Πέμπτη, Μαΐου 31, 2007

Γκράχαμ Σουίφτ, Το φτερωτό μπαλάκι

Κεντρικός ήρωας και αφηγητής είναι ένας μέσος "ανθρωπάκος" που εργάζεται στα γραφεία της αστυνομίας, για την ακρίβεια σ’ ένα υποκατάστημα όπου φυλάσσονται αρχεία από παλιές υποθέσεις κλεισμένες, αλλά που έχουν πιθανότητα να αναθεωρηθούν. Είναι δηλαδή ένα είδος ειδικευμένου υπαλλήλου, ένας αρχειοφύλακας.
Σε πολύ απλό, καθημερινό, οικείο και εξομολογητικό τόνο, ο συμβατικός ήρωας καταγράφει τη ζωή του, την καθημερινότητά του, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Σ’ εξαναγκάζει έτσι να ταυτιστείς μαζί του, ενώ η συμπεριφορά του είναι αθέμιτη ως απαράδεκτη μερικές φορές, ιδιαίτερα απέναντι στα παιδιά του (βλ. πρώτο κεφ.) και στη γυναίκα του. Σ’ εκπλήσσει η αυταρχικότητά του και η ευκολία του να την ξεπερνάει, ο τρόπος που τη δικαιολογεί, αλλά και η ευαισθησία του όταν περιγράφει τη σχέση τη δική του με τον πατέρα του ή με τη δουλειά του. Καθώς μας δείχνει έμμεσα ότι η οικογενειακή ζωή δεν τον ικανοποιεί, εστιάζει στη σχέση με τον προϊστάμενό του (μυστήριος, τυπικός, απρόσιτος) και με τον πατέρα του, τέως ήρωα του πολέμου και νυν τρόφιμο του ψυχιατρείου, όπου βρίσκεται επειδή αρνείται να μιλήσει και να επικοινωνήσει με οποιονδήποτε.
(σελ. 45):
Φυσικά, υπάρχει κάτι φοβερά ενστικτώδες, φοβερά άσκοπο και μηχανικό σ’ αυτές τις δισεβδομαδιαίες επισκέψεις. Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι δεν είναι άνθρωπος αυτός που περπατάει δίπλα μου, αλλά ένα ομοίωμα, που εγώ σπρώχνω και τσουλάω πάνω στο καροτσάκι, κι ότι τελικά εγώ είμαι ο παλαβός γιατί φαντάζομαι πως αυτή η βουβή κούκλα είναι ζωντανή, και πως είναι ο ίδιος μου ο πατέρας. Όταν καθόμαστε στον πάγκο μας υπάρχει αυτή η αίσθηση της απελπισμένης παντομίμας (…). Είναι περίεργο, αλλά προτού ο μπαμπάς πάψει να μιλάει, ποτέ δεν είχα αισθανθεί αυτή την ανάγκη να του λέω πράγματα. Κι ακριβώς επειδή ο μπαμπάς δεν μου απαντάει, επειδή ούτε απορρίπτει ούτε επικροτεί αυτά που του λέω, τον χρησιμοποιώ σαν εξομολόγο. Πηγαίνω στον μπαμπά να πω πράγματα που ποτέ δεν θα ‘έλεγα οπουδήποτε αλλού. (Ίσως εγώ να είμαι παλαβός τελικά)
Καθώς ο ήρωας –Πρέντις- απομονώνεται όλο και περισσότερο από την οικογένειά του, προσπαθεί ν’ ανακαλύψει την προσωπικότητα του πατέρα του μες απ’ το βιβλίο που έκανε τον τελευταίο –κάπως- διάσημο, όπου ο τελευταίος αφηγείται τις περιπέτειές του στον πόλεμο.
