Πέμπτη, Αυγούστου 28, 2008

Το Μέγαρο Γιακουμπιάν, Αλάα Αλ-Ασουάνι

Το μέγαρο Γιακουμπιάν είναι ένα δεκαώροφο ιστορικό οικοδόμημα χτισμένο το 1934 στο Κάιρο από τον εκατομμυριούχο Γιακουμπιάν, που αρχικά κατοικήθηκε από την αφρόκρεμα της αιγυπτιακής κοινωνίας. Στην τεράστια ταράτσα του κτηρίου κατασκευάστηκαν πενήντα πολύ μικρά δωμάτια που αντιστοιχούσαν ως αποθήκες ή χώροι πολλαπλών χρήσεων για καθένα από τα διαμερίσματα του κυρίως κτηρίου. Μετά την επανάσταση όμως του 1952 (Μουχάμπαντ Ναγκίμπ) και το καθεστώς του Νάσερ (1954), η λειτουργικότητα αυτών των δωμάτων άλλαξε, όπως άλλαξε και μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σαντάτ. Άνθρωποι από κάθε κοινωνικό στρώμα, κυρίως φτωχοί ή επαρχιώτες άρχισαν να εγκαθίστανται στα κελλιά αυτά, σχηματίζοντας μια μικρή κοινωνία, μια λαϊκή γειτονιά.
Αυτήν την κοινωνία περιγράφει με πραγματική μαεστρία ο συγγραφέας (οδοντίατρος κατά τ’ άλλα, του οποίου παρεμπιπτόντως το πρώτο οδοντιατρείο ήταν στο μέγαρο Γιακουμπιάν), μεταφέροντας το πνεύμα της λαϊκής Αιγύπτου κι εστιάζοντας σε κάποιους χαρακτηριστικούς «τύπους» και την πορεία τους. Ένα βιβλίο που μου θύμισε το «10» του Μ. Καραγάτση, (όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο, και το είδα εκ των υστέρων) όχι μόνο λόγω της θεματολογίας του (είναι καθαρά μια κοινωνική «τομή» στην Αίγυπτο των μεγάλων αλλαγών) αλλά και της λογοτεχνικότητάς του· το ύφος είναι πυκνό, μεστό, διεισδυτικό. Ο συγγραφέας παρατηρεί χωρίς προκαταλήψεις, με μια ρεαλιστική ματιά, όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας, τις αδυναμίες, τα πάθη, τις μικρότητες αλλά και το μεγαλείο «σπουδαίων» και ασήμαντων ανθρώπων. Κι ΑΥΤΟ ήταν κυρίως το στοιχείο που μου θύμισε τον Καραγάτση, είχε δε πολύ ενδιαφέρον η ματιά αυτή ν’ αντικρίζει τις αντιθέσεις του μουσουλμανικού κόσμου.
Σ’ αυτό το κοινωνικό βασικά μυθιστόρημα, πάντως, δε λείπει η ευαισθησία και η λυρική απόδοση συναισθημάτων, όπως:
(σελ. 25):
Όσο για τις γυναίκες, όποια κι αν είναι η ευλαβικότητα και η σεμνότητά τους, όλες λατρεύουν το σεξ και ψιθυρίζουν η μια στην άλλη μυστικά του κρεβατιού, ξεσπώντας, όταν είναι μόνες, σε γέλια που είναι αθώα ή, καμιά φορά, ξεδιάντροπα. Δεν αγαπούν το σεξ, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν την όρεξή του, αλλά και γιατί το σεξ και η πιεστική ανάγκη που εκφράζουν γι’΄αυτό οι άντρες τους, τις κάνουν να αισθάνονται πως, παρά τη μιζέρια και τη στερημένη τους ζωή, εξακολουθούν να είναι γυναίκες, ωραίες γυναίκες, και να τις λαχταρούν (…) Θα χρειαζόταν ένας πριοκισμένος ζωγράφος για ν’ αποδώσει την έκφραση στο πρόσωπο μιας γυναίκας της ταράτσας, Παρασκευή πρωί, όταν ο άντρας της έχει κατεβεί για την προσευχή, κι εκείνη, αφού ξεπλύνει τα ίχνη του έρωτα, βγαίνει στην ταράτσα για ν’ απλώσει τα σεντόνια που έχει καθαρίσει- εκείνη τη στιγμή, με τα βρεγμένα της μαλλιά, το αστραφτερό της δέρμα και τη γαλήνια έκφραση στο πρόσωπό της, μοιάζει με τριαντάφυλλο που, νοτισμένο από την πρωινή δροσιά, έχει μόλις αγγίξει την τελειότητα.
