Πέμπτη, Δεκεμβρίου 27, 2007

στην ακτή, Ίαν Μακ Γιούαν

Το βιβλίο ξεκινά με μια εκτενέστατη κι αναλυτικότατη περιγραφή της πρώτης νύχτας του γάμου δύο «αθώων νεαρών νιόπαντρων», όπως λέει το οπισθόφυλλο (alef: “Η ιστορία του απλή και αδρή, σχεδόν… εξωπραγματική για το αφάνταστα σεξουαλικά ελεύθερο τώρα”), δύο μορφωμένων αλλά άπειρων και παρθένων νέων της δεκαετίας του ‘60, με τη διαφορά ότι δεν πρόκειται για συνηθισμένη συστολή, εφόσον η κοπέλα είναι απελπιστικά ψυχρή κι εγωίστρια. Ο Γιούαν, με την ψυχογραφική του ικανότητα, μας μεταφέρει αναλυτικά κάθε μύχια σκέψη και συναίσθημα των ηρώων και ως εκ τούτου, το βιβλίου έχει ενδιαφέρον καθώς γεννιέται η περιέργεια για το πώς θα καταλήξει αυτή η ιδιόρρυθμη σχέση.
Η πρώτη λοιπόν προσπάθεια σεξουαλικής επαφής αποβαίνει γελοία, σχεδόν «Γουντι αλλενική», εφόσον ο ‘Εντουαρντ αποδεικνύεται ανίκανος να … ξεκουμπώσει το φουστάνι. Μεσολαβεί ένα μεγάλο κεφάλαιο αναδρομών στην παιδική ηλικία του καθένα χωρίς τα γεγονότα να ερμηνεύουν την προβληματική και σπαστική στάση της κοπέλας, κι όταν τέλος αυτή παραδίδεται ψυχρά και παθητικά στο μοιραίο, με μια ανόητη αφορμή τον ταπεινώνει, φεύγει έξαλλη και του προτείνει … να ζήσουν ως σύζυγοι χωρίς να’ χουν σεξουαλική επαφή!!
Αυτός είναι ο σκελετός, και ο εμπαθής αναγνώστης (δηλαδή…εγώ!!) ταυτίζεται με τον ‘Εντουαρντ, εφόσον η Φλώρενς είναι εξοργιστική και αντιπαθέστατη. Εδώ ωστόσο βρίσκεται κατά τη γνώμη μου και η αρετή του βιβλίου: ο Γιούαν μας οδηγεί βήμα- βήμα στο να δείξει την αναγκαιότητα που οδηγεί τους δυο ήρωες στις αντιδράσεις τους, αλλά και στο να καταλήξει ο Έντουαρντ -στα όψιμα πλέον χρόνια της ωριμότητας-, ότι ήταν «λάθος» του να μη δεχτεί την παράλογη πρόταση της Φλώρενς, η άρνησή του ήταν δηλαδή μια εγωιστική απάντηση στον δικό της εγωισμό, που απομάκρυνε μοιραία δυο ανθρώπους που ουσιαστικά αγαπιόντουσαν.
(σελ. 216, τελευταία):
Όταν τη σκεφτόταν, τον κατέπλησσε το γεγονός ότι είχε αφήσει αυτό το κορίτσι με το βιολί να φύγει. Τώρα βέβαια έβλεπε ότι η αυτοκαταστροφική της πρόταση ήταν άσχετη. Το μόνο που ζητούσε ήταν η βεβαιότητα της αγάπης του πως δεν υπήρχε βιασύνη, όταν είχαν μπροστά τους ολόκληρη ζωή. Η αγάπη και η υπομονή-αν μπορούσε να τα διαθέτει και τα δυο μαζί- σίγουρα θα τους είχαν βοηθήσει να τα καταφέρουν. (…)Έτσι μπορεί ν’ αλλάξει η πορεία μιας ζωής- μένοντας αδρανής.
Θέτει, επομένως, ένα θεωρητικό ζήτημα με τον τρόπο του ο Γιούαν, και δίνει μια υποθετική απάντηση που θυμίζει λίγο «Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας» του Ε. Κήλυ (Το ότι ο Εγγλέζος δεν επισκέπτεται ποτέ την ελληνίδα φίλη του, αν κι εκείνη τον έδιωξε, είναι ήδη μια απάντηση για τα συναισθήματά του). Προσωπικά, δεν μπορώ να συμμεριστώ αυτήν την οπτική, δεν μπορώ παρά να βλέπω σαν ένα ισότιμο μέλος το «έτερον ήμισυ», όχι σαν αναξιοπαθούν άτομο που χρήζει βοηθείας, στήριξης, τουλάχιστον σ’ αυτό το βαθμό. Παρόλ’ αυτά, το δεύτερο μισό του βιβλίου αποκτά ιδιαίτερο ψυχογραφικό ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή έχει συναισθηματικές ανατροπές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σκηνή κατά την οποία ο συγκρατημένος ‘Εντουαρντ, υπερασπιζόμενος τον αδύναμο φίλο του Μέιδερ, σπάει στο ξύλο έναν μάγκα ανταποδίδοντας την προσβολή. Αντί όμως ευγνωμοσύνης, δέχεται την ψυχρότητα του Μέιδερ:
(σελ. 128):
Στην αρχή ο Έντουαρντ πίστευε ότι το λάθος του ήταν ότι με το να παραστεί μάρτυρας του εξευτελισμού του είχε πληγώσει την περηφάνεια του Μέιδερ, την οποία μετά ο Έ. αποκατέστησε ενεργώντας σαν υπερασπιστής του, δείχνοντας ότι εκείνος ήταν σκληρός, ενώ ο Μ. ένα ευάλωτο ανθρωπάκι. Αργότερα συνειδητοποίησε ότι αυτό που είχε κάνει, απλώς δεν ήταν κομψό, και η ντροπή του μεγάλωσε ακόμα περισσότερο. Οι καβγάδες στους δρόμους δεν συμβάδιζαν με την ποίηση και την ειρωνέια, την τζαζ και την ιστορία. Ήταν ένοχος κακού γούστου. Δεν ήταν το άτομο που νόμιζε πως ήταν. Αυτό που έβλεπε ως μια ενδιαφέρουσα παραξενιά, μια τραχιά αρετή, αποδεικνυόταν πως ήταν μια χυδαιότητα. Ήταν μια ταπεινωτική επαναξιολόγηση.