(σελ.55):
Θα πρέπει να το’ χω διαβάσει πάνω από μια ντουζίνα φορές και κάθε φορά μού φαίνεται ότι μου γίνεται, όχι πιο οικείο, αντίθετα, πιο ασύλληπτο και μακρινό. Υπάρχουν χιλιάδες ερωτήσεις που θέλω να κάνω για πράγματα που δεν αναφέρονται μέσα στο βιβλίο. Πώς ο μπαμπάς αισθανόταν εκείνη την εποχή, τι γινόταν μέσα του. Γιατί ο μπαμπάς δεν γράφει για τα συναισθήματά του.(…)
Περίεργο, όλα τα χρόνια που μπορούσα να τον έχω ρωτήσει δεν το έκανα- σα να μη μ’ ενδιέφερε όλη η αλήθεια. Και τώρα που δεν πρόκειται να πάρω καμιά απάντηση, τώρα είναι που θέλω να κάνω χιλιάδες ερωτήσεις. Γιατί αυτό; Είναι γιατί για πρώτη φορά συνειδητοποιώ πως ο Μπαμπάς βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το βιβλίο ( με το συνθηματικό όνομα «Φτερωτό μπαλάκι»). Όταν πιάνω το βιβλίο στα χέρια μου είναι σα να ξανάχω τον Μπαμπά, να τον κρατάω, αν κι αυτός έχει φύγει μακριά, μέσα στην αδιαπέραστη σιωπή
.
Παράλληλα, παρακολουθούμε την –καφκικού τύπου- επαγγελματική του ζωή, όπου όλοι εργάζονται υπό το βλέμμα ου φοβερού Κουίν (προϊστάμενου), εκτελώντας παράλογες εντολές, που ενίοτε δεν μπορούν να διεκπεραιωθούν. Ο Πρέντις, δεύτερος στη ιεραρχία, κάποια στιγμή αντιμετωπίζεται απ’ τον ανώτερό του ως ξεχωριστός, και γίνεται μια νύξη για προαγωγή (στη θέση του αφεντικού που θα συνταξιοδοτηθεί), πράγμα που τον αναστατώνει αλλά και τον γεμίζει χαρά. Παρακολουθούμε την ιστορία κάποιων υποθέσεων, οι οποίες, αν κι έχουν κλείσει, δημιουργούν ερωτηματικά στους υπαλλήλους του αστυνομικού γραφείου, ενώ γίνεται υπαινιγμός ότι ο Κουίν αποκρύπτει σκόπιμα στοιχεία, ή «κατασκευάζει» στοιχεία, δίνοντας δική του διάσταση στα γεγονότα.
(σελ. 124):
- Υπήρξαν στιγμές στη ζωή σου, Πρέντις, που αναρωτήθηκες το πολύ απλό: Είναι καλύτερα να ξέρω πράγματα ή όχι; Πολλές φορές, δε θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι αν δεν τα ξέραμε;
- (…) Δεν ξέρω. Είναι ανάλογα με την περίσταση. Μπορεί να είναι μαρτύριο το να μην ξέρεις πράγματα.
- Α, ναι. Έτσι είναι. Όπως και να’ χει, υποφέρεις.
Ο κεντρικός όμως πυρήνας του βιβλίου, το βασικό ερώτημα που τίθεται, βρίσκονται στις σελ. 180 και εξής:
-Κατακρατούσατε- ή καταστρέφατε πληροφορίες για να γλιτώσετε τον κόσμο από άχρηστες, οδυνηρές γνώσεις.
