Κυριακή, Ιουνίου 24, 2007

Σώτης Τριανταφύλλου, Κινέζικα κουτιά

Tο βαρέθηκα, το βαρέθηκα, το βαρέθηκα, αλλά κατάφερα επιτέλους να το τελειώσω, μετά από ένα διάλειμμα … δυο μηνών!!! Παρά το ευφυές γράψιμο, το ατμοσφαιρικό ύφος, τον ενδιαφέροντα πλην χαρακτηριστικά –σκόπιμα φαντάζομαι- τυπικό χαρακτήρα του ήρωα ( αποτυχημένος μπάτσος που εμπλέκεται σ’ εξιχνίαση μυστηριωδών φόνων, μοναχικός και ερωτευμένος χωρίς ελπίδα, συνεργάζεται απρόθυμα με την αστυνομία η οποία τον χρειάζεται εντέλει), παρόλες λοιπόν αυτές τις θετικές προδιαγραφές, το βιβλίο δεν κυλούσε , τουλάχιστον στα δικά μου χέρια…
Αυτό που με κούρασε αρχικά ήταν η υπερβολική συσσώρευση εξωτερικών στοιχείων προκειμένου ν’ αποδοθεί η ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης, για την ακρίβεια ο υπόκοσμος, το «underground», η υπόγεια, ρατσιστική κι εγκληματική όψη της μεγαλούπολης. Έχεις την αίσθηση ότι η συγγραφέας έχει διαρκώς στο νου της να δώσει αβίαστα και βιωματικά λεπτομέρειες κι αποχρώσεις από την καθημερινότητα της ζωής στο κοινωνικό αυτό στρώμα, σε σημείο που της γίνεται έμμονη ιδέα. Πληροφορίες, πληροφορίες, πληροφορίες. Αξιοθαύμαστες, βέβαια: δεν μπορεί παρά ν’ αναφωνήσεις: μα πού τα ξέρει όλ’ αυτά; Και πρέπει να της αναγνωρίσουμε ότι δεν είναι ξερές και ξεκομμένες όπως οι πληροφορίες για τις αυτοκινητοβιομηχανίες στον «Υπόγειο ουρανό», (παρόλ’ αυτά εκείνο δεν με κούρασε). Είναι ενταγμένες στο σύνολο, είναι βιωματικές, είναι πιπεράτες. Ναι, αλλά είναι πολλές! Με το μεράκι ν’ αποδώσει αγαπημένες καθημερινές έστω ταπεινές στιγμές της ζωής της πόλης, θαρρείς αγγίζει πια το επίπεδο, αν όχι της ιστορίας, της λαογραφίας- χάνεις τη μαγεία της λογοτεχνίας, κάτι σαν επίδειξη…
Έτσι, στην αρχή τουλάχιστον σαγηνεύεσαι, αν θες, από την ατμόσφαιρα κι η εξέλιξη της υπόθεσης είναι πολύ χαλαρή, έως ανύπαρκτη. Ψάχνεις ξανά και ξανά τα ονόματα να βρεις τα νήματα που δένουν την πλοκή. Ξέρει βέβαια ο αναγνώστης ότι έτσι συμβαίνει και στη ζωή, ιδιαίτερα στο χώρο του εγκλήματος, του ρατσισμού, του φανατισμού, των κυκλωμάτων ναρκωτικών κλπ. Τα εφτά εγκλήματα δεν εξιχνιάζονται ποτέ στη ουσία, απλώς πολλαπλασιάζονται οι ενδείξεις για το ότι πρόκειται γι’ ανταπόδοση ρατσιστικών επιθέσεων από οργάνωση ( εμπνευσμένα τα μυθοπλαστικά στοιχεία, π.χ. το όνομα «Σφυρόχεροι», το μοτίβο του ελαφιού κ.α.!).
Σιγά σιγά γίνονται λοιπόν κάποιοι συσχετισμοί. Υπεισέρχεται το …κινέζικο στοιχείο, καταλυτικό, η συγγραφέας κάνει μια αξιοθαύμαστη ανατομία του κοινωνικού αυτόυ στρώματος της κοινωνίας της Ν. Υ. κι ο μοναχικός μας ήρωας προσπαθεί ν’ ακολουθήσει την κινέζικο τρόπο σκέψης.
(σελ. 23):
Οι συμβουλές που είχε αναζητήσει ο Σ. Μ. στα κινέζικα κουλουράκια της τύχης δεν είχαν χρησιμεύσει σε τίποτα.: «Μάθε από τους φίλους σου, αλλά κυρίως μάθε από τους εχθρούς σου», κλπ. Όλα ακούγονταν σοφά και γεμάτα βαθιά νοήματα, αλλά δεν κατάφερναν να απαλύνουν τον πόνο της απουσίας· η απουσία τον συντρόφευε μέρα νύχτα και η αϋπνία κρατούσε τον πόνο ζωντανό: ο Μ. είχε συνηθίσει να ζει μαζί του· και παρόλ’ αυτά, κάθε φορά που άνοιγε ένα κουλουράκι της τύχης προσδοκούσε να του φανερωθεί μια πρωτόγνωρη, λυτρωτική αλήθεια.
Αυτό που με κράτησε να συνεχίσω το βιβλίο, ήταν ο τρόπος που αποδίδεται η μοναχικότητα του ήρωα, στις μικρές καθημερινές στιγμές του, στον τρόπο σκέψης, στις αντιδράσεις… Εδώ πράγματι γοητεύτηκα, παρόμοια γοητεία μ’ αυτήν που ένιωσα διαβάζοντας την τριλογία του Ιζζό (παρόμοιος χαρακτήρας)
(Όταν η αγαπημένη του, όπως αναθυμάται) «τιτιβίζοντας» έβγαλε τη γόβα της, την αναποδογύρισε και την τίναξε, γιατί, είπε, είχε μπει μέσα ένα πετραδάκι. Ο Μ. νόμιζε πως θα πέθαινε επί τόπου· τέτοια λιποψυχία ήταν εξευτελιστική· είχε περάσει τη ζωή του στο κέντρο της απελπισίας των άλλων· είχε αντικρίσει πτώματα, μαχαιρώματα κ.λ.π.κ .κ.λ.π (…). Τώρα όμως μπροστά στην Άλισον ένιωθε αδύναμος.
(…) Θυμόταν τη φωτογραφία δεν θυμόταν την πραγματικότητα.
Προς το τέλος πληθαίνουν οι αναφορές στα κινέζικα κουτιά:
«Η ζωή μου», σκέφτηκε, «μοιάζει με τα κινέζικα κουτιά. Όταν ανοίγεις το ένα, βρίσκεις μέσα του ένα μικρότερο, κλειστό, και ούτω καθεξής».
Παρόλο που οι συμπτώσεις και η τυχαιότητα παίζουν το ρόλο τους στο βιβλίο, ή μάλλον ακριβώς εξαιτίας αυτού του στοιχείου, θα ‘έλεγα ότι τα κουτιά είναι παράλληλα, κι όχι το ένα μέσα στο άλλο. Όλα είναι ενδείξεις, και πολύ χαλαρά συνδεδεμένα τα μυστήρια. Στην κρίση του αναγνώστη; Στην τύχη της …πραγματικότητας που υπερβαίνει τη συνοχή; Ότι κι αν είναι, στο τέλος ο ήρωας φαίνεται να λυτρώνεται και να παίρνει τη – μοναχική πάντα- ζωή στα χέρια του.
Αντιγράφω και απόσπασμα από την παρουσίαση του λιμπρόφιλου:
"Η ασφυξία της Chinatown,ο "φτωχός και μόνος καουμπόϋ" Μαλόουν που φέρνει στο νου δεκάδες ήρωες pulp μυθιστορημάτων,η βροχή που θυμίζει Blade Runner,οι μπάτσοι με τις μικρές προσωπικές τους ιστορίες,η Αμερικάνικη επαρχία με τους συντηρητικούς-φασιστοειδείς κατοίκους της-ο περίγυρος λειτουργεί τέλεια.Εκείνο που λείπει από την νουβέλα,είναι η πλοκή,η δράση που είναι απαραίτητο συστατικό ενός πειράματος τέτοιου είδους".

Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Ιουνίου 19, 2007

284 λέξεις για τα γραπτά ή προσωπική μυθολογία του Ανδρέα Εμπειρίκου

Ο λόγος του Εμπειρίκου γίνεται αυτοβιογραφικός χωρίς να χάνει τα χαρακτηριστικά της υπερρεαλιστικής γραφής. Αποδεσμευμένος από τις συμβάσεις των κοινωνικών κανόνων λειτουργεί απελευθερωτικά καθώς τον διαβάζω. Ο Εμπειρίκος απελευθερώνει από τη βαρύτητα των κοινωνικών καταναγκασμών.
Θυμάμαι έντονα το Αμούρ – Αμούρ, την αίσθηση των εικόνων άδολου ερωτισμού αλλά και την προλογική λειτουργία του. «Καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα το δρόμο τους, σκέφτηκα πόσο ενδιαφέρον θα ήτο, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας, το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα, ή την πτώσι των υδάτων μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αντί να περιγράψω αυτό το κύλισμα,...»
Μου προκαλούν την περιέργεια οι αφιερώσεις στην αρχή των αφηγημάτων του να ψάξω, να συνθέσω τις παρέες, το κοινωνικό περιβάλλον, τις αναφορές της ζωής του ποιητή, τα σημεία εκείνα που τον σημάδεψαν και στήριξαν το έργο του. Στη Βιβίκα αφιερώνεται το Αμούρ – Αμούρ, άλλα αφιερώνονται στη Μάτση, στο Νίκο Γκάτσο, στο Γιώργο Γουναρόπουλο, στον Οδυσσέα Ελύτη, στην Α.Β.Υ την πριγκήπισσαν Μαρίαν της Ελλάδος.
Κάτι τέτοιο συνήθιζε και ο Νίκος Καββαδίας σε πολλά ποιήματά του.
Η ανάδυση στο φως ενός άδολου – αθώου ερωτισμού είναι το αποτέλεσμα της ποιητικής μυθολογίας του Εμπειρίκου. Το φτερούγισμα της φαντασίας σε ύψη όπου ο ίλιγγος γίνεται ιλαρότητα. Εικόνες χρώματα, ήχοι, αλλά και στοχασμοί συνδυαζόμενα δημιουργούν την αναγνωρίσιμη ατμόσφαιρα των Γραπτών. Επίσης μέσα σ’ αυτά βρίσκω τις ιδέες και τις εικόνες εκείνες που θα γίνουν μεγαλύτερα αφηγήματα. «Οκτάνα», «Η σήμερον, ως αύριον και ως χθες», ακόμη και «Ο μέγας Ανατολικός».
Το παιχνίδισμα των λέξεων είναι εξίσου σημαντικό. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ενοποιεί την ελληνική γλώσσα, αναδεικνύει τους ήχους και τα χρώματα των φθόγγων. Οι φράσεις του αποκτούν μια άλλη μουσικότητα από το άγγιγμα εσωτερικών χορδών.


και άλλες 149 λέξεις από το βιβλίο

· Η ποίησις μεταγγίζεται στη ζωή και η ζωή στην ποίησι.
· ...με βοήθησαν πολύ στην ταχεία κατανόησι και αφομοίωσι του υπερρεαλισμού, αφ’ ενός οι ψυχοαναλυτικές μου γνώσεις, και αφ’ ετέρου η φιλοσοφία του Έγελου.
· Ιδού πως χύνεται στις αποθήκες το σιτάρι. Ιδού πως συσσωρεύονται οι αναμνήσεις.
· Η συγκίνησις της ήτο τόση, που την εξέφραζε και η σιωπή της.
· Είμαι κοντά σου εγώ και μένω μέσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι.
· Το γίγνεσθαι του κάθε μύθου είναι παιδί που μεγαλώνει.
· Το «χθες» είχε γίνει λοιπόν «σήμερον», και το «σήμερον» θα γινόταν συντόμως ένα «αύριον», δηλαδή εν επί πλέον «σήμερον!»
· Επί του καταστρώματος του ατμομυοδρόμονος, πολλοί επιβάται ελιάζοντο ή περπατούσαν. Η μέρα ήτο ωραία. Μια αύρα ελαφρά ανέμιζε τους ταξιδιωτικούς πέπλους των κυριών.
· Αίφνης η τύχη μου χαμογέλασε. Έχων ακούσει ότι δεν πρέπει να τα περιμένη κανείς όλα από την Τύχη, της χαμογέλασα και εγώ...

286 λέξεις για δυο μικρά βιβλία για τον Βαν Γκόγκ:

Ποιος σκότωσε τον Βαν Γκογκ του Pierre Cabanne και
Βαν Γκογκ, ο αυτόχειρας της κοινωνίας του Αντονέν Αρτώ

Δυο βιβλία που καταλήγουν στο ίδιο σημείο από διαφορετικούς δρόμους.
Το πρώτο, μια μονογραφία του Pierre Cabanne αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας για το θάνατο του ζωγράφου. Τεκμηριώνει την άποψη ότι στο Ωβέρ ο Βαν Γκογκ δοκίμασε να αυτοακρωτηριαστεί εξαιτίας ερωτικού πάθους με την κόρη του γιατρού Γκασέ. Το ίδιο είχε κάνει και το 1888 στην Αρλ για μια πόρνη κόβοντας το αυτί του.
Ο θάνατος του ζωγράφου ήταν αποτέλεσμα πλημμελούς ιατρικής φροντίδας από το γιατρό Γκασέ, πατέρα της Μαργαρίτας, που επίτηδες άφησε την πληγή να μολυνθεί...
Η έρευνα ξεκινά από μια συζήτηση που είχε ο συγγραφέας – κριτικός τέχνης – με τον Πολ Γκασέ, γιο του γιατρού, ο οποίος είχε ξαφνιαστεί όταν ρωτήθηκε: γιατί αυτοκτόνησε ο Βαν Γκογκ; Το ξάφνιασμα υποψίασε το συγγραφέα ότι ο Βαν Γκογκ δεν αυτοκτόνησε κάτι που τεκμηριώνει σε μια εργασία εβδομήντα (70) σελίδων.
Οι εκδόσεις Άγρα συμπεριέλαβαν και οκτώ πίνακες του ζωγράφου στο μικρού σχήματος βιβλίο.
Το δεύτερο είναι κυρίως στοχασμός σχετικά με τις συνθήκες που έχει να αντιμετωπίσει μια μεγαλοφυΐα. Μάλλον ο Αρτώ ταυτίζει τη δική του μοίρα με αυτή του ζωγράφου. Σε μεγάλο βαθμό το κείμενό του γίνεται λίβελος κατά της ψυχιατρικής αστυνόμευσης της σκέψης που κινείται έξω από τον κοινό μέσο όρο σε βαθμό που ξεφεύγει και από το χαρακτηρισμό της παραδοξολογίας. Οι ψυχιατρικές εμμονές σε ορολογίες που κατηγοριοποιούν ανθρώπους αποδεικνύουν ότι οι σύγχρονες κοινωνίες χαρακτηρίζουν ως τρέλα συμπεριφορές και απόψεις που μπορεί να είναι το αποτέλεσμα, ο δείκτης μιας ευαίσθητης ευφυΐας που βλέπει πολύ πιο μακριά.
Ο Βαν Γκόγκ είναι λοιπόν αυτός που η κοινωνία δεν ανέχεται και διαρκώς τον σπρώχνει, τον οδηγεί, τον διώκει, τον απομονώνει, τον σκοτώνει.
Το βιβλίο που έχω στα χέρια μου είναι από τον Αιγόκερω 1986 και συνοδεύεται από πίνακες του ζωγράφου σε ασπρόμαυρη εκτύπωση.



