Παρασκευή, Αυγούστου 27, 2010

Όταν έκλαψε ο Νίτσε, Ίρβιν Γιάλομ

Συναρπαστική όσο και την πρώτη φορά -πριν από 6-7 χρόνια- η δεύτερή μου ανάγνωση του βιβλίου αυτού, βιβλίου που σημάδεψε τη λογοτεχνική πορεία του ψυχοθεραπευτή Ίρβιν Γιάλομ (είναι το πρώτο του μυθιστόρημα), με φόντο την εποχή που γεννήθηκε η ψυχανάλυση· ένα είδος «ψυχαναλυτικού μυθιστορήματος», που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πρωτοπόρους του είδους.
Η πρώτη δυνατή εντύπωση προέρχεται από τον τίτλο, «Όταν έκλαψε ο Νίτσε»: η φράση προετοιμάζει τον αναγνώστη για την επικείμενη «σύγκρουση» συναισθήματος και Λόγου. Και όντως, με πολύ έντεχνο τρόπο παρακολουθούμε τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις δυο αυτές συνιστώσες της προσωπικότητας μέσα από το συσχετισμό δυο έντονα δυναμικών προσώπων: του Μπρόιερ (του γνωστού ψυχοθεραπευτή, συνεργάτη του Φρόυντ και εισηγητή της μεθόδου της ύπνωσης), με το μεγάλο φιλόσοφο Φρήντριχ Νίτσε. Τα δυο πρόσωπα, όπως σπεύδει να ξεκαθαρίσει ο συγγραφέας, δεν έχουν ποτέ συναντηθεί. Πρόκειται δηλαδή για ένα «παιχνίδι», ένα πνευματικό πείραμα, με όλη τη γοητεία και το ρίσκο που κρύβουν αυτού του είδους τα παιχνίδια. Κατά τ’ άλλα, τα βασικότερα γεγονότα της ζωής τους, όπως αποδίδονται στο βιβλίο, είναι πραγματικά, όπως και τα πρόσωπα που τα περιστοιχίζουν: η ασθενής του Μπρόιερ Άννα Ο.[1], η Λού Σαλομέ (η μοιραία αδίσταχτη γυναίκα που αναστατώνει τη μοναξιά του Νίτσε), ο Πώλ Ρε με τον οποίο ο Νίτσε και η Σαλομέ συνιστούν ένα ιδιόμορφο τρίγωνο, η παράξενη και καταπιεστική αδελφή του Νίτσε. Ακόμα και οι περισσότερες επιστολές είναι πραγματικές, όπως φυσικά και τ’ αποσπάσματα του φιλόσοφου. Ο συγγραφέας έχει την εντιμότητα να ξεκαθαρίσει λεπτομερώς ποια είναι τα πραγματικά στοιχεία στα οποία θεμελίωσε τη μυθοπλασία του. Γιατί φυσικά οι διάλογοι και ο συσχετισμός των δυο ηρώων, δηλαδή η βασική πλοκή, ανήκουν στο χώρο της μυθιστορηματικής φαντασίας. Όπως και η ουσία, δηλαδή η «συνάντηση» της φιλοσοφίας του Νίτσε με τη γέννηση της ψυχοθεραπείας δεν είναι παρά ένα παιχνίδι πνευματικό. Ωστόσο πολύ «αληθινό», εφόσον υπάρχουν βαθιά κανάλια επικοινωνίας ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο πνευματικές προσωπικότητες.
Η δεύτερη δυνατή εντύπωση προέρχεται από την ανάγνωση ήδη των πρώτων σελίδων. Ο αναγνώστης αιφνιδιάζεται από τον τρόπο με τον οποίο ταυτίζεται με τα πρόσωπα (συγκεκριμένα με τον Μπρόιερ, που δίνει τη βασική «οπτική γωνία») και νιώθει κι ο ίδιος αρχικά περιέργεια, και στη συνέχεια αγωνία σχετικά με την υγεία του Νίτσε. Γιατί αυτός είναι ο αντικειμενικός σκοπός της συνάντησης του Μπρόιερ με τον Νίτσε: η θεραπεία των προβλημάτων υγείας που εμφανίζει ο Νίτσε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του (σοβαρές ημικρανίες, ανορεξία, γαστρικές διαταραχές κ.α., που θα τον οδηγήσουν στη βαριά άνοια της γενικής παράλυσης από την οποία έπασχε τα 11 τελευταία χρόνια της ζωής του). Ο συγγραφέας όμως δε βάζει τον περήφανο Νίτσε να ζητήσει ιατρική βοήθεια: αυτό αποτελεί αίτημα της Λού Σαλομέ, κρυφά από τον ίδιο το Νίτσε, η οποία είναι ενήμερη για τις θεαματικές επιτυχημένες –μέσω ύπνωσης- θεραπείες του Μπρόιερ και τον θερμποπαρακαλεί να δώσει τον καλύτερο εαυτό του για να σώσει το φιλόσοφο. Το έργο του Μπρόιερ είναι πολύ δύσκολο, δεδομένης της …ξεροκεφαλιάς του Νίτσε, αλλά γοητεύεται από την θρασύτατη, παράτολμη και χειραφετημένη Λού, και αφοσιώνεται στην αποστολή του με ζήλο.