Συμφωνώ με την τελική κρίση της anagnostria ότι το βιβλίο «μεγεθύνει μια εξαίρεση», «όμως δεν είναι λίγα τα λογοτεχνικά έργα που γράφτηκαν με θέμα την εξαίρεση και όχι τον κανόνα», και αντιγράφω από το alef:
«Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι το μεγάλο έργο δεν χρειάζεται καθόλου την οργιαστική πλοκή διότι η ανθρώπινη φύση κι όλο το μεγαλείο της αποκαλύπτεται στα σημεία. Κι ο ΜακΓιούαν είναι μάστορας του μέγιστου στο ελάχιστο. Εξάλλου δυο οι τρόποι να δεις το σύμπαν, σφαιρικά ή βυθιζόμενος στη λεπτομέρεια.
Εν τέλει σ’ αυτή την ιστορία που είναι σαν τη ζωή – ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο- όλα θα μπορούσαν να είχαν ή να μην είχαν συμβεί. Κι όμως πρόκειται μόνον για μια… νύχτα γάμου. Που σε πολλούς μπορεί και να φανεί υπερβολική, ενώ κάποιους άλλους ίσως και να τους κάνει να αναθεωρήσουν.
Αλλ’ ούτε λόγος, το μεγαλείο κρύβεται και κρίνεται στα σημεία».

Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Δεκεμβρίου 22, 2007

Την άλλη φορά, Μαργαρίτα, Μαριάννα Τζιαντζή

Μια σειρά διηγημάτων, που συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους, εφόσον κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι τα ονόματα ανακυκλώνονται με επίκεντρο τη μυστηριώδη Μαργαρίτα, σε διάφορες φάσεις της ζωής της (ερωτευμένη, λεχώνα, μητέρα κλπ.). Χωρίς να παρατάσσονται γραμμικά στο χρόνο οι ιστορίες, στέκουν και ως αυτόνομα διηγήματα και θυμίζουν λίγο, και ως προς τη δομή αλλά και ως προς το ύφος/ήθος το «Χερουβείμ και Σεραφείμ» του Κουμανταρέα
Άλλωστε και η εποχή όπου μας μεταφέρουν είναι η δεκαετία ’70-’80, (σελ. 31: όταν εγώ μεγάλωνα έσβηνε ο αχός της πείνας, χάραζε η αυγή των εθνικών οδών κι ούτε ήξερα πώς είναι να πεθαίνει κανείς»), Αθήνα και μεταπολίτευση και λίγο μπρος, λίγο πίσω, διαδηλώσεις, οκταετία Καραμανλή αλλά και Πολυτεχνείο, όλα σ’ ένα παζλ όπου συντίθενται τα κομμάτια άτακτα, δημιουργώντας μια νοσταλγική ατμόσφαιρα.
Σελ. 34:
Όλα αμβλύνονται, δεν προφταίνεις ν’ αγαπήσεις ή να μισήσεις έναν δρόμο κι αυτός μεταμορφώνεται, οι άξονες συγκλίνουν, αλληλοτέμνονται, μία κοινωνία με δαιμονισμένη κινητικότητα, η οδός Τοσίτσα σήμερα ένας φιλήσυχος πεζόδρομος, τα νεράτζια της δεν κρύβουν πια ξυράφια, η Μεσογείων που κάποτε σού θύμιζε καμένο δέρμα τώρα οδηγεί στη Λούτσα, μεθαύριο στο αεροδρόμιο, όλα ξεχνιούνται, όλα πια είναι ζήτημα ευαισθησίας και παιδείας.
Κάπως «ηθογραφική» είναι η ατμόσφαιρα στα διηγήματα αυτά, εφόσον μας μεταφέρουν σε«καταστάσεις», ακόμα κι όταν πρόκειται για συναισθήματα. Δεν υπάρχει «εξέλιξη», είναι κάπως στατικά, φωτογραφικά, ίσως αυτή να’ ναι και η αρετή τους:
Τα σπίτια άντεξαν, έγιναν οριζόντιες επεκτάσεις, δόθηκαν άδειες για τρώροφα κι αν χάσκουν μια δεκαετία γυμνά τα μπετά, περιμένοντας το δάνειο, όλα με τη σειρά τους.
Κι αν οι βαρέλες έγιναν ορθογώνια υπόστεγα και η παραλία ζει μια δεύτερη άνοιξη με πιτσαρίες, ντισκοτέκ, φωτεινές επιγραφές (…) εσύ κοιτάζσεις σα χαζή αυτή τη ζωή που δε θέλεις να ποστέψεις γι αληθινή. Σα ν’ αντικρύζεις ξαφνικά την πρώτη σου αγάπη να επιστρέφει από ην Αμερική, «γιου νόου», να σου λέει, πράγματα αυτονόητα, κι εσύ να μιλάς για σάμαλι και τουλούμπες.
Πάρε το απόφαση πως όλο αυτό το λαογραφικό υλικό που στριμώχνεις στην καρδιά σου ανήκει στο παρελθόν. (+++) Μάθε κάποτε να ζεις χωρίς βουνά σ’ αυτό το πανοραμικό επίπεδο που γερνάει με αστρική ταχύτητα.
Ξεχώρισα το «Μια τυχαία συνάντηση», όπου περιγράφεται υπαινικτικά ένας αδιέξοδος έρωτας μέσα στη δικτατορία. Παρόμοια συναισθήματα και «Το μπλε παλτό». Και η εποχή όμως διαγράφεται με ανάλογο τρόπο. Πινελιές μας μεταδίδουν ένα κλίμα, όπως: …στη περίπτωσή μας έχουμε δικτατορία βαλκανικού τύπου, και μάλιστα με μαρκεζίνικο άνοιγμα, έτσι μπορούν οι φοιτήτριες ν’ αγαπούν και τα παιδιά να παίζουν» ή «Θάνατος του βασιλέα, και στο Δημοτικό υποχρεωτική έκθεση ιδεών».
Και:
Αντέξαμε σε δύσκολους καιρούς. Βουλιάξαμε (όμως) στα ρηχά, στην άπνοια της πιο ύπουλης άνοιξης.
Νομίζω ότι αυτό είναι και το «κεντρικό θέμα» της Μαριάννας Τζιαντζή σ’ αυτό το μικρό βιβλίο, αυτή την «ύπουλη άνοιξη» μας σκιαγραφεί με πολύ διακριτικό τρόπο, και το πετυχαίνει, αποδεικνύοντας ότι η λογοτεχνική της ικανότητα είναι ισάξια της δημοσιογραφικής.

