Τρίτη, Μαρτίου 11, 2008

454 λέξεις για το Σταυροφορία χωρίς σταυρό του Άρθουρ Καίστλερ

Βιβλίο πυρετικό. Έχω την αίσθηση ότι τα δύο βιβλία του Καίστλερ (το συγκεκριμένο και το «μηδέν και το άπειρο») έχουν να κάνουν άμεσα και εμφανώς με την κατάσταση που βρισκόμαστε όταν τα διαβάζουμε. Αυτό, αν ισχύει και με άλλα βιβλία, εδώ συμβαίνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.
Η ανάγνωση του βιβλίου έγινε σε τρεις φάσεις. Η πρώτη όπου καθώς ξεκινούσα την ανάγνωση ένιωθα την ανάγκη να το αφήσω, να το διαβάσω αργά, για να επιτρέψω τη σκέψη του συγγραφέα να λειτουργήσει μέσα μου. Ένιωθα ότι είχα να κάνω με απόσταγμα που θα πρέπει να απολαύσω και να προσεγγίσω χωρία βιασύνη, που είναι τόσο ουσιώδες και διαυγές ώστε δε μπορεί παρά να είναι λίγο.
Άφησα το βιβλίο και τις περιπέτειες του Πήτερ. Είναι η πορεία του προς τη θυσία (;) προς τον αγώνα (;) προς την διέξοδο (;) που καταγράφεται. Ο Καίστλερ φωτίζει τον ήρωά του με διαλόγους και αντιπαραθέσεις καθώς βρίσκεται σε μία ουδέτερη χώρα ενώ ο πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη. Ποιος είναι ο στόχος του ήρωα; Να πολεμήσει; Να διαφύγει μακριά από το σκηνικό του πολέμου;
Για μεγάλο διάστημα το βιβλίο βρισκόταν παρατημένο δίπλα μου ανάμεσα σε μια στοίβα άλλων βιβλίων. Δίσταζα να το ξαναρχίσω. Ο Πήτερ είχε μείνει μετέωρος και σε αναμονή για την αναχώρηση που είχε εξασφαλίσει προς την άλλη μεριά του Ατλαντικού. ΤΑ πρόσωπα του μυθιστορήματος έγιναν αδρά και θάμπωσαν. Η Οντέτ, ο Ουίλσον σχεδόν ξεχάστηκαν, η Σόνια ήταν «πιο ζωντανή» καθώς ο ρόλος της ήταν καθοριστικότερος. Στο δικό της σπίτι είχε βρει καταφύγιο ο Πήτερ.
Το παρελθόν του Πήτερ θα φανεί μέσα από τις συζητήσεις του με τη Σόνια. Σ’ αυτήν θα αποκαλυφθεί, μέσω αυτής θα γνωρίσουμε την προσωπική του ιστορία. Εδώ έχουμε μια σχεδόν ψυχαναλυτική προσέγγιση του ήρωα. Η παιδική του ηλικία, οι ενοχές του, τα συμπλέγματα που κυριαρχούν στον ψυχικό του κόσμο δίνουν μιαν άλλη ερμηνεία της συμπεριφοράς του.
Το μέλλον τίθεται ως ζήτημα με τις συζητήσεις που έχει ο Πήτερ με τον Μπέρναρντ. Αυτός σαφώς αντιπροσωπεύει την ολοκληρωτική εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία και πρακτική που παρουσιάζεται ως λύση στις αντιφάσεις, τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της ιστορίας (;). Ο Πήτερ φτάνει στο Λεβιάθαν και επιβιβάζεται για το διάπλου, για τη φυγή προς την Οντετ, προς τον εξωιστορικό χώρο και χρόνο. Εκεί θα συμβεί η μεταστροφή που θα τον οδηγήσει πίσω, μπροστά στον Ουίλσον για να στρατολογηθεί και να στρατευθεί στον πόλεμο εναντίον των Ναζί. Ο Πήτερ πέφτει με αλεξίπτωτο. Έχει πλήρη συναίσθηση ότι ανήκει στους τελευταίους επίγονους του Ανθρώπου της Αναγέννησης, ότι είναι το τέλος και όχι η αρχή...