Οι αντιστάσεις του Νίτσε

Ο Νίτσε δέχεται, μετά από σκηνοθετημένη επέμβαση φίλων, να κάνει μια πρώτη επίσκεψη ως ασθενής στον Μπρόιερ. Η συνάντηση των δυο μεγάλων μορφών του 19ου αι., έστω και φανταστική, προκαλεί το πνεύμα. Αλλά οι αντιστάσεις του Νίτσε είναι απίστευτες και η εξυπνάδα του εφευρίσκει τρόπους να αρνηθεί τη θεραπεία. Στην επισήμανση του Μπρόιερ ότι η ευεξία του σώματος δεν διαχωρίζεται από την κοινωνική και ψυχολογική ευεξία, ο Νίτσε περιγράφει με αξιοπρόσεκτη ακρίβεια τα σωματικά συμπτώματά του (117 μέρες το χρόνο βρίσκεται σε πλήρη αναπηρία και σχεδόν 200 σε μερική ανικανότητα!), αποφεύγοντας όμως προσεκτικά να μιλήσει για τη μελαγχολία, την απόγνωσή του, τα ψυχικά γεγονότα. Ο Μπρόιερ ακολουθεί διάφορες στρατηγικές για να αναγκάσει τον Νίτσε να ανοιχτεί, αλλά το μόνο που καταφέρνει να του αποσπάσει είναι το ότι έχει δείξει υπερβολική εμπιστοσύνη στους ανθρώπους κι ότι έχει προδοθεί τρεις φορές. Κάθε του άνοιγμα όμως σηματοδοτεί νέα απομάκρυνση (Φρόυντ: απ’ ό,τι φαίνεται η εξουσία παρεμβαίνει και παρεμποδίζει το πλησίασμα. Μπρόιερ: Ναι, ναι έχεις δίκιο Ζιγκ. Αυτό σημαίνει ότι ο Νίτσε θα ερμηνεύσει οποιαδήποτε έκφραση θετικών συναισθημάτων ως απόπειρα επιβολής εξουσίας. Έτσι γίνεται σχεδόν αδύνατο να τον πλησιάσεις. Νιώθουμε μίσος προς αυτούς που βλέπουν τα μυστικά μας και μας συλλαμβάνουν να έχουμε τρυφερά αισθήματα. Αυτό που χρειαζόμαστε εκείνη τη στιγμή δεν είναι συμπόνια, αλλά να ξανακερδίσουμε την εξουσία πάνω στα ίδια μας τα συναισθήματα). Το παιχνίδι εξουσίας που βρίσκεται εξ ορισμού πίσω από τον γιατρό και τον ασθενή φαίνεται να τον τρομάζει.
Ο Μπρόιερ μπορεί να υποθέσει από τα λεγόμενα της Λου ότι υπήρχε μια έντονη και προδοτική σχέση με τη Λου και τον Πωλ Ρε. Δε μπορεί όμως να αποκαλύψει τη συνάντησή του με τη Λου και να δημιουργήσει άλλη μια σχέση προδοσίας (ο Νίτσε δε γνωρίζει για την επαφή Λου και Μπρόιερ). Ο Νίτσε από την άλλη, βρίσκει έξυπνους τρόπους να υπερασπιστεί την απόγνωσή του. Είναι ένας ασθενής που δηλώνει ότι …έχει ανάγκη την ασθένειά του, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι πολλές φορές «επιλέγουμε την ασθένειά μας»:
(σελ. 147:
-Αν έχω όφελος απ’ αυτήν την αθλιότητα; Εσείς λέτε ότι οι κρίσεις προκαλούνται από την ψυχική πίεση, αλλά καμιά φορά ισχύει το αντίθετο- οι κρίσεις διώχνουν την πίεση. Η δουλειά μού προκαλεί μεγάλη ψυχική επιβάρυνση. Απαιτεί να έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με τη σκοτεινή πλευρά της ύπαρξης, και η κρίση της ημικρανίας, όσο φρικτή κι αν είναι, μπορεί να είναι ένας καθαρτικός σπασμός, που μου επιτρέπει να συνεχίσω.
(…)Έχω όφελος από τη κακή μου όραση. Εδώ και χρόνια δε μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις άλλων διανοητών. Γράφω με αίμα, κι η καλύτερη αλήθεια είναι η αιματηρή αλήθεια!
Ο Νίτσε αποσβολώνει τον Μπρόιερ απαριθμώντας κι άλλες ωφέλειες από την αρρώστια του (ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη άχαρη πανεπιστημιακή καριέρα, ότι απαλλάχτηκε από το στρατό, όπου σκεφτόταν κάποτε να σταδιοδρομήσει, ότι απαλλάχτηκε από το σεξουαλικό πόθο) καταλήγοντας στο συγκλονιστικό:
Η αρρώστια μου μ’ έφερε επίσης πρόσωπο με πρόσωπο με την πραγματικότητα του θανάτου. Το φάσμα του επερχόμενου θανάτου ήταν μεγάλο κέρδος: δούλευα χωρίς ανάπαυση γιατί φοβόμουν ότι θα πέθαινα πριν τελειώσω αυτά που πρέπει να γράψω. Η γεύση του θανάτου στο στόμα μου μού έδινε προοπτική και θάρρος. Το θάρρος να είμαι ο εαυτός μου, αυτό είναι το σημαντικό.
(…) Θα έπρεπε να ευλογώ την αρρώστια μου, να την ευλογώ πραγματικά. (…) Θυμάστε την Τετάρτη, τη γρανιτένια μου πρόταση: «Γίνε αυτός που είσαι;» σήμερα θα σας πω τη δεύτερη γρανιτένια μου πρόταση: «Ό, τι δε με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό». Γι’ αυτό, το ξαναλέω, «Η αρρώστια μου είναι ευλογία».
Οι γρίφοι που βάζει ως εμπόδιο ο Νίτσε στον Μπρόιερ προκαλούν το πνεύμα του τελευταίου:
-Ένας άνθρωπος επιλέγει ακούσια την αρρώστια, επιλέγοντας έναν τρόπο ζωής που δημιουργεί πιέσεις. Όταν αυτές οι πιέσεις μεγαλώνουν ή χρονίζουν αρκετά, θέτουν με τη σειρά τους σε κίνηση κάποιο ευαίσθητο σύστημα οργάνων- στην περίπτωση της ημικρανίας, το αγγειακό σύστημα. Άρα, όπως βλέπετε, μιλώ για έμμεση επιλογή. Δεν προτιμάμε, ούτε επιλέγουμε, με τη στενή έννοια, μια πάθηση. Επιλέγουμε, όπως, την ψυχική πίεση, -και η ψυχική πίεση είναι αυτή που επιλέγει την αρρώστια!
Η ψυχική πίεση, επομένως είναι ο εχθρός μας, και ο ρόλος μου, ως γιατρού σας, είναι να σας βοηθήσω να μειώσετε τις πιέσεις στη ζωή σας.