Το ομώνυμο διήγημα έχει το περιεχόμενο που υπαινίσσεται ο τίτλος: το όραμα της Μαργαρίτας για έναν κόσμο διαφορετικό, όπου όλα παύουν να είναι εφιαλτικά, διακόπτεται απότομα:
Σελ. 82:
Πού πας Μαργαρίτα, οι δρόμοι έχουν κλείσει.
(…)
Άσε Μαργαρίτα, την άλλη φορά.
Μονάχη σου θα βρεις πως αυτό που έγινε είναι μια τόση δα μικρή στιγμή, ένα φτερούγισμα της νύχτας που υπόσχεται τα πάντα, πως ο άλλος γύρος θα είναι δικός σου.
Κι αυτό το σημείο (το τέλος του διηγήματος) έχεται σε αντιστοιχία με το τέλος του βιβλίου:
Γειά σου, Μαργαρίτα, αυτά που ζήσαμε δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ εκείνα που πρόκειται να έρθουν, εσύ το ξέρεις πως αρχίζουμε ξανά απ’ την αρχή.

Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 19, 2007

Νορβηγικό δάσος, Χαρούκι Μουρακάμι

Ένα βιβλίο με θέμα τον έρωτα ως δρόμο προς την συτογνωσία, και μάλιστα έναν έρωτα αδιέξοδο, ανικανοποίητο, κι εν πολλοίς μονόπλευρο. Ίσως αυτό να’ ναι και το μοναδικό πρόβλημα σ’ αυτό το ποιητικό και «σιωπηλό» βιβλίο, γεμάτο από τη σιωπηλή και μονόδρομη ουσιαστικά απαντοχή του πρωταγωνιστή Τόρου Βατανάμπε απέναντι στη Ναόκο, την κοπέλα που αγαπά με πάθος, αλλά στην ουσία δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει ποτέ τη συνάντηση μαζί της, εφόσον εκείνη είναι μπερδεμένη, πληγωμένη και, απ’ ό,τι φαίνεται, ψυχικά –και σωματικά;-«ευνουχισμένη».
Βρισκόμαστε φυσικά στην Ιαπωνία κι αφηγείται ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, ή μάλλον , προσπαθεί, χρόνια μετά απ’ τα γεγονότα που τον σημάδεψαν, να γράψει για τη Ναόκο. Από τις πρώτες σελίδες, ήδη, μας λέει ότι δοκίμασε πολλές φορές να γράψει, αλλά δεν τα κατάφερε.
Ήξερα ότι αν έγραφα μία, την πρώτη γραμμή, τα υπόλοιπα θα ξεχύνονταν στο χαρτί από μονα τους. Όλα ήταν τόσο ξεκάθαρα, τόσο έντονα που δεν ήξερα από πού ν’ αρχίσω- όπως συμβαίνει με τους χάρτες: όταν δείχνουν πάρα πολλά πράγματα, μερικές φορές είναι άχρηστοι.
Αφορμή της αναμόχλευσης των αναμνήσεων είναι το αγαπημένο τραγούδι των Beatles, “Norwegian Wood”, που τον οδηγεί σε μια πρωταρχική εικόνα από τη Ναόκο: σ’ έναν αθώο περίπατο τού ζητάει «να μην την ξεχάσει ποτέ»(τι εγωιστική αφέλεια!!). Ο Τόρου, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι δεν είναι εξίσου αφελής (κι ευτυχώς ούτε κι ο συγγραφέας!), και τελειώνει αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο με μια συγκλονιστική φράση συνειδητότητας και ωριμότητας:
Όσο ξεθωριάζει η θύμηση της Ναόκο μέσα μου, τόσο βαθύτερα την καταλαβαίνω. Ξέρω πια γιατί μου ζήτησε να μην την ξεχάσω. Η Ναόκο ήξερε. Και βέβαια ήξερε. Ήξερε ότι οι αναμνήσεις μου θα θάμπωναν, θα έσβηναν. Γι’ αυτό και με παρακάλεσε να μην την ξεχάσω. Να θυμάμαι ότι έζησε.
Στη σκέψη αυτή μια αφάνταστη, σχεδόν ανυπόφορη θλίψη με κυριεύει. Επειδή η Ναόκο δεν μ’ αγάπησε ποτέ.