Διάβασα το τελευταίο ένα τρίτο του βιβλίου σε κατάσταση πυρετού (!) Νομίζω ότι ταιριάζει απόλυτα με την πορεία, την εξέλιξη και το τέλος...
Ο ελληνικός τίτλος συμπυκνώνει το περιεχόμενο του βιβλίου. Εξίσου ενδιαφέρον έχει και ο πρωτότυπος: «arrival and departure».
Για το βιβλίο έγραψε και η Χριστίνα εδώ.


και άλλες 8 «στάσεις» σε σελίδες του βιβλίου


σελ. 51, «Ίσως να είχε δίκιο η Σόνια: μονάχα όσοι ζούνε για το σήμερα ήτανε στ’ αλήθεια ζωντανοί, μονάχα το σήμερα είχε φως και μυρουδιά και γεύση».
σελ. 65, Η Οντέτ στον Πήτερ: «Αν είχα βέβαια πέντε ζωές στη διάθεσή μου θα χάριζα τις δύο στην πατρίδα ή την επανάσταση και τα τοιαύτα. Ίσως και τις τρεις, αλλά και τις πέντε...»
σελ. 67, Η Οντέτ στον Πήτερ: «Εξαρτάται από σένα αν συναντηθούμε ξανά. Αν είναι όμως να έρθεις έλα γρήγορα, πριν μεταμορφωθείς στη μνήμη μου έτσι που κι αν φτάσεις ποτέ να μην αναγνωρίσω τον πραγματικό Πήτερ. Και πάλι αν δε φτάσεις κράτησε για λίγο στη μνήμη σου τα λόγια μας, τους περιπάτους μας και κείνη τη δεύτερη αρχαϊκή θωριά του κορμιού μου. Χαίρομαι που σου άρεσε...»
σελ. 88-97, εξαιρετικές σελίδες που αφηγούνται παραστατικά την εξόντωση άχρηστων Εβραίων.
σελ. 116-120, βασανιστήρια που υπόκειται ο Πήτερ για να μιλήσει.
σελ. 157 κ.ε. Η ολοκληρωτική ιδεολογία δοσμένη με ένα μονόλογο του Μπέρναρντ. («Και τι θα είναι τάχα τούτο το δικό σας υπερπαγκόσμιο κράτος;» ρώτησε ύστερα από λίγο. «Δεν το ξέρω ακόμα. Όπως σου είπα πειραματιζόμαστε...»
σε. 199-206, το διήγημα που γράφει ο Πήτερ με τίτλο η τελευταία κρίση. Καφκικό στο ύφος και στο περιεχόμενο. Θυμίζει το απόσπασμα «μπροστά στο νόμο» από τη «Δίκη».
σελ. 210 κ.ε. το παιχνίδι με τα κόκκινα και μπλε τσιγαρόχαρτα πάνω σε ένα σκίτσο με μπλε και κόκκινες γραμμές. Ανάλογα με το ποιο θα τοποθετηθεί πάνω στο σκίτσο αποκαλύπτονται μόνο οι μπλε ή μόνο οι κόκκινες γραμμές και βλέπουμε διαφορετικά πράγματα.

Κυριακή, Μαρτίου 09, 2008

Το μαύρο βιβλίο, Ορχάν Παμούκ

Μια περιήγηση στην τούρκικη ψυχή, γραμμένη σε μοναδικό ύφος, ισάξιο του Μαρκές. Πολύ πρωτότυπη η δομή, χωρίς να είναι εξεζητημένη όμως και να μην μπορείς να παρακολουθήσεις. Παρόλο που όλα συμβαίνουν ουσιαστικά στο νου του μοναχικού πρωταγωνιστή, παρόλο που οι δυο συμπρωταγωνιστές είναι ουσιαστικά απόντες, δεν καταντάει κουραστικός μονόλογος. Κάπως κουράζει τον δυτικό – υποθέτω- αναγνώστη η συνεχόμενη αναφορά στην τουρκική λογοτεχνία και παράδοση.
