Δευτέρα, Φεβρουαρίου 23, 2009

Γράμμα στην Ντ., Αντρέ Γκορζ

«μια δημόσια επανόρθωση
μια ερωτική εξομολόγηση
μια προαγγελία θανάτου»
Μιχάλης Μητσός
[1]
Γίνεσαι ογδόντα δύο χρονών. Έχεις κοντύνει έξι εκατοστά, ζυγίζεις όλο κι όλο σαράντα κιλά και είσαι ακόμα όμορφη, γοητευτική κι επιθυμητή. Πάνε πια σαρανταοκτώ χρόνια που ζούμε μαζί και σε αγαπώ περισσότερο από ποτέ. Νιώθω και πάλι μέσα στο στήθος ένα σπαρακτικό κενό που μονάχα η ζεστασιά του κορμιού σου πάνω στο δικό μου το γεμίζει.

Το μικρό αυτό βιβλίο είναι μια ανοιχτή επιστολή «επανόρθωσης» του 83χρονου πια πολιτικού στοχαστή, συνεργάτη του Σαρτρ και θεωρητικού της πολιτικής οικολογίας, Αντρέ Γκορζ, (Γαλλοαυστριακού, γνωστού και με το δημοσιογραφικό όνομα Μισέλ Μποσκέ) προς το μεγάλο έρωτα της ζωής του, την αγγλίδα Ντορίν, σύντροφό του επί 48 χρόνια, με την οποία αναχώρησε ταυτόχρονα από τη ζωή.
Στοχαστής και συγγραφέας, νιώθει την ανάγκη ν’ απολογηθεί για το ότι δεν αναφέρθηκε ποτέ στον «εξαίσιο έρωτα» που βίωνε την εποχή που τη γνώρισε και που άνθισε η μοναδική τους σχέση, αντίθετα συνειδητοποιεί εκ των υστέρων ότι υποτίμησε το ρόλο της αλλά και την προσωπικότητά της, αναφερόμενος σ’ αυτήν στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Ο προδότης» σαν σ’ ένα αξιολύπητο πλάσμα που «χωρίς εμένα θα ήταν χαμένο». Καθώς όμως μεγαλώνει και ωριμάζει, κι εξαφανίζεται ο κλασικός αρσενικός εγωισμός:
Χρειάζεται ν’ ανασυνθέσω την ιστορία του έρωτά μας για να κατανοήσω όλο το νόημά της. Αυτή μας έκανε να γίνουμε αυτοί που είμαστε, ο ένας με τον άλλον και ο ένας για τον άλλο. Σου γράφω για να καταλάβω τι έζησα, τι ζήσαμε μαζί.
Έτσι λοιπόν, σ’ ένα –κάπως κουραστικό, όταν είναι συνεχές- β΄ενικό, ανατρέχει ο συγγραφέας στον κεραυνοβόλο έρωτα που ένωσε πριν από χρόνια δυο ερημικές και στερημένες από οικογενειακή στοργή ψυχές (κυριαρχούσες, απερίγραπτα witty=πνευματώδης, ωραία σαν όνειρο).
Σελ. 11:
Έμεινα ώρα, να θαυμάζω, αμίλητος, αυτό το θαύμα σφριγηλότητας και απαλότητας. Κατάλαβα μαζί σου πως η ηδονή δεν είναι κάτι που το παίρνουμε ή το δίνουμε. Είναι τρόπος να δίνεσαι και να ζητάς το δόσιμο του άλλου.
Όπως γράφει και στο επίμετρο ο Μιχάλης Μητσός, «οι άνθρωποι που ζουν για πάντα μαζί (πόσο μάλλον όταν …πεθαίνουν κιόλας μαζί) αποτελούν εξαίρεση, κάτι σαν διαστροφή, σίγουρα πάντως ένα είδος που κινδυνεύει να εκλείψει (…) ζητάς να μάθεις το μυστικό τους». Το ερωτικό/σωματικό στοιχείο φαίνεται να παίζει πρωτεύοντα ρόλο εφόσον όταν λέω σώμα δεν ξεχνώ πως «η ψυχή είναι σώμα» κατά τον Μερλό Ποντί αλλά και κατά τον Σαρτρ, παραπέμποντας σε θεμελιώδεις εμπειρίες ριζωμένες στην παιδική ηλικία: στην πρώτη, την πρωταρχική, ανακάλυψη των συναισθημάτων που μπορούν να κάνουν να αντηχούν μέσα μου μια φωνή, μια μυρωδιά, το χρώμα μιας επιδερμίδας, ο τρόπος που κάποιος κινείται και υπάρχει. (…) Βρισκόμαστε στο πριν και το μετά τη φιλοσοφία. Το πάθος τους είναι τόσο …παθολογικό που αποφασίζουν να μην κάνουν παιδιά για να παραμείνουν αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον.
Καθώς ανιχνεύει ο συγγραφέας το παρελθόν, αποκτά επίγνωση των πνευματικών, ή καλύτερα των συναισθηματικών δεσμών, όπου στηρίζεται και χτίζεται σιγά- σιγά μια σχέση στέρεη: (σελ. 15) Παρόλο που είχαμε βαθιές διαφορές, δεν έπαυα να αισθάνομαι ότι είχαμε κοινό κάτι θεμελιώδες, κάτι σαν πρωταρχικό τραύμα- πιο πάνω μιλούσα για «θεμελιώδη εμπειρία»: την εμπειρία της ανασφάλειας.
Ο Αντρέ Γκορζ, ή μάλλον ο Ζεράρ Χιρς (το πραγματικό του όνομα) γοητεύεται από τη σιγουριά της Ντορίν, την εμπιστοσύνη της στο μέλλον, την ικανότητά της ν’ αρπάζει τις στιγμές ευτυχίας που της προσφέρονταν, παρόλο που ως ψυχολογικό υπόστρωμα υπάρχει μια έντονη ανασφάλεια. Θαυμάζει την πολιτική της κρίση και την οξυδέρκειά της, ενώ η σχέση τους αποκτά με τον καιρό μια «διαλεκτικότητα»: ο Αντρέ πιο «θεωρητικός κι εγκεφαλικός», η Ντορίν πιο βιωματική και διαισθητική:
Σελ. 45:
Είχα ανάγκη από τη θεωρία για να δομήσω τη σκέψη μου και σου απαντούσα πως η μη δομημένη σκέψη κινδυνεύει συνεχώς να βουλιάξει μέσα στον εμπειρισμό και την ασημαντότητα. Αποκρινόσουν πως η θεωρία απειλεί να γίνει μια θηλιά στο λαιμό που δε μας αφήνει να δούμε τη μεταβαλλόμενη πολυπλοκότητα της πραγματικότητας. Κάναμε αυτές τις συζητήσεις δεκάδες φορές και ξέραμε εκ των προτέρων τι θα απαντούσε ο άλλος. Ήταν μέρος του παιχνιδιού. Αλλά σ’ αυτό το παιχνίδι ήσουν σε πλεονεκτική θέση. Δεν χρειαζόσουν τις γνωσιακές επιστήμες για να ξέρεις ότι χωρίς τη διαίσθηση και το συναίσθημα δεν υπάρχει ούτε νόηση ούτε νόημα. Οι κρίσεις σου διεκδικούσαν σταθερά τη στήριξη της βιωματικής τους βεβαιότητας, μεταδόσιμης αλλά μη αποδείξιμης.
Είχες ακλόνητη εμπιστοσύνη στην ορθότητα της κρίσης σου. Από πού αντλούσες τη σιγουριά σου;
Και: Ήσουν ο εαυτός σου, οτιδήποτε κι αν έκανες. Η βιοπάλη σου’ δινε φτερά. Εμένα μ’ έριχνε στην κατάθλιψη.
Το σκηνικό όπου δουλεύουν σκληρά και ωριμάζουν μαζί είναι το περιβάλλον μιας αριστερής και προοδευτικής πνευματικής ελίτ, το περιβάλλον του Σατρ, της Μποβουάρ, του Αντρέ Ζιντ, του L’ Express και του Nouvel Observateur – ο Αντρέ Γκορζ δεν αργεί να ενταχτεί σ’ αυτό τον κύκλο της διανόησης όπου η Ντορίν, προσωπικότητα ανεξάρτητη με πνευματικά ενδιαφέροντα κινείται με άνεση και χάρη (αναπτυσσόσουν χωρίς όλα αυτά τα ψυχικά υποκατάστατα που είναι τα δόγματα, οι θεωρίες και τα συστήματα σκέψης. Εγώ τα χρειαζόμουν για να συγκαταλέγομαι ανάμεσα στους διανοούμενους, έστω κι αμφισβητώντας τα). Η Ντορίν τον στηρίζει σταθερά σ’ αυτόν τον δρόμο υποστηρίζοντας την ακραία κατά τη γνώμη μου άποψη ότι «πρωταρχική ανάγκη του συγγραφέα είναι το γράψιμο, ότι το ζήτημα του «θέματος» τίθεται μόνο δευτερευόντως και οποιοδήποτε θέμα είναι καλό, φτάνει να οδηγεί στο γράψιμο». Τον στηρίζει στα φιλόδοξα όνειρά του να «ανυψωθεί στο οικουμενικό» να «αναγάγει αυτό που ζει στο επίπεδο της θεωρίας και της διανόησης, να είναι καθαρό, διαυγές πνεύμα», φιλοδοξία που τον απομακρύνει για ένα διάστημα από την «κοινοτοπία του έρωτα». Σ’ αυτήν την εποχή αναφέρονται οι μοιραίες «έντεκα γραμμές του πρώτου του βιβλίου «Ο προδότης», όπου την υποβιβάζει και την παραμορφώνει. Τώρα, στην καθυστερημένη αυτή εξομολόγηση, αναρωτιέται γιατί τότε δεν έγραψε στο βιβλίο του τη φράση που τότε είχε όντως ξεστομίσει, «Σ’ αγαπώ»…
Σελ. 58:
Ποιος έγραψε αυτές τις έντεκα γραμμές; Θέλω να πω ποιος ήμουν όταν έγραψα αυτές τις γραμμές; (…) Δεν απείχα πολύ από το να θεωρώ τον έρωτα μικροαστικό συναίσθημα. «Μιλούσα για σένα απολογητικά, όπως για μια αδυναμία», προφανώς θεωρούσα τουλάχιστον σ’ αυτά που έγραφα, ως αδυναμία την αφοσίωση που μου έδειχνες. Μια παρατήρηση του Κάφκα μπορεί ν’ αποδώσει την πνευματική μου κατάσταση εκείνη την εποχή: «Η αγάπη μου για σένα δεν αγαπάει τον εαυτό της». Δεν με αγαπούσα που σε αγαπούσα.