Πάθος για την αλήθεια


Παρόλη την πανοπλία με την οποία έχει θωρακίσει τον εαυτό του και την απροθυμία του να υποβληθεί σε θεραπεία- κι ακόμα περισσότερο να μιλήσει για τις ψυχικές του πιέσεις- το πάθος του Νίτσε για την αλήθεια (η πλάνη δεν είναι τύφλωση, η πλάνη είναι αναδρία) τον οδηγεί να απευθύνει με αξιοθαύμαστο κουράγιο τρία «θανατερά» ερωτήματα στον Μπρόιερ:
-Το πρώτο είναι: θα τυφλωθώ; Το δεύτερο: θα έχω αυτές τις κρίσεις για πάντα; Και τέλος η πιο δύσκολη ερώτηση: μήπως έχω μια προοδευτική πάθηση του εγκεφάλου, απ’ την οποία θα πεθάνω νέος, όπως ο πατέρας μου, και που θα με οδηγήσει στην παράλυση, ή ακόμα χειρότερα, στην τρέλα ή την άνοια;
Ο Μπρόιερ σέβεται την ανάγκη για γνώση της αλήθειας του Νίτσε και του απαντά με ειλικρίνεια. Ακολουθεί ένας πολύ ενδιαφέρων διάλογος για τη λεπτή θέση του γιατρού απέναντι στη σκληρή αλήθεια που επιφυλάσσεται απέναντι σε κάποιους ασθενείς και το δικαίωμα να γνωρίζουν ή να μη γνωρίζουν τον επικείμενο θάνατό τους. Απ’ αυτόν το διάλογο αντιγράφω τα πιο καίρια σημεία:
· (Μ) Υπάρχουν ασθενείς και καταστάσεις όπου ο καλός γιατρός οφείλει, για χάρη του ασθενούς, να αποκρύψει την αλήθεια.
· (Ν) Αλλά ποιος έχει το δικαίωμα να πάρει αυτήν την απόφαση για τον άλλον; Αυτή η στάση το μόνο που πετυχαίνει είναι να παραβιάζει την αυτονομία του ασθενούς.
· Μερικές φορές έχω άχαρο καθήκον, να παραμείνω σιωπηλός και να υποφέρω εγώ για τον ασθενή και για την οικογένειά του.
· Μα γιατρέ, αυτό το καθήκον καταργεί ένα πιο ουσιαστικό καθήκον: το καθήκον που έχει κάθε άνθρωπος προς τον εαυτό του να ανακαλύψει την αλήθεια (πρβλ. «Πόση αλήθεια μπορώ να αντέξω;)
· Είναι καθήκον μου άραγε να επιβάλω στους άλλους μια αλήθεια που δεν επιθυμούν να γνωρίζουν;
· Ποιος μπορεί να καθορίσει τι δεν επιθυμεί ο άλλος να γνωρίσει;
· Πρέπει να γίνω εγώ σκληρός και να του πω όσα δε θέλει να ξέρει;
· Μερικές φορές ο δάσκαλος πρέπει να είναι σκληρός. Οι άνθρωποι πρέπει να παίρνουν σκληρά μηνύματα, γιατί η ζωή είναι σκληρή κι ο θάνατος είναι σκληρός.
· Και πρέπει να στερήσω εγώ απ’ τους ανθρώπους τη δυνατότητα να επιλέξουν πώς θέλουν ν’ αντιμετωπίσουν το θάνατό τους; Ποιος μου δίνει το δικαίωμα, ποιος μου δίνει την εξουσία να παίξω αυτόν το ρόλο; Λέτε ότι ο δάσκαλος πρέπει να είναι σκληρός. Ίσως. Αλλά ο σκοπός του γιατρού είναι να μειώσει το άγχος και να ενισχύσει την ικανότητα του σώματος να γίνει καλά. (…)Όταν έφευγα το πρωί, ο άρρωστός μου μού είπε: «Αφήνομαι στα χέρια του θεού». Ποιος μπορεί να τολμήσει να μου πει ότι δεν είναι κι αυτό μια μορφή αλήθειας;
· Στην αλήθεια φτάνει κανείς μέσα από τη δυσπιστία και τον σκεπτικισμό, όχι μέσα από μια παιδική ευχή να ήταν τα πράγματα κάπως! Η ευχή του ασθενούς σας ν’ αφεθεί στα χέρια του θεού δεν είναι μια αλήθεια. Είναι απλώς η ευχή ενός παιδιού- και τίποτα παραπάνω!
· Γιατί τόσο πάθος, τόση ευλάβεια για την αλήθεια;
Πώς θα βοηθήσει η αλήθεια τον άρρωστό μου;
· Δεν είναι η αλήθεια ιερή, ιερή είναι η αναζήτηση της αλήθειας του καθενός μας! μπορεί να υπάρχει πιο ιερή πράξη από την αυτοαναζήτηση; Μια από τις πάγιες φράσεις μου είναι: «Γίνε αυτός που είσαι». Και πώς μπορεί κανείς ν’ ανακαλύψει ποιος είναι και τι είναι χωρίς την αλήθεια;
· Η αλήθεια του αρρώστου μου όμως είναι ότι έχει πολύ λίγο χρόνο ζωής μπροστά του. Πρέπει να του προσφέρω εγώ αυτή την αυτογνωσία;
· Η αληθινή εκλογή, η πλήρης επιλογή μόνο κάτω απ’ τον ήλιο της αλήθειας μπορεί ν’ ανθίσει. Πώς αλλιώς μπορεί να γίνει;
Αν δε γνωρίζει πως πεθαίνει, τότε πώς μπορεί ο ασθενής σας ν’ αποφασίσει πώς να πεθάνει;
· Πώς να πεθάνει, καθηγητά Νίτσε;
· Ναι, πρέπει ν’ αποφασίσει πώς θ’ αντιμετωπίσει το θάνατο: να μιλήσει σε άλλους, να δώσει συμβουλές, να πει τα πράγματα που φύλαγε για να τα πει πριν το θάνατό του, να αποχαιρετήσει τους άλλους, ή να μείνει μόνος, να κλάψει, να περιφρονήσει το θάνατο, να τον καταραστεί, να του πει ευχαριστώ.