και άλλες 179 λέξεις από το βιβλίο του Αρτώ


· Κάτι δεν πάει καλά γιατί η άρρωστη συνείδηση, αυτή τη στιγμή, έχει ένα ουσιαστικό συμφέρον να μη βγει έξω από την αρρώστια της. Μ’ αυτόν τον τρόπο, μια ανάπηρη κοινωνία εφεύρε την ψυχιατρική για να υπερασπιστεί τον εαυτό της απ’ τις αναζητήσεις μερικών φωτεινών και ανώτερων προσωπικοτήτων, των οποίων οι μαντικές ικανότητες την ενοχλούσαν.
· Μπρος στη διαύγεια ενός Βαν Γκογκ που δουλεύει η ψυχιατρική δεν είναι παρά ένα κλουβί με γορίλλες, που από μόνοι τους ήδη έχουν έμμονες ιδέες και συμπεριφέρονται σαν καταδιωκόμενοι, και για να αντισταθμίσουν τα πιο φριχτά άγχη και την ανθρώπινη ασφυξία, χρησιμοποιούν μια γελοία ορολογία, προϊόν άξιο των ανάπηρων μυαλών τους.
· Και τι σημαίνει αυθεντικός τρελός; Είναι ο άνθρωπος που προτίμησε να γίνει τρελός με την έννοια που η κοινωνία δίνει στον τρελό, απ’ το να παραβεί μια κάποια ανώτερη ιδέα της ανθρώπινης τιμής.
· η πραγματικότητα είναι υπεράνω από κάθε ιστορία, κάθε μύθο, κάθε θεότητα, κάθε υπερπραγματικότητα.
· ένας κόσμος που μέρα – νύχτα τρώει όλο και περισσότερο αυτά που δεν τρώγονται, για να φέρει σε πέρας την κακιά του πρόθεση, δεν έχει παρά να το βουλώσει.

276 λέξεις για το Μικρό Νικόλα του Ρενέ Γκοσσινί

Με αφορμή τα βιβλία: α) ο μικρός Νικόλας και β) οι διακοπές του μικρού Νικόλα. Ιστορίες για παιδιά με χιούμορ και καλοπροαίρετη οπτική, εξιστορείται η καθημερινότητα του μικρού Νικόλα.
Για τον ενήλικο αναγνώστη είναι ένας τρόπος να επιστρέψει ανάλαφρα στη δική του παιδική ηλικία. Αλλά και ένα φως στην παιδική ψυχή. Τα βιβλία δεν χαρακτηρίζονται από διδακτισμό ή κάποια άλλη στόχευση. Είναι απλές ιστορίες που επιτυγχάνουν κατά βάση την απόλαυση της ανάγνωσής τους. Όμως η αυθεντικότητα και η ειλικρίνεια που τα χαρακτηρίζουν δίνουν στις ιστορίες αξία μαρτυρίας. Είναι γραμμένα από την οπτική της παιδικής ματιάς και αυτό μας χρειάζεται.
Οι ανατροπές της εξέλιξης των ιστοριών είναι διαρκείς και λειτουργούν ως άγκυρες στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα στην ιστορία «η πρόβα για τον κύριο υπουργό» ενώ τα παιδιά τραγουδούν τον εθνικό ύμνο ο Ρούφους «που δεν ξέρει τα λόγια τραγουδούσε λα, λα ... και καθώς τραγουδούσε με τα μάτια κλειστά δεν κατάλαβε ότι είχαμε τελειώσει και συνέχιζε να κάνει λα, λα». Επίσης άλλος συμμαθητής του Νικόλα, ο Αλσέτ «δεν τραγουδούσε γιατί έτρωγε ένα κρουασάν».
Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο της γνησιότητας και της αλήθειας οι μεγάλοι είναι ξεκρέμαστοι και μοιάζουν εκτός τόπου και χρόνου. Λειτουργούν με τις δικές τους νόρμες αποκομμένοι από ό,τι πραγματικά συμβαίνει.
Έτσι οι ιστορίες του μικρού Νικόλα μα βοηθούν να κατανοούμε τον κόσμο των παιδιών που ξεχάσαμε και για να επαναπροσδιορίσουμε τη δική μας οπτική. Η ανάγνωση αφήνει μια ανάλαφρη, ευχάριστη αίσθηση της ανεμελιάς που χάσαμε. Και ίσως τελικά αυτή η ανεμελιά, στο βαθμό που τη ξαναβρίσκουμε, να είναι για μας το θετικότερο χαρακτηριστικό των βιβλίων αυτών. Είναι ο κύριος λόγος για να διαβάσω και τις άλλες περιπέτειες του ήρωα που έπλασε ο Γκοσινί.

125 λέξεις για τις Σπιλιάδες του Νίκου Κάσδαγλη

Μυρίζουν θάλασσα τα διηγήματα του Κάσδαγλη και αφήνουν αίσθηση παράξενη. Αυτές οι μικρές καταγραφές ιστοριών, αποσπάσματα – κομμάτια ενός σπασμένου καθρέφτη λαμπυρίζουν.
1. Κουντρασταδόροι. Η ιστορία του Κοκκιμήδη του βλαμμένου που τραυματίζεται σε θαλασσοταραχή εξαιτίας του ανταγωνισμού βαρκάρηδων. Γυναίκα της ιστορίας η Αννέτα.
2. Ο μηχανικός. Η ιστορία του Θοδωρή που γίνεται σφουγγαράς ώστε να βγάλει χρήματα να παντρευτεί. Ο μπάρμπα – Ανέστης και η κόρη του Αθή, γυναίκα της ιστορίας.
3. Ο φονιάς. Κοντραμπάντο (λαθρεμπόριο) και φουρνέλα (δυναμίτες), η ιστορία του Γιάγκου που προσπαθεί να βγάλει παράνομα χρήματα. Γυναίκα της ιστορίας η Αγγελική της οποίας ο απατημένος σύζυγος, ο Σάββας, στο τέλος σκοτώνει τον τυφλό Γιάγκο.
4. Χώμα και νερό. Ο γάμος του μεγάλου από τους δύο αδελφούς. Το διήγημα είναι η ιστορία του μικρότερου ψαρά.