Ο Αντρέ Γκορζ, σ’ αυτήν τη σύντομη επιστολή, πέρα από την καταγραφή των συναισθημάτων προς την Ντορίν, σκιαγραφεί την εποχή (Μάης του ’68, φεμινιστικές οργανώσεις, πολιτική οικολογία, εναλλακτική σκέψη κλπ.), κάνοντας σύντομες αναφορές στις επιλογές τους όσο αφορά τον τρόπο ζωής· χαρακτηριστικές επιλογές φερειπείν η άρνηση μετακίνησης με ιδιωτικό αυτοκίνητο, η άρνηση πολυτελών ξενοδοχείων, οι μακρινές βόλτες ανεξαρτήτως καιρού, η περίθαλψη ζώων, η απέχθεια στον καταναλωτισμό. Η αριστερή σκέψη εμπλουτίζεται με την εναλλακτική σκέψη της πολιτικής οικολογίας (μας φαινόταν σαν μια συνέχεια των ιδεών και των κινημάτων του 1968). Χαρακτηριστικές οι επαφές με τον Ζακ Ελύλ (πρωτοπόρο της πολιτικής οικολογίας), τον Γκύντερ Άντερς (έναν από τους ιδρυτές του αντιπυρηνικού κινήματος), τον Ιβάν Ίλιτς («Στο σοσιαλισμό φτάνεις μόνο με ποδήλατο», «Ιατρική Νέμεσις»), τους ιδρυτές των πρώτων οικολογικών περιοδικών.
Η αρρώστια της Ντορίν έρχεται να θέσει σε δοκιμασία τις νέες αυτές εναλλακτικές θεωρήσεις (Ιβάν Ίλιτς: Όταν η ιατρική μας αρρωσταίνει). Η Ντορίν αρνείται τα φάρμακα, προστρέχοντας σε μια ολιστική αντίληψη της υγείας.
Η αρρώστια σου μας οδηγούσε στο πεδίο της οικολογίας και της κριτικής της τεχνοϊατρικής. Η τεχνοϊατρική μού φαινόταν σαν μια ιδιαίτερη επιθετική μορφή αυτού που ο Φουκό αργότερα θα ονόμαζε βιοεξουσία- της εξουσίας που ασκεί η τεχνολογία ακόμη και στη σχέση του καθενός με τον εαυτό του (σελ.71).

Η εμπειρία της αρρώστιας γίνεται καθοριστική για τον τρόπο ζωής και καθημερινής πρακτικής. «Είχα την αίσθηση ότι δεν είχα ζήσει τη ζωή μου, ότι την παρατηρούσα πάντα από απόσταση, ότι είχα αναπτύξει μια πλευρά του εαυτού μου κι ότι ήμουν φτωχός. Εσύ ήσουν και είχες υπάρξει πάντα πιο πλούσια από μένα. Αναπτύχθηκες σ’ όλες σου τις διαστάσεις. Ήσουν συμφιλιωμένη με τη ζωή σου· ενώ εγώ ανυπομονούσα πάντα να περάσω στον επόμενο ρόλο, λες και η ζωή μας δεν επρόκειτο να αρχίσει πραγματικά παρά πολύ αργότερα».
Οι τελευταίες σελίδες είναι και τελευταίες συνειδητοποιήσεις μιας συνείδησης που ωριμάζει και «τελειώνεται» μέσα από το πρόσωπο του άλλου: Δε θέλω πια να αναβάλω την ύπαρξη για αργότερα. Και – τι αντιφατικό!- αυτό ισοδυναμεί με την απόφασή του να θέσει τέρμα στη ζωή του, γιατί, όπως γράφει μερικές γραμμές μετά, τελειώνοντας την επιστολή:
Αφουγκράζομαι την αναπνοή σου, το χέρι μου σε αγγίζει. Και οι δυο θα θέλαμε να μην χρειαστεί να ζήσουμε μετά τον θάνατο του άλλου. Έχουμε πει πολλές φορές ο ένας στον άλλο πως στην απίθανη περίπτωση που θα είχαμε μια δεύτερη ζωή, θα θέλαμε να την περάσουμε μαζί.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2007, ο Αντρέ ακολούθησε την Ντορίν στο αιώνιο της ταξίδι .
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Σύντομο αλλά ουσιαστικό το επίμετρο του Μιχάλη Μητσού, προσπαθεί να προσδιορίσει την πολιτική οντότητα του Αντρέ Γκορζ, επισημαίνοντας τη στροφή του από τη σοσιαλιστική στην οικολογική σκέψη («ο σοσιαλισμός δεν αξίζει περισσότερο από τον καπιταλισμό αν χρησιμοποιεί τα ίδια εργαλεία μ’ αυτόν»). Αξιοσημείωτο το ότι ο Σαρτρ τον αποκάλεσε «το πιο κοφτερό μυαλό της Ευρώπης».