Οι αντιστάσεις του Νίτσε προκειμένου να μην υποβληθεί σε ψυχοθεραπεία είναι ισχυρές, αλλά έχει ήδη σαγηνεύσει τον Μπρόιερ. Του δείχνει δρόμους που θυμίζουν τις αρχές στις οποίες στηρίχτηκε η ψυχαναλυτική θεωρία, ή έτσι τουλάχιστον μας το παρουσιάζεο ο Γιάλομ (π.χ. Νίτσε: Η ψυχή δε λειτουργεί ως μονάδα. Κάποια μέρη του νου μας μπορεί να λειτουργούν ανεξάρτητα από τα άλλα. Ίσως εγώ και το σώμα μου να έχουν οργανώσει μια συνωμοσία πίσω από την πλάτη του ίδιου μου του νου. Ο νους αγαπάει, όπως ξέρετε, τους δαιδάλους και τις κρύπτες. (…) Ίσως οι συνειδητές νοητικές αναπαραστάσεις να είναι μεταγενέστερες σκέψεις- ιδέες που τις σκεφτήκαμε μετά την πράξη, για να μας παρέχουν την ψευδαίσθηση της δύναμης και του ελέγχου). Είναι φανερό ότι υπάρχει «σύμπτωση πνευμάτων»:
Σελ. 120:
(Μπρόιερ): Και με τι τόλμη έλεγε ο Νίτσε κάποια πράγματα! Φαντάσου! Να λέει ότι η ελπίδα είναι το μεγαλύτερο κακό! Ότι ο Θεός πέθανε! Ότι η αλήθεια είναι ένα σφάλμα, χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να ζήσουμε! Ότι ο εχθρός της αλήθειας δεν είναι το ψέμα αλλά η πεποίθηση! Ότι η τελική ανταμοιβή των νεκρών είναι ότι δε θα ξαναπεθάνουν! Ότι οι γιατροί δεν έχουν το δικαίωμα να στερούν από έναν άνθρωπο τον ίδιο του το θάνατο! Αμαρτωλές σκέψεις!
Είχε αντικρούσει σε όλες το Νίτσε. Στα ψέματα όμως: βαθιά μέσα του ήξερε ότι ο Νίτσε είχε δίκιο.
Έτσι κάνει τα αδύνατα δυνατά για να μη χαθεί η επαφή. Όταν ο Νίτσε προβάλλει οικονομικές δυσκολίες, προσφέρει δωρεάν θεραπεία∙ όμως ο Νίτσε αρνείται φυσικά και αποδεικνύει ότι είναι …σκληρό καρύδι:
-Επιτρέψτε μου να σας θέσω μια ευθεία ερώτηση, δόκτωρ Μπρόιερ. Ποιο είναι το δικό σας κίνητρο στο θεραπευτικό αυτό εγχείρημα;
Ο διάλογος που ακολουθεί απελπίζει τον Μπρόιερ. Φτάνει στο σημείο να παραδεχτεί ότι ο Νίτσε είναι ανυπόφορος (αυτή η τελευταία δήλωση, αυτή η φαντασίωση, ότι επιθυμώ να σας αποδυναμώσω, ότι η δύναμή μου τρέφεται από τη δική σας, είναι τελείως ανόητη!/κρίνοντας από τα ατυχή προβλήματα που είχατε στις φιλίες σας, κάνετε αλλόκοτα λάθη!/δε μπορείτε να δείτε καθαρά), και φυσικά αυτή η συμπεριφορά διώχνει το Νίτσε. Ώσπου μετά από κάποιες μέρες γίνεται κάτι απρόοπτο: μια πολύ ισχυρή κρίση της ασθένειας του Νίτσε (αμφοτερόπλευρη σπαστική ημικρανία) φέρνει τον Μπρόιερ στο προσκέφαλό του. Μετά από ώρες αναισθησίας, μέσα στα ουρλιαχτά και τα βογκητά τα χείλη του Νίτσε κινούνταν μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο. (…) Το μουρμουρητό του συνεχιζόταν, λίγο πιο δυνατό, λίγο πιο καθαρό. Ξανά ο Μπρόιερ έσκυψε το αυτί του κοντά στα χείλη του Νίτσε. Τώρα μπορούσε να ξεχωρίσει τα λόγια, αν και στην αρχή δεν πίστευε στα αυτιά του. Ο Νίτσε έλεγε: «Βοήθα με, βόηθα με, βόηθα με, βόηθα με!». Παρόλο όμως που το περιστατικό τους ξανάφερε κοντά, πάλι ο Νίτσε αρνείται σθεναρά τη θεραπεία που του προσφέρει δελεαστικά ο Μπρόιερ.

Αντιστροφή ρόλων

Πρέπει να τον πείσω ότι με βοηθάει-
ενώ εγώ, αργά και ανεπαίσθητα, θα ανταλλάσσω ρόλο μαζί του,
ώσπου να γίνει αυτός ο ασθενής
Κι εγώ να ξαναγίνω ο γιατρός