Κατά τη γνώμη μου, ο πιο σημαντικός ήρωας είναι ο Τάχα: νέος αγνός και φιλόδοξος, προσπάθησε να μπει στη Σχολή της Αστυνομίας αλλά δε έγινε δεκτός μόνο και μόνο γιατί ήταν γιος θυρωρού. Ο Τάχα διαμαρτυρήθηκε εγγράφως και το πλήρωσε ακριβά: στη σχολή οικονομικών όπου γράφτηκε, η αντικαθεστωτική του δράση ήταν η αφορμή να τον συλλάβουν και να τον βασανίσουν ανελέητα. Το μίσος που γεννήθηκε τον έστρεψε στην εκδίκηση, που την αναζήτησε στη στράτευσή του σε ομάδα φονταμενταλιστών, στον ιερό πόλεμο (τζιχάντ). Με αφορμή τη μεταστροφή του Τάχα ο συγγραφέας βρίσκει ευκαιρία να αποδώσει το πνεύμα του μουσουλμανισμού, του καθαρά θρησκευτικού στοιχείου, που κερδίζει σιγά σιγά τις καρδιές και οδηγεί τους οπαδούς στην αυτοθυσία. Βρήκα αριστουργηματικό τον τρόπο με τον οποίο αποδόθηκε όλη αυτή η μεταλλαγή του Τάχα, που αποτελεί ίσως και την μεταλλαγή όλης της αιγυπτιακής κοινωνίας, όπου η σύγκρουση μεταξύ του προοδευτικού, εξευρωπαϊστικού στοιχείου και του ακραίου θρησκευτικού πρέπει κι εδώ ν’ άφησε βαθιά τα ίχνη της.
(σελ. 121):
Για πρώτη του φορά κατάλαβε ότι η αιγυπτιακή κοινωνία όχι μόνο βρισκόταν ακόμα στην Εποχή της Άγνοιας (η σημείωση του βιβλίου: πριν τον εξισλαμισμό της), αλλά δεν ήταν καν ισλαμική, γι’ αυτό ο ηγέτης της εμπόδιζε την εφαρμογή των νόμων του θεού που οι εντολές του καταστρατηγούνταν απροκάλυπτα, το δε Κράτος επέτρεπε το αλκοόλ, τη συνουσία και την τοκογλυφία.
(σελ. 149):
Όσοι γνώριζαν το Τάχα αλ- Σάζι από παλιά, μπορεί να δυσκολευτούν να τον αναγνωρίσουν τώρα. Έχει αλλάξει τελείως, θαρρείς και αντάλλαξε τον παλιό του εαυτό μ’ έναν άλλον καινούργιο. Δεν είναι μόνο το ισλαμικό ένδυμα που έχει υιοθετήσει αντί για τα δυτικά ρούχα, ούτε τα γένια του που τα΄ χει αφήσει να μακρύνουν, κλπ. (…) Όλα αυτά είναι αλλαγές στην εμφάνιση. Μέσα του, όμως, κάτι καινούργιο πνέει, κάτι ισχυρό και παράφορο. Αλλιώς, βαδίζει τώρα, αλλιώς κάθεται, αλλιώς μιλάει στους ενοίκους της πολυκατοικίας. Πάνε πια η συστολή και η δουλοπρέπεια μπροστά στους ενοίκους. Τώρα, τους αντιμετωπίζει με αυτοπεποίθηση. Δε δίνει πια δεκάρα για το τι σκέφτονται, και δεν πρόκειται ν’ ανεχτεί την παραμικρή κατσάδα ή προσβολή απ’ αυτούς.
(σελ. 150):
Έχει αρχίσει ν’ αγαπάει τόσο τους αδελφούς του στην Γκαμάα Ισλαμίγια, που και τη ζωή του θα’ δινε γι’ αυτούς. Όλες οι παλιές, κοσμικές αξίες του κατέρρευσαν σαν ένα αρχαίο, σαθρό κτίσμα, και τη θέση τους έχει πάρει μια αληθινή, ισλαμική αξιολόγηση ανθρώπων και πραγμάτων.
Αυτή η «ισλαμική αξιολόγηση ανθρώπων και πραγμάτων» γίνεται προσιτή και κατανοητή μέσα από το γράψιμο του Ασουάνι (αυτό είναι το επώνυμο;), κι ο Τάχα είναι η πιο τραγική φιγούρα γιατί ενσαρκώνει την κύρια αντίφαση της κοινωνίας στην οποία ζει. Θ’ αναγκαστεί ν’ απαρνηθεί τον έρωτά του για την Μποσάινα που την κερδίζει ο δυτικός τρόπος ζωής και στις αλλαγές αυτές θα τον στηρίξει το πλέγμα της ομάδα στην οποία στρατεύεται. Βέβαια το μωσαϊκό της αιγυπτιακής κοινωνίας περιλαμβάνει κι άλλους χαρακτηριστικούς τύπους: μικροκατεργάρηδες και απατεώνες, καλλιτέχνες, ομοφυλόφιλους, άτομα αδίστακτα ή εξαγνισμένα. Ο συγγραφέας καταγράφει με συνέπεια, χωρίς να μεροληπτεί, αποδίδοντας καταστάσεις λεπτές και συναισθήματα. Οι κύριοι ήρωες έχουν μια πορεία, σ’ όλη τη διάρκεια του έργου εξελίσσονται, ωριμάζουν, οι υποθέσεις «κλείνουν» κατά το εικός και αναγκαίο, άλλες με θάνατο, άλλες με …γάμο!

Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Αυγούστου 23, 2008

σκοτεινός Βαρδάρης, Ελένη Χουζούρη

Πρωτόλειο έργο της αξιόλογης δημοσιογράφου, του οποίου το θέμα σε προσελκύει μεν αλλά κάποιες αδυναμίες κουράζουν, παρόλο που υπάρχουν κι αναμφισβήτητες αρετές.
Η Ελένη Χουζούρη καταπιάστηκε με ένα φιλόδοξο εγχείρημα, να «ζωντανέψει» την περίοδο των βαλκανικών πολέμων στην καυτή περιοχή του άξονα Μελένικου- Θεσσαλονίκης, σκιαγραφώντας τις περίπλοκες σχέσεις των διαφόρων εθνοτήτων. Η ανεπάρκεια των ιστορικών δεδομένων, ή, έστω, η μεροληψία όσων «γράφουν ιστορία» την ωθούν σ’ ένα τολμηρό τέχνασμα, που κατά τη γνώμη μου αποτελεί μπούμεραγκ και προσωπικά με κούρασε τόσο, ώστε να θέλω να εγκαταλείψω το βιβλίο περίπου στη μέση: χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά το β΄ ενικό, σ’ όλη την αφήγηση, και, προκειμένου να διασώσει την αντικειμενικότητα, ο συγγραφέας είναι διαρκώς παρών, σαν ένας σιωπηλός μάρτυρας δίνοντας «στιγμιότυπα», δηλαδή «φωτογραφίζοντας» και σχολιάζοντας ταυτόχρονα τις εικόνες που παραθέτει, εκφράζοντας τις αμφιβολίες του και τις διαφορετικές ερμηνείες των γεγονότων σαν ένας συνεπής ερευνητής, ενώ ο αναγνώστης σχηματίζει ένα παζλ, επιλέγοντας όποια ερμηνεία τον βολεύει. Αυτή είναι ταυτόχρονα και η μεγάλη αρετή του βιβλίου, αλλά παγιδεύει το γράψιμο και, όταν κυρίως εκφράζονται συναισθήματα, πολλές φορές αποβαίνει αναποτελεσματικό. Και το –δομικό- στοιχείο που κατά τη γνώμη μου κουράζει περισσότερο είναι το β΄ενικό. Πόσες φορές μπορεί συγγραφέας ν’ απευθυνθεί στο β΄ενικό στον ήρωά του χωρίς να γίνεται μονότονος; Κι όταν το α΄ενικό είναι ο ανώνυμος αφηγητής ως ερευνητής ο οποίος μελετά τα στοιχεία που έχει (φωτογραφίες, επιστολές, έντυπα), από ένα σημείο και μετά γίνεται κουραστικός.
Τυχαίο δείγμα γραφής, σελ.80:
Διαβάζω, λοιπόν, με πόσο ενθουσιασμό και φανερά εντυπωσιασμένος περιγράφεις στην Ελένη την επίσκεψή σας στο ζαχαροπλαστεί κλπ.
ή
Τι πρωτόγνωρο συναίσθημα είναι αυτό που δοκιμάζεις, Στέφανε!
Το αρχικό εύρημα της φωτογραφίας από πρόσφυγες του Μελένικου όπου ξεχωρίζει ο πρωταγωνιστής Στέφανος είναι αρκετά έξυπνο και πρωτότυπο. Από αυτή τη λεπτομέρεια και μετά ξετυλίγεται το νήμα της αναζήτησης της ιστορίας του Στέφανου, ο οποίος ζει όλες τις αναμπουμπούλες της εποχής: σπουδές στη Θεσσαλονίκη, κίνημα Νεότουρκων, Α΄Βαλκανικός, απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, Β΄Βαλκανικός, διωγμός Ελλήνων από το Μελένικο… Κάποιοι είναι εθελοντές, κάποιοι είναι λιποτάκτες… Και μέσα σ’ όλα φυσικά και το ρομάντζο… Ο ήρωάς μας ερωτευμένος με την πανέμορφη Ελένη με την οποία είναι ερωτευμένος κι ο παιδικός φίλος Γκέοργκι, Βούλγαρος και μετέπειτα αξιωματικός του βουλγαρικού στρατού, δηλαδή αντίπαλος κλπ. Όλα αυτά όμως δε δίνονται γραμμικά αλλά με άξονες, όπως είπαμε ντοκουμέντα και κυρίως φωτογραφίες. Άλλωστε, στα βασικά πρόσωπα της πλοκής περιλαμβάνονται κι ένας Γάλλος δημοσιογράφος κι ένας φωτογράφος που καλούνται να καλύψουν τα γεγονότα αλλά και τη ζωή της Θεσσαλονίκης (προσπάθεια που όντως έγινε την εποχή εκείνη από την επιστημονική διεύθυνση των Αρχείων του Πλανήτη από υπαρκτό αρχείο-αν κατάλαβα καλά-του Αλμπέρ Καν, (Jeanne Beausoleil, «Οι φωτογράφοι τοy Αλμπέρ Καν στη Θεσσαλονίκη», 1913&1918- Οι πρώτες έγχρωμες φωτογραφίες, Ολκός, Αθήνα 1990).
Η συγγραφέας ενέταξε στην αφήγηση αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως την προσωπικότητα του Χιλμί Πασά (βαλή της Μακεδονίας), ζωντάνεψε την περιζήτητη Θεσσαλονίκη με όλες της τις αντιφάσεις, και γενικότερα σεβάστηκε την ιστορία. Το ρομάντζο της ωραίας Ελένης βέβαια καταλήγει σαν παραμύθι και το εύρημα για να μάθουμε κι εμείς τι απέγινε το βρήκα λίγο τραβηγμένο (ημερολόγιο του Γάλλου φωτογράφου που την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και τη βοήθησε να συναντήσει τον αγαπημένο της). Πάντως, εντέλει το τελείωσα, και δε μετάνιωσα γι’ αυτό!