(…) Βλέπεις, υπάρχουν δυο είδη τρέλας για δύναμη. Όχι, όχι, μην αντιλέγεις, για δύναμη μιλάμε, και μάλιστα για άσχημα χρησιμοποιημένη δύναμη. Υπάρχει σίγουρα διαφθορά. Όλοι το ξέρουμε. Σκέψου τη ζημιά, τη φοβερή καταστροφή που θα μπορούσες να προξενήσεις αν ήσουνα στη θέση μου. Όλοι θα συμφωνούσαμε πως αυτό είναι λάθος, έτσι δεν είναι; αλλά τι γίνεται με το εντελώς αντίθετο; Τι γίνεται αν διαστρεβλώσεις τη δύναμή σου και υπερβείς τα όρια της ευθύνης σου νομίζοντας ότι κάνεις καλό;
(…) Το καλύτερο το ασφαλέστερο είναι να μην ξέρεις. Αλλά άπαξ και μάθεις, δεν μπορείς να κάνες τίποτα πια. Δε μπορείς να ξεφορτωθείς τις γνώσεις.
(σελ. 184):
Ξέρεις σε ποιο σημείο αυτή η αναζήτηση δύναμης – αυτό το μικρό μου εγχείρημα για το καλό της ανθρωπότητας – κλονίστηκε; Ήταν πολύ καλό, βλέπεις, να κάνεις καλό σε ανθρώπους που ήταν απλά ονόματα σε φακέλους. Τότε δεν είχα καθόλου ενδοιασμούς, πως αυτό που έκανα τους κρατούσε μακριά απ΄την αλήθεια. Πίστευα ότι μπορούσαν να κάνουν και χωρίς την αλήθεια. Αλλά μου συνέβη να πρέπει να κρύψω την αλήθεια από κάποιον που ήξερα, τότε άλλαξαν τα πράγματα. Άρχισα να κλονίζομαι.
Αυτό που ο Κουίν ήξερε ήταν ο πατέρας του Πρέντις, για τον οποίο είχε στοιχεία και πληροφορίες ότι άλλαξε το παρελθόν του ήρωα στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο, ενώ υπήρχαν γράμματα από συγκρατούμενούς του όπου κατηγορείται ότι πρόδωσε. Κι αυτή όμως η αλήθεια γίνεται σχετική, γιατί, αφενός δεν αποδεικνύεται ότι ο κατήγορος λέει την αλήθεια (έχει συμφέρον), αλλά και γιατί η προδοσία, τη στιγμή αυτή της κατάρρευσης του μετώπου και της παράδοσης των Γερμανών (λήξη πολέμου όπου οι Γερμανοί σκοτώνουν παράλογα κι εκδικητικά) δεν έχει νόημα.
(σελ. 192):
Γιατί τα τελευταία κεφάλαια είναι πιο πειστικά, πιο ειλικρινή από τα υπόλοιπα; Διότι εδώ βρίσκεται η αληθινή απόδραση. Οι πραγματικοί άθλοι, όλα τα γενναία και τολμηρά κατορθώματά του, πόσο μετράνε; Αυτά είναι δυνατόν να θεωρηθούν αποκυήματα της φαντασίας, όμως για το μέρος του βιβλίου που είναι στην πραγματικότητα ψεύτικο –να πού βρίσκεται όλη η προσπάθεια. Εδώ είναι που προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του. Γι’ αυτό φαίνεται σαν αληθινή απόδραση. Διότι είναι απόδραση, μια κατά κάποιον τρόπο εντελώς αληθινή απόδραση.
Οι διαστάσεις των «πραγματικών» συμβάντων αποκαλύπτονται με τέτοιον τρόπο, που γίνεται φανερό ότι η πραγματικότητα είναι κάτι που κατασκευάζεται κι ότι δεν έχει νόημα, ιδιαίτερα όταν παρέλθουν πολλά χρόνια, η εξακρίβωση της αντικειμενικής αλήθειας.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Μαΐου 20, 2007

Νεμιρόβσκι Ιρέν, Γαλλική σουίτα

Ευνοϊκά σε προδιαθέτει η «ιστορία» του μυθιστορήματος αυτού, εφόσον πρόκειται για ένα έργο φιλόδοξο που η ουκρανοεβραία συγγραφέας του το είχε γράψει με μικροσκοπικά γράμματα την εποχή του β’ παγκοσμίου πολέμου σε κακής ποιότητας χαρτί, δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί και να το ολοκληρώσει γιατί συνελήφθη και εκτελέστηκε, αλλά το χειρόγραφο σώθηκε από τις εγγονές της σαν από θαύμα και εκδόθηκε μόλις πριν από λίγα χρόνια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ημερολόγιο που κράταγε η συγγραφέας σχετικό με το βιβλίο, γιατί φαίνεται αφενός πώς δουλεύουν κάποιοι συγγραφείς, αφετέρου παίρνεις μια ιδέα για το περιεχόμενό του εφόσον είναι ημιτελές.