Το πρόβλημα ταλανίζει τον Μπρόιερ (εκείνον τον άνθρωπο που μου άγγιξε το χέρι, πώς να τον βρω; Θα υπάρχει κάποιος τρόπος). Κι επιτέλους βρίσκει τη λύση:
- (Μ) Σας ζητώ να με θεραπεύσετε από την απόγνωση.
- (Ν)Τι είδους απόγνωση; Δε βλέπω καμιά απόγνωση
.
Η ανταλλαγή που προτείνει ο Μπρόιερ είναι να λειτουργεί ο ίδιος ως γιατρός για τα σωματικά συμπτώματα του Νίτσε, ενώ παράλληλα ο Νίτσε θα λειτουργήσει ως γιατρός για την ψυχή, για το πνεύμα του Μπρόιερ.. (Μπρόιερ: Θέλω να με συμβουλεύσετε. Θέλω να μου δείξετε πώς να υπομένω μια ζωή απόγνωσης. (…) Σώστε εμένα λοιπόν! Κάντε το πείραμα πάνω μου! Είμαι το τέλειο υποκείμενο. Έχω σκοτώσει το θεό. Δεν πιστεύω στο υπερφυσικό και πνίγομαι στο μηδενισμό. Δεν ξέρω γιατί να ζω. Δεν ξέρω πώς να ζω!)
Ξεγυμνώνοντας τον εαυτό του, ο Μπρόιερ ελπίζει ότι θα ενθαρρύνει τον Νίτσε να προβεί σε προσωπικές εξομολογήσεις, πεισμένος ότι το «ξεφόρτωμα» ή, αλλιώς, το «καθάρισμα της καμινάδας» θεραπεύει την ψυχική ασθένεια. Ο Νίτσε φυσικά αιφνιδιάζεται αλλά εδώ οι αντιστάσεις του είναι μηδαμινές (δε μπορώ να θεραπεύσω την απόγνωση, δ. Μπρόιερ. Η απόγνωση είναι το αντίτιμο που πληρώνει κανείς για την αυτοσυνείδηση). Σύντομα ωστόσο παίρνει σοβαρά το ρόλο του και προετοιμάζει ερωτήματα και στρατηγικές για να μάθει τον Μπρόιερ να αντιμετωπίζει την απόγνωση. Καταρτίζουν μαζί έναν κατάλογο από τα προβλήματα του Μπρόιερ (ιδέα που δεν αρέσει στον τελευταίο): γενικευμένη έλλειψη χαράς, κατακλυσμός από αλλότριες σκέψεις, απέχθεια για τον εαυτό, φόβος των γηρατειών, φόβος θανάτου, τάση προς αυτοκτονία. Η προσέγγιση είναι λογική αρχικά, ο Νίτσε θεωρεί θεμελιώδες το πρόβλημα φόβου του θανάτου, δευτερογενές την εισβολή ακατανόητων σκέψεων κλπ.
Σιγά σιγά ο Μπρόιερ ελευθερώνει τις κρυφές σκέψεις (φερειπείν ν’ αποδράσει από τη σύμβαση της οικογενειακής ζωής) και τις απόκρυφες επιθυμίες του (να εγκαταλείψει την οικογένεια και να φύγει με την Άννα Ο.) στο Νίτσε, ο οποίος τις αντιμετωπίζει σα δευτερογενή προβλήματα. Τον προτρέπει να σκεφτεί το παρακάτω ερώτημα: «αν δεν κάνατε αυτές τις αλλότριες σκέψεις τι θα σκεφτόσασταν;», για να καταλήξουν, μετά από θυελλώδεις διαλόγους στο ότι η ύπαρξή του αναλωνόταν σε ασημαντότητες, ότι οι μεγάλες λεωφόροι του μυαλού του, που ήταν φτιαγμένες για ευγενείς ιδέες, έκλεισαν από τα σκουπίδια. Τέλος, ότι το πρόβλημα δεν είναι η δυσφορία, το πρόβλημα είναι ότι νιώθει δυσφορία για λάθος πράγμα!
Η αμφίδρομη σχέση των δυο ηρώων αλληλοσυμπληρώνει τη σκέψη τους. Ο Νίτσε σκέφτεται ότι ίσως δεν έχει σημασία η καταγωγή των συμπτωμάτων αλλά το νόημά τους. Στο ερώτημα π.χ. για το ποια είναι η σημασία της εμμονής του με την ασθενή (Βέρθα το πραγματικό της όνομα), ο Μπρόιερ απαντά:
- Η Βέρθα είναι ο κίνδυνος. Πριν απ’ αυτή ζούσα μέσα στα πλαίσια. Σήμερα με γοητεύουν τα όρια αυτών των πλαισίων. Σκέφτομαι ν’ απορρίψω τη μέχρι τώρα ζωή μου, να θυσιάσω την καριέρα μου, να μοιχεύσω, να χάσω την οικογένειά μου, να μεταναστεύσω, να ξαναρχίσω τη ζωή μου με τη Βέρθα.
- Κάτι σε δελεάζει σ’ αυτή την επικίνδυνη σχοινοβασία στην κόψη του ξυραφιού;
- Δε μπορώ ν’ απαντήσω σ’ αυτό. Δε μ’ αρέσει ο κίνδυνος!
- Ίσως, Γιόζεφ, να είναι επικίνδυνο να ζεις με ασφάλεια. Επικίνδυνο και θανάσιμα ανιαρό.
- Αυτό είναι επομένως το νόημα της Βέρθας; Να ξεφύγω από μια επικίνδυνα ανιαρή ζωή; Μήπως η Βέρθα είναι η επιθυμία μου για ελευθερία – η απόδρασή μου απ’ την παγίδα του χρόνου;
- Εσύ το ξέρεις, Γιόζεφ! Ο σωστός εχθρός είναι η σημασία που βρίσκεται πίσω από την εμμονή σου.

Κάθαρση

Να πεθαίνεις τη σωστή στιγμή!
Ζήσε όταν ζεις! Ο θάνατος χάνει τη φρίκη του αν κάποιος πεθαίνει έχοντας εξαντλήσεις τη ζωή του! Αν ο άνθρωπος δε ζει τη σωστή στιγμή, τότε δε μπορεί να πεθάνει τη σωστή στιγμή.
Ακόμα, Γιόζεφ, αποφεύγεις την ερώτησή μου. Έζησες τη ζωή σου; Ή σε έζησε εκείνη;\την επέλεξες; Ή σε επέλεξε εκείνη; Την αγάπησες; Ή μετάνιωσες γι’ αυτήν; Την κατανάλωσες; Μήπως στέκεσαι εκεί πέρα αβοήθητος πενθώντας τη ζωή που ποτέ δεν έζησες;

Ο συγγραφέας, ο Γιάλομ, βρίσκει την κατάλληλη ευκαιρία για να ξεδιπλώσει ο Νίτσε τη θεωρία του περί αιώνιας επανάληψης:
- Η αιώνια επανάληψη σημαίνει ότι κάθε φορά που επιλέγεις μια πράξη θα την επιλέγεις αιώνια. Και όλη η αβίωτη ζωή θα μένει να φουσκώνει μέσα σου, αβίωτη για όλη την αιωνιότητα. Κι η αδιόρατη φωνή της συνείδησής σου θα σου διαμαρτύρεται αιώνια.(…) Αυτή η στιγμή υπάρχει για πάντα και συ, μονάχος σου, είσαι το μόνο σου ακροατήριο. Αυτή η ιδέα σ’ αρέσει ή τη σιχαίνεσαι;
- Τη σιχαίνομαι! Σχεδόν ούρλιαξε ο Μπρόιερ. Να ζω για πάντα με την αίσθηση ότι δεν έχω ζήσει, δεν έχω γευτεί την ελευθερία- αυτή η ιδέα με γεμίζει τρόμο.
- Τότε, πίεσε ο Νίτσε, ζήσε με τέτοιο τρόπο που να σου αρέσει η ιδέα!