Χριστίνα Παπαγγελή

Δευτέρα, Αυγούστου 18, 2008

Οι νεκροί περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου

Ένα μικρό κοριτσάκι ξεκινάει απ’ τα’ ανώμαλα καλντερίμια μιας επαρχιακής πόλης της Μικρασίας, που λέγεται Αϊντίνι.
Έτσι αρχίζει το βιβλίο της Δ. Σωτηρίου, και φαίνεται απ’ την αρχή η στενή σχέση που συνδέει το μυθιστόρημα με τα προσωπικά βιώματα της συγγραφέως, η οποία γεννήθηκε στο Αϊδίνι κι έζησε τα γεγονότα που περιγράφει από το 1918 και μετά, ως μικρό κοριτσάκι. Δεν πρόκειται ωστόσο γι’ αυτοβιογραφία. Αφηγήτρια είναι η μικρή Αλίκη Μάγη, το μικρότερο μέλος μιας καθαρά αστικής οικογένειας όπου ο πατέρας είναι ξεπεσμένος επιχειρηματίας, και η οποία ανακαλεί τις αναμνήσεις της ξεκινώντας από την επίσκεψη όλης της οικογένειάς της στη Σμύρνη, το 1918, και καλύπτοντας μια περίοδο 25 χρόνων.
Ξαναδιάβασα το βιβλίο με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψή μου στην περιοχή και την ανάγκη να ξαναζωντανέψει μπροστά μου η εικόνα του παρελθόντος –τόσο πρόσφατου, αν το καλοσκεφτεί κανείς- όπου συνυπήρχαν το ελληνικό με το μουσουλμανικό στοιχείο. Προσπάθησα επίσης να διακρίνω τον «ελληνικό μύθο» σχετικά με τα γεγονότα της πολυτάραχης αυτής περιόδου και περιοχής, μύθο ο οποίος αναπαράγεται κι επιβεβαιώνει την τρέχουσα άποψη ότι είναι πολύ δύσκολη η εξεύρεση και διατύπωση της «ιστορικής αλήθειας», αν μπορεί κανείς να δεχτεί αυτόν τον όρο.
Στη ματιά της Διδώς Σωτηρίου υπάρχει πατριωτισμός, αλλά όχι εθνικισμός, ανθρωπισμός και όχι ρατσισμός. Θυμήθηκα ξανά το γλαφυρό γράψιμό της, καθαρά «εφηβικό» –αναγκαστικά, εφόσον η πρωταγωνίστρια είναι έφηβη, αλλά και φανερά απευθυνόμενο σ’ εφήβους- κι ελαφρώς στρατευμένο/διδακτικό, ποτισμένο από την μαρξιστική ιδεολογία. Αυτό είναι πιο εμφανές στο τέλος του βιβλίου, όπου οι ήρωες, εγκατεστημένοι πια στην «παλιά Ελλάδα» και πιο ώριμοι, οργανώνονται και αντικρίζουν δυναμικά κι αισιόδοξα το μέλλον.
Είχε ενδιαφέρον για μένα η μυθιστορηματική ένταξη κάποιων λαογραφικών και ιστορικών στοιχείων, π.χ. της ιστορίας του γνωστού Τσάκιτζη (του γνωστού Εφέ του Αϊντινιού που, σαν τον Ρομπέν των Δασών έκλεβε τους τσιφλικάδες για χάρη των φτωχών), ή η αναφορά σ’ άλλα παραμύθια γνωστά από την περιοχή με νεράιδες και ξωτικά. Ζωντανεύει μπροστά μας η συνύπαρξη των διαφορετικών ανθρώπων και παραδόσεων. Υποβλητική π.χ. ήταν η σκηνή της μυστικής εισόδου της ηρωίδας στο χαρέμι του Ταλάτ –πασά, αλλά και άγνωστη εν πολλοίς η ολοσχερής καταστροφή του Αϊντινιού από τους Τούρκους λίγες μέρες μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Πέρ΄ απ’ το ιστορικό ενδιαφέρον, είναι μια οικογενειακή ιστορία της οποίας οι χαρακτήρες διαγράφονται αρκετά γλαφυρά και τονίζονται ιδιαίτερα οι συναισθηματικές σχέσεις.
Αξίζει επίσης ν’ αναφερθεί και κάποια πολύτιμη πληροφορία της Σταυρούλας Παπασπύρου:
"Ανάμεσα στους πολλούς αναγνώστες του «Οι νεκροί περιμένουν» ήταν κι ένας πρόσφυγας εγκατεστημένος στην Κοκκινιά, ο Μανώλης Αξιώτης. Ενας μικρασιάτης αγρότης που επιστρατεύθηκε στα Τάγματα Εργασίας του τουρκικού κράτους μεταξύ 1914 και 1918, που στη συνέχεια φόρεσε τη στολή του έλληνα φαντάρου, που βίωσε στο πετσί του την καταστροφή του '22 και την αιχμαλωσία κι έφαγε επί δεκαετίες «πικρό ψωμί» ως λιμενεργάτης, συνδικαλιστής και μαχητής της Εθνικής Αντίστασης. Κατασυγκινημένος απ' όσα του θύμισε με το βιβλίο της η Σωτηρίου, «ήρθε και με βρήκε και μου έδωσε ένα τεφτέρι με τις αναμνήσεις του. Συνταξιούχος, κάθησε με υπομονή και κοπίασε να γράψει με τα λίγα γραμματάκια του τα όσα είδαν τα μάτια του εξήντα τόσα χρόνια». Αυτό το τεφτέρι ήταν η βάση για τα «Ματωμένα χώματα», κι αυτή ήταν η πρόκληση για τη Διδώ Σωτηρίου: να διασώσει τη μαρτυρία του Μανώλη Αξιώτη, μετουσιώνοντάς την σε έργο τέχνης".

Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Αυγούστου 13, 2008

λίγο από το αίμα σου, Σώτης Τριανταφύλλου

έτσι κι αλλιώς,
κανένα λογοτεχνικό έργο δεν μπορεί να ξεπεράσει
τον κυνισμό της πραγματικής ζωής

Ελκυστικό και σαγηνευτικό πάντα το γράψιμο της Σώτης Τριανταφύλλου, με τη γοητεία και τις μικρές εκπλήξεις που γεννά στον αναγνώστη ο μαγικός ρεαλισμός, σκιαγραφεί την ιδιαιτερότητα της αποικιοκρατούμενης Κένυας από το 1930 μέχρι την ανεξαρτητοποίησή της, το 1966. Με φόντο αυτή το ιστορικό πλαίσιο, ξεδιπλώνει και την ιδιαιτερότητα κάποιων χαρακτήρων.


Ο πρωταγωνιστής/αφηγητής Ευγένιος Σταμπς γράφει το βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας, «που μοιάζει με μυθιστόρημα αλλά δεν είναι· είναι το χρονικό της ζωής μας». Της ζωής και της δράσης δηλαδή δυο οικογενειών, του ίδιου και του Ιερώνυμου Ντε Μπιουτ (συμμαθητών στο Λύκειο), που μετανάστευσαν σχεδόν συγχρόνως από Αγγλία στην Ανατολική Αφρική (Κένυα) για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, και έζησαν εκεί περίπου τριάντα χρόνια.
(σελ. 217) Δεν μ΄ αρέσουν οι αναμνήσεις: οι καλές είναι οδυνηρές, οι κακές είναι χειρότερες. Ωστόσο μου χρειάζονται για να τελειώσω αυτό το βιβλίο· κυρίως για να αποτελειώσω ό, τι έχει μείνει ως τώρα σε εκκρεμότητα.
Τα πρόσωπα σκιαγραφούνται μέσα από το μυθοπλαστικό βλέμμα του περιθωριακού από τη φύση Ευγένιου και τονίζονται οι ιδιαιτερότητές τους, η μοναδικότητά τους, ακόμα κι όταν ο αφηγητής δεν είναι ο Ευγένιος (χρησιμοποιείται ενίοτε το γ΄πρόσωπο). Οι χαρακτήρες εξ-αιρετικοί, θυμίζουν τους χαρακτήρες που συναντά κανείς στον Μαρκές ή την Αλλιέντε, αλλά και τα συναισθήματα είναι έντονα κι ακραία- ακραίος έρωτας, ακραία φιλία· δεν κατονομάζονται, αλλά προβάλλονται μέσα από εικόνες ή πράξεις, μέσα σε μια σύνθεση όχι γραμμική αλλά με πολλές αναφορές σε σκέψεις και συναισθήματα του παρελθόντος, που φτιάχνουν ένα ποικιλόχρωμο παζλ.


