνέχεια αποκαλείται «ο Έλληνας») κι ενισχύοντας τα γνωστά στερεότυπα.
Επίσης, μου είναι δυσνόητος ο τίτλος.

Χριστίνα Παπαγγελή