Ο Γκαλίπ εγκαταλείπεται από τη γυναίκα του Ρουγιά (=όνειρο). Παράλληλα, εξαφανίζεται κι ο ετεροθαλής αδελφός της, Τζελάλ, ο οποίος είναι αρθρογράφος. Κεφάλαιο παρά κεφάλαιο παρατίθεται από ένα άρθρο του Τζελάλ, απ’ αυτά που γράφει στην εφημερίδα που διαβάζει ο Γκαλίπ, και είναι ξεχωριστά, αυτοτελή κι αυτόνομα αριστουργήματα. Διάχυτος ο πόνος για την ταυτότητα ενός ξεχωριστού λαού που τον αδίκησε η ιστορία και σιγά-σιγά εξαφανίζεται. Αυτά όλα σ’ ένα βιωματικό, παραμυθένιο πλαίσιο, πολύ διακριτικά, μεστά, χωρίς συναισθηματισμούς και γραμμένα σε πολύ διεισδυτική κι εκφραστική γλώσσα. Κάθε άρθρο του Τζελάλ έχει μια ξεχωριστή πρωτοτυπία, και στη δομή, αλλά και στη σύλληψη του θέματος.
Μετά τη μέση του βιβλίου αρχίζει και προβάλλεται έντονα η τουρκική παράδοση που στηρίζεται σε διάφορες μυστικιστικές αιρέσεις μεσσιανικού τύπου, όπου υπάρχουν «σημάδια», «γράμματα», «υπάρχει ένας κρυμμένος κόσμος πίσω απ’ τον κόσμο που φαίνεται», (αυτό επαναλαμβάνεται τόσες φορές που κουράζει, όπως και το ότι «θέλουν να είναι κάποιοι άλλοι», ή «να γίνουν ο εαυτός τους»), κλπ. στο σημείο αυτό υποψιάζεται ότι το βιβλίο θα πάρει κατεύθυνση έντονα μυστικιστική (προβάλλεται πολύ ο Χουρουφισμός). Έντονες συμπτωσεις και σημαδιακές καταστάσεις στην πλοκή, μπορεί να εξηγηθούν μ’ αυτόν τρόπο. Ωστόσο, αφήνετσι ανοικτή και η εκδοχή ότι ο αγαπητός αρθρογράφος (Τζελάλ), για να δώσει ελπίδες στον καταπιεσμένο λαό, γράφει σχετικά άρθρα. Ένας μυστικιστής μπορεί να δει τον Τζελάλ και τον Γκαλίπ που τον αντικατέστησε, ως διάδοχους των μεγάλων δασκάλων του μυστικισμού. Ωστόσο, προβάλλεται και η ρεαλιστική εκδοχή της πολιτικής δολοφονίας.
Τα motto που προηγούνται κάθε κεφαλαίου είναι χαρακτηριστικά:
«Μη βάζετε επικεφαλίδες, γιατί σκοτώνουν το μυστήριο του κειμένου!»
«Αφού θα πεθάνει, σκότωσε λοιπόν κι εσύ το μυστήριο, σκότωσε τον ψευτοπροφήτη που πουλάει μυστήριο!» (αυτό ίσως αποδίδει και το πνεύμα όλου του βιβλίου)
Ο Τζελάλ δολοφονείται. Μέσα σ’ όλο το σκηνικό υπάρχει η αστυνομία, το στρατιωτικό καθεστώς, τα πραξικοπήματα, τα βασανιστήρια. Δεν περιγράφονται, αλλά γίνονται συχνές αναφορές τονίζοντας ότι ένας λαός τόσο πληθωρικός, με τέτοια ισχυρή παράδοση, με τόσο μυστική και συλλογική συνείδηση, που ζει στο μύθο, στο παραμύθι, στην προσδοκία, από τη μια καταπιέζεται τόσο κι από την άλλη χάνει την ταυτότητά του. Εκπληκτικό και το άρθρο του Τζελάλ «Η ιστορία του Πρίγκηπα», για την κατανόηση της «τούρκικης ψυχής».