Σάββατο, Φεβρουαρίου 21, 2009

Ο ερωτευμένος πυροσβέστης, Ευγένιου Τριβιζά

Μια σειρά από οκτώ μικρά και μεγάλα διηγήματα-παραμύθια στο γνώριμο ευφάνταστο στυλ του Ευγένιου Τριβιζά, αλλά παραμύθια για μεγάλους· που το κοινωνικό τους σχόλιο φέρνει λίγο την πικρή γεύση των διηγημάτων του Α. Σαμαράκη, που το νοσταλγικό και λυρικό πολλές φορές ύφος τους φανερώνει τη χαμένη παιδικότητά μας, την τραυματισμένη φαντασία, τη ματαίωση. Θέματα για μεγάλους ντυμένα σε χρώματα παραμυθιών: εικόνες/πίνακες ζωγραφικής, αλληγορίες, ανατροπές, γρήγορη δράση, αγωνία, πολύχρωμα μπαλόνια, λουλούδια, γιορτές μασκαοφορεμένες. Μα κι οι τίτλοι, σα σημαδούρες, παραπέμπουν στο όλο κλίμα του παραμυθιού: ο ερωτευμένος πυροσβέστης, που έβαλε φωτιά για να του δοθεί η ευκαιρία να σώσει την αγαπημένη του (αλλά από μια τραγική σύμπτωση έσωσε τη γυναίκα που τον αγαπούσε αλλά δεν αγαπούσε εκείνος), το τέλος του τροχονόμου, ο κηπουρός που μαγεμένος από τον βιολιστή φυτεύει τη… μπαγκέτα του τελευταίου, το ασθενοφόρο (που εμφανίζεται απειλητικό χωρίς αιτία έξω από το σπίτι του ήρωα κι εξαφανίζεται όταν πια ο ήρωας αρρωσταίνει- και μάλιστα εξαιτίας του ασθενοφόρου!), τα ξυπνητήρια, η άλλη Βαβέλ, το πορτοκαλί αλεξίπτωτο κλπ. Τίτλοι «γαργαλιστικοί», τίτλοι που προσελκύουν την περιέργεια του ανθρώπου που αγαπά τα παραμύθια, όμως τα παραμύθια αυτά δεν έχουν αίσιο τέλος, κατά κανόνα καταλήγουν στον αδιέξοδο θάνατο.
Ξεχώρισα την άλλη Βαβέλ, το ασθενοφόρο, τα ξυπνητήρια, το μηχάνημα, που κατά σύμπτωση είναι και τα πρώτα στη σειρά. Η άλλη Βαβέλ, ξεχωρίζει γιατί είναι ένα διήγημα/ποίημα μιας σελίδας, σε λυρικοεφηβικό ύφος, μια διαπίστωση ότι ενώ οι άνθρωποι έχουν βρει πια μια κοινή γλώσσα, δεν παύουν να σκοτώνονται (δε χτίστηκε, ποτέ δε θα χτιστεί ο πύργος).
Προσωπικά δε μ’ αρέσει η υπερβολική αλληγορία στην αφήγηση, γι’ αυτό και τα τελευταία διηγήματα με κούρασαν τόσο που τα πέρασα διαγωνίως. Η γυναίκα που προσλαμβάνεται στο «Ανθρωποθυσία» από την Υπηρεσία Εγκλημάτων, Αυτοκτονιών και Ατυχημάτων επειδή «η παραδειγματική τάξη και ασφάλεια που είχε επιβάλει το ισχυρό καθεστώς την τελευταία δεκαετία είχε οδηγήσει σε μια περίοδο ευημερίας, αλλά και ανησυχητικής έλλειψης εγκλημάτων, αυτοκτονιών, ατυχημάτων και τρομοκρατικών εκδηλώσεων στην επικράτεια» τελικά μαγεύεται από ένα μπαλόνι (να’ ναι από τον μπαλονά του προηγούμενου διηγήματος;). Αλλά πέρα από ένα μειδίαμα που προκαλεί το κοινωνικό σχόλιο ότι το κοινό νοσταλγεί ρεαλιστικά ρεπορτάζ γνήσιας βίας, ανατινάξεις, ακρωτηριασμούς, διαμελισμούς, στραγγαλισμούς κλπ., η υπόθεση θολώνει όταν εμφανίζεται το κόκκινο μπαλόνι (Μπαλόνι; Τι σκατά μου λες; Πού βρέθηκε εκεί πάνω το κόκκινο μπαλόνι;), ο συμβολισμός παραείναι κραυγαλέος και προβλέψιμος. Το ίδιο αισθάνθηκα στο διαλογικό «Οι κερασιές της νύχτας»· στον ποιητικό και αναληθοφανή διάλογο κυριαρχεί ένας ρομαντισμός ένας ρομαντισμός κάπως γλυκερός, που δε με άγγιξε.
Πιο κουραστικό ακόμα μου φάνηκε το τελευταίο, «Ο κατακλυσμός», κάτι σαν «επιστημονικής φαντασίας» τοποθετημένο στο έτος 222 και με χαρακτηριστικές αναφορές, π.χ. στον «Προγραμματιστή του Σύμπαντος», στον «Επίτροπο Ανακλαστικών», στον «γονιμοποιό που στέλνει δειγματολόγιο γονιδίων» στον «αστρικό δονητή», στην «τεχνητή αναπνοή σ’ ένα θύμα αυτοερωτικής ασφυξίας» κλπ. Το στοιχεία επιστημονικοκοινωνικής φαντασίας μου προκαλούσαν πάντα, προσωπικά, πλήξη και αδιαφορία -πόσο μάλλον όσο προχωρά η ηλικία! Έτσι, δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε το συγκεκριμένο διήγημα, χωρίς όμως να σημαίνει ότι δεν ήταν έξυπνο και καλογραμμένο.
Το ανατρεπτικό, φανταστικό, υπερρεαλιστικό στοιχείο του Τριβιζά, τόσο αγαπητό στα παιδικά βιβλία, μου αρέσει όταν έχει χιούμορ, σάτιρα (π.χ. στα ξυπνητήρια), αλλά όχι όταν έχει μόνο συμβολισμό, ή αλλιώς, «μηνύματα». Τα πάρα πολλά περιγραφικά στοιχεία (π.χ. λεπτομέρειες ή επίθετα) που χαρακτηρίζουν το λόγο του (πρόχειρα σταχυολογώ: το γελαστό κορίτσι, οι στιβαροί επιστάτες με τις λευκές φόρμες και τα λαστιχένια υποδήματα, ο αγέλαστος Διοικητής, η βελούδινη αυλαία, τα απρόσιτα σκαλίσματα, η φτιασιδωμένη πόρνη, οι μασκοφόροι κακοποιοί, κλπ.), προσδίδουν μια τυποποιημένη αίσθηση, ένα φορμάρισμα που – κατά τη γνώμη μου πάντα- ταιριάζει σε παραμύθια αλλά τους δίνει και μια προβλέψιμη χροιά.

Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Φεβρουαρίου 14, 2009

Οι δύσκολοι έρωτες, Ίταλο Καλβίνο

«Οι δύσκολοι έρωτες» και «Η δύσκολη ζωή» ονομάζονται οι δυο συλλογές των διηγημάτων που περιλαμβάνονται σ’ αυτό το βιβλίο. Στη γαλλική έκδοση της πρώτης συλλογής («Οι δύσκολοι έρωτες»), ο ίδιος ο συγγραφέας είχε δώσει το όνομα «Περιπέτειες». Γιατί, παρόλη τη μικρή έκταση των δεκατριών αφηγημάτων, συμπυκνώνεται στις σελίδες τους το στοιχείο της περιπέτειας, όχι μόνο με την αριστοτελική σημασία του όρου (απότομη μεταβολή της τύχης), αλλά και της εσωτερικής σύγκρουσης, σε περιστάσεις όμως απλές, καθημερινές, «ασήμαντες».
Όπως σημειώνει ο μεταφραστής Ανταίος Χρυσοστομίδης, «πρόκειται περισσότερο για εσωτερικές περιπέτειες που οι ήρωες ζουν κυρίως μόνοι τους και κόντρα στον εαυτό τους». Η περιπέτεια ενός στρατιώτη που στο ταξίδι με το τρένο αποτολμά ν’ ακουμπήσει το χέρι του στο πόδι της χήρας συνταξιδιώτισσάς του και σιγά σιγά προχωρά με περισσότερη αποκοτιά, η περιπέτεια μιας –παχουλής- κολυμβήτριας που την ώρα που απολαμβάνει το κολύμπι λύνεται το μαγιό της, η περιπέτεια ενός ποιητή, ενός αναγνώστη, ενός μύωπα κ.α. Σε περιστάσεις συνηθισμένες αλλά …έκτακτες (δηλαδή μ’ ένα στοιχειώδες σασπένς), παρακολουθούμε τις σκέψεις και τα μύχια συναισθήματα κοινών ανθρώπων, καταγραμμένα με χιούμορ, διεισδυτικότητα αλλά και την με την ειρωνική απόσταση που δημιουργεί το γ΄ενικό (κάποια θυμίζουν λίγο Μ. Χάκκα). Η επιβράδυνση στην περιγραφή που επιβάλλει πολλές φορές η περιγραφή ενός στιγμιότυπου (π.χ. το χέρι του στρατιώτη στο πρώτο διήγημα προχωρά …δέκα πόντους σε δώδεκα σελίδες!) δεν είναι ποτέ κουραστική στον Καλβίνο- το ύφος είναι μεστό, εύστοχο, έξυπνο ενώ όσα περιγράφει χαρακτηρίζονται από ένταση εσωτερική.
Οι περισσότεροι ήρωές μας είναι μοναχικοί, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι δεν απολαμβάνουν τη μοναξιά τους και δεν κάνουν «καλή παρέα» με τον εαυτό τους. Αντίθετα, θα έλεγε κανείς ότι σε κάποιες περιπτώσεις αποζητούν κιόλας την απομόνωση όπως ο αναγνώστης, ο ποιητής, ο ταξιδιώτης.

Η περιπέτεια ενός υπαλλήλου:
"Ο υπάλληλος Ε. Ν. έτυχε να περάσει τη νύχτα με μια ωραία κυρία". Από την πρώτη σειρά η λέξη έτυχε τονίζει ότι μια σειρά συμπτώσεων έφερε στον ήρωα την αναπάντεχη τύχη να περάσει τη βραδιά με μια γοητευτική κυρία. Ο μετριοπαθής, βαρετός ευσυνείδητος υπάλληλος δεν μπορεί να πιστέψει στην τύχη του. Παρακολουθούμε τις κινήσεις του της επόμενης μέρας, τις προσπάθειές του να κρατήσει κάτι από τη γοητεία της μοναδικής βραδιάς. Αποκορύφωμα της έντασης η συμπτωματική συνάντησή του, μετά από χρόνια, με τον γόη της τάξης, τον Μπαρντέτα.
Χωρίς να το θέλει χαμογέλασε αδέξια, σα να ντρεπόταν για την καθιστική ζωή του, ενώ ταυτόχρονα θύμωνε με τον εαυτό του που δεν μπορούσε αμέσως να κάνει κατανοητό, με την πρώτη ματιά, ότι η ύπαρξή του ήταν στην πραγματικότητα η πιο γεμάτη και ικανοποιητική ύπαρξη που μπορούσε να φανταστεί κανείς.
Η ελπίδα ότι ο Μπαρντέτα ήταν το πιο κατάλληλο άτομο για να μοιραστεί την ευφορία του έρωτα της μιας βραδιάς καταρρέει σύντομα· ο Μπαρντέτα είναι πια ένας συνετός οικογενειάρχης.
Ίσως η υποσυνείδητη ελπίδα του εκείνο το πρωινό να ήταν ότι η ερωτική του έξαψη και το υπαλληλικό του ήθος θα μπορούσαν να γίνουν ένα πράγμα, να μεταγγιστούν το ένα στο άλλο, να συνεχίσουν να βγάζουν φωτιές χωρίς να καίγονται. Όμως η θέα του γραφείου του ήταν αρκετή για να νιώσει τη φοβερή αντίθεση ανάμεσα στη μεθυστική ομορφιά, που μόλις είχε αφήσει, και την καθημερινότητά του. (…) Συνέχισε όμως να τον βασανίζει το άγχος ότι δε θα μπορούσε ποτέ να εκφράσει- ούτε με υπαινιγμούς, ούτε, βέβαια, με σταράτες κουβέντες, και, ίσως, ούτε καν με τη σκέψη – την ολοκλήρωση που είχε ζήσει.

