Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 28, 2009

Το μέλλον διαρκεί πολύ/ Τα γεγονότα, Λουί Αλτουσέρ

Προσπαθώ πραγματικά όσο κρατούν οι συνειρμοί των αναμνήσεών μου
να κρατηθώ μόνο στα γεγονότα:

οι παραισθήσεις όμως είναι κι αυτές γεγονότα

Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια μαρτυρία, από τη φύση της συγκλονιστική, ένα απολογητικό κείμενο που έγραψε ο φιλόσοφος μαρξιστής μετά τον στραγγαλισμό της γυναίκας του και τη δίχρονη αποθεραπεία του από την ψυχική κρίση που ακολούθησε την ήδη βεβαρημένη του ιδιοσυγκρασία. Ένα κείμενο που είχε το θάρρος/θράσος να καταθέσει δημόσια, γνωρίζοντας ότι αυτό θα είναι προκλητικό, εφόσον δεν ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη και η πολιτεία έδειξε ιδιαίτερη εύνοια, κρίνοντας ότι έχει το ακαταλόγιστο του ψυχοπαθούς. «Το βιβλίο αυτό είναι η απάντηση που θα ήμουν υποχρεωμένος να δώσω αν είχε υπάρξει εις βάρος μου ποινική δίωξη (…) Έχω πλήρη επίγνωση ότι η απάντηση που εδώ επιχειρώ να δώσω, δεν είναι σύμφωνη με τους κανόνες της ποινικής διαδικασίας, που όμως δεν υπήρξε, ούτε έχει τη μορφή που θα έπαιρνε κανονικά σε μια τέτοια περίπτωση» (από το εισαγωγικό σημείωμα του ίδιου). Αυτά έν έτει 1980.
Δεν πρόκειται επομένως απλώς για μια μαρτυρία φόνου αλλά και μια μαρτυρία τρέλας. Μέσα από το πρίσμα του υποκειμένου, ο Αλτουσέρ επεξεργάζεται την ιστορία του συναισθηματικού του κόσμου και των φαντασιώσεών του. Ο αναγνώστης θα ματαιοπονεί αν θελήσει να συνθέσει τα «πραγματικά γεγονότα»· δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι, όπως γράφει και ο ίδιος ο συγγραφέας , «όπως σε κάθε ψυχική πρόσληψη, η πραγματική ύπαρξη είναι επενδυμένη στις φαντασιωσικές προβολές του άγχους μου». Αυτό βέβαια αφορά περισσότερο το πρώτο κείμενο («Το μέλλον διαρκεί πολύ») και όχι τόσο «Τα γεγονότα» όπου ο συγγραφέας δίνει αποστασιοποιημένα και συνοπτικά τα βιογραφικά του στοιχεία.
Από τις πρώτες γραμμές (θα πω τώρα το πότε και πώς… να η σκηνή του φόνου όπως την έζησα… κλπ.) διακρίνει κανείς στο ύφος το θάρρος του ανθρώπου που αυτό-εκτίθεται γιατί αναζητά την «αλήθεια» κι όχι τόσο για να δικαιώσει τον εαυτό του. Σ’ ένα σύντομο επεξηγηματικό κεφάλαιο στην αρχή, παρουσιάζει αρκετά αναλυτικά την ιδιαιτερότητα της περίπτωσής του, του «δολοφόνου τρελού», ενός «ακαταλόγιστου εγκληματία» (για μια ορισμένη κοινή γνώμη που ξέρει το όνομά μου είμαι αγνοούμενος- ούτε νεκρός ούτε ζωντανός. Δυο στοιχεία, εγγεγραμμένα με ακραία αυστηρότητα στην πρακτική και στη νομοθεσία, μου αφαιρούν κάθε δικαίωμα στη δημόσια εξήγηση: ο εγκλεισμός και η σύστοιχη ακύρωση της νομικής προσωπικότητας από τη μια μεριά, το ιατρικό απόρρητο από την άλλη) και προσπαθεί να δώσει τα κίνητρα της συγγραφής αυτού του βιβλίου, τη σημασία μιας τέτοιου είδους κατάθεσης, την αξία του:
(σελ. 39):
Πιστεύω ότι είμαι σε θέση να εξηγηθώ κάπως καθαρά για τον εαυτό μου, να εκθέσω μια βιωμένη εμπειρία με τις πιο φρικτές και τις πιο έντονες μορφές, που σίγουρα με ξεπερνάει γιατί θέτει σε αμφισβήτηση πολλά ζητήματα νομικά, ποινικά, ιατρικά, αναλυτικά, θεσμικά και εντέλει ζητήματα ιδεολογικά και πολιτικά.