Το ύφος είναι διεισδυτικό, με άπειρες «συσσωρεύσεις», πολύ όμως γλαφυρές και χαρακτηριστικές, εικόνες μοναδικές όσο και καθημερινές, εικόνες που είναι δίπλα σου και μόνο αν σου τις δείξουν τις προσέχεις. Μ’ αυτές τις άπειρες εικόνες- λεπτομέρειες, χαρακτηριστικές για κάτι και όχι απλώς γραφικές, έχεις την αίσθηση ότι νοιώθεις τον παλμό όλης της Πόλης, το μεγαλείο της, τη φτώχια της, τη μιζέρια της, την ομορφιά της, τον πόνο της. Σίγουρα η φιλοδοξία του Ορχάν Παμούκ ήταν να μεταφέρει αυτό το πνεύμα μιας πόλης μοναδικής σε ιστορία, παράδοση, ζωή, και νομίζω ότι τα κατάφερε.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Μαρτίου 02, 2008

Ο πύργος, Φράντς Κάφκα

ο τρόμος της τέχνης είναι
ότι το όνειρο αποκαλύπτει την πραγματικότητα

Είναι το τέταρτο βιβλίο που διαβάζω, για το οποίο μπορώ να πω ότι ο αναγνώστης –ή τουλάχιστον …εγώ(!) - «παθαίνει» αυτό που παθαίνει κι ο πρωταγωνιστής… Διαβάζοντας το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν, ένα αίσθημα ευεξίας παρόμοιας με την ευεξία που ένιωθε ο ήρωας στο σανατόριο των Άλπεων, το διαδέχεται η κόπωση, η εξάντληση· στο τέλος αρρωσταίνεις κι εσύ μαζί με τον ήρωα χάνοντας την εγρήγορση και τη διαύγεια σ’ ένα νοσηρό κυκεώνα. Παρόμοια συναισθήματα διαβάζοντας το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ: η υπερευαισθησία του ήρωα, που στην αρχή συναρπάζει, φτάνει σε βαθμό νεύρωσης κι ένιωσα να τρελαίνομαι, όταν έφτασα και σταμάτησα πια στον τρίτο …τόμο! Στο «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου τα πράγματα ήταν πιο απενεχοποιημένα: ο αναγνώστης –εν πάση περιπτώσει …εγώ - δεν αισθάνεται ότι το πρόβλημα υπάρχει στον ίδιο, αλλά ακολουθεί το παραλήρημα και τις οπτικές του πρωταγωνιστή ως μετεξέλιξη μιας συνείδησης όπου τον οδήγησαν οι έξω συνθήκες, οι παραλογισμοί της ιστορίας.