237 λέξεις για το Κοινόβιο του Μάριου Χάκκα

Εμπειρία ανάγνωσης. Συγκλονιστικό. Περιεχόμενο και λόγος που με κράτησαν άναυδο να παρακολουθώ έναν άνθρωπο στις συνειδητές τελευταίες του διαδρομές. Το βλέμμα μου στέκεται στις σελίδες του Κοινοβίου.
Πρώτα η πολλαπλότητα της ανάγνωσης του περιεχομένου. Η βίωση ιστοριών που οδηγούν στο τέλος της ζωής. Ο αφηγητής γράφει τις τελευταίες του μέρες, για τις τελευταίες του μέρες που με πλήρη επίγνωση ζει. Με ψυχική δύναμη στα όρια της υπαρξιακής τραγικότητας που γνωρίζει το αναπόφευκτο τέλος στέκεται απέναντι στο θάνατο. Η καθημερινότητα ενός ανθρώπου μόνου, η ζωή...
Μετά στέκομαι και προσπαθώ να δεχθώ το ολοφάνερο: ο ίδιος ο Μάριος Χάκκας που κινείται μέσα στις σελίδες, όσα διαβάζω δεν είναι πλαστά, αποκύημα φαντασίας, είναι η ίδια του η ύπαρξη που κατατίθεται και γίνεται λέξεις, λόγος. Αυτή βρίσκει την έκφρασή της σ’ ένα λόγο αποσταγματικό.
Και αυτός ο κοφτός ασθματικός λόγος, μικροπερίοδος, ελλειπτικός, απογυμνωμένος από καθετί περίσσιο εστιάζει στο βαθύτατο σημείο της ψυχής. Ο Χάκκας μιλά για τον εαυτό του πρωτοπρόσωπα και με οδηγεί να διαβάσω και ‘γω πρωτοπρόσωπα τα διηγήματα.
Αυτό το μικρό βιβλιαράκι γίνεται σταθμός που ξαναγυρνώ εσκεμμένα. Όταν αναλογίζομαι βιβλία που διέτρεξαν τα μάτια μου, όταν, κυρίως, ασυναίσθητα σε στιγμές αναρωτιέμαι για την αξία και την πραγματική ομορφιά της ζωής που πολλές φορές χάνεται σε μικρότητες της καθημερινότητας και μικρόψυχες υστεροβουλίες.
Το βιβλίο στη δέκατη έκδοσή του από τον Κέδρο, 1983 περιέχει τα εκτενή διηγήματα: το κοινόβιο, τα τελευταία μου, ένοχος ενοχής και τα «ρετάλια», άλλα πέντε μικρά διηγήματα.


και άλλες 133 λέξεις από το βιβλίο


· Τα γραφτά μου μικρά σαν κουτσουλιές΄ στη δεύτερη το πολύ στην τρίτη σελίδα, εξαντλούνται, κι έπειτα μάταια προσπαθώ να τα τεντώσω, δεν έρχονται οι φράσεις και τα νοήματα γατάκια πεταμένα σε σκουπιδότοπο. (9)
· Μια διαρκής προσαρμογή είναι η ζωή κι ένα στένεμα, μέχρι που στο τέλος αποδέχεσαι για χώρο σου αυτό το δωμάτιο... (47)
· ...Θα περπατήσω μόνος μου και πώς να βγάλω τον υπόλοιπο δρόμο;
Συναντάω μια κοπέλα. Την πάω στο ξενοδοχείο. Έχει δυο στήθια μεγάλα και κρέμονται. Αρπάζομαι από κει, βάζει τις φωνές, μιξοκλαίει, όλο «πάρε με» λέει. «Για πού;», τη ρωτάω φουριόζικα. «Εκεί που πάω δεν μπορώ να πάρω κανένα». Αυτή επιμένει «πάρε με» και μου προτείνει τα στήθια της. Βάζω το παντελόνι μου γρήγορα και πετάγομαι έξω στο δρόμο. Φορτίο. Το ζήτημα είναι πού θ’ ακουμπήσω το δικό μου. (51)


261 λέξεις για τη Βάρδια του Νίκου Καββαδία

Γιατί συναρπάζει αυτή η αίσθηση ταξιδιού; Η ζωή μας γίνεται μια βάρδια. Δεν είναι μόνο η ζωή των ναυτικών που καταγράφει ο Καββαδίας. Περισσότερο είναι ο καθένας που βρίσκει τον εαυτό του απογυμνωμένο από τα πρόσθετα στοιχεία της ζωής του. Είναι η καθημερινότητα απαλλαγμένη από τις συμβάσεις και τους τρόπους μιας κοινότοπης, συμβατικής ζωής που δε νιώθουμε δική μας. Αυτά βρήκα στη βάρδια που διάβασα ...
Μέσα στον περιορισμένο χώρο, του καραβιού ή του λιμανιού, ο χρόνος διαστέλλεται, περισσεύει, η ανθρώπινη ύπαρξη αποκτά άλλη διάσταση, βρίσκοντας και φανερώνοντας άλλες πτυχές της και γνωρίσματα. Οι διαπροσωπικές σχέσεις απαλλάσσονται από το βάρος της ψευδαίσθησης ελευθερίας που δίνει η δυνατότητα επιλογής, Η «λιτότητά» τους, που οφείλεται ίσως στον αναγκαίο χαρακτήρα που έχουν, απομακρύνει ή αφανίζει τις μικρότητες
Και οι λέξεις του Καββαδία, ως αφρισμένα κύματα και ως αφρός κυμάτων, λαμπιρίζουν μέσα στη σκέψη μας το φάσμα του φωτός, τα χρώματα ιδωμένα μέσα από τις σταγόνες τις στιγμές εκείνες που μας σημαδέψαν. Γίνονται εικόνες, αισθήσεις, σκέψεις. Ανάλαφρες ή βαριές κουβαλώντας οσμή μπαχαρικών και πίσσας. Ο λόγος της Βάρδιας μπορεί να είναι πεζός, η πρόσληψή της όμως παραμένει το ίδιο ποιητική όπως και στο έργο του που ακολουθεί την παραδοσιακή ποιητική φόρμα.
Νιώθω ότι είπα πολλά χωρίς να το δικαιούμαι. Ο Καββαδίας είναι ίσως ο ποιητής που κέρδισε και κερδίζει τον καθένα ξεχωριστά και συνεπώς όλους. Αυτό σημαίνει ότι καθένας ίσως λίγο θίγεται όταν ακούει άλλον να μιλά για τον ποιητή που εξέφρασε την ενδόμυχη πραγματικότητα που κρύβει μέσα του. Αυτή η οικειότητα μας κάνει να ψιθυρίζουμε μέσα του ο καθένας: αυτός είναι δικός μου ποιητής.