Αυτή η –τελευταία πριν την «κάθαρση»- συνάντηση αποκάλυψε τόσες εντάσεις, που κι ο ίδιος ο Νίτσε αναρωτιέται μήπως έδωσε στον Μπρόιερ πιο δυνατή σκέψη απ’ ό, τι άντεχε. Η αιώνια επανάληψη είναι πανίσχυρο σφυρί. Τσακίζει αυτούς που δεν είναι έτοιμοι γι’ αυτό.

Είναι η κορύφωση της πνευματικής συν-πόρευσης των δύο ηρώων. «Ασθενής» είναι πλέον ο Μπρόιερ ο οποίος, έχει πια βάλει στην άκρη το ρόλο του ως γιατρού, και ακολουθώντας τις υποδείξεις του Νίτσε αποτολμά μια κατάδυση στον εαυτό του, στις εμμονές, τα πάθη και τις αδυναμίες του, μ’ έναν εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο. Βρήκε έναν τρόπο να ζήσει μια αμετάκλητη απόφαση χωρίς να την κάνει αμετάκλητη. Ο αναγνώστης βιώνει μια τεράστια έκπληξη αρκετών σελίδων για να παρακολουθήσει, μετά από δυο μέρες τον Μπρόιερ να επισκέπτεται, λυτρωμένος πια, τον Νίτσε ανακοινώνοντας ότι έχει συνέλθει εντελώς.
Ο Νίτσε με τη σειρά του εκπλήσσεται και ζητά επίμονα το μηχανισμό με τον οποίο επιτεύχτηκε αυτό. Μέσα του πνίγονται τα δικά του πάθη που δεν είχε την τόλμη να φανερώσει, κι αντίστοιχα, θαυμάζει τον Μπρόιερ. Η απογύμνωση του τελευταίου βοηθά στο να εκθέσει κι ο Νίτσε τις δικές του προσωπικές εμμονές, αλλά αυτό που σπάει τελείως τη συναισθηματική πανοπλία του είναι η αποκάλυψη- επιτέλους- του Μπρόιερ ότι η συνάντησή τους ήταν προσχεδιασμένη. Ότι γνωρίζει τη Λου, ότι έχει διαβάσει τις επιστολές του. Ένταση, οργή, απόγνωση διαδέχονται η μια την άλλη. Μιλούν μετατρέποντας το συναίσθημα σε λόγο, μιλούν για την ανάγκη της εμμονής σε μια γυναίκα-ιδέα, για τις ιδιωτικές σημασίες που έχουν προσάψει στα πρόσωπα. Ανακαλύπτουν μαζί ότι όσο τους «χρησιμοποίησαν» οι άλλοι, άλλο τόσο τους «χρησιμοποίησαν» και αυτοί οι ίδιοι. Και όλοι είναι ανίκανοι να δουν την αλήθεια του άλλου.

Είναι παράξενο, αλλά ακριβώς τη στιγμή που, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αποκαλύπτω τη μοναξιά μου σε όλο της το βάθος, σε όλη της την απόγνωση- την ίδια ακριβώς στιγμή, η μοναξιά διαλύεται! Τη στιγμή που σου είπα ότι ποτέ δε μ’ έχουν αγγίξει, ήταν η πρώτη στιγμή που επέτρεπα στον εαυτό μου να τον αγγίξουν. Τη μια εκπληκτική στιγμή, σαν κάποιο γιγάντιο εσωτερικό παγόβουνο να ράγισε ξαφνικά και να’ γινε κομμάτια.

Ήταν τότε που έκλαψε ο Νίτσε…

[1] Η περίπτωση της Άννας Ο. αποτέλεσε το πρώτο περιστατικό που ανέφεραν ο Φρόυντ και ο Μπρόιερ στις Μελέτες για την Υστερία, το βιβλίο τους που εγκαινίασε την ψυχαναλυτική επανάσταση.
Χριστίνα Παπαγγελή