Οι άξονες του ενδιαφέροντος είναι η πρωτόγονη προσωπικότητα της Μπέθανυ, την οποία ερωτεύεται παράφορα ο πληθωρικός κι απρόβλεπτος Ιερώνυμος, η βαθιά της επικοινωνία με τον ιθαγενή Καγκέμα, η μυστηριώδης Λύντια πάντα προσκολλημένη στον πρώτο της αδικοχαμένο έρωτα και η σαγήνη που σκορπά στον Ευγένιο, και η σχέση που στηρίζει τον σκελετό του οικοδομήματος, η φιλία του Ευγένιου με τον Ιερώνυμο.


Ακόμα κι αν δεν υπήρχε τίποτα εκεί πάνω κι εκεί κάτω, στα ανεμοδαρμένα και φλεγόμενα υπόγεια της τιμωρίας, η Μπέθανυ Σταμπς του φαινόταν μια απόδειξη της ύπαρξης του θεού, το ότι το υπέρτατο ον ήταν υπέρτατο ον αφού μπορούσε, αν ήθελε, να δημιουργήσει κάτι τέλειο, κάτι απόλυτα καλό και απόλυτα όμορφο. Κάτι σαν την Μπέθανυ Σταμπς ή την ίδια την Μπέθανυ Σταμπς.
(…) Κι όταν τελείωσε το ποίημα για την Μπέθανυ- «Θέλω να κυλήσω μέσα σου όπως το αίμα»… […] «τρίζουν οι αστερισμοί» … […] «μεγάλωσε λίγο, λιγάκι ακόμα… η αγάπη μου χωράει τον καταρράκτη σ’ ένα ποτήρι»-, ένιωσε πως, μαζί με το μέτρο και τη σύνεσή του, έχανε ό, τι χάνει κανείς όταν δεν έχει τίποτα πια να χάσει.


Ωστόσο, άξιες λόγου είναι και οι ιστορικές και κοινωνικές αναφορές:
· το τρομερά συντηρητικό και απάνθρωπα αυταρχικό εκ/κό σύστημα των Άγγλων (π.χ. στην Οξφόρδη: ...παραδειγματικό μαστίγωμα, στο τέλος του οποίου ο τιμωρημένος έκανε χειραψία με τον βασανιστή του, πράγμα που θεωρείτο μέρος της εκπαίδευσης του αληθινού τζέντλεμαν (!) ), που ώθησε τους ήρωες μας ν’ αναζητήσουν αλλού την τύχη τους
· το κύμα μετανάστευσης προς τις χώρες της Αφρικής, οι διαφορετικού τύπου έποικοι, οι διαφορετικοί τους στόχοι, και οι σχέσεις τους με τους ντόπιους
· Β΄Παγκόσμιος πόλεμος, συμμετοχή του Ευγένιου
· εθνικοαπελευθερωτικές προσπάθειες των ιθαγενών,αντιθέσεις μεταξύ τους (θηριωδίες των Μάου Μαου κατά των λευκών αλλά και κατά των Κικούγιου), κομμουνιστική οργάνωση των ιθαγενών κ.α.

(σελ. 289):
Εκείνη τη φευγαλέα στιγμή, ο Ευγένιος ένιωσε ότι, παρά τη βρετανική του ψυχραιμία, ο πόλεμος τον είχε σημαδέψει· ότι τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο: ο κόσμος χωριζόταν πια σ’ εκείνους που είχαν δει φρικαλεότητες και σ΄ εκείνους που δεν είχαν δει· σ΄ εκείνους που είχαν αναγκαστεί να πάρουν επείγουσες αποφάσεις (όπως το να πέσουν με αλεξίπτωτα στις ζούγκλες και στα βροχοδάση) και στους άλλους, που είχαν πάντα τον χρόνο να σκεφτούν προτού κάνουν οποιαδήποτε κίνηση.
(…)
Μετά το τέλος του πολέμου υπήρχαν άνθρωποι που είχαν μάθει τι είναι νερό επειδή είχαν πλησιάσει τον θάνατο από δίψα· είχαν μάθει τι είναι στεριά επειδή είχαν πέσει στον αέρα με μια σωτήρια ομπρέλα στην πλάτη· υπήρχαν άνθρωποι που είχαν μάθει τι είναι ειρήνη επειδή είχαν δει τον πόλεμο.