και άλλες 299 λέξεις από το βιβλίο


· Ένας μπερδεμένος λαός, γιομάτος χρώμα. Ο καθένας με τη δικιά του θρησκεία κι όλοι μαζί δίχως πίστη (23)
· Κατάλαβες. Τις άλλες φοβάμαι, τις τίμιες, αυτές που δεν πέφτουνε για λεφτά. Αυτές που ξέρουνε γράμματα. Που τις παντρευόμαστε. (30)
· Ή μας λυπάται ο Θεός ή μας ξεχνάει ο διάολος. (38)
· ... κάθε ναύτης έχει τον καρχαρία του (39)
· Η αλήθεια είναι αμαρτία. Η πιο χοντροκομμένη, η πιο αφιλάνθρωπη μορφή της ψευτιάς. Να την πει κανείς μόνο για να σώσει κεφάλι από κρεμάλα, μόνο τότε πρέπει. (39)
· Μαστρονίκο μου, τση φοβάμαι τση γυναίκες. Τση μπουκαπόρτες και τση γυναίκες. Γλιστράνε το ίδιο και μπορεί να τσακιστείς με δαύτες. (54)
· Η μάνα του δεν τον έκλαψε. Σε κείνο το νησί οι γυναίκες δεν κλαίνε ποτέ μπροστά στους άλλους. ¨όταν κλαις είναι σα να γδύνεσαι και χειρότερο. (95)
· Φτάνει... Άνοιξε τα μάτια σου. Όσο τα κλείνεις βλέπεις μέσα σου και δεν κάνει. Με ανοιχτά βλέπεις μονάχα γύρω σου... (116)
· Δυο μάτια. Πράσινο το ‘να, σμαραγδί. Τ’ άλλο κόκκινο, ρουμπινί. Τα λενε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δεν τα πάμε, μας πάνε. (124)
· ... και μια παροιμία λέει πως το μεταξωτό πάπλωμα ή απάνωθε σου το βάλεις ή από κάτω κάνει την ίδια ζέστη. (160)
· Νόμισα εκείνη τη στιγμή πως αν δεν είπα την αλήθεια, όμως της είπα κάτι σωστό (170)
· Δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μην γίνεται. Το πιο απίθανο, το πιο τρμαχτικό. Φτάνει κάποιος να το σκεφτεί. (175)
· Τον καλύτερο καφέ στη ζωή μου τον ήπια στη Μόκα. Το καλύτερο τσάι στο Colombo. Όταν ζήτησα τρίτο κύπελλο του Ινδού που σερβίριζε, θύμωσε. «Θέλεις λοιπόν να χάσεις ότι κέρδισες;» μου ‘πε. Ο χειρότερος καφές που πήγα ποτέ στη μάνα μου ήταν αγορασμένος από τη Μόκα. Το χειρότερο τσάι που αγόρασα ήταν στο Colombo. Από τα ίδια μαγαζιά που είχα πιεί. (175)
· Ξέρω ‘γω... Οι γυναίκες από τη μέση και κάτω δεν έχουνε πατρίδα. (186)


187 λέξεις για το νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη

Βιβλίο που έχει κάτι να πει. Σε αντίθεση με πολλά που αναρωτιέσαι γιατί γράφτηκαν. Εδώ η αιτία είναι σαφής. Είναι αυτός ο πόνος της σάρκας που ο συγγραφέας αναφέρει στον πρόλογό του στη δεύτερη έκδοση.
Και μέσα στις σελίδες του κάθε λέξη μπορεί να κουβαλά το φορτίο του πόνου που της αναλογεί. Συνήθως αυτά τα βιβλία της γενιάς του ’30 τα σχολιάζει η γραμματεία μας αλλά λίγο μας αγγίζουν. Εδώ πρόκειται για κάτι που ξεφεύγει από το χρόνο και το χώρο. Μια ιστορία που αυτονομείται και βλέπει τον άνθρωπο στην ουσιώδη καθημερινή προσπάθειά του να ζήσει. Ο τίτλος μοιάζει κι αυτός να εμπεριέχει την πραγματική σημασία των σελίδων, αυτό το κοινό σημείο των απρόσωπων σωμάτων που υποφέρουν, υπο – φέρουν και μετα – φέρουν.
Δεν είναι λοιπόν μόνο τα «Τάγματα Εργασίας» και η Ανατολία που κάνουν ενδιαφέρον αυτό το βιβλίο. Περισσότερο είναι το γυμνό σώμα που αναδεικνύεται ιερό.
Μπορεί έτσι η ανάγνωση να γίνει σε δύο επίπεδα, πρώτο το εύκολο το ιστορικό. Δεύτερο και ίσως σημαντικότερο το «ανθρώπινο», χωρίς όμως μεταφυσικές ερμηνείες, χωρίς τη διάθεση να ξεχωρίσουμε τον άνθρωπο απ’ ότι ζει. Εδώ ίσως κρύβεται – φανερώνεται η πραγματική αγάπη.


και άλλες 419 λέξεις από το βιβλίο




Ο γιατρός πέρασε και με είδε. Ύστερα έστειλε ένα στρατιώτη και με πήγε στο ιατρείο του. Το χρησιμοποιούσε και για κατοικία.
Μου δείχνει να καθίσω.
- Είσαι πολύ νέος, μου λέει. Τι δουλειά έκανες;
- Πήγαινα σχολείο.
- Ε, και πως σε πιασαν;
- Έτσι.
Ο γιατρός σωπαίνει – σίγουρα δε βρίσκει τη γαλλική λέξη να αρχίσει τη νέα κουβέντα.
- Δεν ξέρεις τούρκικα; με ρωτά αργότερα.
- Όχι ό,τι μαθαίνω τώρα.
Πάλι σωπαίνει. Ύστερα λέει πως πρέπει, έτσι αδύνατος, να μη δουλέψω κάμποσες μέρες. Μα πως να γίνει; Σκέφτεται να βρει, τέλος το βρίσκει:
- Θα πω πως θα ‘χεις δουλειά σε μένα. Να μεταφράζεις φραντσέζικες οδηγίες.
Έτσι έγινε. Πήγαινα το πρωί στο ιατρείο και γύριζα το βράδυ στο κουβούσι μας. Ο γιατρός μου έδωσε ένα παντελόνι και ένα ζευγάρι αρβύλες. Κάθε βράδυ με γεμίζε ψωμιά.
- Για τους συντρόφους σου.
Είχε κάτι οδηγίες φραντσέζικες για φάρμακα. Δεν του ήταν εύκολο να τις εξηγήσει. Μήτε με το λεξικό. Γιατί τα ‘χανε στους χρόνους, δεν ήξερε να βρει το απαρέμφατο. Λοιπόν τον βοηθούσα σ’ αυτό. Έβρισκα τη γαλλική λέξη στο γαλλοτουρκικό λεξικό και του έδινα να διαβάσει την αντίστοιχη τουρκική. Έτσι δουλεύαμε ώρες.
Ήταν πολύ νέο παιδί, μόλις είχε βγει απ’ το Πανεπιστήμιο, με θερμα ανατολίτικα μάτια. Ανθυπίατρος.
Μια μέρα μεταφράζαμε μια οδηγία. “Pous les jeunes meres”.
Έψαχνα για τη λέξη. Τη βρίσκω και του δίνω το λεξικό. Τα χέρια μου μένουν έτσι με το βιβλίο. Δεν το παίρνει.
Γυρίζω και τον κοιτάζω. Μ’ έβλεπε κατάματα.
- Ηλιά... (πάντα με φώναζε έτσι, τονίζοντας το ά.) Έχεις μητέρα;
- Ναι ,του λέω. Έχω.
- Γλίτωσε;
- Ναι γλίτωσε.
Έμεινε σιωπηλός. Έκανε κάτι να πει, μα σταματήσαμε. Συνεχίσαμε τη μετάφραση. Ως το βράδυ ήταν κατσουφιασμένος.
Αναρωτιόμουν: τι έπαθε;
Το άλλο πρωί ο γιατρός έφυγε στον Κιρκαγάτς. Θα γύριζε το βράδυ. Έμεινα με τον υπηρέτη του, τον Ισμαήλ, και τον βοήθησα να μαγειρέψει.
Σαν τελειώσαμε τις δουλειές μας καθίσαμε.
Ο Ισμαήλ ήταν ένα αγαθό ζο απ’ το Ντιάρμπεκιρ. Μ’ έβλεπε να κουλαντρίζω με τον αφέντη του κάτι βιβλία «σου καντάρ», τα λεξικά, να του μιλώ φραντσέζικα και ο θαυμασμός του ήταν τόσο απεριόριστος που φούσκωνε στα μάτια του. Δεν ξέρω για τι είδους ον με περνούσε.
Τσάτρα πάτρα κουβεντιάζαμε.
- Από πού είναι ο Κιαμήλ – μπέης; τον ρωτάω για το γιατρό.
- Απ’ την Προύσα, μου λέει.
- Εκεί είναι η φαμίλια του;
- Ναι. δηλαδή ο πατέρας του. Τη μάνα του... Αυτήν τη σκότωσαν οι δικοί σας.
Ο Ισμαήλ λέει κι άλλα πολλά. Δεν τον ακούγω. Ναι, είναι γιατί δεν τα πολυκαταλαβαίνω.