Προοριζόταν να έχει τέσσερα μέρη, εκ των οποίων γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν εντέλει τα δυο. Είναι ωστόσο ευδιάκριτα και αρκετά αυτόνομα μεταξύ τους, επομένως ο αναγνώστης δε μένει με κενά ή απορίες, δεν έχει καν την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα έργο που δεν το επεξεργάστηκε η συγγραφέας. Ακόμα και οι αβλεψίες, που τις επισημαίνει ο επιμελητής, είναι ασήμαντες.
Κατά τη γνώμη μου, το πρώτο μέρος έχει πιο ενδιαφέρον θέμα (η «έξοδος» των κατοίκων του Παρισιού ενόψει της γερμανικής εισβολής), αλλά το δεύτερο είναι πιο καλογραμμένο.
Το πρώτο μέρος λοιπόν είναι σπονδυλωτό, μια «αλληλουχία από πίνακες με θέμα την κατάρρευση του μετώπου», όπως γράφει η Ανισσίμοφ στην κατατοπιστικότατη εισαγωγή της, Καθώς εναλλάσσονται τα κεφάλαια, εναλλάσσονται και οι ήρωες, χαρακτηριστικοί τύποι ανθρώπων των οποίων παρακολουθούμε τις αντιδράσεις απέναντι στην ήττα, απειλή, τον εκπατρισμό, την απώλεια της περιουσίας, την αντίσταση κλπ. Οι προθέσεις τής συγγραφέως είναι ξεκάθαρες και –κατά τη γνώμη μου- λίγο σχηματικές: ν’ αποδώσει τη μικροψυχία και την αδυναμία κάποιων –των περισσότερων-ανθρώπων, σε ακραία αντίθεση με το μεγαλείο και τον ιδεαλισμό κάποιων άλλων. Έτσι, βλέπουμε τον ιδεαλιστή παπά (αβά), τον δεκαεπτάχρονο ήρωα που θέλει να θυσιαστεί για την πατρίδα, αλλά και τους «αλήτες» του αναμορφωτηρίου που εντέλει θαμπώνονται από τα πλούτη και σκοτώνουν ομαδικά τον παπά, τον πλούσιο που κλαίει τα πλούτη του, τον δειλό, τον δωσίλογο, κλπ. κλπ. Το ύφος καθαρά νατουραλιστικό, οι χαρακτήρες τυποποιημένοι και άκαμπτοι, προβλέψιμοι όπως συμβαίνει συνήθως στα νατουραλιστικά έργα ( βλ. αλήτες). Ενώ οι καταστάσεις και οι εικόνες της «εξόδου» αυτής των Παριζιάνων είναι συγκλονιστικές από μόνες τους, το μέρος αυτό με κούρασε, το βαρέθηκα:
(σελ. 70, δείγμα σχηματοποιημένου, ισοπεδωτικού νατουραλισμού):
Έβρισκε φρικαλέα τη φαινομενική υπακοή τους. Παρά τη βάπτιση, παρά τη θεία μετάληψη και τη μετάνοια, καμιά αχτίδα σωτηρίας δεν έφτανε ως τις καρδιές τους. Παιδιά του ερέβους, δεν είχαν καν τη δύναμη ν’ ανυψωθούν ως την επιθυμία για φως· δεν το διαισθάνονταν, δεν το εύχονταν, δεν τους έλειπε. (…) Ήξερε ότι μέσα στις νεαρές εκείνες ψυχές το κακό είχε ήδη γερές ρίζες, κλπ.