Έτσι λοιπόν, έχοντας αυτή την πικρή επίγνωση ξεκινά να ξεδιπλώνει ο αφηγητής τις αναμνήσεις του, εμβαθύνοντας σε μια αγάπη που τον υπερβαίνει αλλά είναι αδιέξοδη. Αρχικά τους φέρνει κοντά η αυτοκτονία του κοινού τους φίλου Κιζούκι, παιδικού φίλου κι εραστή της Ναόκο. Η μυστήρια σχέση που έδενε τους τρεις ήταν μοναδική κι αναντικατάστατη, μια ισορροπία που φαίνεται ότι διατηρούνταν με κεντρικό πρόσωπο τον Κιζούκι (είχε ένα σπάνιο ταλέντο: ήξερε να βρίσκει ενδιαφέροντα στοιχεία στα γενικά αδιάφορα σχόλια οποιουδήποτε συνομιλητή κι έτσι συζητώντας μαζί του είχες πάντα την αίσθηση πως ήσουν ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων άνθρωπος που ζούσε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ζωή).
Η οδυνηρή απουσία του Κιζούκι φέρνει άλλες ισορροπίες. Οι δυο ήρωες είναι σιωπηλοί κι αισθησιακοί, κι η πιο στενή τους προσέγγιση είναι μια βραδιά που η Ναόκο «μιλά ακατάπαυστα» αλλά «υπήρχε κάτι αφύσικο στις ιστορίες της» κι αυτό ήταν η προσπάθεια ν’ αποφύγει κάποια θέματα. Η ερωτική συνεύρεση που ακολουθεί είναι η μοναδική τους, αλλά και μοναδικής ψυχικής έντασης, και μοναδικός επίσης ο τρόπος με τον οποίο ο Μουρακάμι αποδίδει τη μοναδική αυτή στιγμή.
Η ένταση αυτή διώχνει την Ναόκο μακριά κι οι δυο πρωταγωνιστές χάνονται. Ο Τάρου είναι ανοιχτός, έχει την ιδιοσυγκρασία του ποιητή και εμπλέκεται σε διάφορες σχέσεις από τις οποίες ξεχωρίζει η Μιντόρι, μια γυναίκα αντιδιαμετρικά αντίθετη από τη Ναόκο, γήινη, συναισθηματική, (λίγο σπαστική στις απαιτήσεις της) κι ερωτική! Ο Τάρου περιγράφει, γραμμικά στο χρόνο αλλά ουσιαστικά και με βάθος, τις εσωτερικές συγκρούσεις μέσα από τα γεγονότα.
Η Ναόκο ξαναβρίσκεται χρόνια αργότερα σε νοσηλευτικό ίδρυμα όπου συνδέεται ψυχικά με τον τέταρτο χαρακτήρα που διαγράφεται αρκετά γλαφυρά στο βιβλίο, τη Ρέικο. Ο Τάρου αποκτά ουσιαστική σχέση και με τη Ρέικο, ενώ η Μιντόρι εξαφανίζεται για να τον προσελκύσει και πάλι. Βλέπουμε δηλαδή μια συναισθηματική αστάθεια, ή μάλλον «πολλαπλότητα» που γοητεύει, εφόσον είναι …πειστική. Η συναισθηματική του σύγχυση κορυφώνεται όταν μαθαίνει ότι αυτοκτόνησε και η Ναόκο, γεγονός όμως που φαίνεται ότι τον ωριμάζει, κι από κει και πέρα αρχίζει να επεμβαίνει πιο δυναμικά στην ίδια του τη ζωή.
Σελ. 472:
Ο θάνατος του Κιζούκι με είχε διδάξει κάτι, μιά πίστη που ένιωθα ότι την είχα κάνει δική μου, κομμάτι του εαυτού μου: ο θάνατος υπάρχει, όχι ως το αντίθετο της ζωής αλλά ως μέρος της. Ζώντας καθένας τη ζωή του, τρέφουμε τον θάνατο. Μα όσο κι αν αυτό είναι αλήθεια, δεν είναι παρά μία μόνο από τις αλήθειες που πρέπει να μάθουμε. Ο θάνατος της Ναόκο με δίδαξε κάτι ακόμα: δεν υπάρχει αλήθεια ικανή να γιατρέψει τη λύπη. Δεν υπάρχει ούτε αλήθεια ούτε εντιμότητα ούτε δύναμη ούτε καλοσύνη ούτε τίποτα που να μπορεί να γιατρέψει αυτή τη λύπη. Πρέπει να την αντέξουμε ως το τέλος και να μάθουμε κάτι απ’ αυτή. Μα ό, τι κι αν μάθουμε, δεν θα μας βοηθήσει την επόμενη φορά που μια παρόμοια λύπη θα έρθει να μας συντρίψει απροειδοποίητα.