165 λέξεις για τις Σκέψεις για την τέχνη του Πάμπλο Πικάσσο

Ανθολογημένα διαμάντια σχετικά με την τέχνη. Αλλά και μια ευρύτερη αντίληψη για καθετί ανθρώπινο. Αφού η τέχνη μπορεί να γίνει όχι μόνο ένας τομέας, ένα τμήμα της ανθρώπινης δραστηριότητας αλλά κάτι πολύ ευρύτερο που καθρεφτίζει όλες τις πτυχές της ζωής.
Ο σουρεαλισμός ήταν αυτός που πρόσθεσε στην πραγματικότητα και τη διάσταση της φαντασίας. Μια πραγματική πραγματικότητα που συμπεριλαμβάνει τα πάντα. Βέβαια ο Πικάσσο δεν αποδέχεται το σουρεαλισμό στη ζωγραφική. Ωστόσο ο κυβισμός ως η πολλαπλή οπτική γωνία και απόδοση ενός θέματος μπορούμε να πούμε ότι κινείται στο ίδιο σκεπτικό, επιτυγχάνει τον ίδιο σκοπό – την απόδοση μιας πλήρους πραγματικότητας. «Αν υπήρχε μόνο μία αλήθεια, δε θα ήταν δυνατό να ζωγραφίσουμε εκατό πίνακες πάνω στο ίδιο θέμα». Η ιστορία της ζωγραφικής γίνεται αντιληπτή ως επινόηση θεμάτων «τα παπούτσια ή οι πατάτες του Βαν Γκογκ» για παράδειγμα.
Ενδιαφέρον και ως ζωγραφική αντίληψη και ως σκέψη για τον κόσμο με μια σοχαστική διάθεση για τα ανθρώπινα. Βιβλίο που διαβάζεται ξανά και ξανά με όποια σειρά ανοίξουν οι σελίδες τυχαία.

και άλλες 106 λέξεις από το βιβλίο

o Κάποιες φορές βλέπουμε, αλλά αυτό συμβαίνει σπάνια. Συνήθως κοιτάζουμε χωρίς να βλέπουμε.
o Στις μέρες μας μιλούν για τη ζωγραφική, όπως θα μιλούσαν για τις μίνι φούστες...
o Τι είναι τέχνη; Αν το ήξερα θα φρόντιζα να το αποκαλύψω.
o Ο καθένας επιχειρεί να κατανοήσει την τέχνη. Γιατί δεν προσπαθούμε να καταλάβουμε το κελάηδισμα ενός πουλιού; Γιατί αγαπούμε τη νύχτα, τα λουλούδια, το κάθε τι γύρω μας, χωρίς να θέλουμε να τα κατανοήσουμε; ...
o «Τα λάθη΄ προσπαθήστε να τα’ αλλάξετε, είναι αδύνατον», λέει κοιτάζοντας έναν από τους πίνακές μου. «Το τυχαίο αποκαλύπτει τον άνθρωπο».
o Ακόμα και οι πολύ νέοι ψάχνουν πρώτα απ’ όλα της επιτυχία και μετά τη ζωγραφική.

122 λέξεις για τα Άσματα του Μαλντορόρ του Λοτρεαμόν

Κινείσαι μέσα στις εικόνες που πλάθει η φαντασία του Ιζιντόρ Ντυκάς. Δε μπορείς να πεις κάτι εύστοχο γι’ αυτό το βιβλίο. Κολυμπάς στον ωκεανό της φαντασίας, ξύνεις πάνω σου την ψείρα και το συγγραφέα, νιώθεις τη μαθηματική σκέψη σε μια άλλη διάσταση.
Κάθε άσμα αφήνει μια αίσθηση που δε ξαναβρίσκεις. Ξαναδιαβάζοντάς το κολυμπάς – βρίσκεις άλλα νερά. Οι λέξεις αυτονομούνται. (Δεν ξέρω γαλλικά και έτσι γνωρίζω τα άσματα από τη μετάφραση της Έλλης Νεζερίτη – φαντάζομαι η αίσθηση της γλώσσας που γράφτηκαν γίνεται ασύγκριτα πιο έντονη). Οι εικόνες σε παρασύρουν, δε μπορείς να σταθείς ή να κοιτάξεις πίσω. Ο ονειρικός κόσμος που εμφανίζεται φράση με φράση, σελίδα με σελίδα σε τραβά μπροστά. Και στο τέλος του άσματος αναρωτιέσαι πάντα: Τι ήταν αυτό που διάβασα;