Παρόλ’ αυτά, υπάρχουν σε κάποια σημεία δείγματα γραφής γεμάτης ευαισθησίας και παρατηρητικότητας, (που συναντάμε περισσότερο στο β’ μέρος του βιβλίου), όπως η σκηνή όπου ετοιμάζεται η οικογένεια Περικάν για το «φευγιό», σελ.81:
«Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, έλεγε η κυρία Περικάν. Αλλά τη μια διαπίστωναν πως είχαν ξεχάσει το κουτί με τις δαντέλες, την άλλη τη σανίδα για το σιδέρωμα. Έτρεμαν από το φόβο, ήθελαν να φύγουν, όμως η ρουτίνα ήταν ισχυρότερη από τον τρόμο, επέμεναν να τηρήσουν την τελετουργία που τηρούσαν όταν ετοιμάζονταν να φύγουν για διακοπές στην εξοχή. Δεν είχαν καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε. Θα έλεγε κανείς πως ενεργούσαν σε δυο χρόνους, μισοί στο παρόν και μισοί βυθισμένοι στο παρελθόν, λες και τα γεγονότα είχαν διεισδύσει μόνο σ’ ένα μικρό κομμάτι της συνείδησής τους, το πιο επιφανειακό, αφήνοντας τα βαθύτερη περιοχή της να κοιμάται μακαρίως.
Ή, στη σελ. 294:
«Τι θέλεις να καταλάβεις; Δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβεις», είπε εκείνος. «υπάρχουν νόμοι που διέπουν τον κόσμο και που δεν είναι φτιαγμένοι ούτε υπέρ μας ούτε εναντίον μας. Όταν ξεσπά μια καταιγίδα δεν τα βάζεις με κανέναν, ξέρεις ότι ο κεραυνός είναι προϊόν δυο αντίθετων ηλεκτρισμών, τα σύννεφα δε σε γνωρίζουν προσωπικά. Δεν μπορείς να τα κατηγορήσεις για τίποτα. Θα ήταν άλλωστε γελοίο, αφού δε θα σε καταλάβαιναν».
Νομίζω, λοιπόν, ότι με πολλή διεισδυτικότητα και ευαισθησία παραθέτει βιώματα που μάλλον έζησε και η ίδια, ενώ είναι απελπιστικά αδύναμα, ως εκτός τόπου και χρόνου, περιστατικά που δεν έζησε η ίδια, όπως ο φόνος του παπά ή η ντροπή του 15χρονου ήρωα.

Το δεύτερο μέρος κατά τη γνώμη μου ήταν πολύ καλύτερο, όχι γιατί υπήρχε το αισθηματικό suspense (η σχέση της πρωταγωνίστριας με τον Γερμανό που επέταξε το σπίτι), αλλά γιατί το γράψιμο της Νεμιρόβσκι εδώ είναι πολύ πιο μεστό και βαθύ, και πρoσεγγίζει πιο «διαλεκτικά» τις καταστάσεις, όχι τόσο απόλυτα. Δε διστάζει να περιγράψει αντιφάσεις και ψυχικές συγκρούσεις, φτάνοντας σ’ έναν ανθρωπισμό μέσα απ’ το συναίσθημα, όταν π.χ. οι Γερμανοί κατακτητές αποκτούν υπόσταση, προσωπικότητα και ανθρώπινες σχέσεις με τους ήρωες (σε διάφορες αποχρώσεις φυσικά). Και πάλι όμως, δεν τυποποιεί αυτό το σχήμα, οι σχέσεις ανατρέπονται και ξανά όταν σκοτώνει ένας συντοπίτης Γάλλος έναν Γερμανό στρατιώτη. Τότε οι εξατομικευμένες σχέσεις πάλι αποπροσωποποιούνται, για να μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για κατάσταση κατοχής.