Από κει και πέρα αρχίζει μια, σχεδόν γραμμική, αναφορά στο παρελθόν, στα βιογραφικά από γέννησης στοιχεία, αλλά και σε ό, τι, κατά την κρίση του συγγραφέα/αφηγητή επηρέασε τον ψυχισμό του. Γραμμένες με ευαισθησία και πολύ αναλυτική διάθεση, ο Αλτουσέρ παραθέτει τις αναμνήσεις του και τις εμπειρίες του ερμηνεύοντάς τες παράλληλα, χρωματίζοντάς τες με το δικό του τρόπο, πράγμα που πολλές φορές γίνεται δίκοπο μαχαίρι: διαπιστώνει κανείς αναμφίβολα μια ασυνήθιστη ευφυΐα αλλά η υπερβολική ανάλυση και εμμονή σε κάποιες ερμηνείες δίνουν σίγουρα τη γεύση του νοσηρού. Οι παρενθέσεις και οι αναλύσεις (ψυχολογικές, κοινωνιολογικές, ψυχαναλυτικές) δίνουν μια κουραστική διάσταση, αλλά αυτό εξουδετερώνεται από την «αυθεντικότητα» μιας ψυχής βασανισμένης, που αποζητά πίσω από τον κατακερματισμό της μια ενότητα.
Πιο συγκεκριμένα, υπερβολική είναι κατά τη γνώμη μου η έμφαση στο περιστατικό που οδήγησε τη μητέρα στο να «ευνουχίσει» τον μικρό Λουί (με βίασε και μ’ ευνούχισε η μάνα μου, που κι εκείνη είχε αισθανθεί βιασμένη από τον πατέρα μου). Υπερβολική και η ερμηνεία της συμπεριφοράς της ως «αδιάφορης μάνας» με βάση το γεγονός ότι παντρεύτηκε τον πατέρα του Αλτουσέρ ύστερα από το θάνατο του αδελφού του, που ήταν και ο μόνος πραγματικός της έρωτας. Γενναία η ομολογία του Λουί ότι αυτή η τραυματική συμπεριφορά εκ μέρους της μητέρας (σελ. 49: δε μπορούσε να μη θέλει το θάνατό μου, αφού ο Λουί που εκείνη αγαπούσε ήταν νεκρός) και η –ψυχική- απουσία του πατέρα ήταν και οι αιτίες της σεξουαλικής του απονέκρωσης για ένα τεράστιο διάστημα, αλλά δεν ξεχνά κανείς, διαβάζοντας το βιβλίο, ότι αυτό είναι το πρίσμα του ίδιου του «υποκειμένου», επηρεασμένου σαφώς από τις τρέχουσες ψυχαναλυτικές θεωρίες (Φρόυντ, Λακάν). Ευφυής και η προσπάθεια σημειολογικής ανάλυσης του ίδιου του ονόματός του (Λουί/lui =εκείνος/oui=ναι) που, όπως προαναφέρθηκε, ήταν το όνομα του νεκρού θείου.