Η περιπέτεια ενός φωτογράφου:
Ο Αντονίνο Παράτζι δεν ακολουθεί τη συνήθεια να φωτογραφίζει όταν πηγαίνει π.χ. εκδρομές· δεν τον ενδιαφέρει η εμπειρία τού ν’ αποκτήσει την αίσθηση του αμετάκλητου γεγονότος, που υπήρξε πραγματικά και δεν είναι πια δυνατόν ν’ αμφισβητηθεί από κανέναν. (…) Στη μανία των πρωτάρηδων γονιών να φωτογραφίζουν τους απογόνους για να τους ακινητοποιήσουν σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία ή σε μια έγχρωμη διαφάνεια, ο μη φωτογράφος και μη γονιός Αντονίνο έβλεπε την πρώτη φάση μιας πορείας προς την τρέλα, που άρχιζε μέσα από εκείνο το μαύρο κουτί.
Παρόλη αυτή την αρχική του τοποθέτηση, η καθημερινότητα και η εισβολή της μηχανής στη ζωή μας τον σπρώχνει ν’ αλλάξει σιγά-σιγά στάση. Αρχικά, δεν μπορεί ν’ αρνηθεί τις καλές του υπηρεσίες σε όποιον ξένο τον παρακαλεί να πιέσει απλώς το κουμπί για να βγει μια αναμνηστική φωτογραφία. Η συμμετοχή του τον ωθεί στο να κάνει διάφορες παρατηρήσεις και να διατυπώνει διάφορες θεωρίες οι οποίες εξελίσσονται σ’ όλη τη διάρκεια του διηγήματος:
Η απόσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα που φωτογραφίζουμε, γιατί μας φαίνεται ωραία, και ανάμεσα στην πραγματικότητα που μας φαίνεται ωραία επειδή τη φωτογραφίσαμε, είναι ελάχιστη (…) Αρκεί να αρχίσετε να λέτε για κάθε πράγμα: «Α, τι όμορφο που είναι, πρέπει να το φωτογραφίσω!» και ήδη έχετε φτάσει στο επίπεδο του ανθρώπου που σκέφτεται ότι όλα όσα δεν έχουν φωτογραφηθεί χάνονται, σα να μην υπήρξαν ποτέ, και άρα, ότι για να ζει κανείς πραγματικά, πρέπει να φωτογραφίζει όσο περισσότερα πράγματα μπορεί.
Και:
Τι σας σπρώχνει, κορίτσια, να αποσπάσετε από τη ροή της ημέρας που ζείτε, σα να’ ναι φέτες, αυτά τα χρονικά διαστήματα που κρατούν μονάχα ένα δευτερόλεπτο; Όταν παίζετε με τη μπάλα, ζείτε στο παρόν· όταν όμως η ιδέα της φωτογραφίας επεμβαίνει και κρύβεται πίσω από κάθε κίνησή σας, δεν σας απασχολεί πια η χαρά του παιχνιδιού, αλλά η προβολή του στο μέλλον, η αγωνία να μπορέσετε να βρεθείτε μετά από 20 χρόνια, μ’ ένα κιτρινισμένο χαρτονάκι στα χέρια κλπ.
Ο Αντονίνο καταλήγει ότι οι άνθρωποι πρέπει να επιστρέψουν στα ποζαρισμένα πορτρέτα· αγοράζει μια παλιά φωτογραφική μηχανή και:
Πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή, εξηγούσε στις δυο φίλες. Ν’ ανακαλύψουμε ξανά τον τρόπο με τον οποίο έπαιρναν πόζα οι παππούδες μας, τις συμβατικές τους στάσεις, να ξαναβρούμε την κοινωνική τους σημασία, τα ήθη, τα γούστα, την κουλτούρα τους. Έτσι, βάλθηκε να σκηνοθετεί και να φωτογραφίζει αλλεπάλληλα τις δυο φίλες του, γιατί έψαχνε τη μοναδική φωτογραφία, τη φωτογραφία που θα περιλάμβανε μέσα της όλες τις άλλες. Όμως, όχι· και πάλι υπήρχαν πολλές πιθανές φωτογραφίες της Μπίτσε και πολλές Μπίτσε που ήταν αδύνατον να φωτογραφηθούν. (…) Ήταν κι αυτός ένας που απλά παρακολουθεί τη ζωή που δραπετεύει, ένας κυνηγός του άπιαστου, όπως χιλιάδες άνθρωποι που βγάζουν στιγμιαίες φωτογραφίες.
Έπρεπε να ακολουθήσει τον αντίθετο δρόμο. Να προσπαθήσει να φτιάξει ένα πορτρέτο εντελώς επιφανειακό, εύκολο και μονοσήμαντο, που να μην ξεφεύγει από τη στερεότυπη, συμβατική όψη μιας μάσκας.
Η περιπέτεια λοιπόν συνεχίζεται, με τον Αντονίνο να ψάχνει να βρει τη μια και μοναδική στάση της Μπίτσε… το πάθος του τον οδηγεί (πέρα από τη σύναψη σχέσης με την …Μπίτσε), στο να φωτογραφίζει οτιδήποτε, ακόμα και την απουσία της Μπίτσε. Του ήρθε η ιδέα να συνθέσει έναν κατάλογο με ό, τι συνήθως μένει έξω από το οπτικό πεδίο όχι μόνο των φωτογραφικών μηχανών αλλά και των ανθρώπων.(…) Μια μέρα άρχισε να κάνει κομματάκια τις φωτογραφίες της Μπίτσε ή χωρίς την Μπίτσε, όλες τις φωτογραφίες που το πάθος του είχε συσσωρεύσει μήνες τώρα, να ξεσκίζει τα δοκιμαστικά που κρατούσε κρεμασμένα στον τοίχο, να κόβει με το ψαλίδι τα αρνητικά, να καταστρέφει τις διαφάνειες.
Ίσως η πραγματικά αληθινή φωτογραφία, σκέφτηκε, να είναι ένας σωρός από κομματιασμένες εικόνες ιδιωτικής ζωής πάνω σε ένα τσαλακωμένο πλαίσιο.
Τέλος, (…) Ο μόνος δρόμος που του απόμενε ήταν να φωτογραφίζει φωτογραφίες.

Όπως η περιπέτεια ενός φωτογράφου, έτσι και η περιπέτεια ενός αναγνώστη είναι για τον συγγραφέα ένα ξεδίπλωμα κάποιων σκέψεων ή μάλλον στάσεων απέναντι στο διάβασμα. Ο αναγνώστης μας είναι παθιασμένος με το διάβασμα. τόσο, που προτιμά χίλιες φορές το βιβλίο του από οποιαδήποτε κοινωνική σχέση, ακόμα κι αν πρόκειται για μια όμορφη κοπέλα στην ερημική παραλία. Η πληρότητα που προσφέρει ένα ωραίο βιβλίο, συνδυασμένη με κωμικές καταστάσεις του ανθρώπου που παθαίνει ό, τι ακριβώς προσπαθεί ν’ αποφύγει, είναι η γοητεία αυτού του διηγήματος.
Αναλογικά ξετυλίγεται και η περιπέτεια ενός ταξιδιώτη που προσπαθεί, με χίλια εμπόδια να κοιμηθεί το βράδυ στο τρένο, του μύωπα, του ποιητή κ.α.

Η δεύτερη συλλογή (Η δύσκολη ζωή) περιλαμβάνει δυο διηγήματα, λίγο πιο εκτεταμένα κι ως εκ τούτου αγγίζουν τα όρια της νουβέλας. Εδώ υπάρχει μια μετατόπιση σε θέματα πιο κοινωνικά , πιο πολιτικά.
Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς πολύ συγκεκριμένα για διηγήματα, χωρίς να επεκταθεί σε μάκρος. Το διήγημα δεν είναι το είδος που προτιμώ λόγω των περιορισμών που εκ φύσεως έχει, παρόλ’ αυτά τα συγκεκριμένα διηγήματα του Καλβίνο με συνεπήραν, γιατί είχαν πλοκή (που συνήθως λείπει στα μικρής έκτασης αφηγήματα), εξέλιξη/ωρίμανση, απρόοπτο, ψυχογραφικές παρατηρήσεις με πολύ ενδιαφέρον, και κυρίως ένα λεπτό, «ποιητικό» …χιούμορ!


Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Φεβρουαρίου 10, 2009

1071 λέξεις για τον Εμμανουήλ Κριαρά του Παναγιώτη Ζιώγα

Ο Εμμανουήλ Κριαράς γεννήθηκε το 1906. Η ζωή του είναι ταυτόχρονα ένας μίτος για την ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης.

Είναι φοιτητής όταν ιδρύεται η Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης το 1926 και ζει τον έντονο απόηχο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917. Γνωρίζει από κοντά τον Ψυχάρη, τον οποίο θαυμάζει τόσο ώστε αργότερα θα αυτοπροσδιορίζεται ως ψυχαριστής, αλλά όχι ψυχαρικός. Μετά τη δεύτερη μετεκπαίδευσή του στη Γαλλία (1945-48) θα κάνει μια σειρά ομιλίες για το Γιάννη Ψυχάρη και θα επανενταχθεί δραστήρια στα πνευματικά πράγματα Θα μετεκπαιδευτεί στη Γερμανία (1930) και στη Γαλλία (1938-39) όπου θα γνωρίσει τη νέα συγκριτική αντίληψη προσέγγισης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Κατά τη δεκαετία του ’30 εντάσσεται στο δημοτικιστικό κίνημα. Πολιτική έκφανση του κινήματος υπήρξε η κίνηση του υπουργού παιδείας Γ. Παπανδρέου (1931) για απλοποίηση της ορθογραφίας της δημοτικής γλώσσας. Από το 1930 ο Κριαράς είναι μόνιμος συνεργάτης στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά σαφής επιθυμία του είναι η μεταπήδηση στο Πανεπιστήμιο. Το 1939 προσπαθεί να πάρει την έδρα της ενιαίας μεσαιωνικής και νεοελληνικής φιλολογίας στη Φιλοσοφική Αθηνών. Αποτυγχάνει. Αποτυγχάνει και το 1944 στη Θεσσαλονίκη, η έδρα που κατείχε ο Γιάννης Αποστολάκης μένει κενή. Το 1948 ξαναδοκιμάζει. Στη Θεσσαλονίκη βρίσκονται ήδη ως καθηγητές παλιοί του γνώριμοι και φίλοι. Ο Στ. Καψωμένος, ο Ν. Ανδριώτης, ο Ι Κακριδής. Όμως η υποψηφιότητα του Λίνου Πολίτη είναι το νέο εμπόδιο για τον Εμ. Κριαρά.