Με την επιστροφή του από τον πόλεμο ο Ευγένιος παρασημοφορείται ως ήρωας, αλλά «απογοήτευσε τόσο την αυτοκρατορία ώστε να του αφαιρέσει το παράσημα ανδρείας: δεν έφταιγε μόνον ότι στο Ο πόλεμος των άλλων (έχει γίνει συγγραφέας) διατυμπάνιζε ότι ήταν ένας τυχερός χέστης, έφταιγε ότι έβρισκε ομοιότητες ανάμεσα στη ναζιστική υποκρισία και το λόγιο που διήπε τη ζωή στα βρετανικά ιδρύματα: Labor omnia vincit, Η εργασία τα πάντα νικά.
ΚΑΙ:
«Ίσως», συνέχισε ο Ευγένιος, "να έπρεπε να γίνουμε απάτριδες. Οι άνθρωποι που σέβονται τον εαυτό τους δεν ανήκουν σε καμιά πατρίδα».
Το βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας είναι το τέταρτο του Ευγένιου. Έχει πια επιστρέψει στην Αγγλία, και έχει συναντήσει τους υπόλοιπους σε σύντομες, τυχαίες και αμήχανες συναντήσεις: "...έγραψα όσα έζησα με τη Λύντια επί πέντε ή έξι- ή μήπως εφτά;- χρόνια, μερικά από τα οποία νομίζω πως κύλησαν μονάχα μέσα στο μυαλό μου. Έγραψα ένα υπερβολικά προσωπικό μυθιστόρημα.
Μέχρι σήμερα δεν ξέρω αν η Λύντια με αγάπησε πραγματικά· τι σημαίνει άραγε πραγματικά; Τέτοιες ερωτήσεις κάνουν οι μοδίστρες· όχι ότι έχω τίποτα εναντίον των μοδιστρών. (…) Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν ξέρει τι θέλει πραγματικά: αφού δεν έχουμε παρά μια και μοναδική ζωή, δεν μπορούμε να τη συγκρίνουμε με μια περασμένη ούτε να την τελειοποιήσουμε με μια επόμενη".
Έτσι βλέπουμε, καθώς ωριμάζουν τα γεγονότα και η οπτική του Ευγένιου, να πραγματώνεται το motto του βιβλίου «Σ΄ αυτό το βιβλίο όλα είναι αληθινά, τίποτα όμως δεν είναι βέβαιο», που παραφράζει τη γνωστή φράση του Πικάσσο για την τέχνη: «Η τέχνη είναι ένα ψέμα που λέει την αλήθεια».

Το βιβλίο του Ευγένιου τελειώνει, κι ακολουθεί ένα ολιγοσέλιδο «Παράρτημα» που νομίζουμε ότι είναι της συγγραφέως, αλλά όχι: εδώ συμπυκνώνει ο αφηγητής το απόσταγμα όλης του της εμπειρίας (και της συγγραφικής) μ’ έναν τρόπο συνθετικό και καταλυτικό:
Θαυμάζω ακόμα όσους έχουν πίστη σε κάτι· εγώ δεν έχω σε τίποτα (…) Απέφυγα να γράψω την αλήθεια· την αλήθεια για όσα αισθάνομαι και την αλήθεια για το πώς φερθήκαμε εμείς οι Βρετανοί: ίσως να μην ήθελα να μάθει, όποιος δεν ξέρει ήδη, ότι μεταφέραμε τους μαύρους σκλάβους σαν καφάσια, κλπ. κλπ.
Και τελειώνει:
Αν έγραψα αυτό το πολυσέλιδο σημείωμα, είναι επειδή δεν κατάφερα να γράψω ένα συντομότερο. Κι αν αυτή τη στιγμή θέλω να το σκίσω, είναι επειδή σκίζοντας τα βιβλία- όπως κάνουν οι μαθητές την τελευταία μέρα πριν από τις σχολικές διακοπές- καταλαβαίνεις το μυστήριό τους: ακόμα και η πιο αριστοτεχνική γραφή αφήνει κενά, ρωγμές και χάσματα μέσα από τα οποία η πραγματικότητα έρπει, αστράφτει και τινάζεται· ο κόσμος είναι όπως εσύ ο ίδιος.

Τετάρτη, Αυγούστου 06, 2008

Στο café της χαμένης νιότης, Πατρίκ Μοντιανό

Θα ήθελα να ξαναβρώ τον κατάλογο των δρόμων
που δεν είναι μόνο ουδέτερες ζώνες,
αλλά και μαύρες τρύπες στο Παρίσι.