Έτσι λοιπόν και στον Πύργο, παρακολουθώντας τον Κ. στην επίμονη προσπάθειά του να γίνει δεκτός από τον περίφημο Κλαμ, ένιωσα να εξαντλούμαι μαζί του στις ατέλειωτες, α-νόητες και χωρίς σκοπιμότητα σπείρες γύρω από τον στόχο του. Με κούρασε, με κούρασε, αυτή είναι η … αλήθεια! Κι αναρωτιέμαι αν αυτή ήταν μια από τις προθέσεις αυτού του πολυδιάστατου- γι’ άλλη μια φορά- έργου. Ίσως και να μην το τέλειωνα, αν δεν μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον η κάπως ελεύθερη μεταφορά σε θεατρικό έργο από τον Μ. Μαρμαρινό (Ποιος είναι ο κ. Κέλερμαν και γιατί λέει όλα αυτά τα βρωμερά πράγματα για μενα;), και συγκεκριμένα έψαχνα ένα σημείο του κειμένου (που δεν το βρήκα, αν και ο Μαρμαρινός διατήρησε πολλά σημεία του κειμένου σχεδόν αυτούσια):
Θα τον δω κάπως αφ’ υψηλού (τον Κλαμ), όπως στέκομαι εδώ πιο ψηλά, και τη στιγμή που θα με δει, αυτή η στιγμή τώρα που διηγούμαι βρίσκεται στο μέλλον, όμως μιλάω γι’ αυτήν σαν να είναι παρελθόν. Όταν θα με έχει δει, όταν θα βλέπω ότι με βλέπει, γίνεται – είδα ότι με είδε τώρα- Ιστορία. Έγινε Ιστορία, μόλις κάποιος δει κάποιον είναι ήδη Ιστορία, υλικό βιογραφίας ενός ανθρώπου, διότι πάντα ένας βλέπει ότι τον βλέπει κάποιος άλλος, όπως τώρα μιλάω γι’ αυτό, υπάρχει όμως μόνο μέσα στον κόσμο των εντυπώσεών μου, έξω απ’ αυτόν δεν υπάρχει κανένας. Ποτέ δεν συναντιέται κανείς με κανέναν. Μόνο στην εντύπωση ενός ανθρώπου που δημιουργεί ένα ελάχιστο Ιστορίας, ένα μόριο βιογραφίας, προβολή του μέλλοντος σ΄ένα παρελθόν. Μέσα στο κεφάλι ενός ανθρώπου ζει όλος ο κόσμος».
Ο περίφημος Κ. (στην αρχή ο Κάφκα έγραφε σε α΄ενικό, στη συνέχεια το άλλαξε, παραπέμποντας ίσως στη «Δίκη») ορίζεται ως «χωρομέτρης» στον Πύργο, όπου καταφτάνει ένα χιονισμένο πρωινό με πόθο να γνωρίσει τον «Κόμη», να φτάσει στο εσωτερικό του Πύργου, «παράφορος και ανυπόκριτος», και «με ακατανίκητη επιθυμία να αναζητήσει καινούριες γνωριμίες, αλλά η κάθε καινούρια γνωριμία έμοιαζε μονάχα να του μεγαλώνει την κούραση». Η προσπάθειά του από ένα σημείο και μετά περιορίζεται στο να προσεγγίσει τον Κλαμ, μια απρόσωπη αρχή σαν υπερβατική θεότητα, την οποία κανένας δεν έχει δει ποτέ, και για την οποία όλοι κάτι λίγο ξέρουν - σαν τον ελέφαντα στο γνωστό πείραμα της ψυχολογίας:
Σελ. 206:
Η φυσιογνωμία του είναι πασίγνωστη στο χωριό, μερικοί τον έχουν δει, όλοι τον έχουν ακουστά, κι έχει σχηματιστεί μια εικόνα για τον Κλαμ που ασφαλώς είναι στις γενικές της γραμμές σωστή. Αλλά μόνο στις βασικές. Στις λεπτομέρειες κυμαίνεται, και πάλι όχι τόσο όσο η πραγματική φυσιογνωμία του Κλαμ. Γιατί λέγεται ότι άλλη φυσιογνωμία έχει όταν έρχεται στο χωριό και άλλη όταν φεύγει· αφού πιει την μπίρα του φαίνεται διαφορετικός απ’ ό, τι ήταν προτού τη πιει, όταν κοιμάται είναι διαφορετικός απ’ ό, τι όταν μιλάει με άλλους και- πράγμα που, στο κάτω κάτω, είναι ευνόητο, στον Πύργο είναι σχεδόν άλλο πρόσωπο. (…) Βέβαια, όλες αυτές οι διαφορές δεν οφείλονται στη μαγεία, εύκολα εξηγούνται· εξαρτώνται από τη διάθεση εκείνου που τον βλέπει, από τον βαθμό της συγκίνησής του, από τις αναρίθμητες διαβαθμίσεις ελπίδας ή απόγνωσης στις οποίες είναι δυνατόν να βρίσκεται όταν βλέπει τον Κλαμ, εξάλλου, βλέπει τον Κλαμ μόνο για μια δυο στιγμές.