Έτσι το ενδιαφέρον στρέφεται προς τη Μεσαιωνική Φιλολογία την έδρα της οποίας παίρνει το 1950. Σαφώς στραμένος προς τη νεοελληνική προσπαθεί να διευρύνει τα χρονικά όρια των επιστημονικών του ενδιαφερόντων. Η Υστερομεσαιωνική ή Πρωτονεοελληνική περίοδος καλύπτει το διάστημα 1200-1700. Τα χρόνια αυτά ο Κριαράς δουλεύει μαζί με τους φοιτητές του το υλικό που θα γίνει η βάση του Λεξικού. Αποδελτίωση, σύνταξη λημμάτων για κάθε λέξη, νέα καταγραφή και απόδοση της σημασίας. Τον Ιανουάριο 1968 απολύεται μαζί με τρεις άλλους καθηγητές, το Σταμάτη Καρατζά, το Μιχήλ Σακελλαρίου και τον υφηγητή Δημήτρη Μαρωνίτη.

Έδρα των δραστηριοτήτων του γίνεται το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών στη Θεσσαλονίκη. Εκεί θα συνεχίσει τη δουλειά για τη σύνταξη του Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669). Αλλά, η ζωή και το έργο του Εμ. Κριαρά είναι αναμφισβήτητα δεμένα με τη γλωσσική μεταρρύθμιση του 1976 και την καθιέρωση του μονοτονικού το 1982.

Συμμετείχε σε επιτροπές, όπως αυτή για την αναπροσαρμογή της Μικρής Γραμματικής του Τριανταφυλλίδη, η οποία και άρχισε να δίνεται στα σχολεία, και ενεργά στην ενημέρωση των εκπαιδευτικών για τη χρήση και τη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας. Ενώ η μεταρρύθμιση, που επίσης συνδέθηκε με το όνομα του Γεωργίου Ράλλη, προχωρούσε, παρουσιάστηκαν οι πρώτες οργανωμένες αντιδράσεις. Στις 18-02-1982 κυκλοφορεί Διακήρυξη του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου όπου ανάμεσα στα άλλα έγραφε «Για μας δεν υπάρχει το δίλημμα δημοτική – καθαρεύουσα, υπάρχει η ενιαία ελληνική γλώσσα, πολυδιάστατη στη σύγχρονη της ανάπτυξη...». Τη διακήρυξη υπογράφουν: Ο. Ελύτης, Γ. Μπαμπινιώτης, Α. Νικολαΐδης, Γ. Ντεγιάννης, Α. Σκιαδάς, Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γ. Χειμωνάς. (Όμως, αναρωτιέμαι, το ίδιο έλεγαν και μερικά χρόνια νωρίτερα, όταν κυριαρχούσε και επιβάλλονταν η καθαρεύουσα;)

Έτσι άρχισε διάλογος που οδήγησε στη διαμόρφωση δύο τάσεων σχετικών με τη γλώσσα, κάτι που εκφράζονταν με δύο αντιλήψεις για τη νεοελληνική γλώσσα. Η πρώτη πιστεύει στην διαχρονική οντότητα της ελληνικής, η δεύτερη στη ν αυτονομία της νεοελληνικής γραμματείας, που είναι και η μόνη πηγή αναφοράς για τη νεοελληνική γλώσσα. Την πρώτη έκφρασε κυρίως ο Γ. Μπαμπινιώτης ήδη από το 1976 με εκτενές άρθρο στην Καθημερινή, «Πέρα της καθαρευούσης και της δημοτικής» (Καθημερινή 12, 13, 16-03-1976) (Όμως, διαπιστώνω, και μόνο ο τίτλος του άρθρου δεν είναι καθόλου «πέρα από τη δημοτική και από την καθαρεύουσα». Και πόσο πέρα από αυτά ήταν μόλις πριν από δυο χρόνια ο γλωσσολόγος; ΕΔΩ)

Ο Εμ. Κριαράς στρατεύεται ενεργά και εκπροσωπεί τη δεύτερη αντίληψη. Με συγγραφική δραστηριότητα, με δημοσιεύσεις, με δράση για την ενημέρωση του ευρύτερου κοινού, δίνει το στίγμα του «ορθόδοξου δημοτικισμού» αναιρώντας την άποψη ότι η δημοτική πρέπει να εμπλουτίζεται από την αρχαία ελληνική. Συμμετέχει ουσιαστικά και στην προσπάθεια να αποδοθούν τα νομικά κείμενα στη δημοτική.

Το 1981 ορίστηκε πρόεδρος της επιτροπής για το μονοτονικό που θα αποκτίσει την νομική έκφραση με το Ν. 1228/1982 που καθιερώνει απόψεις διατυπωμένες από το Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Αυτό το μονοτονικό εφάρμοζε ήδη από το 1976 το Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη. Τέθηκε και το ζήτημα του τονισμού των αρχαίων κειμένων, αλλά η στάση που κράτησε ο Κριαράς ήταν ότι έπρεπε να αποφανθεί ειδική επιτροπή, παρά το ότι μάλλον θεωρούσε άσκοπο τον πολυτονισμό και των αρχαίων κειμένων.

Το ζήτημα που υπερασπίστηκε με σθένος ήταν σχετικό με την κατάργηση της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο. Η διδασκαλία μεταφρασμένων κειμένων της αρχαιοελληνικής γραμματείας είχε βρει το δρόμο της, σε αντίθεση με τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας που για μεγάλο διάστημα γινόταν με προσκόμματα. Το θέμα της επαναφοράς της αρχαίας ελληνικής γλώσσας άρχισε να τίθεται με αξιώσεις από τον υπουργό παιδείας Αντώνη Τρίτση με κορύφωση της σχετικής πολιτικής και ιδεολογικής βούλησης την ομιλία του Υπουργού στο παλιό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στις 8 Ιουλίου 1987, με θέμα την «ανάκτηση της Ελληνικής Παιδείας». Ο Κριαράς είναι από τους πρώτους που θα εκφράσουν την αντίρρησή τους στην επαναφορά της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο. Την αντίθεσή του εκφράζει η μεγάλη πλειονότητα του εκπαιδευτικού κόσμου. Η ΠΕΦ, η ΟΛΜΕ, η ΔΟΕ, ο Φιλόλογος, η πλειονότητα των σχολικών συμβούλων, ο Δ. Μαρωνίτης, ο Φ. Κακριδής κλπ. Ωστόσο ο σχεδιασμός της επαναφοράς προχωρά. Από τους επιφανείς υποστηρικτές, εκτός από τον Γ. Μπαμπινιώτη, είναι ο Αγ. Τσομπανάκης, ο Ν. Βαγενάς, ο Κ. Ταχτσής, ο Γ. Μαρκαντωνάτος και ο Κ. Καστοριάδης. Ο τελευταίος σε διάλεξή του στο Βόλο, το Φεβρουάριο 1989, θα απαξιώσει και θα προσβάλει τον Κριαρά. Οι σχετικές σελίδες του κεφαλαίου με τον τίτλο Νεοελληνική Γλώσσα και Αρχαία Ελληνικά στο Γυμνάσιο ΕΔΩ.