241 λέξεις για τη Νάντια του Αντρέ Μπρετόν

Η «Νάντια» μου έδωσε την αίσθηση ότι είναι το αποτύπωμα, το ίχνος της ζωής. Η περιπλάνηση στο Παρίσι και το απρόσμενο στα στέκια και στους δρόμους της νιότης. Οι άνθρωποι, ο περίγυρος, η Νάντια «το όνομά της, αυτό που διάλεξε: “Νάντια γιατί στα ρωσικά είναι η αρχή της λέξης ελπίδα, και επειδή δεν είναι παρά μόνο η αρχή της”». Ακολουθώ τον Μπρετόν, ο ρυθμός γίνεται γρήγορος, η ζωή ξοδεύεται και η Νάντια γίνεται ο καθρέφτης της συνείδησης που βρίσκει και χάνει τον εαυτό της καθώς συναντά τον κόσμο. Αίσθηση δράσης χωρίς πλοκή μέσα στην καρδιά ενός κόσμου χωρίς καρδιά.
Το τέλος του βιβλίου γίνεται ταξίδι στα έγκατα της ψυχής που ταραγμένη εγκλείεται σε ιδρύματα «Δεν είναι ανάγκη να ‘χεις τρυπώσει σε κάποιο άσυλο για να μην αγνοείς πως εκεί μέσα κατασκευάζουν τους τρελούς ...». Και στην τελευταία σελίδα: «Η ομορφιά δεν είναι ούτε δυναμική ούτε στατική. Η καρδιά του ανθρώπου ωραία σαν σεισμογράφος. [...] Η ομορφιά θα είναι σπασμωδική ή δε θα είναι».
Η έκδοση μικρού σχήματος κάνει το βιβλίο εγχειρίδιο. Θα μπορούσε να γίνει οδηγός περιήγησης βαλμένος στην κωλοτσέπη του μπλουτζίν. Εξάλλου διαβάζοντάς το νιώθεις το ελαφρύ ντύσιμο του βαμβακερού t-shirt και των πάνινων παπουτσιών. Είναι κι αυτό λογοτεχνία του δρόμου. Ο σουρεαλισμός του Μπρετόν γίνεται προάγγελος και εμπεριέχει τους Αμερικανούς μπήτνικ λογοτέχνες. Οσμίζεσαι τις μυρωδιές της πόλης σ’ όλες της εποχές της. Σκοντάφτεις στις ανωμαλίες του πεζοδρομίου και σπρώχνεις τις πόρτες για να μπεις στα καφέ της αριστερής όχθης.

Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007

Χάντρα Γιασμίνα, Τρομοκρατικό χτύπημα

Όταν η φρίκη χτυπά, ο πρώτος της στόχος είναι πάντοτε το συναίσθημα

Και μόνο η «καταγωγή» του βιβλίου σού κινεί το ενδιαφέρον: ο συγγραφέας είναι Παλαιστίνιος, πρώην στρατιωτικός που ζει στη Γαλλία και το γυναικείο όνομα είναι ψευδώνυμο για λόγους ασφαλείας.
Το θέμα ελκυστικό μέσα στη σκληρότητά του, κι εν μέρει προβλέψιμη η πλοκή, αφ ης στιγμής ξεδιπλώνονται τα δεδομένα: βασικός ήρωας ο Αμίν Ζααφαρί, χειρούργος Παλαιστινιακής καταγωγής αλλά με ισραηλινή υπηκοότητα, ζει στο Ισραήλ ευτυχισμένα με τη γυναίκα του, έως ότου μαθαίνει ότι εκείνη σκοτώθηκε ως καμικάζι στην φρικτή έκρηξη που έγινε σε φαστφουντάδικο με θύματα μικρά παιδιά. Από κει και πέρα παρακολουθούμε τα βίαια συναισθήματα και τις αντιδράσεις του Αμίν στο φοβερό αυτό σοκ, βήμα προς βήμα. Στον πόνο της απώλειας και της προδοσίας προστίθεται η ιδεολογική σύγκρουση και η αγανάκτηση του γιατρού (που σώζει ζωές) μπρος στο παράλογο του φόνου τόσων ανθρώπων, και μάλιστα παιδιών.
Η ψυχολογία του Αμίν περνά από πολλά στάδια αβίαστα και κατά «φυσική αναγκαιότητα» κι ο συγγραφέας τα δίνει με τρόπο που να ταυτίζεσαι.
· Παρακαλώ να μην τίποτα εκείνη, να μη μου πιάσει το χέρι σ’ ένδειξη συμπαράστασης· δεν θ’ αντέξω τη χειρονομία αυτή που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει… Καλά είμαστε έτσι· η σιωπή μας προστατεύει από τους ίδιους μας τους εαυτούς.
Την κατάθλιψη διαδέχεται η οργή, η αγανάκτηση, η απέλπιδη έρευνα για την αλήθεια, η επίσκεψη στην Βηθλεέμ με πολύ ρίσκο κλπ. Στις σελ. 170-1 περιλαμβάνεται όλη η ιδεολογική «σύγκρουση», οι σκέψεις του ήρωα για να καταλήξει:
Ήρθα αντιμέτωπος με μια οργάνωση που λειτουργεί στην εντέλεια, που με τα χρόνια έχει τριφτεί σις συνωμοσίες και στις ένοπλες συγκρούσεις και που βάζει τα γυαλιά και στα πιο ‘έξυπνα λαγωνικά των μυστικών υπηρεσιών. Κι εμένα, τα μοναδικά μου όπλα ήταν η απογοήτευση του απατημένου συζύγου κι ένα ισχυρό μένος που δεν είχε πραγματικό αντίχτυπο. κλπ.κλπ.
Ωστόσο το σοκ που δοκιμάζει ο αναγνώστης όταν ο ήρωας, μέσα στην απελπισία του, το αδιέξοδό του και το «δεν μπορώ να κάνω αλλιώς» αποφασίζει να επισκεφτεί –ψάχνοντας τον «καθοδηγητή της Σιχέμ- την Τζενίν, πόλη Παλαιστινιακή όπου οι εχθροπραξίες συνεχίζονταν, δεν είναι προβλέψιμο. Το βιβλίο είναι σκληρό και το θέμα του πολύ ζόρικο, αλλά στο σημείο αυτό αρχίζεις και νιώθεις πια πολύ έντονα τη γυάλα μέσα στην οποία ζούμε όόόλοι εμείς, αρχίζεις και μυρίζεις το μπαρούτι στο οποίο μεγαλώνουν γενιές, το μίσος που είναι η μόνη τους διέξοδος. Ο γιατρός βλέπει όλ’ αυτά με πανικό και τρόμο, η ζωή του κι η βολή του έχουν έτσι κι αλλιώς ανατραπεί, έχει πια απογυμνωθεί από κάθε κοινωνικό ρόλο, η μόνη του αντίσταση είναι η ανθρωπιστική συνείδησή του. Κάποια στιγμή ο αναγνώστης πιστεύει ότι θα γίνει η τελική ανατροπή, ότι θα προσχωρήσει στην Ιντιφάντα, ότι θα ταυτιστεί με τους ήρωες καμικάζι που θυσιάζονται. Είναι ένα λεπτό σημείο στο βιβλίο, όπου η πρόκληση για ιδεολογική τοποθέτηση πάνω στο θέμα είναι μεγάλη. Όμως, ευτυχώς όχι, νομίζω ο Χάντρα κατάφερε ν’ αποδώσει την τραγικότητα αυτής της κατάστασης με το να μεταφέρει την απελπισία και τ’ αδιέξοδο, και την ιδεολογία ακόμα των ανθρώπων αυτών, χωρίς να χειραγωγεί τον ήρωά του, ο οποίος επιστρέφει στη γενέτειρά του (πολύ «ομηρική» αυτή η φοβερή σκηνή της επιστροφής, της ευλογίας του γέροντα, της νέας θυσίας και της ολοσχερούς καταστροφής του πατρικού σπιτιού), λίγο πριν πέσει ο ίδιος θύμα μιας νέας έκρηξης καμικάζι.
« εμείς δεν είμαστε ούτε ισλαμιστές ούτε φονταμενταλιστές, γιατρέ. Είμαστε μονάχα τα παιδιά ενός λεηλατημένου και ταπεινωμένου λαού, που παλεύουν με ό, τι μέσα διαθέτουν για να ανακτήσουν την πατρίδα τους και την αξιοπρέπειά τους, τίποτα περισσότερο».
Άντελ (υποψήφιος καμικάζι): «Υπάρχουν εκείνοι που έχουν πάρει τα όπλα κι εκείνοι που περνάνε τον καιρό του χασομερώντας. Η γυναίκα σου είχε διαλέξει με ποιους ήθελε να είναι. Η ευτυχία που της πρότεινες εσύ μύριζε σαπίλα. Την αηδίαζε, το καταλαβαίνεις; Δεν άντεχε άλλο ν’ αράζει στον ήλιο τη στιγμή που οι συμπατριώτες της γονάτιζαν κάτω από τον σιωνιστικό ζυγό. Η Σιχέμ δεν ήθελε τέτοιου είδους ευτυχία. Τη βίωνε σα βάρος στη συνέιδησή της. Ο μόνος τρόπος για να μη νιώθει ένοχη ήταν να ενταχθεί στον αγώνα. Αυτο είναι φυσικό επακόλουθο για κάποιον που προέρχεται από έναν λαό που υποφέρει».
(Αμίν) Συγκρούομαι πάνω στη ευκρίνεια της λογικής του σαν τη μύγα που χτυπιέται στο τζάμι· καταλαβαίνω ξεκάθαρα τι θέλει να μου πει, αλλά μου είναι αδύνατον να το αποδεχτώ.(…). Ο Άντελ μιλάει, μιλάει και καπνίζει σαν φουγάρο… Καταλαβαίνω πως δεν τον ακούω πια. Ο κόσμος για τον οποίο μου μιλάει δεν μου ταιριάζει. Είναι ένας κόσμος όπου ο θάνατος αποτελεί αυτοσκοπό. Για έναν γιατρό αυτό ξεπερνάει τα όρια. (…)
Δεν είναι αυτός ο Άντελ που ξέρω, ο πρόσχαρος και γενναιόδωρος· είναι κάποιος άλλος, ένα τραγικό πρόσωπο, που υποκινείται από μια ζωώδη φιλοδοξία που δεν πάει πιο μακριά από το επόμενο γεύμα, το επόμενο θύμα, το επόμενο μακελειό, μετά από το οποίο το μόνο που υπάρχει είναι μια λευκή άβυσσος, αμόλυντη, όπου τα πάντα είναι μετέωρα ή υποθετικά. Είναι φανερό, ο Αντελ έχει διαλέξει την υπόσταση του μάρτυρα. Έτσι θέλει να τελειώσει τις μέρες του, να γίνει ένα με τα ιδανικά που υποστηρίζει.