Η εικόνα του Κλαμ είναι άπιαστη, ωστόσο η σημασία του καθοριστική:
(σελ. 103) [“What if” το αναφέρει ο Μαρμαρινός]:
Αν δεν ήταν ο Κλαμ, εσείς δε θα ήσαστε δυστυχής και δεν θα καθόσαστε με σταυρωμένα χέρια στον κήπο, αν δεν ήταν ο Κλαμ, ο Χανς δε θα σας έβλεπε καθισμένη εκεί, αν δεν ήσαστε δυστυχής, ένας δειλός νέος σαν τον Χανς ποτέ δεν θα τολμούσε να σας μιλήσει, αν δεν ήταν ο Κλαμ, ο Χανς δε θα σας έβλεπε ποτέ κλαμένη, αν δεν ήταν ο Κλαμ, ο καλός γερο –θειος δε θα σας έβλεπε να κάθεστε μαζί με τον Χανς, αν δεν ήταν ο Κλαμ, εσείς δε θ’ αδιαφορούσατε για το τι σας προσφέρει ακόμα η ζωή, κι έτσι δεν θα παντρευόσαστε ποτέ τον Χανς. Αν δεν προσπαθούσατε να ξεχάσετε δεν θα εντείνατε τόσο τις δυνάμεις σας και δεν θα τα καταφέρνατε τόσο λαμπρά στο ξενοδοχείο, κλπ. κλπ.
Ο Κ. μαθαίνει από πολύ νωρίς ότι στον Πύργο δε χρειάζονται χωρομέτρη, ήταν ένα λάθος η πρόσκλησή του. Παρόλ’ αυτά, εμμένει στις απέλπιδες προσπάθειες να διεισδύσει στο κέντρο, σε αντίστροφη πορεία με τον Κ. της Δίκης που προσπαθεί ν’ αποφύγει την εξουσία. Εκείνος, ένας ξένος, ένας παρείσακτος, ένας ανεπιθύμητος που κυκλοφορεί ανάμεσά μας και δημιουργεί συνέχεια εμπόδια, δείχνει την αποφασιστικότητα το θάρρος και την επιμονή που τον χαρακτήριζε και στη Δίκη:
"Είναι πραγματικά πολύ παράξενο. Σέβομαι απόλυτα αυτό που μου λέτε και θεωρώ ότι έχετε απόλυτο δίκιο που λέτε ότι εσείς γνωρίζετε τα πάντα εδώ. Όμως το ότι γνωρίζετε τα πάντα εδώ έχει κι ένα μειονέκτημα: Φοβάστε. Και ο φόβος παραμορφώνει την εικόνα αυτού που έχετε μπροστά σας".
Οι σπείρες δεν οδηγούν πουθενά. Ο Κ. βυθίζεται όλο και περισσότερο σ’ έναν κόσμο παραλόγου, στον οποίο συνοδεύεται από δυο «βοηθούς»- καρικατούρες που τον στοιχειώνουν και ταυτόχρονα τον διακωμωδούν. Τα βήματα με τα οποία «προχωράει» η υπόθεσή του είναι σχεδόν «σημειωτόν», μέσα από ατέλειωτες γραφειοκρατικές διαδικασίες, (π.χ. στις Υπηρεσίες Ελέγχου οι τοίχοι είναι σκεπασμένοι με φακέλους εγγράφων, που στοιβάζονται ο ένας πάνω στον άλλον, και καθώς κατά σωρούς τα έγγραφα εισέρχονται και εξέρχονται συνεχώς με μεγάλη ταχύτητα, οι φάκελοι ολοένα πέφτουν στο πάτωμα και ακριβώς αυτοί οι αιώνιοι, αδιάκοποι κρότοι αποτελούν το διακριτικό γνώρισμα του γραφείου του Σορτίνι). Σκέτη ποίηση!