Αυτό είναι το βαθύτερο ψυχικό υπόστρωμα στο οποίο υποτάσσονται και με βάση το οποίο ερμηνεύονται όλες οι πτυχές της συμπεριφοράς του Λουί: οι προσπάθειες να κερδίσει την αγάπη όλων γοητεύοντας (με τη σύνεση, την αγνότητα, την αρετή, την καθαρή νόηση, την αποσωματοποίηση, τη σχολική επιτυχία και, τη «φιλολογική» καριέρα) ήταν προσπάθειες να ξανακερδίσει τη χαμένη αγάπη και αποδοχή της μητέρας. Ακόμα κι όταν έγινε όμως καταξιωμένος φιλόσοφος: είχα πάντα την εντύπωση ότι δεν ήμουν εγώ, ότι δεν υπήρχα αληθινά, αλλά υπήρχα μόνο μέσα από τα τεχνάσματα.
Σελ. 106:
Μην έχοντας δική μου υπόσταση, υπόσταση αυθεντική, αμφιβάλλοντας για τον εαυτό μου μέχρι του σημείου να με θεωρώ αναίσθητο, ένιωθα ανίκανος να έχω συναισθηματικές σχέσεις με οποιονδήποτε. Για να υπάρξω ήμουν αναγκασμένος λοιπόν να κάνω τους άλλους να με αγαπούν και για να αγαπήσω (γιατί το να αγαπάς συνεπάγεται και το να αγαπηθείς) περιορίστηκα στα τεχνάσματα της γοητείας και της υποκρισίας.
Η ανατροφή του ήταν αυστηρή και συντηρητική. Ο μικρός Λουί δεν ήταν ελεύθερος να τρέξει και να παίξει μαζί με τα’ άλλα παιδιά της γειτονιάς του Αλγερίου, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε (δεν μπορούσα να κάνω τίποτα ενάντια στους καταναγκασμούς). Η πρώτη επαφή με μια μορφή ζωής πιο ελεύθερης, ήταν κατά την αναγκαστική -επειδή η αδελφή του προσβλήθηκε από οστρακιά- μετοίκησή του στο Λαρομισλαί,. Πρώτη επαφή με ξυλοπάπουτσα, με παιχνίδι στη γειτονιά, με φτώχεια, με το γλωσσικό ιδίωμα των αγοριών της υπαίθρου (ήταν η πρώτη ξένη γλώσσα που αναγκάστηκα να μάθω, στο Αλγέρι δε μου δόθηκε η ευκαιρία να μάθω τα αραβικά του δρόμου, μια και ο δρόμος μού ήταν απαγορευμένος από τη μητέρα μου). Η μαθητεία του «εκτός των τειχών» γίνεται σε μεγάλη σχετικά ηλικία από τον παππού του, που τον βάζει στον «αντρίκιο» κόσμο της ζωής και της δουλειάς στους αγρούς (τον ξεθεωμένο και μεθυσμένο από τη δουλειά και τις φωνές), έναν κόσμο όμως στον οποίο έχει συνείδηση ότι δεν ανήκει αλλά που νιώθει τον έντονο πόθο να μοιραστεί. Αυτή η αντίφαση συνεχίζεται καθώς μεγαλώνει: στο σπίτι ολοκληρωτική μοναξιά, στο σχολείο κάποιες επαφές τον αφυπνίζουν, το ίδιο αργότερα και στη Λυόν όπου η οικογένεια εγκαθίσταται, αλλά και στο στρατό (όπου παρουσιάστηκε το 1939, μετά την επιτυχία του στην Εκόλ Νορμάλ).
Οι προσωπικότητες με τις οποίες έρχεται σε επαφή κατά το διάστημα της αιχμαλωσίας του και ιδιαίτερα η προσωπικότητα του Ντάελ πυροδοτούν τη σκέψη του, την αυτεπίγνωσή του: κατάλαβα τότε τι ηταν η δράση που σέβεται τις αρχές, αλλά είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από την απλή εφαρμογή αρχών. Ανακαλύπτει τον Μακιαβέλι (άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα τεχνάσματα οι υπεκφυγές και οι άλλες πονηριές στη χρήση μπορούσε να μην είναι απάτες, ότι μπορούσαν αντίθετα να παράσχουν ευεργετικά αποτελέσματα στον δημιουργό τους και σε άλλους ανθρώπους, υπό τον όρο ότι κανένας ξέρει ααυτό που θέλει και ότι μπορεί να κυριαρχεί σε κάθε ενοχή, ότι θα ήταν εν ολίγοις απελευθερωμένος. Όπως γράφει παρακάτω, η περίοδος της αιχμαλωσίας ήταν μια μαθητεία γιατί δε ζούσε πια "κάτω από τον τρομερό, τρομερό λέω, μ’ ακούς Ρομπέρ Φοσάρ, μ’ ακούς Γκράμσι, πέρα από τον φριχτό σου τάφο, ζώντας όχι μέσα στον τρομερό, τον φρικιαστικό, τον απεχθέστερο απ’ όλους τους ιδελολογικούς μηχανισμούς του κράτους, σε ένα έθνος όπου βέβαια υπάρχει κράτος, την οικογένεια".
Έτσι, βήμα –βήμα ο Αλτουσέρ προχωρά σε μια οδυνηρή αυτογνωσία ενώ παράλληλα συγκροτεί και την ιδεολογία του που τον καταξίωσε ως ένα από τους πολιτικούς μαρξιστές φιλοσόφους. Συνειδητοποιεί γρήγορα, φερειπείν ότι βασικό δομικό στοιχείο της προσωπικότητάς του είναι η έμμονη ιδέα του να θέλει παρακαταθήκες (δηλαδή ψωμί, λουκάνικα κλπ. ) αλλά και την «παρακαταθήκη των παρακαταθηκών», δηλαδή το χρήμα (γνωστή η ανάγκη των ψυχικά στερημένων από αγάπη να συσσωρεύουν). Αργότερα, όπως λέει, έκανε παρακαταθήκη φίλων αλλά και …γυναικών. Ακόμα κι όταν γνώρισε και αγάπησε την Ελέν, απελευθερωμένος πια από τα σεξουαλικά του συμπλέγματα, έχει αμέτρητες ιστορίες με γυναίκες, όπως λέει ο ίδιος: «για να μην κινδυνεύσω να βρεθώ μια μέρα μόνος χωρίς καμιά γυναίκα στο χέρι μου, αν η τύχη το έφερνε μια από τις γυναίκες μου να μ’ αφήσει ή να πεθάνει». Αυτή η συνήθεια έκανε την Ελέν να υποφέρει πολύ, και, πράγματι, μέσα από τις αφηγήσεις του ίδιου, φαίνεται πολύ αρρωστημένη και σαδιστική αυτή του η στάση.
Προσπαθεί φυσικά να ερμηνεύσει κι αυτήν του την ιδεοληψία, όπως την ονομάζει ο ίδιος, με ψυχαναλυτικό τρόπο, αλλά και να την ξεπεράσει (το να κατορθώσω επιτέλους να αποδράσω από αυτήν την ιδεοληψία υπήρξε μια από τις σκληρότερες δοκιμασίες της ζωής μου/ τώρα μου φαίνεται ότι ξέρω, ότι δεν υπάρχει ζωή χωρίς ξόδεμα, χωρίς ρίσκο, άρα χωρίς έκπληξη και ότι η έκπληξη είναι όχι μόνο κομμάτι της ζωής αλλά είναι η ίδια η ζωή στην έσχατή της αλήθεια είναι το Ereignis της, το γεγονός της η ανάδυση της, όπως τόσο καλά λέει ο Χάιντεγκερ.
Τέλος, στο στρατό ακούει για πρώτη φορά να μιλούν για το μαρξισμό. Προβληματίζεται πάνω στην πολιτική δράση, τις μορφές δράσης και μορφές σχέσης προς τη δράση, την ονομαζόμενη από τον ίδιο «πρακτική του κομμουνισμού». Η πολιτική του αφύπνιση είναι παράλληλη με τη σεξουαλική του αφύπνιση, που γίνεται αργά και επώδυνα, ενώ αναδύεται σιγά σιγά και μια μορφή νεύρωσης («αγχώδης νεύρωση άνευ αντικειμένου»). Η πρώτη εισαγωγή σε ψυχιατρική κλινική, σε μια ατέλειωτη σειρά εισαγωγών που ακολουθούσαν κρίσεις κατάθλιψης, ήταν λίγο μετά το πρώτο του φιλί σε γυναίκα, την Έλεν, σε σχετικά μεγάλη ηλικία.
Ο φόβος μου μήπως είμαι ολοκληρωτικά αδύναμος και η επιθυμία μου να είμαι παντοδύναμος, η μεγαλομανία μου, δεν ήταν παρά οι δυο όψεις μιας ενότητας: δηλαδή της επιθυμίας να διαθέτω αυτό που μου έλειπε για να είμαι άντρας πλήρης και ελεύθερος και το οποίο από την άλλη μεριά φοβόμουν ότι μου έλειπε. Η ίδια φαντασίωση με δυο όψεις (η αμφιθυμία της) με στοίχειωνε έτσι εναλλάξ, μέσα στη φανταστική παντοδυναμία της κατάθλιψης και της μεγαλομανιακής παντοδυναμίας της μανίας.(!)