Από το 1992-93 θα γίνει πειραματική διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας σε 150 επιλεγμένα Γυμνάσια και την επόμενη σχολική χρονιά επανέρχεται η διδασκαλία τους σε όλα τα Γυμνάσια. Ο Εμ. Κριαράς συνεχίζει να υποστηρίζει ότι αυτό που θα έπρεπε να ενισχυθεί είναι η διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας.

Η αναγνώριση του έργου και της προσφοράς του Κριαρά είναι όλο και μεγαλύτερη. Το βιβλίο στο δεύτερο μέρος αναφέρεται συστηματικά στο συγγραφικό έργο του Κριαρά και στο τρίτο στις τιμές που του αποδόθηκαν. Ακόμη περιέχει πίνακες με τα δημοσιεύματα, τις διακρίσεις, στατιστικά στοιχεία και χρηστικά Ευρετήρια.
Όμως, ξεπέρασα κατά πολύ τις τριακόσιες λέξεις που είναι το όριο για να διαβάζεται και να λειτουργεί ένα κείμενο από την οθόνη.

Ενδιαφέροντα κείμενα για τον Εμμανουήλ Κριαρά:
Η αντοχή των υλικών του Γιάννη Χάρη
Ο τελευταίος μεγάλος δημοτικιστής στην Καθημερινή (11-03-2001)
Η συγγραφική παρουσία του Εμμανουήλ Kριαρά στην Καθημερινή (11-03-2001)

Σάββατο, Φεβρουαρίου 07, 2009

552 λέξεις για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας του Α. Φ. Χριστίδη

Το βιβλίο παρουσιάζεται στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα με όλη εκείνη την ευθύνη και τη συνέπεια που διακρίνει το συγκεκριμένο σάιτ. Οπότε, τι νόημα έχει η αναφορά σε αυτό εδώ; Τίποτα περισσότερο από ότι διευκρινίζουν οι διπλανές πενήντα τέσσερις λέξεις.
Θέλω να γράψω για την αναγνωστική απόλαυση που μου πρόσφερε η γραφή του Χριστίδη, για το σαφή και τεκμηριωμένο λόγο του, που δείχνει ότι η επιστήμη μπορεί να είναι κατανοητή σε κάθε αναγνώστη. Αρκεί οι άνθρωποι που την υπηρετούν να το θέλουν.
Αυτός ο ελκυστικός λόγος του συγγραφέα δίνει στο βιβλίο διάσταση αφηγήματος όπου πρωταγωνιστεί η γλώσσα. Σπάει διαχωριστικές γραμμές. Γράφηκε στα πλαίσια του προγράμματος Αρχαιογλωσσία και Αρχαιογνωσία στη Μέση Εκπαίδευση αλλά δε μένει στους μαθητές ή στους καθηγητές ή μόνο σε όσους εμπλέκονται με την εκπαίδευση.
Είναι διαυγής και μεθοδική προσέγγιση των γλωσσικών ζητημάτων με άξονα την ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Μέσα στις σελίδες του παρουσιάζεται η γέννηση και η εξέλιξη της γλώσσας, κάθε γλώσσας, αφού όλες είναι το ίδιο επαρκείς, το ίδιο λειτουργικές, το ίδιο καθορισμένες από ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες που κάνουν αναγκαία την αλλαγή τους. Ο ψύχραιμος χαρακτήρας της κατασταλαγμένης γνώσης είναι εμφανής σε όλες τις σελίδες. Χωρίς ιδεοληψίες, χωρίς φορτίσεις συναισθηματικές, με μια αποστασιοποίηση που δείχνει πραγματική αγάπη για τη γλώσσα, την αγάπη αυτού που την υπηρετεί.
Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου τελειώνει με σύνοψη όσων παρουσιάστηκαν. Επίσης, οι γλωσσολογικές διαπιστώσεις γίνονται άξονας των επόμενων σελίδων του βιβλίου και ο συγγραφέας τις ξαναθυμίζει με ένα λόγο καλοσύνης και κατανόησης σε όσους δεν έχουν τόσο καλή μνήμη.
Έτσι οι απλές αλήθειες γίνονται κτήμα το αναγνώστη. Έτσι μας ξαναθυμίζει πράγματα που εύκολα ξεχνάμε.

Οι γλώσσες δεν έχουν σύνορα. Οι γλώσσες αλλάζουν, αλλά δε φθείρονται και δε χαλάνε. Υπάρχουν ισχυρές γλώσσες εξαιτίας ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών, όπως συνέβη με την κοινή ελληνική κατά τα ελληνιστικά χρόνια και σήμερα με την αγγλική και όχι γιατί είναι καλύτερες. Ο λόγος είναι ανεξάρτητος από τη γραφή. Η πορεία της γραφής μέχρι το αλφάβητο έχει τη δική της ενδιαφέρουσα ιστορία. Η αλφαβητική επανάσταση φέρνει τη δημοκρατία της γραφής και της πληροφορίας, αφού τώρα μπορούν όλοι να μάθουν γραφή και ανάγνωση. Η κοινή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα είναι αφετηρία πολλών γλωσσών, και τις ελληνικής, που διαφοροποιήθηκαν εξαιτίας του διασκορπισμού των ινδοευρωπαίων. Οι αρχαίοι Έλληνες μιλούσαν και διάβαζαν με διαφορετική προφορά από τον τρόπο που διαβάζουμε οι νεοέλληνες τα αρχαία κείμενα. Η γραφή τους ήταν φωνητική. Η διαφοροποίηση της προφοράς δεν ακολουθήθηκε από ανάλογη εξέλιξη στη γραφή και αυτό δημιουργεί την ιστορική ορθογραφία. Η αρχαιοελληνική γλώσσα έχει διαφορετική δομή από τη νεοελληνική, έχει πλουσιότερο κλιτικό σύστημα, μετοχές, απαρέμφατα. Η νεοελληνική είναι πιο αναλυτική. Η αρχαιοελληνική γλώσσα δεν ήταν ενιαία, υπήρχαν διάλεκτοι, διαφορετική μεταξύ τους, κάτι που θυμίζει τη νεοελληνική Βαβυλωνία των αρχών του 19ου αιώνα. Οι γλώσσες, και η νεοελληνική, δεν κινδυνεύουν όσο υπάρχει ένα κράτος που τις στηρίζει, όσο παράγεται λογοτεχνία, όσο διδάσκονται, όσο οι ομιλητές της δεν την εγκαταλείπουν. Η τάση των γλωσσών είναι προς την απλούστευση, προς την εξομάλυνση, γιατί έτσι γίνεται ευκολότερη η εκμάθησή τους. Ο αττικισμός οδήγησε στην αντίληψη που υπερτιμά την αρχαία γλώσσα και υποτιμά την ομιλούμενη. Αυτή η αντίληψη έχει την ιστορική της πορεία ως τις μέρες μας.

Όλα αυτά γράφονται με σαφήνεια και αποφορτισμένα, αυτό ακριβώς τα καθιστά πολιτικά. Αντιμάχονται όλα τα ιδεολογήματα και τις συναισθηματικές εκλογικεύσεις που παρουσιάζονται ως γλωσσολογία, δηλαδή που θέλουν τη γλωσσολογία στην υπηρεσία τους.