Χριστίνα Παπαγγελή

Υ.Γ. Ωραιότατη η παρουσίαση από τον librofilo εδώ, ο οποίος με τη σειρά του παραπέμπει και σε άλλους "μουρακαμικούς"!!

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 14, 2007

Ψέματα και μυστικά, Κέιτ Άτκινσον

Αυτό το βιβλίο μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω γιατί δε μ’ αρέσει ο νατουραλισμός, ή μάλλον, ποια στοιχεία του νατουραλισμού δε μ’ αρέσουν. Βέβαια, δεν είμαι απόλυτα βέβαιη ότι έχει τη σφραγίδα του νατουραλισμού, εφόσον δεν πρόκειται για υψηλή λογοτεχνία, αλλά μάλλον για μια αστυνομικού τύπου ιστορία μυστηρίου που δίνει την ευκαιρία να διερευνήσει τις οικογενειακές σχέσεις(προσφιλής τεχνική της συγγραφέως, της οποίας το «Στα παρασκήνια του μουσείου» μου είχε αρέσει πολύ, όπως και «Το ανθρώπινο κροκέ»).
Για την ακρίβεια, όλο το βιβλίο χτίζεται γύρω από τρεις ιστορίες μυστηρίου (εξαφάνισης και φόνων) που προσπαθεί, μετά από χρόνια, να εξιχνιάσει ένας πρώην αστυνομικός και νυν ντέτεκτιβ (κλασικά). Το «στήσιμο» των τριών μυστηρίων γίνεται παράλληλα, φτάνει περίπου ως το ένα τρίτο του βιβλίου και κουράζει. Μόλις έχεις «μπει» μέσα στην μια υπόθεση, καλείσαι να μεταφερθείς αλλού, με άλλα ονόματα και άλλα σκηνικά. Φυσικά οι ιστορίες κάποτε συγκλίνουν, άλλωστε ο κοινός πρωταγωνιστής ντετέκτιβ Μπρόντι συντελεί σ’ αυτό. Η πλοκή παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, ή μάλλον, ξυπνά την περιέργεια και – ευτυχώς!- ο αναγνώστης ικανοποιείται στο τέλος από αξιοπρεπείς λύσεις, ή μάλλον απαντήσεις στα μυστήρια, γιατί οι λύσεις δεν αποκαλύπτονται ακριβώς από τον ντετέκτιβ αλλά από τον παντογνώστη συγγραφέα… (αδυναμία της αφήγησης: κάπως αυθαίρετα, ο συγγραφέας ανατρέχει στο παρελθόν για να περιγράψει με λεπτομέρειες τι ακριβώς έγινε. Είναι αυτό που μαθαίνουμε στη λογοτεχνία «εξωτερική αφήγηση»; Αν ναι, δε μ’ αρέσει!!)
Όσο αφορά το ύφος, είναι γρήγορο, σατιρικό και έξυπνο, δηλαδή με έξυπνες ατάκες και σχόλια. Μπορεί να σε γοητεύσει, αλλά εμένα στο τέλος μ’ εκνευρίζει. Είναι δεδομένο ότι οι άνθρωποι είναι διεφθαρμένοι ή αλλοτριωμένοι ή «εαυτούληδες». Δεν είναι παρά ανθρώπινοι «τύποι», τύποι που τους συναντάς στην αλλοτριωμένη κοινωνία μας. Ακόμα και τα συναισθήματα παρουσιάζονται περιχαρακωμένα και τυποποιημένα μέσα από τον αποστασιοποιημένο φακό του συγγραφέα αφηγητή. Εδώ βρίσκω και την ομοιότητα με τον νατουραλισμό, αν και φυσικά στερείται της λογοτεχνικότητας των μεγάλων νατουραλιστών. Είναι τόσο στατικοί και προβλέψιμοι οι χαρακτήρες, σα φωτογραφίες. Το μόνο που σε κρατά είναιη πλοκή, κι αυτή με αδυναμίες…

Χρισίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Δεκεμβρίου 08, 2007

Το τελευταίο παραμύθι του Μιγκέλ Τόρρες ντα Σίλβα,Τόμας Φόγκελ

Δεν μ’ ενδιαφέρει αν μια ιστορία έχει συμβεί
στην πραγματικότητα, αλλά αν είναι αληθινή
Ένα παραμύθι με κεντρικό θέμα ένα… παραμύθι. Το αφηγείται ο εγγονός ενός περίφημου παραμυθά, ο οποίος πεθαίνοντας άφησε μισοτελειωμένη μια απ’ τις εκπληκτικές του ιστορίες.
Ο Μανουέλ (ο εγγονός), βασανίζεται απ’ την απορία για ο τέλος της χαμένης ιστορίας και στρέφεται στην αναζήτηση των προφορικών αφηγήσεων που χάθηκαν μαζί με το θάνατο του παππού.
Καθώς σπουδάζει μαθηματικά στην Κοϊμπρα, έχει την ευκαιρία να συναναστραφεί μ’ έναν φωτισμένο μαθηματικό που διερευνά τη σχέση της αφήγησης με … τα μαθηματικά. Έτσι, έχουμε τη σχέση μαθητή και δάσκαλου, ο οποίος είναι πνεύμα ευρύ και ανήσυχο. Εμβαθύνει στη σχέση των μαθηματικών με τον κόσμο και τη ζωή και αγαπημένο του σλόγκαν είναι η φράση: «το ένα συναντά το άλλο». Ασχολείται ουσιαστικά με μια «φιλοσοφία» των μαθηματικών, τα οποία συσχετίζει με την αγάπη (σελ. 37: Στην αγάπη υπάρχουν αιώνιες αλήθειες, το ίδιο και στα μαθηματικά), με την περιπέτεια (σαν το θαλασσινό ταξίδι) με το …σκάκι (πρέπει κανείς να διακυβεύει τα πάντα, να θυσιάζει σκέψεις που του είναι αγαπητές για να συνεχίσει μια αγαπητή κίνηση), και φυσικά με τη γλώσσα . Η φιλοσοφία γίνεται κάποια στιγμή και αριθμοσοφία, ένα παιχνίδι παρατηρήσεων και υποθέσεων (σελ. 140: όπως θα έχεις καταλάβει, τα παιχνίδια αρέσουν στους μαθηματικούς).
Το κεντρικό θέμα, όμως, δεν είναι τα μαθηματικά, αλλά το …παραμύθι, η αφήγηση και εννοούμε την προφορική αφήγηση που καθηλώνει το ετερόκλητο ακροατήριο μιας γειτονιάς, μιας ταβέρνας, ενός χωριού. Αυτή η αφήγηση δεν έχει αυτό που ονομάζεται «λογοτεχνικότητα», αλλά στηρίζει τη γοητεία της στην δομή και στην πλοκή. Δεν έχει επεξηγήσεις και αναλύσεις ούτε φραστικά σχήματα. Οι ιστορίες που ανακαλεί ο Μανουέλ σιγά σιγά, με τη διακριτική «βοήθεια» του δασκάλου αλλά και με την ενέργεια που του δίνει ένας παράδοξος έρωτας, μοιάζουν με παραβολές, έχουν τη γοητεία των ταξιδιών, στηρίζονται στο παράξενο, στο παιγνιώδες- προσωπικά μου θύμισαν τις ιστορίες του Νασρεντίν ή της Χαλιμάς (κι αυτές «προφορικές»). Είναι πράγματι πολύ γοητευτικές, θα’ λεγε κανείς ότι είναι «αρχετυπικές».
Οι αναζητήσεις στο χώρο των μαθηματικών αλλά και οι ιστορίες του παππού συγκλίνουν, προς το τέλος του βιβλίου γιατί αφορούν το ίδιο «εσωτερικό ταξίδι»:
σελ. 100-2:
…υπάρχουν σχήματα, σύμβολα και εικόνες που λένε περισσότερα από 100 λέξεις, και υπήρχαν πολύ πριν από τη γραφή. Σκεφτείτε ότι ο λαβύρινθος είναι από τα πρώτα σχήματα που επινόησε ο άνθρωπος. Όποιος τολμούσε να μπει στον λαβύρινθο διακινδύνευε πολλά, ακόμα και τη ζωή του, αλλά είχε και την ευκαιρία –τότε και μόνο τότε-να κερδίσει τα πάντα. (…)όποιος δεν είναι διατεθειμένος να χαθεί, χάνει. Αυτό που μαθαίνουμε από τον Πυθαγόρα αλλά και από τον Αβραάμ Ζακούτο είναι το εσωτερικό ταξίδι.
Έτσι και η τελευταία αυτή ημιτελής ιστορία του παππού, που θα’ δινε τη λύση στο δράμα μιας νεαρής γυναίκας που’ χασε τη …νιότη της ( μόνο σαν συναντήσεις τον εαυτό σου μέσα σε μια ιστορία, σαν να κοιτάζεσαι σε καθρέφτη, μόνο τότε θ’ αποκτήσεις πάλι την αληθινή σου ηλικία, θα ξαναβρείς τη νιότη σου) δίνει την απάντηση σ’ αυτό το θεμελιακό ταξίδι της αναζήτησης της ταυτότητας που αφορά όλους. Η μαθηματική σκέψη του Ριμπέιρο υποδεικνύει ότι η ιστορία του παππού έχει ήδη τελειώσει (σελ. 34: «καλό είναι ν’ ακούει κανείς ιστορίες, καλύτερο όμως είναι ν’ ακολουθεί τη δική του, χωρίς να στέκεται εμπόδιο στον ίδιο του το δρόμο, για να φτάσει έτσι αργά ή γρήγορα στον εαυτό του»/ «μέσα σου είναι η απάντηση. Και ο δρόμος ως εκεί είναι συχνά μακρύς»)
Μια σειρά συμπτώσεων απ’ αυτές που συγχωρούνται μόνο στα …παραμύθια επιβεβαιώνουν την αλήθεια των γεγονότων για τον έκπληκτο Μανουέλ, αν και δεν έχει σημασία η πραγματικότητα γιατί, όπως επισημαίνεται εύστοχα,
η πραγματικότητα είναι υπαρκτή η αλήθεια όμως, όπως και το ψέμα πρέπει να επινοηθεί, είναι γνήσια δημιουργία, άρα σύμβολο ή, πιο σωστά, ένα κομμάτι του πολιτισμού μας.
Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Δεκεμβρίου 01, 2007