Βλέπουμε και το ξεκίνημά του ως φιλοσόφου, ως καθηγητή φιλοσοφίας αρχικά. Τις ανασφάλειες και τις επιφυλάξεις, την επίγνωση των αδυναμιών αλλά και των αρετών (είχα ωστόσο μιαν άλλη, πολύ δική μου ικανότητα. Ξεκινώντας από μια απλή διατύπωση, ήμουν ικανός να ανασυνθέσω αν όχι τη σκέψη, τουλάχιστον την τάση και τον προσανατολισμό ενός συγγραφέα ή ενός βιβλίου, που ωστόσο δεν είχα διαβάσει. Διέθετα φαίνεται μια ορισμένη δόση διαίσθησης και κυρίως μια ικανότητα προσέγγισης, δηλαδή θεωρητικής αντίθεσης, ενεργούσα με βάση τις αντιθέσεις και τις διακρίσεις, μέθοδο που αργότερα θεωρητικοποίησα).
Ένα αρκετά μεγάλο μέρος του βιβλίου αφορά τον τρόπο που συγκροτήθηκε βήμα βήμα η πολιτική φιλοσοφία του Αλτουσέρ. Έχει ενδιαφέρον κανείς να το διαβάσει γιατί βλέπει συνοπτικά τις πηγές αλλά και τις δυναμικές της σκέψης του, καθώς και τη θέση του ανάμεσα σε άλλους στοχαστές της εποχής. Είναι άλλωστε η «χρυσή εποχή της πολιτικής φιλοσοφίας για τη Γαλλία, και όχι μόνο. Μιλά για την –πνευματική- του «συνάντηση» με τον Μακιαβέλι, τον Χομπς, τον Σπινόζα, τον Ρουσό, φυσικά τον Μαρξ, τον Χέγκελ, Φόυερμπαχ κλπ. εξηγώντας σύντομα τι χρωστά η πολιτική του πρακτική σ’ αυτούς τους στοχαστές. Δίνει σύντομα το όραμά του (π.χ. αυτός είναι ο ορισμός του κομμουνισμού, που επίμονα επαναλαμβάνω: μια ανθρώπινη κοινωνία απαλλαγμένη από τις εμπορευματικές σχέσεις) αλλά μιλά και για την επαφή του με προσωπικότητες όπως ο Μπρετόν ο Μπασελάρ, ο Καγκιλέμ, ο Ντεριντά αλλά και ο Λακάν, ο οποίος παρακολουθούσε τις ψυχικές του κρίσεις.
Διαβάζοντας το βιβλίο παίρνει κανείς μια ιδέα για το πώς προώθησε ο Αλτουσέρ τη σύγχρονη πολιτική σκέψη και πρακτική. Ασφαλώς όμως δεν έχει νόημα να μακρηγορήσω επ’ αυτού, γιατί δεν ήταν αυτός και ο δικός του στόχος (επιδιώκω μόνο να φωτίσω, ει δυνατόν, τα βαθύτερα και προσωπικά ελατήρια, τα συνειδητά και κυρίως τα ασυνείδητα, που υποβάσταζαν το διάβημά μου στη μορφή που του έδωσα). Λέει άλλωστε ξεκάθαρα ότι θα αφιερώσει άλλο βιβλίο γι’ αυτό το σκοπό. Το συγκεκριμένο κείμενο επιλέγει από τη συνολική εμπειρία του τα στοιχεία αυτά που συνθέτουν τον ψυχισμό του και οδήγησαν στην τραγωδία. Συνδέει τη μελέτη και τη σκέψη με τα προσωπικά του βιώματα, τις δικές του εμπειρίες. Αναφερόμενος π.χ. στον Σπινόζα, λέει (σελ. 258):
Αλλά εκείνο που μ’ εντυπωσίασε περισσότερο στον Σπινόζα ήταν η θεωρία του σώματος. Αυτό το κορμί που πολλές του δυνάμεις μας είναι άγνωστες, το κορμί του οποίου ο νους είναι η ιδέα, ο Σπινόζα το στοχαζόταν ως άνοιγμα στον κόσμο, ως generositas, ως χάρη δωρεάς.
Και:
Μπορεί να σκεφτεί κανείς πόσο η ιδέα αυτή του σώματος με μάγευε. Έβρισκα σ’ αυτήν τη δική μου εμπειρία, αρχικά ενός σώματος κομματιασμένου και χαμένου, ενός απόντος σώματος, γεμάτο άμετρο φόβο και ελπίδα (εδώ μιλά και για τη θεωρία της αμφιθυμίας του Σπινόζα) που ξανασυρμολογήθηκε ανακαλύπτοντας και κατακτώντας τις δυνάμεις του/ ότι μπορεί κανείς να ξαναβρεί το δικό του κορμί, άρα να σκεφτεί στην κυριολεξία με το κορμί, κλπ. κλπ. Να τι με θάμπωνε στην κυριολεξία, σα να ήταν μια πραγματικότητα και μια αλήθεια που είχα βιώσει.

Ό, τι καταθέτει ο Αλτουσέρ σ’ αυτό το βιβλίο, ακόμα και γεγονότα από την δράση του στο κομμουνιστικό κόμμα, αλλά κυρίως το πώς ο ίδιος βίωνε το ψυχωσικό του σύνδρομο, το καταθέτει ψάχνοντας «το νόημα των αλλαγών που του συνέβησαν» (έπαιρναν όλες τη φορά προς την (επανα) κτηση της ύπαρξής μου). Όπως γράφουν και στην εισαγωγή οι Κορπέ/ Μποτάγκ, το πρώτο κείμενο (Το μέλλον διαρκεί πολύ) έχει τραγικό χαρακτήρα και φαίνεται ανάγλυφα πώς ένας διανοούμενος, ιδιαίτερα ευφυής, φιλόσοφος το επάγγελμα, ενοικεί την τρέλα του, την ιατρικοποίησή του μέσα στην ψυχική νόσο εξαιτίας του ψυχιατρικού θεσμού και των ψυχαναλυτικών ενδυμάτων με τα οποία η νόσος στολίζεται.
Η αμφιλεγόμενη πάντως δημόσια αυτή εξομολόγηση και "έκθεση" είχε λυτρωτικό χαρακτήρα: η αυτο-περιγραφή της κατάστασής του μετά το θάνατο της Ελέν, κατά τη γνώμη μου είναι συγκλονιστική. Η ταραγμένη του ψυχή θαρρείς προσαράζει σε έννοιες που τον είχαν τυραννήσει και είναι φιλικές πια, όπως αγάπη και ελευθερία. Η αυτοσυνείδηση κάνει άλματα, σπάζοντας όλες τις ιατρικές προβλέψεις και καταλήγοντας με μια πρωτοφανή διαύγεια στη διαπίστωση που αποτελεί και το τέλος του βιβλίου:

Στην πραγματικότητα, για να κατανοήσει κανείς το ακατανόητο πρέπει να πάρει υπόψη του τις αστάθμητες τυχαιότητες αλλά επίσης την αμφιθυμία των φαντασιώσεων που ανοίγει το δρόμο για όλα τα πιθανά αντίθετα.
και
Νομίζω πως έμαθα τι θα πει ν' αγαπάς: να είσαι ικανός, όχι να υπερθεματίζεις πάνω στον εαυτό σου αλλά να ε΄σαι προσεκτικός με τον άλλον, να σέβεσαι την επιθυμία του και τους ρυθμους του, τίποτε να μην του ζητάς αλλά να μαθαίνεις να δέχεσαι, να δέχεσαι κάθε δώρο σαν έκπληξη ζωής, να είσαι ικανός να δωρίζεις χωρίς ιδιοτέλεια στον άλλον το ίδιο δώρο, να είσαιικανός να χαρίζεις την ίδια έκπληξη στον άλλον. Εν ολίγοις η απλή ελευθερία.
Ναι, το μέλλον διαρκεί πολύ.
και
Μια λέξη μόνο: όσοι νομίζουν ότι μπορούν να πουν περισσότερα μη φοβηθούν να τα πουν. Δεν μπορούν παρά να με βοηθήσουν να ζήσω.
Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 06, 2009

Κόκκινο στην πράσινη γραμμή, Βασίλη Γκουρογιάννη

-Ειδικά για την Ιστορία, η πιο ταιριαστή μεταφορά είναι
το ξεφλούδισμα του κρεμμυδιού- κάθε φλούδα και δάκρυ.

Οδυνηρά τολμηρό το καινούριο βιβλίο του Β. Γκουρογιάννη[1], εφόσον αγγίζει την πληγή της Κυπριακής τραγωδίας του ’74, και μάλιστα από μια απροσδόκητη οπτική γωνία: βετεράνοι ελλαδίτες που πήραν μέρος στην τότε ΕΛΔΥΚ (ελληνικές δυνάμεις Κύπρου) συναντιούνται μετά από 30 χρόνια σε συνέδριο στην Κύπρο, με σκοπό να ανιχνεύσουν τις μνήμες τους από τα γεγονότα του πολέμου αλλά και να διεκδικήσουν τη μιάμιση σειρά ιστορίας που τους αναλογεί στο ...καινούριο βιβλίο ιστορίας της Στ΄ δημοτικού[2]Ορίστε, διάβασε! Από τις πέντε γραμμές οι δύο είναι ότι ανατρέψαμε τον Μακάριο. Ποιοι; Εμείς, οι έλληνες χουντικοί. Εμάς εννοεί, τους Έλληνες που ήμασταν εκεί. Εμ κερατάδες, εμ δαρμένοι»).
Το μυθιστόρημα εστιάζει σ’ αυτήν την κρυμμένη πτυχή της ιστορίας, στο δράμα των ελλαδιτών που βρέθηκαν στη φωτιά του πολέμου, οι περισσότεροι αθώα φανταράκια της ελληνικής δύναμης της ΕΛΔΥΚ,(που είχε συσταθεί ήδη από την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου το 1959, αντίστοιχα με την ΤΟΥΡΔΥΚ) και που η ιστορία τούς αγνόησε, ταυτίζοντάς τους με τις χουντικές δυνάμεις που ανέτρεψαν το Μακάριο. Έμμεσα λοιπόν, το βιβλίο είναι ένα σχόλιο στο τι είναι ιστορική «αλήθεια» και στο πώς κατασκευάζεται η ιστορία («Κι αν είναι αλήθεια;» «Όσο αλήθεια κι αν είναι, εμείς δεν φέρουμε ευθύνη. Διαταγές εκτελούσαμε». «Αχ, αυτές οι διαταγές…»). Στη διπλή εισβολή που ακολούθησε το πραξικόπημα, να θυμίσουμε ότι οι ελληνικές δυνάμεις καθώς και η Κυπριακή Εθνοφρουρά (που είχε και πολλούς ελλαδίτες αξιωματικούς) έμειναν τελείως ακάλυπτοι κι εκτεθειμένοι.
O «Πρόεδρος» της οργάνωσης ΝΟΜΕ (Νέα Οργάνωση Ελλήνων Μαχητών), ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, διαβιβαστής το ’74 και νυν δικηγόρος στο επάγγελμα, είναι αυτός που επωμίζεται την ευθύνη του συνεδρίου, της επακόλουθης συζήτησης αλλά και της επίσκεψης στα κατεχόμενα. Έχουν περάσει, ωστόσο, τριάντα τρία χρόνια. Η λήθη σβήνει τις πληγές, ή έστω, τις καλύπτει κατ’ επίφαση. Οι μεσόκοποι βετεράνοι εναποθέτουν με σεβασμό το στεφάνι στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας αλλά ουσιαστικά τριγυρνάνε σαν τουρίστες, κάπως απρόθυμοι να ανασκαλίσουν τη μνήμη τους, και κυρίως να καταθέσουν στο ακροατήριο τις οδυνηρές τους αναμνήσεις. Γιατί, δεν πρόκειται φυσικά για ηρωικές σελίδες πολέμου, όπως τις μαθαίνουμε σε σελίδες της ιστορίας. Πρόκειται, αντίθετα, για σύνδρομα άγνοιας, ντροπής ή ενοχής πολλές φορές, απωθημένες ιστορίες «φρίκης» που τις αποκαλύπτουν όμως εντέλει ύστερα από ψυχολογημένους ελιγμούς και την πειστική εισήγηση του προέδρου.
Όλες αυτές οι αντιθέσεις διαγράφονται αριστοτεχνικά από τον Γκουρογιάννη, σ’ ένα ύφος άμεσο, απέριττο, χωρίς διακηρύξεις και συμπεράσματα. Ο λιτός ρεαλισμός δίνει βάθος στη δραματικότητα που υπάρχει «φύσει» στις αποσπασματικές αφηγήσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα σ’ ένα συναισθηματικό φόρτο και που συνθέτουν ένα παζλ ελλειμματικό, θραυσματικό, πληγωμένο. Αυτή η δομή επιτρέπει να συνυπάρχουν ποικίλες οπτικές γωνίες, μια πολυφωνία.