και ο επίλογος του βιβλίου

Ο καλύτερος ίσως τρόπος για να κλείσει αυτό το βιβλίο είναι να ξαναθυμηθούμε την αρχή του: τα «μυστικά» της γλώσσας. Αυτά που κάνουν τη γλώσσα (την κάθε γλώσσα, «μικρή» ή «μεγάλη», «άσημη» ή «διάσημη») ένα μοναδικό εργαλείο. Μοναδικό, γιατί περιγράφει τον κόσμο και δεν αποτελείται, όπως συμβαίνει στο ζωικό βασίλειο, από αντιδράσεις σε ερεθίσματα. Αυτό είναι, όπως λέγαμε, που κάνει τη λέξη πόνος, και κάθε άλλη λέξη, γλώσσα, σε αντίθεση με το βογκητό του πόνου ή το γάβγισμα του σκύλου, που είναι απλά κραυγές. Όλες οι γλώσσες «δουλεύουν» με αυτό τον τρόπο και, αν κάποιες ξεχώρισαν (όπως τα αρχαία ελληνικά ή τα λατινικά), ή ξεχωρίζουν (όπως τα αγγλικά σήμερα), αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν ή είναι «καλύτερες». Ξεχώρισαν ή ξεχωρίζουν για λόγους ιστορικούς και όχι γιατί ήταν, ή είναι, «φτιαγμένες» καλύτερα από άλλες. Δεν υπάρχουν λοιπόν «καλύτερες» ή «χειρότερες» γλώσσες, «ανώτερες» ή «κατώτερες». Όπως δεν υπάρχουν καλύτεροι ή χειρότεροι λαοί. Κάθε γλώσσα, και κυρίως οι ομιλητές της, αξίζει λοιπόν τον σεβασμό μας.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 05, 2009

590 λέξεις για το βιβλίο του Γιάννη Χάρη, «Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη» A

Είναι γραμμένο με αγάπη για τη γλώσσα. Αυτό είναι το πρώτο που συμπεραίνει κάποιος που διαβάζει το βιβλίο. Με ανάλογο συναίσθημα προσεγγίζει ο συγγραφέας και τους ομιλητές, κυρίως τους πολλούς, απλούς, ανώνυμους ομιλητές.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι σχετικό με το κυριολεκτικό περιεχόμενο των επιφυλλίδων. Είναι κείμενα με σαφή και διαυγή άποψη για τη γλώσσα και την εξέλιξή της καθώς διαμορφώνεται συνεχώς και δυναμικά μέσα στην καθημερινή χρήση της. Η συγχρονική μελέτη της και οι παρατηρήσεις, τα σχόλια γίνονται με συναίσθηση ότι η πορεία της γλώσσας μέσα στο χρόνο μπορεί να αποδείξει σωστό ό,τι σήμερα επισημαίνουμε και διορθώνουμε σα λάθος. Αυτό εξάλλου συνέβη πολλές φορές στα δυόμιση χιλιάδες περίπου χρόνια που έχουμε γραπτή την ελληνική γλώσσα. Ο Γ. Χάρης φέρνει πολλά παραδείγματα που δείχνουν την καθιέρωση και την αποδοχή λαθών, κάτι που παρατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό στα χρόνια που διαμορφώθηκε η κοινή ελληνιστική.
Όλα τα κείμενα βρίσκονται συγκεντρωμένα, ελεύθερα και δωρεάν στο προσωπικό μπλογκ του συγγραφέα. Η διεύθυνση είναι στο http://yannisharis.blogspot.com/, και η ταξινόμησή τους στην κατηγορία "γλωσσικά Α". Από εκεί τα «κατέβασα» και τα εκτύπωσα για να τα διαβάσω χωρίς το εμπόδιο της λάμψης που εκπέμπει η οθόνη. Εξάλλου, ένα κείμενο που ξεπερνά τις τριακόσιες λέξεις διαβάζεται δύσκολα από την οθόνη του υπολογιστή και προπαντός δύσκολα διαβάζεται στο κρεβάτι! Θέλω να πιστεύω ότι ο Γιάννης Η. Χάρης (και ο εκδότης του;) έχουν λίγο διαφορετική αντίληψη για την πνευματική ιδιοκτησία. Άλλωστε ποιου ιδιοκτησία αποτελέι η γλώσσα. Ο συγγραφέας, φαντάζομαι, θα βγάζει σπυριά όταν ακούει ορισμένους να μιλούν σα να ‘χουν περισσότερα δικαιώματα σ’ αυτήν.
Προς επίρρωσιν αυτής της αντιλήψεως υπερ-συνδέω εις την παρουσίασιν του δευτέρου τόμου –όντινα, αναγνώσομαι, σκοπώ, συντόμως – ήν αυτοχείρως πράττει. Ιδέ: http://yannisharis.blogspot.com/2008/11/13.html
Πάντως, επειδή το μπλογκ εδώ είναι βιβλιοφιλικό, πρέπει να δώσω τα στοιχεία του βιβλίου. Αυτό κοστίζει 22.00 EUR και μπορείτε να το προμηθευτείτε, με έκπτωση: 2.20EUR (10%), στην τιμή των 19.80 EUR. Έχει 532 σελ. και μαλακό εξώφυλλο, σχήμα 21x14 και ISBN : 960-435-015-3. Πρώτη έκδοση το Νοέμβριο 2003.
Η στάση που κρατά ο Χάρης απέναντι στα γλωσσικά λάθη αποφεύγει τόσο την «κανονιστική» αντίληψη, όσο και την άποψη «όλα γίνονται δεκτά». Κατ’ επάγγελμα διορθωτής κειμένων υιοθετεί αυτή τη «διορθωτική» στάση έχοντας συνείδηση της σχετικότητας που έχει η συγχρονική προσέγγιση. Φροντίζει να επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία την άποψη ότι η γλώσσα προχωρά αφομοιώνοντας τα λάθη.
Μέσα στις «σελίδες του βιβλίου» βρήκα μια συνεπή κριτική ματιά σχετικά με ποικίλα θέματα που είναι δύσκολο να ταξινομηθούν. Οι ξενισμοί, δηλαδή επιδράσεις που δέχτηκε και δέχεται η νεοελληνική από άλλες ισχυρότερες γλώσσες, παλιότερα από την γαλλική και τελευταία από την αγγλική. Ο «αττικισμός», το πρώτο καθαρολογικό γλωσσικό κίνημα που εμφανίζεται κατά τα ελληνιστικά χρόνια και μεταλλάσσεται ως τις μέρες μας, ως καθαρεύουσα, ως νεογλωσσαμυντορισμός, ως μύθος για τον ενιαίο χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας σε όλες τις φάσεις της ιστορικής πορείας της. Τα δάνεια από άλλες γλώσσες, και η επανεισαγωγή λέξεων από παλιότερες μορφές της ελληνικής. Η διαφορετική δομή της αρχαίας αττικής διαλέκτου όπως φαίνεται από το πλουσιότερο κλιτικό σύστημα, από τη χρήση μετοχών και απαρεμφάτων κλπ. Αυτές η διαφορετική συντακτική δομή όταν υπεισέρχεται στη νεοελληνική, την αλλοιώνει και προκαλεί σύγχυση στη χρήση της. Η νεανική αργκό που επικρίνεται ως απόδειξη γλωσσικής φτώχειας, ενώ δεν είναι ο μοναδικός τρόπος ομιλίας των νέων, αλλά αφορά μόνο συγκεκριμένες επικοινωνιακές περιστάσεις και κατά συνέπεια μάλλον γλωσσικός πλούτος πρέπει να θεωρείται. Πολλά άλλα, επίσης, παρουσιάζονται και σχολιάζονται με κριτική διάθεση.
Η αλήθεια είναι ότι τα κείμενα του Γιάννη Χάρη, καθώς τα διάβασα συγκεντρωμένα, με βοήθησαν να δω – ή να ξαναδώ – κριτικά όσα η συνήθεια καθιερώνει με βεβαιότητα. Ας πούμε τη διάκριση του ως από το σαν