Πέμπτη, Αυγούστου 26, 2010

Να βλέπεις στον έρωτα, Χόρχε Μπουκάι/Σίλβια Σάλινας

Αν και υπάρχει ένας βασικός σκελετός αφήγησης, ήρωες κλπ., το βιβλίο θυμίζει εγχειρίδιο συμβουλευτικής ψυχολογίας περισσότερο από μυθιστόρημα (στοιχείο που υποβάλλεται και από τον κραυγαλέο/κράχτη τίτλο, ο οποίος συνοδεύεται από τη μικρογράμματη φράση «με τα μάτια ανοιχτά»!). Κι αυτό γιατί υπάρχουν ολόκληρες σελίδες γραμμένες σα να’ χουν αντιγραφεί από βιβλίο ψυχολογίας, σελίδες καθαρά θεωρητικού περιεχομένου. Δεν είναι τυχαίο βέβαια, που οι συγγραφείς του είναι ο μεν Χόρχε Μπουκάι ψυχοπεραπευτής της σχολής Γκεστάλτ στο Μπουένος Άυρες, η δε Σίλβια Σαλίνας ψυχολόγος που μυήθηκε στη σχολή Γκεστάλτ. Δεδομένου ότι η σχολή Γκεστάλτ αντιμετωπίζει την προσωπικότητα ως ψυχοσωματική ολότητα, και την ψυχοθεραπεία ολιστικά, το θεωρητικό μέρος που παρεισφρέει μέσα στο βιβλίο παρουσιάζει από μόνο του ένα ενδιαφέρον.
Ωστόσο, το εύρημα για να ενταχτεί όλο αυτό το υλικό σε μυθιστορηματική πλοκή είναι παιδαριώδες, και ο συγγραφέας φαίνεται να απευθύνεται σ’ ένα πολύ ευρύ κοινό, προσπαθώντας να κάνει εκλαϊκευμένα προσιτή τη θεωρία, και μάλιστα πάνω στο «καυτό»/πιασάρικο θέμα των ερωτικών σχέσεων: ο Pομπέρτο δέχεται ένα e-mail που ολοφάνερα δεν απευθύνεται σε κείνον, αλλά πρόκειται για ένα μέιλ συνεργασίας που απευθύνει η άγνωστη ψυχολόγος Λάουρα σε κάποιον συνεργάτη και παλιό γνώριμό της από επαγγελματικά συνέδρια, τον Φρέντυ, με υλικό για το βιβλίο ψυχολογίας που του προτείνει να γράψουν από κοινού, με θέμα τη «θεραπεία ζεύγους». Από διαβολιά της τύχης (και ζαβολιές του ίντερνετ), τα μέιλ της Λάουρας φτάνουν στο διαδικτυακό ταχυδρομείο του Ρομπέρτο και στο μυθιστόρημά μας παρατίθενται αυτούσια, με όλο το προς δημοσίευση υλικό. Το ενδιαφέρον του λαθραναγνώστη Ρομπέρτο (ο οποίος έχει προβλήματα με την κοπέλα του) εντείνεται όλο και πιο πολύ και σιγά σιγά αποκτά τέτοια εξάρτηση που επινοεί κόλπα για να υποκλέπτει όλο και περισσότερα στοιχεία, ώσπου η εμμονή του τού δίνει το θράσος να παρεμβαίνει, να απαντά και να παριστάνει τον Φρέντυ. Η όλη πλοκή προχωρά μέσω διαδικτύου, και τα αποσπάσματα του εγχειριδίου ψυχολογίας είναι εκτενέστατα, πολλές φορές κουραστικά και άσχετα με τη βασική υπόθεση. Σύντομα γεννιέται ένας διαδικτυακός …έρωτας που σπρώχνει τον Ρομπέρτο να επισκεφτεί δια ζώσης τη Λάουρα ως πελάτης, η οποία με τη σειρά της τον ερωτεύεται κλπ. Το χάπυ έντ ολοκληρώνεται όταν το τρίτο μέλος της τριάδας, ο Φρέντυ, έχοντας ανακαλύψει την απάτη, …ευχαριστεί τον Ρομπέρτο που του έδωσε το τέχνασμα για να «στήσει» το βιβλίο του, το βιβλίο δηλαδή που προφανώς κρατάμε στα χέρια μας!
Μπορεί κανείς να «ψαρέψει» παρομοιώδεις εκφράσεις (π.χ. αν θέλεις τα όνειρά σου να γίνουν πραγματικότητα ξύπνα) ή ενδιαφέροντα αποσπάσματα πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, τον έρωτα, την αγάπη και τη ζήλεια, αν και κάποια έχουν έντονο θυμοσοφικό χαρακτήρα, κάπως δογματικό και απόλυτο όπως αυτό που τονίζεται σαν μόττο «έρωτας είναι να αγαπάς τις ομοιότητες και αγάπη να ερωτεύεσαι τις διαφορές», χαρακτήρα που παραπέμπει σε νεανικά περιοδικά με συμβουλές. Αλλά είναι φανερή η αμηχανία του συγγραφέα να δώσει ένα αξιοπρεπές τέλος στο «εύρημα» που πλαισιώνει τη θεωρία, και το αποτέλεσμα είναι μάλλον το αντίθετο.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Αυγούστου 22, 2010

Λευκή πετσέτα στο ρινγκ, Νίκος Δαββέτας

…σκέφτηκα να συμπληρώσω ορισμένα κενά
στην ως τώρα εξιστόρηση των γεγονότων,
αν και ξέρω βέβαια πολύ καλά πως όσα κι
αν προσθέσω, θα πρόκειται πάντα για μια
περίληψη του τελικού κειμένου
.

Άρης Αλεξάνδρου «Το κιβώτιο»[1]

Γενναία βουτιά στον εμφύλιο αποτελεί αυτό το βιβλίο, που μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής μέσα από το τέχνασμα της δημοσιογραφικής έρευνας του ήρωα- ρεπόρτερ, στα πλαίσια αφιερώματος ενός περιοδικού για τα 55 χρόνια από τον «σκληρό Δεκέμβρη του 44».
-Τι τα θες και τα σκαλίζεις; Πάλι για τον Δεκέμβριο και τον Εμφύλιο; Υπάρχει κανείς στο περιοδικό σας που πιστεύει σοβαρά ότι το αναγνωστικό κοινό ενδιαφέρεται για ξινισμένες ιστορίες;
Είναι το ερώτημα που γεννιέται στο μέσο αναγνώστη του 2010, τον αναγνώστη που δεν έχει ειδικό ενδιαφέρον να μελετήσει την εποχή, να εξιχνιάσει σκοπιμότητες και κίνητρα. Όμως ο συγγραφέας καταφέρνει να μας μεταφέρει σε μια δύσκολη εποχή, όπου τα κίνητρα είναι δυσδιάκριτα και οι σκοπιμότητες περίπλοκες, και να αποδώσει ξεκάθαρα τη …θολότητα του πολιτικού τοπίου. Χωρίς να παραμείνει αμέτοχος ή, ουδέτερος. Χωρίς να κάνει πολιτική, σταλάζοντας στο γράψιμο στιγμές ανθρωπιάς και αναστοχασμού.
Το ρεπορτάζ αφορά τη διαλεύκανση της πολιτικής εκτέλεσης του συνεργάτη των Γερμανών, κατηγορούμενου ως δωσίλογου Χαράλαμπου Μυστακίδη -του λεγόμενου «Σπανομαρία». Ο μελαγχολικός και σκεπτικιστής ήρωας πελαγοδρομεί ανάμεσα στις διαφορετικές, αντιφατικές ή σκοτεινές μαρτυρίες των εμπλεκομένων, και μαζί του παρακολουθούμε τις σκέψεις που του γεννούν μισό αιώνα αργότερα (η γενιά των πατεράδων μας, με τα στενά σακάκια και τις μαύρες γραβάτες. Παρόντες μόνο στις φωτογραφίες. Ομιλητικοί πίσω από κλειστές πόρτες, βουβοί στο πένθος, στη χαρά και στον πόνο). Όπως φαίνεται μέσα από την εξομολογητικού χαρακτήρα προσωπική αφήγησή του, έχει κι ο ίδιος προσωπικούς λόγους για να ξεκαθαρίσει το μυστήριο της εκτέλεσης του Σπανομαρία, μια και είχε, εκ των υστέρων, σχέση με την κόρη του τελευταίου, τη Χαρά, χωρίς να έχει δώσει μέχρι τώρα σημασία στις διάφορες φήμες ούτε στην ένοχη σιωπή του συνοικισμού, έως ότου άλλαξε η συμπεριφορά της όταν αυτή στρατεύτηκε σε αριστερίστικη ομάδα (η εποχή της αθωότητας πέρασε ανεπιστρεπτί).
Το βιβλίο ξεκινά με τη συγκλονιστικά ωμή και «στεγνή» μαρτυρία του εκτελεστή, του Πιερή. Φαίνεται ξεκάθαρα κι από τις επόμενες μαρτυρίες ότι πρόκειτο για ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ αριστερών, μιας κι ο Σπανομαρίας έχει και τη "ρετσινιά" του Τροτσκιστή (σελ. 41, -Και καλά, ποτέ δε θελήσατε να μάθετε γιατί έπρεπε να εκτελεστεί ο Μυστακίδης μέρα μεσημέρι; Ποιο ήταν το αμάρτημα που τον βάραινε και καθιστούσε τόσο επιτακτική τη δολοφονία του, τη στιγμή που η μάχη του Δεκέμβρη βρισκόταν στην πιο κρίσιμη καμπή;). Η έρευνα προχωρά με δυσκολία, εφόσον οι περισσότεροι ήταν απρόθυμοι να σκαλίσουν το παρελθόν:

Στην πραγματικότητα βρισκόμουνα στο σκοτάδι. Είχα στα χέρια μου ένα γεγονός από τα Δεκεμβριανά που καθόλου αντιπροσωπευτικό της εμφύλιας διαμάχης δε φαινότανε. Στην καλύτερη περίπτωση (καλύτερη για μένα) μάλλον σαν ξεκαθάρισμα παλιών λογαριασμών της αριστεράς έμοιαζε. Σταλινικοί εναντίον τροτσκιστών. Ποιος ενδιαφέρεται σήμερα για κάτι τέτοιο;
Πέρα απ’ αυτό, αποκαλύπτει σιγά σιγά ότι ανάμειξη στα γεγονότα έχουν και πολύ δικά του πρόσωπα, όπως η μάνα του –νεαρή επονίτισσα που οι χίτες τής σκότωσαν τον αδερφό- όπως της αποκάλυψε ο –αριστερός κι αυτός- ο πεθερός του (δε χρειαζόταν να με δει σωριασμένο στο δάπεδο για να καταλάβει τι είχε πετύχει με την αφήγησή του, αρκούσε η κίνησή μου να σταματήσω το μαγνητόφωνο. Σαν να έριχνα στο ρινγκ λευκή πετσέτα. Η προσχεδιασμένη αποκάλυψή του ήταν ένα γερό χτύπημα κάτω από τη μέση. Σύρθηκα έξω από το καναβάτσο πριν ο διαιτητής αρχίσει να μετρά ως το δέκα).

Καταλυτικό ρόλο στην έρευνα έπαιξε η παραποίηση των γεγονότων από τον «εγκέφαλο» των εκτελέσεων, τον Βεντούρα, ζωγράφο καταξιωμένο τώρα πια (1999), σε εκπομπή του Παρασκήνιου. Στον αντίποδα, ο γιος του Σπανομαρία αποκαθιστά την πραγματικότητα της αλληλοφαγωμάρας των αριστερών (είμαι σίγουρος πως ο Πιερής γνώριζε ότι ο πατέρας μου συνεργάτης των Γερμανών δε θα γινότανε ποτέ, μα και να γινότανε θα μπορούσε να τον συγχωρέσει, που άφησε όμως το κόμμα και πήγε με τον Παντελή τον Πουλιόπουλο και την 4η Διεθνή, αυτό δεν του το συγχώρεσε ποτέ). Ο -συμπτωματικός- θάνατος του Βεντούρα επιτρέπει στον ήρωα να έχει πρόσβαση στα αρχεία του, στο προσωπικό του ημερολόγιο, το οποίο, όπως αποκαλύπτει με απόγνωση, είναι γεμάτο σημειώσεις που αφορούν τις ..εντερικές του διαταραχές (μια μικρή εμμονή στο πεπτικό σύστημα διακρίνεται σε όλο το βιβλίο).
Τι ελπίζω, τελικά, να βγει από αυτή την έρευνα; Να απονεμηθεί δικαιοσύνη μετά πενήντα έτη; Ενδιαφέρει κανέναν μια τέτοια προοπτική; Και ποιος είναι ο αδέκαστος κι ο αναμάρτητος που θα την απονείμει;
Η κατάθεση των μαρτυριών διακόπτεται από σύντομες σημειώσεις της προσωπικής ιστορίας του ήρωα. Βλέπουμε, φερειπείν, τη σχέση του με τη γυναίκα του, με τη οποία εντέλει χωρίζει· τη σχέση του με τη δημοσιογραφία (μου φαίνεται πως από μια τρέλα νεανική διάλεξα το χειρότερο επάγγελμα του κόσμου. Γιατί μπορεί η δημοσιογραφία να είναι – όπως μας έλεγαν- η «τέχνη του επείγοντος», όμως δεν υπάρχει τίποτα πιο επείγον από την ίδια σου τη ζωή, ιδιαίτερα όταν τη βλέπεις να φεύγει μέσα απ’ τα χέρια σου)· τέλος, τη σχέση του με την όλη υπόθεση:
Ο πειρασμός να μετατρέψω αυτό το δημοσιογραφικό αφιέρωμα σε ένα ευφάνταστο, σουρεαλιστικό μυθιστόρημα είναι μεγάλος. Μου έρχεται να τα αλλάξω όλα: καταθέσεις, μαρτυρίες, συγκρούσεις. Μόνο μια τέτοια προοπτική με ηρεμεί. Είμαι καλά όταν δε ζω με τη δική μου ιστορία.
Η λιτότητα της γραφής ταιριαστή με τη συναισθηματική πυκνότητα.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Motto του μυθιστορήματος, που κατά τη γνώμη μου αποδίδει πολύ εύστοχα το πνεύμα του συγγραφέα