Ευρηματική στο μυθιστόρημα είναι και η παρουσία των «δυο καθηγητών», του καθηγητή/πρώην αντιπρύτανη του Παντείου και κυρίως του νεαρού ιστορικού, Μάριου Λιάκου, ο οποίος είχε ξεκινήσει διατριβή πάνω στα γεγονότα του ’74 αλλά τη διέκοψε λόγω «της επιλεκτικής μνήμης ή μάλλον της επιλεκτικής αμνησίας των ανθρώπων που μετείχαν στα γεγονότα». Η αποστασιοποίησή του από τα γεγονότα επιτρέπει να εκφραστούν ερωτήματα σχετικά με τη φύση της ιστορίας και της γραφής της, στις εκπληκτικές σελίδες 152-165.
Σελ. 155:
-Εμείς, οι λεγόμενοι ιστορικοί, είμαστε ένα κλαμπ και ανταλλάσσουμε μεταξύ μας υποψίες για το τι ενδεχομένως έχει συμβεί σε κάποιον τόπο και κυρίως σε κάποιο χρόνο.
-(…)Ναι, αλλά από το σημείο όπου βρίσκομαι, να έχω ξεχάσει ήδη τη σχολική ιστορία, και να προσπαθώ τώρα να αναπληρώσω τα κενά με τα ιστορικά μυθιστορήματα, η απόσταση είναι μεγάλη. Καταλαβαίνω τι ακριβώς στερήθηκα: τη χαρά να ξεφυλλίσω το τριαντάφυλλο, για να βρω πού κρύβεται ευωδιά.
-Ειδικά για την ιστορία, η πιο ταιριαστή μεταφορά είναι το ξεφλούδισμα του κρεμμυδιού- κάθε φλούδα και δάκρυ.

Και:
Ο νεαρός καθηγητής παρατήρησε: «Ένα δίδαγμα, ένα συμπέρασμα σχετικό με την ιστορία, το οποίο μάλλον αντέχει στο χρόνο, δεν είναι ο κόπος να τη μάθεις αλλά να την ξεμάθεις. Δεν εννοώ ασφαλώς να την ξεχάσεις, ούτε να την αγνοήσεις».
Ευρηματική είναι η παρουσία του νεαρού ιστορικού και για έναν πρόσθετο λόγο: γιατί έντεχνα μας επιτρέπει να δούμε και τις μαγνητοφωνημένες μαρτυρίες δυο Τούρκων, που του τις είχαν καταθέσει όταν έκανε έρευνα για το διδακτορικό του («έχω χαρά γιατί διαπιστώνω ότι οι εχθροί μας υπήρξαν εξίσου φοβισμένοι και δειλοί μ’ εμάς κι εμείς εξίσου εγκληματίες μ’ αυτούς»).

Το τριήμερο του συνεδρίου κλείνει με την επίσκεψη στα «κατεχόμενα», απ’ όπου οι εντυπώσεις μεταφέρονται μ’ ένα συγκρατημένο ρεαλισμό, αλλά λειτουργούν ως κάθαρση σε μια τραγωδία χωρίς τέλος. Όμως δεν τελειώνει και το βιβλίο. Οι τελευταίες σελίδες είναι αποκλειστικά εστιασμένες στον «πρόεδρο» (δε μαθαίνουμε το όνομά του) που σ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματός τον βλέπουμε σημαδεμένο, σκοτεινό και στοχαστικό, να κουβαλά το μυστικό του κομμένου του ποδιού· ν’ αποφεύγει να μιλήσει για την προσωπική του εμπειρία και να μην μπορεί να ξετινάξει τη «ντροπή» ότι ήταν διαβιβαστής, σε μια θέση δηλαδή λίγο πολύ από τη φύση «αμφισβητούμενη» στο στρατό, διότι συνήθως την καταλαμβάνουν όσοι έχουν μέσον. Κατά τη γνώμη μου, οι τελευταίες αυτές σελίδες ήταν κάπως κουραστικές γιατί ο συγγραφέας προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να δώσει ένα βάθος υπαρξιακό, όπου η αυτολύπηση και η αυτοτιμωρία πρωταγωνιστούν -σε πολύ μεγάλη έκταση-, ως απάντηση στο προσωπικό αδιέξοδο του ήρωα.

[1] Βιωματική η παρουσίαση της anagnostria εδώ
[2] Η αναφορά στο αποσυρθέν βιβλίο της Ρεπούση είναι ξεκάθαρη αλλά αποτελεί απλώς αφορμή κι όχι κεντρικό στοιχείο του μυθιστορήματος

Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 01, 2009

Ο μαύρος κύκνος, Ντέιβιντ Μίτσελ

«Στο γραφείο μου δε θα πατάς. Αυτός είναι ο κανόνας του μπαμπά. Μόνο που το τηλέφωνο είχε χτυπήσει ήδη είκοσι πέντε φορές».