Ωραιότατη παρουσίαση του βιβλίου έχει ο αγαπητός συν-blogger "librofilo" που μπορείτε να τη βρείτε εδώ

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Ιουνίου 10, 2007

Βάλσερ Μάρτιν, Η πηγή

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρία, σχεδόν αυτοτελή κεφάλαια, με κοινό ήρωα τον Γιόχαν σε ηλικία 5, 15 και 18 χρονών αντίστοιχα. Βρισκόμαστε σ’ ένα χωριό της Γερμανίας (Βάσερμπουργκ, γενέτειρα του Βάλσερ), την εποχή της ανόδου του Γ’ Ράιχ. Ο Γιόχαν έχει ιδιαίτερη σχέση με τον πατέρα του, έναν φιλήσυχο, προοδευτικό άνθρωπο με χαμηλό προφίλ, που διαβάζει Ταγκόρ και Ουπανισάδες, συμμετέχει σε συλλόγους οικολογικούς κλπ. Και αρνείται τη συμμετοχή του σε φιλοφασιστικές εκδηλώσεις (στις οποίες προσχωρεί η μητέρα). Αξιοπρόσεκτη λεπτομέρεια- κλειδί (αποτελεί κατά τη γνώμη μου στοιχείο συνοχής όλου του βιβλίου), είναι το παιχνίδι με τις λέξεις και οι παρατηρήσεις σχετικά που κάνει ο μικρός καθώς μεγαλώνει και συγκρίνει το διαφορετικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν ο πατέρας του, ο φίλος του Άντολφ (φασίστας- κομφορμιστής, στοιχεία που δεν μπορεί να διακρίνει ο μικρός αλλά εμείς το βλέπουμε και το επιβεβαιώνουμε στο τέλος). Το «δέντρο των λέξεων» είναι οι δύσκολες λέξεις τις οποίες συλλαβίζει ο μικρός Γιόχαν καθ’ υπόδειξη του πατέρα του.
Ενώ στο πρώτο κεφάλαιο διαγράφεται κλιμακωτά η αντίθεση πατέρα – μητέρας στην ιδεολογία, στο δεύτερο κεφάλαιο (όπου περιμένεις τη σύγκρουση) ο πατέρας είναι νεκρός. Στο δεύτερο κεφ. ο Γιόχαν είναι πια έφηβος και ζει τον ομορφότερο έρωτα αλλά και αντιφατικά συναισθήματα για τον φίλο του και αντίζηλό του (τελικά) Άντολφ. Είναι το ωραιότερο σημείο του βιβλίου, όλη η ενότητα καταπληκτική.
(σελ.416):
Παράξενο, αυτό το συναίσθημα ότι είσαι πλούσιος δίχως να γνωρίζεις σε τι είσαι πλούσιος.
Το τρίτο μέρος αναφέρεται στην περίοδο κατά την οποία ο Γιόχαν στρατεύεται (τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου). Είναι κουραστικό και χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον, με πολλά … ονόματα, και αδιάφορες λεπτομέρειες (που στόχο έχουν ν’ αποδώσουν την ατμόσφαιρα της επαρχιακής Γερμανίας την εποχή αυτή). Οι τελευταίες όμως σελίδες, όπου ο Γιόχαν καταλήγει σε κάποιες «σταθερές», είναι εκπληκτικές και «δένουν» με το υπόλοιπο βιβλίο. Ως κεντρικό θέμα αναδεικνύεται η σχέση του ήρωα με τις λέξεις, με τη γλώσσα, όπως άλλωστε κορυφώνεται στις δυο τελευταίες σελίδες:
(σελ. 454):
Εκείνη του έλεγε τα πάντα για τον εαυτό της. Εκείνος δε μπορούσε να τα πει όλα. Κάθε μέρα υπήρχε και κάτι που δεν μπορούσε να της διηγηθεί. (…) Το να καταγράφει το όνειρο, αυτό του φαινόταν ανεπίτρεπτο. Αλλά το έκανε, έπρεπε να το κάνει. Να εμπιστευτεί τον εαυτό του απλώς στη γλώσσα. (…) Αφού κατέγραψε το όνειρο, είδε ότι δεν είχε καταγράψει το όνειρο, αλλά αυτό που θεωρούσε πως ήταν η σημασία του ονείρου. Είχε καταστρέψει το όνειρο καταγράφοντάς το.
Όταν αρχίζει να γράφει, τότε στο χαρτί θα πρέπει να είναι καταγραμμένο αυτό που θα ήθελε να γράψει. Αυτό που με τη βοήθεια της γλώσσας, δηλ. από μόνο του θα έφτανε στο χαρτί, αυτός δεν είχε παρά να το διαβάσει.
Η γλώσσα, σκέφτηκε ο Γιόχαν, είναι η πηγή που αναβλύζει.

Χριστίνα Παπαγγελή