Ζοζέ Σαραμάγκου, Περί φωτίσεως

Όταν έχεις διαβάσει δυο τρία βιβλία του Σαραμάγκου, αναγνωρίζεις πια έναν τελείως δικό του, χαρακτηριστικό τρόπο, ένα ιδιαίτερο ύφος/στυλ που δεν το συναντάς σ΄ άλλον συγγραφέα. Και μόνο εξωτερικά, η ανυπαρξία παραγράφων, το ασύνδετο σχήμα ή μάλλον το πολυσύνδετο με συνεχή κόμματα, ακόμα και στους διαλόγους, ή ο μακροπερίοδος λόγος είναι στοιχεία που «φωνάζουν» ότι πρόκειται για έργο του Σαραμάγκου. Αλλά κι επί της ουσίας, η σύλληψη της υπόθεσης είναι πάντοτε στοιχειώδης, μια πυρηνική ιδέα που ξεδιπλώνεται στη συνέχεια «κατά το εικός και αναγκαίον» και υφαίνεται σιγά-σιγά γύρω από τον πυρήνα, σαν κουκούλι. Οι ήρωες μαζί με τα λόγια τους παραθέτουν και τις μύχιες σκέψεις τους κι όλ’ αυτά απαιτούν ένα διαφορετικό –πιο αργό, πιο συγκεντρωμένο- ΡΥΘΜΟ ανάγνωσης, που σου απαγορεύει να πηδήξεις σειρές ή να διαβάσεις βιαστικά, φευγαλέα, διαγώνια κάποια σημεία.
Όλ’ αυτά κατά κανόνα προδιαθέτουν αρνητικά. Κι όμως εμένα εξακολουθεί να με γοητεύει υπερβολικά, και ας είναι το πέμπτο βιβλίο του που διάβασα, κι ας έχουν βλέπω πια κάποια στοιχεία ύφους ως «μανιέρα».
Στην πρωτεύουσα μιας χώρας (χωρίς όνομα) οι εκλογές αναδεικνύουν πρώτη δύναμη το λευκό με ποσοστό 70%. Στις επαναληπτικές εκλογές το ποσοστό είναι ακόμα μεγαλύτερο. Αυτός είναι ο πυρήνας. Ακολουθεί η αναστάτωση, τα παιχνίδια της εξουσίας. Άκρως υπερπραγματικό, μη ρεαλιστικό, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά στον αναγνώστη που γυρεύει ρεαλιστική απεικόνιση. Ωστόσο, μέσα σ’ αυτό το εξωπραγματικό πλαίσιο καταγράφεται μια «άλλη» αλήθεια, ή μάλλον άλλες, πολλές αλήθειες με τρόπο ανάλαφρο, ονειρικό, που ενίοτε αγγίζει το χιούμορ ή, -ίσως- ίσως, τη πικρή σάτιρα. Η ακρότητα της πλοκής (όπως και στο «Περί τυφλότητας», στο «Η σπηλιά» κλπ.), είναι κι εδώ η αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια σχέσεις και δομές κρυμμένες, που αφορούν βασικά το ρόλο της εξουσίας, και τη σχέση της με το πλήθος και το άτομο.
Κρύβουν π.χ. εκπληκτική αλήθεια οι μη ρεαλιστικές (και μάλιστα, παρουσιάζονται κιόλας ως υποθετικές) σκηνές «ανάκρισης» των ψηφοφόρων που παρακολουθούνται πια κατά τη δεύτερη ψηφοφορία εν αγνοία τους:
Σελ.36:
Τρέμουμε και μόνο στη σκέψη τι μπορεί να συμβεί αύριο στον αθώο άνθρωπο όταν τον φέρνουν για ανάκριση, Ομολογείτε ότι είπατε στο πρόσωπο που βρισκόταν μαζί σας Κάποια μέρα θα συνέβαινε, Μάλιστα, το ομολογώ, Σκεφθείτε καλά προτού απαντήσετε,, σε τι αναφερόσασταν με τις λέξεις αυτές, Μιλούσαμε για τον χωρισμό μου, Χωρισμό ή διαζύγιο, Διαζύγιο, Και ποια είναι τα συναισθήματά σας σε σχέση με το εν λόγω διαζύγιο, Νομίζω κάποια οργή και κάποια απογοήτευση, Περισσότερη οργή ή περισσότερη απογοήτευση, Περισσότερη απογοήτευση υποθέτω, Δεν σας φαίνεται, αφού είναι έτσι, πως θα ήταν περισσότερο φυσικό να αφήσετε έναν αναστεναγμό, κλπ.(…) τι σκεφτόσασταν στην πραγματικότητα ότσν είπατε στον φίλο σας τις λέξεις αυτές, Σας απάντησα ήδη, Δώστε μας μια άλλη απάντηση, αυτή δε μας κάνει, Είναι η μοναδική που μπορούσα να σας δώσω γιατί είναι και η αληθινή, Έτσι νομίζετε εσείς, Εκτός κι αν με βάλετε να επινοήσω μία, Κάντε το, εμάς δε μας ενοχλεί καθόλου να επινοήσετε όσες απαντήσεις θέλετε, με το χρόνο και με υπομονή, συν την κατάλληλη εφαρμογή ορισμένων τεχνικών, θα καταλήξετε σ’ εκείνη που θέλουμε ν’ ακούσουμε, Πείτε μου τότε ποια είναι να τελειώνουμε, Α, όχι, δεν έχει γούστο έτσι, για ποιους μας περάσατε κλπ.
Ανάλογου ύφους είναι και το σημείο (πολύ διασκεδαστικό και πικρά αληθινό) όπου οι πράκτορες της κυβέρνησης, μετά τη δεύτερη ψηφοφορία, «ξεδιαλέγουν μια τεράστια ποσότητα υλικού που είχε συλλεγεί από τους πληροφοριοδότες κατά την επιχείρηση “σάρωσης στα σπλάχνα της πληροφορίας’’». Απλές τρέχουσες φράσεις ξεψαχνίζονται ως την τελευταία συλλαβή κι εξαντλούν τον ανακρινόμενο έως ότου:
(σελ. 54):
Και τώρα πέστε μου τι ψηφίσατε (…) Θα έπρεπε να πουν, σύμφωνα με τη σχετική λογική των δημοσκοπήσεων, Ψήφισα λευκό. Τέτοια ευθεία απάντηση, θα μπορούσε να δώσει ένας υπολογιστής ή μια αριθμομηχανή, και θα ήταν η μόνη που θα επέτρεπε η άκαμπτη και ειλικρινής τους φύση, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, και οι άνθρωποι είναι παγκοσμίως γνωστοί ως τα μόνα ζώα ικανά να ψεύδονται, αν και, είναι αλήθεια, μερικές φορές το κάνουν επειδή φοβούνται, μερικές φορές από συμφέρον, κι επίσης μερικές φορές επειδή αντιλαμβάνονται πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος που έχουν στη διάθεσή τους για να υπερασπιστούν την αλήθεια.
Έτσι, μ’ αυτό το μυθικό κι εξωπραγματικό τρόπο κι ο Σαραμάγκου εκφράζει πολλές πικρές αλήθειες απ’ την ιστορική πραγματικότητα: (σελ. 84):
Όταν η πρωτεύουσα βρίσκεται, από δικά της επανειλημμένα σφάλματα, σε κατάσταση πολιορκίας, όταν επαφίεται στις στρατιωτικές δυνάμεις να επιβάλουν την πειθαρχία και να δράσουν αναλόγως σε περίπτωση σοβαρής ανατροπής της κοινωνικής τάξης, όταν οι υψηλά ιστάμενοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση, δίνοντας το λόγο της τιμής τους, να μη διστάσουν όταν έρθει η ώρα να λάβουν αποφάσεις, τότε οι μυστικές υπηρεσίες επιφορτίζονται ν δημιουργήσουν τις κατάλληλες εστίες έντασης που θα δικαιολογούν a priori τη σφοδρότητα της καταστολής που η κυβέρνηση, γενναιόφρων, επιθυμούσε, με όλα τα ειρηνικά μέτρα και, επαναλαμβάνουμε τη λέξη, μέτρα πειθούς, να αποφύγει.
O κλοιός της εξουσίας σφίγγει σιγά σιγά όλο και περισσότερο, παρακολουθούμε τις διαβουλεύσεις των υπουργών, του πρωθυπουργού κι εν γένει των αρχών, ενώ το ιδιαίτερο ύφος του Σαραμάγκου μας επιτρέπει να προσεγγίζουμε και τις μύχιες, εσώτερες σκέψεις τους. Το αδιέξοδο τους οδηγεί να εγκαταλείψουν τη χώρα στην τύχη της, κρυφά μεσ’ στη νύχτα (εκπληκτική η περιγραφή της σκηνής):
να απομονώσουμε τον πληθυσμό, να τους αφήσουμε να βράσουν στο ζουμί τους, αργά ή γρήγορα, είναι αναπόφευκτο, θ’ αρχίσουν οι διενέξεις, θα… θα… (…), Πιστεύετε δηλαδή πως η πόλη δεν θα μπορέσει ν’ αντισταθεί για πολύ, Σαφώς εξάλλου υπάρχει άλλος ένας σημαντικός παράγοντας, ίσως ο πιο σημαντικός απ’ όλους, Ποιος, Όσο κι αν προσπάθησαν κι όσο κι αν επιμείνουν να προσπαθούν, ποτέ δεν θα καταφέρουν να σκέφτονται οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο, Αυτή τη φορά θα έλεγε κανείς πως τα κατάφεραν, παραείναι τέλειο για να είναι αληθινό, κύριε πρόεδρε.
Η διαστροφή της εξουσίας κορυφώνεται όταν σχεδιάζουν να ενοχοποιήσουν, έστω και χωρίς αποδείξεις τη γυναίκα που στο «Περί τυφλώσεως» ήταν η μόνη που δεν τυφλώθηκε! Το γεγονός της διαφορετικότητάς της αρκεί για να την απομονώσουν και να τη χρησιμοποιήσουν ως εξιλαστήριο θύμα, δείχνοντας παράλληλα ότι οι αρχές «παράγουν έργο». Όμως, όπως λέει κι ο Μπρεχτ, « Στρατηγέ, ο άνθρωπος έχει ένα ελάττωμα, ξέρει να σκέφτεται». Στην περίπτωση, η ανθρωπιστική συνείδηση ξύπνησε στον αρχηγό της αστυνομίας, ο οποίος υψώνει τη μοναχική του φωνή απέναντι στον παραλογισμό της απονενοημένης εξουσίας. Παρακολουθούμε τον σταδιακό του αποκλεισμό καθώς και τις αντιστάσεις του, ενώ η ατμόσφαιρα είναι τελείως καφκική, όχι μόνο από άποψη ύφους (όπου εξαρχής υπάρχουν αναλογίες) αλλά και από άποψη περιεχομένου: ο ανώνυμος ήρωάς μας, σαν τον Κ. της Δίκης, τα βάζει απέλπιδα με την απρόσωπη «αρχή», με τον παραλογισμό, και το τέλος που του επιφυλάσσεται είναι παρόμοιο.
«Δεν είμαι εγώ απαισιόδοξος, Είναι ο κόσμος απαίσιος», ισχυρίζεται ο Ζοζέ Σαραμάγκου.

Χρισίνα Παπαγγελή