Από τις πρώτες αυτές γραμμές του μυθιστορήματος μπαίνεις στο πνεύμα του βιβλίου: ένα «παιδί» αφηγείται , ένας πατέρας βάζει απαγορεύσεις, κι αμέσως στήνεται ένα δίλημμα. Το σκηνικό είναι έτοιμο, η ψυχική σύγκρουση έχει περι-γραφεί, ο δεκατριάχρονος Τζέισον πρέπει να «επιλέξει»: υπακοή στον πατέρα ή στη λογική;

Αφηγητής είναι ο ίδιος ο Τζέισον και το μυθιστόρημα απλώνεται σαν σε ομόκεντρους κύκλους: το επεισόδιο στο οποίο εξελίσσεται το επίμονο τηλέφωνο που χτυπά στο απαγορευμένο δωμάτιο, είναι χαρακτηριστικό ώστε να καταλάβουμε εμείς οι αναγνώστες την οικογενειακή ατμόσφαιρα: ο γιος «τολμά»να παραβιάσει τα άδυτα· έχουμε μια μάλλον διαταραγμένη σχέση μπαμπά- μαμάς, ένα σχετικά αυταρχικό κι εγωκεντρικό πατέρα· η αδελφή Τζούλιαν στον «ροκ» κόσμο της αλλά με διακριτικό τρόπο στηρίζει τον Τζέισον (η αδελφή μου δεν είναι συνέχεια εντελώς απαίσια), και στο επίκεντρο ο ήρωάς μας που είναι φιλοπερίεργος, παρατηρητικός και …βραδύγλωσσος! (ίσως δεν είναι τυχαίο). Τα επίμονα τηλεφωνήματα, άλλωστε, υπαινίσσονται κάποια «κρυφή ζωή» του πατέρα, κι αυτό καθοριστικό των μεταξύ τους σχέσεων.
Σ’ αυτό το ύφος, λοιπόν, με χιούμορ αλλά και διεισδυτικότητα, ξετυλίγει ο Τζέισον, με γραμμική (χρονολογική) σειρά τη ζωή του. Ανάλογου ενδιαφέροντος είναι και τα υπόλοιπα περιστατικά που αφηγείται· από το σχολείο, από τη γειτονιά, χωρίς όμως ποτέ να περιέχουν το βάρος μιας ψυχαναλυτικής ερμηνείας (που θα’ ταν αναληθοφανές για παιδί 13 χρόνων), ενώ σιγά σιγά ωριμάζει και «μεστώνει» ως προσωπικότητα. Ίσως κάποιος αναγνώστης να έχει την ένσταση ότι δε μπορεί ένας δεκατριάχρονος να «σκέφτεται» τόσο βαθιά (αν και δεν είναι το βιβλίο βεβαρημένο με «βαθυστόχαστες» αναλύσεις). Ο Τζέισον όμως διαφέρει από τ’ άλλα παιδιά: καταρχάς βασανίζεται από μια βραδυγλωσσία μάλλον ψυχολογικής υφής, που τον κάνει να βρίσκεται συνέχεια σε άμυνα, απέναντι σε συμμαθητές, φίλους, καθηγητές και βέβαια… τον πατέρα του. Κυρίως όμως, έχει ένα ποιητικό τρόπο να βλέπει τον κόσμο, κι αυτό δεν προκύπτει μόνο από το ότι γράφει ποιήματα (πράγμα για το οποίο ντρέπεται και τρέμει μην το μάθουν οι μάγκες του σχολείου), αλλά από τον τρόπο που βιώνει την πραγματικότητα.
Σελ. 456:
Τα παιδιά που οι άλλοι τους κάνουν τη ζωή δύσκολη φέρονται λες και είναι αόρατα για να ελαττώσουν τις πιθανότητες να γίνει η ζωή τους δύσκολη. Οι βραδύγλωσσοι επίσης φέρονται λες και είναι αόρατοι για να ελαττώσουν τις πιθανότητες να αναγκαστούν να πουν κάτι που δε μπορούν. Τα παιδιά που οι γονείς τους τσακώνονται φέρονται λες και είναι αόρατα μην τυχόν και προξενήσουν καμιά καινούρια αψιμαχία. Τζέισον Τέυλορ-Το Τριπλά Αόρατο Παιδί. Τώρα τελευταία ούτε κι εγώ δεν τον βλέπω και πολύ τον αληθινό Τζέισον Τέυλορ, παρά μόνο όταν γράφει κανένα ποίημα ή καμιά φορά στον καθρέφτη ή ακριβώς πριν απ’ τον ύπνο.
Τη βραδυγλωσσία του ο Τζέισον την προσωποποιεί, την ονομάζει «δήμιο» και παρατηρεί τα καπρίτσια της. Ο δήμιος τον αναγκάζει πολλές φορές να επιλέγει τη σιωπή ή να φαίνεται πολύ πιο αδαής, άτολμος και κουτός απ’ ό, τι είναι. Ο φόβος ότι θα του κολλήσουν την ταμπέλα του «κεκέ» που δε θα κατάφερνε ποτέ να ξεκολλήσει, καθορίζει το μεγαλύτερο μέρος της συμπεριφοράς του (τα μυστικά σε επηρεάζουν πολύ περισσότερο από όσο νομίζεις. Λες ψέματα για να τα διατηρήσεις κρυφά. Οδηγείς την κουβέντα αλλού. Ανησυχείς πως κάποιος θα το ανακαλύψει και θα το κάνει βούκινο. Νομίζεις πως εσύ ελέγχεις το μυστικό- αλλά μήπως το μυστικό χρησιμοποιεί εσένα;). Στον πανικό του γιατί τη επομένη στο σχολείο είναι η σειρά του να κάνει ανάγνωση ενός μεγάλου κειμένου (απ’ όπου φυσικά δε μπορεί να ξεφύγει ούτε να αντικαταστήσει τις επίμαχες λέξεις) επισκέπτεται την κυρία Ρου, τη λογοθεραπεύτρια. Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος αντιμετώπισης:

Σελ. 64:
-(κυρία Ρου) «Η πρόοδος δεν σημειώνεται με το να προσπαθείς να σκοτώσεις τη διαταραχή. Όσο προσπαθείς να την εξαλείψεις, τόσο θα επανέρχεται δριμύτερη. Όχι, το ζήτημα είναι να την κατανοήσεις, να φτάσεις σ’ ένα λειτουργικό συμβιβασμό μαζί της, να τη σέβεσαι, να μην τη φοβάσαι».
Η κυρία ντε Ρου δεν είναι καμιά χαζή, και όσα λέει έχουν νόημα.
Αλλά από βοήθεια για την αυριανή συγκέντρωση της τάξης, άστα να πάνε.