και (σελ. 76):
Σ’ έναν τόσο απέραντο διοικητικό μηχανισμό όπως του Κόμητος, συμβαίνει κάποτε η μία υπηρεσία να διατάσσει ετούτο και η άλλη εκείνο. Καμιά δε γνωρίζει τι κάνει η άλλη και μολονότι ο ανώτατος έλεγχος είναι απολύτως επαρκής, ως εκ της φύσεώς του παρεμβαίνει πολύ αργά, κι έτσι κάθε τόσο προκύπτει κάποια μικροσύγχυση.
Μοιάζει Οδύσσεια η περιπλάνηση του Κ., μέσα σε σκηνικά ασφυκτικά, εφιαλτικά, νυχτερινά, σε σπίτια μίζερα, σε λουτρά, πλυσταριά, άδεια σχολεία και στάβλους όπου οι άνθρωποι ή κοιμούνται ή είναι άρρωστοι, ή νυστάζουν, ή ο ίδιος είναι εξουθενωμένος. Η περίπτωση του Βαρνάβα, αγγελιοφόρου που μοναδική του αποστολή ήταν να παραδώσει κάποτε μια επιστολή στον Κ. περιγράφεται χαρακτηριστικά, θυμίζοντας θέατρο του παραλόγου (σελ. 212: Μιλάει στον Κλαμ, είναι όμως ο Κλαμ; Μήπως είναι κανένας που μοιάζει στον Κλαμ; (…)Έτσι ο κόσμος καλλιεργεί ο ίδιος το μπέρδεμά του).
Απίστευτα νυσταγμένος είναι ο Κ. στο σημείο που φτάνει πιο κοντά στον στόχο του (τίποτα σπουδαίο, όχι καν στον Κλαμ), κι όλο και περισσότερο εξουθενωμένος καθώς προχωράει στη σπειροειδή του αναζήτηση (υφίσταται και δυο νυχτερινές ανακρίσεις). Το έργο δεν τελείωσε, αλλά , απ’ ό, τι ο ίδιος ο Κάφκα ανέφερε στον Μπροντ, ο Κ. θα πέθαινε από εξάνληση τη μέρα που θα του ανακοινωνόταν ότι πλέον μπορεί να ζει και να εργάζεται μόνιμα στο χωριό…
Δε θεωρώ σκόπιμο ν’ αναζητά κανείς αλληγορικές σχέσεις στην τέχνη του παράλογου. Οι εικόνες μιλούν μόνες τους. Αυτό που δυσκολεύεται κανείς να επισημάνει είναι μια γεύση «πνευματικής ελευθερίας» που χαρακτηρίζει τον Κ. και στη Δίκη και στον Πύργο, αλλά εντοπίζεται πρώιμα, όχι στο τέλος όπου ο ήρωας φαίνεται να νικιέται πια από δυνάμεις υπεράνω των δικών του. Αντιγράφω από τη σελίδα 129:
Σαν να ήταν τώρα στ’ αλήθεια πιο ελεύθερος από κάθε άλλη φορά, μπορούσε να περιμένει εδώ όσο ήθελε σε τούτο το μέρος, που συνήθως του ήταν απαγορευμένο και είχε κερδίσει μια τέτοια ελευθερία, που σχεδόν άλλος κανείς δεν την είχε κερδίσει και σαν κανείς να μην τολμούσε να τον αγγίξει πια ή να τον διώξουν ή έστω να του μιλήσει· αλλά – κι αυτή η πεποίθηση ήταν εξίσου ισχυρή όσο και η άλλη- σαν να μην υπήρχε ταυτόχρονα τίποτα πιο παράλογο, τίποτα πιο απελπισμένο απ’ αυτήν την ελευθερία, αυτήν την αναμονή, αυτό το απαραβίαστο.
Χριστίνα Παπαγγελή