Ένα μικρό βιβλίο-κόσμημα, (όπως και το άλλο βιβλίο του Μοντιανό, «Η μικρή Μπιζού»), που σε μεταφέρει στην ατμόσφαιρα μποέμ του Παρισιού της δεκαετίας του ’60.
O βασικός αφηγητής (Ρολάν) είναι φοιτητής Μεταλλειολογίας (ο μοναδικός «ενταγμένος»), και πρόσωπα οι τακτικοί αλλά και τυχαίοι θαμώνες του café, όλοι ανένταχτοι ή περιθωριακοί. Δε διαγράφονται χαρακτήρες, γίνονται σποραδικές αναφορές σε τύπους και περιστατικά με άξονα την επιλεκτική μνήμη του Ρολάν, ο οποίος αναθυμάται μετά από χρόνια την καθοριστική αυτή φάση της ζωής του.

Στο Conde ποτέ δεν ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον για το από πού κρατούσε η σκούφια μας. Ήμαστε πολύ νέοι , δεν είχαμε παρελθόν ν’ αποκαλύψουμε, ζούσαμε στο παρόν.

Παρόλ’ αυτά, η μνήμη εστιάζει περισσότερο σε μια μυστηριώδη κοπέλα που εμφανίζεται στο περιθωριακό στέκι του τίτλου, το Café Conde, στην περιοχή του Odeon. Μια κοπέλα κλειστή και σιωπηλή, που οι θαμώνες την βαφτίζουνε Λουκί, είχε βρεί καταφύγιο εδώ, σαν να’ θελε να γλιτώσει από κάτι, να ξεφύγει από έναν κίνδυνο. Ο σκελετός της αφήγησης είναι γύρω από τη ζωή, τον ακατανόητο γάμο, τη σχέση με τον Ρολάν και το θάνατο αυτής της περίεργης κοπέλας, ενώ ουσιαστικά το βιβλίο αποτελεί μια περιπλάνηση, περιγράφει έναν τρόπο να κινείται κανείς χωρίς στόχους, έξω από χρόνο και γεγονότα.
(σελ. 107): Θυμήθηκα το κείμενο που προσπαθούσα να γράψω όταν γνώρισα τη Λουκί. Το΄χα τιτλοφορήσει «Οι ουδέτερες ζώνες». Στο Παρίσι υπήρχαν μεταβατικές ζώνες, no man’s lands, όπου ήσουν στο περιθώριο των πάντων, σε εκκρεμότητα, περαστικός. Εκεί απολάμβανες κάποια ασυλία. Θα μπορούσα να τις ονομάσω «ελεύθερες ζώνες», αλλά το «ουδέτερες ζώνες» ήταν πιο σωστό.
(σελ. 47):
Σ΄αυτή τη ζωή που καμιά φορά μας φαίνεται σαν χερσότοπος χωρίς κατευθυντήριες πινακίδες, ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις γραμμές φυγής και τους χαμένους ορίζοντες, πολύ θα θέλαμε να βρούμε σημεία αναφοράς, να καταστρώσουμε κάτι σαν κτηματολόγιο, για να μην έχουμε πια την εντύπωση ότι αρμενίζουμε ακυβέρνητοι. Οπότε, δημιουργούμε δεσμούς, προσπαθώντας να σταθεροποιήσουμε ριψοκίνδυνες γνωριμίες.

Αλλά και η σχέση με τα πρόσωπα γίνεται εξίσου τυχαία, ανολοκλήρωτη και περαστική.

Όταν αγαπάς κάποιον, δέχεσαι και το μυστήριό του… γι αυτό τον αγαπάμε, άλλωστε…

Άραγε, είμαστε πραγματικά υπεύθυνοι για τους κομπάρσους που δεν τους έχουμε επιλέξει και τους συναντάμε στο ξεκίνημα της ζωής μας;

Μαθαίνουμε περισσότερα για την Λουκί- Ζακλίν όταν αφηγείται η ίδια, σε λίγο πιο μεστό και συγκροτημένο ύφος.
Ένας μονόλογος αναζήτησης μέσα στη μνήμη, αναμνήσεων συγκεχυμένων και αγαπημένων. Σιωπές. Ύφος νοσταλγικό με μια δόση χιούμορ (θα τολμούσα να πω, «ύφος γαλλικό»), που αφήνει ένα γλυκόπικρο συναίσθημα.
Και η αιώνια, άσκοπη περιπλάνηση καθώς ο αφηγητής αναζητά την ταυτότητά του. Ενδεικτικό κάποιας φιλοσοφικής προδιάθεσης ότι ο αφηγητής κάνει συχνές αναφορές στο μοτίβο της «αιωνίας επιστροφής», εμπνεόμενος από το βιβλίο του Νίτσε «Φιλοσοφία της Αιωνίας Επιστροφής».

Χριστίνα Παπαγγελή