Πράγματι η «αυριανή συγκέντρωση» ήταν επεισοδιακή, και μια σειρά από αντίστοιχα «μοιραία» περιστατικά απομονώνουν τον Τέυλορ. Η ένταξή του στην ομάδα του σχολείου, της γειτονιάς είναι τραυματική και γρήγορα γίνεται αντικείμενο αισχρού περίγελου. Παρακολουθούμε τους μικρούς τυράννους να τον ταλαιπωρούν, ενώ εκείνος βρίσκει αποκούμπι στην ποίηση. Δημοσιεύει τα ποιήματά του στο περιοδικό της ενορίας (με ψευδώνυμο φυσικά) και, ξαφνιασμένος από την ανταπόκριση, επισκέπτεται την υπεύθυνη, τη μυστηριώδη Μαντάμ Κρομελύνκ, με την οποία διεξάγεται ένας καταπληκτικός διάλογος (η περιγραφή όλης της συνάντησης είναι συναρπαστική):

-Υπάρχουν πολλές όμορφες λέξεις εδώ μέσα..
-Ευχαριστώ, συμφώνησα εγώ.
-Οι όμορφες λέξεις καταστρέφουν την ποίησή σου. Μια ιδέα ομορφιά βελτιώνει το πιάτο, εσύ όμως την πετάς με το τσουβάλι στην κατσαρόλα! Εσύ πιστεύεις πως το ποίημα πρέπει να είναι όμορφο, αλλιώς δεν είναι ποίημα. Έχω δίκιο;
-Κατά κάποιο τρόπο.

Και παρακάτω:
-Τι είναι ομορφιά;
-Ομορφιά είναι…
Απολάμβανε το κόλλημά μου. Ήθελα να τη εντυπωσιάσω με έναν έξυπνο ορισμό, αλλά συνέχεια έπεφτα πάνω στο ομορφιά είναι κάτι που είναι όμορφο.
(…)
-Είναι δύσκολο, παραδέχτηκα.
-Δύσκολο; Αδύνατο! Η ομορφιά έχει ανοσία στους ορισμούς. Όταν η ομορφιά είναι εδώ, απλώς το ξέρεις. Ο καλλιτέχνης ξέρει πως δεν ξέρει τι είναι ομορφιά κλπ. κλπ.

Η ποιητική συνείδηση του ήρωα έγκειται στο ότι ο τρόπος που περιγράφει τα βιώματά του δίνει μια μοναδική οπτική γωνία. Δεν πρόκειται για κάποιον που αφηγείται τα γεγονότα της εφηβείας του όντας μεγάλος πια σε ηλικία, αλλά αφηγείται ο ίδιος, στο παρόν, αυτά που ζει, ενώ είναι σ’ αυτή την υπέροχη μεταβατική ηλικία των 13 χρόνων (όπως και ο ήρωας του Σάλιντζερ στον «Φύλακα στη σίκαλη»). Παρατηρεί από μια απόσταση ακόμα και τους «διώκτες» του, βλέπει τις αποχρώσεις, «ονομάζει» τις καταστάσεις με έξυπνες ατάκες (όχι βαθυστόχαστες αναλύσεις, όπως προανέφερα), με μια αυθεντικότητα που δεν τον κάνει να ξεφεύγει από τις προδιαγραφές της ηλικίας του. Η έμφυτη δημιουργικότητα είναι που τον κάνει να «παίζει» με τον δήμιο, όπως και με το «σκουλήκι», όπως ονομάζει το μέρος του εαυτού του που υποκρίνεται, ή λέει ψέματα, για να κατακτήσει την αποδοχή των άλλων.
Στη διάρκεια των 13 μηνών που μας περιγράφει ο Τζέισον γίνονται πολλές αλλαγές στις οικογενειακές αλλά και στις κοινωνικές του σχέσεις, κυρίως όμως ο ίδιος αλλάζει και χαλυβδώνεται. Είναι από τη φύση -ή ίσως οι συνθήκες τον κάνουν- αντισυμβατικός, κι έτσι, αντιπαρέρχεται διάφορες απρόοπτες καταστάσεις με εξίσου απρόοπτη ωριμότητα.
Προς το τέλος του βιβλίου, κι αφού έχουμε φρικάρει με τη βία που έχει υποστεί από τις κοροϊδίες των άλλων, παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την αναμέτρησή του με τον αρχιβασανιστή του, οπότε, μετά από διάφορες ανατροπές αισθάνεσαι ότι επιτέλους δικαιώνεται.

Τέλος, αντιγράφω ένα απόσπασμα που ας προβληματίσει τους … εκπαιδευτικούς:
«Μην ξεχάσετε», μας ειδοποίησε ο κύριος Κέμσυ, «να ξαναγράψετε τη βιογραφία με δικά σας λόγια». Αυτό το «με δικά σας λόγια» το λένε συνέχεια οι καθηγητές, αλλά εμένα μου φαίνεται απαίσιο. Οι συγγραφείς πλέκουν τις προτάσεις τους σφιχτά κι ωραία. Δουλειά τους είναι. Γιατί εμείς να τις ξεχαρβαλώνουμε μόνο και μόνο για να τις ξαναφτιάχνουμε απλώς πιο πλαδαρές; Πώς να πεις «αρχιμουσικός» όταν δεν επιτρέπεται να πεις «αρχιμουσικός»;
Χριστίνα Παπαγγελή