Δείγματα γραφής:
(σελ. 348):
ένας στρατιώτης του εχθρού δεν έμοιαζε ποτέ μόνος- ένα ανθρώπινο ον απέναντι σ’ ένα άλλο, ήταν σαν να έσερνε μαζί του έναν αμέτρητο λαό φαντασμάτων που συνωθούνταν, τα φαντάσματα των απόντων και των νεκρών. Δεν απευθυνόσουν σ’ έναν άνθρωπο, αλλά σ’ ένα αόρατο πλήθος· γι’ αυτό και τα λόγια που πρόφερες δεν ήταν ποτέ απλές λέξεις, ούτε ακούγονταν απλά. Είχες διαρκώς την παράξενη αίσθηση ότι ήσουν ένα στόμα που μιλούσε για λογαριασμό τόσων άλλων, βουβών.
(σελ. 368):
Ήταν σκληρός, αλλά με την σκληρότητα της εφηβείας, αυτή που πηγάζει από μια πολύ ζωηρή φαντασία στραμμένη αποκλειστικά στον εαυτό σου, στη δική σου μόνο ψυχή· έτσι που να μη λυπάσαι τους άλλους, να μη βλέπεις τα βάσανά τους· να βλέπεις μόνο τον εαυτό σου.
(σελ. 501):
Το μισώ αυτό το συλλογικό πνεύμα για το οποίο μας τρώνε τ’ αυτιά. Γερμανοί, Γάλλοι, γκολικοί, όλοι συμφωνούν σ’ ένα σημείο: πρέπει να ζούμε, να σκεφτόμαστε, να αγαπάμε μαζί με τους άλλους, με αναφορά ένα Κράτος, μια πατρίδα, ένα Κόμμα. Ω Θεέ μου! Εγώ δε θέλω! Είμαι μια φτωχή, άχρηστη γυναίκα· δεν ξέρω τίποτα, θέλω όμως να είμαι ελεύθερη.
(σελ. 444):
Ο στρατιώτης μένει παιδί σε κάποιες πλευρές του, και σε κάποιες άλλες είναι γέρος, πολύ γέρος… Δεν έχει ηλικία πια.
(σελ.558):
Τελικά, υπάρχει μια άβυσσος ανάμεσα στον νέο άντρα που βλέπω εδώ και στον αυριανό πολεμιστή. Όλοι ξέρουμε πόσο σύνθετο είναι το ανθρώπινο ον, πόσο πολύπλοκο, διχασμένο, με εκπλήξεις, χρειάζεται όμως να ζήσουμε εποχές πολέμου ή μεγάλων ανακατατάξεων για να το δούμε. Και αυτό είναι το πιο συναρπαστικό και το πιο τρομακτικό θέαμα. Το πιο τρομακτικό, γιατί είναι αληθινό. Δεν μπορείς να καυχιέσαι ότι ξέρεις τη θάλασσα αν δεν την έχεις ζήσει όχι μόνο ήρεμη αλλά και τρικυμισμένη.
Νομίζω ότι η Νεμιρόβσκι κατάφερε να δείξει αυτή την ανθρώπινη πολυπλοκότητα που ξεδιπλώνεται πιο ξεκάθαρα σε εποχή πολέμου, μέσα από την πλοκή και τις διάφορες καταστάσεις. Για την εποχή της οι απόψεις της αλλά κι αυτή η απόσταση από τ’ ανθρώπινα πάθη, η αποδοχή του διαφορετικού, νομίζω ότι την τοποθετούν στους προοδευτικούς συγγραφείς, κι ας είναι κάπως «κλασικός» ο τρόπος γραφής.

Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Μαΐου 09, 2007

Ιζζό Ζαν Κλωντ, τριλογία

α. Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας
(αυθεντικός τίτλος «Total Kheops»)

Δεν είναι πόλη για τουρίστες η Μασσαλία. Δεν έχει κάτι να δεις. Δεν μπορείς να φωτογραφίσεις την ομορφιά της. Απλά, τη μοιράζεσαι. Σ’ αυτά εδώ τα μέρη πρέπει να είσαι οπαδός. Να σε πιάνει το πάθος. Να είσαι υπέρ, να είσαι κατά. Να είσαι-βίαια. Τότε μόνο σου προσφέρονται να δεις όσα είναι να δεις. Αλλά τότε, ο ταγμένος χρόνος έχει περάσει, είναι αργά, και βρίσκεσαι πια στην καρδιά του δράματος. Ενός δράματος αρχαίου, με ήρωα τον θάνατο. Στη Μασσαλία πρέπει να ξέρεις να μάχεσαι ακόμα και για να χάσεις..

Μυθιστόρημα «νουάρ», που σε μεταφέρει στη Μασσαλία, στον κόσμο και τον υπόκοσμό της. Φόνοι, εγκλήματα, Μαφία, πορνεία, βία, ρατσισμός, αλλά και «συναίσθημα»: φιλία μεταξύ τριών μικροαπατεώνων, βαθιά και ουσιαστική, μέχρι τη στιγμή που γίνεται ο πρώτος φόνος. Τότε, ο ήρωας της τριλογίας αποκόπτεται και γίνεται …μπάτσος. Ένας καλός, συναισθηματικός μπάτσος που ενεργοποιείται από μόνος του για να διαλευκάνει το μυστήριο της δολοφονίας των παιδικών του φίλων.
Παρόλο που το βιβλίο κινείται σε γνώριμα καλούπια (ο καλός-συναισθηματικός μπάτσος, ο «bon viveur», ο ανικανοποίητος έρωτας, κλπ.), το βιβλίο συναρπάζει ιδιαίτερα, γιατί: α) είναι πολύ συμπαθητικός ο πρωταγωνιστής β) υπάρχει «ατμόσφαιρα», συναίσθημα όχι κραυγαλέο, έρωτας, νοσταλγία, και γενικώς «στυλ»! γ) υπάρχει φυσικά suspense, και η πλοκή έναι …πολύπλοκη (κρατούσα σημειώσεις για να θυμάμαι τα ονόματα), θυελλώδης, και ο συγγραφέας σε κάνει να ταυτίζεσαι συναισθηματικά με τον κυρίως ήρωα δ) αγάπη για την Μασσαλία, μια ζωντανή, μεσογειακού ταμπεραμέντου πόλη.
Ο αυθεντικός τίτλος, «Total Kheops», είναι τραγούδι και παραπέμπει στον φαραώ Χέοπα, του οποίου η πυραμίδα είναι η μεγαλύτερη απ’ αυτές που σώθηκαν. Ονομάστηκε «επικατάρατος», γιατί απαιτούσε σκληρή δουλειά η οικοδόμησή της.
Δεν ήξερα τον συγγραφέα, ο οποίος σημειωτέον αυτοκτόνησε πολύ νέος. Το πνεύμα του μου θυμίζει αόριστα τον Καμύ.

β. Το τσούρμο

Το καλύτερο της τριλογίας κατά τη γνώμη μου, ούτε τόσο βίαιο όσο το 1ο και το 3ο, ούτε τόσο συναισθηματικό όσο το 3ο. Το suspense αρχίζει απ’ τις πρώτες σελίδες. Ο κεντρικός ήρωας, ο Φαμπιό, έχει παραιτηθεί πια από μπάτσος, αλλά γίνεται άθελά του μάρτυρας του φόνου ενός «εκπαιδευτή νέων με κοινωνικά προβλήματα», που τον ήξερε από παλιά.
Δεν αξίζει ούτε είναι σκόπιμο ν’ αναφερθώ στην πλοκή, άλλωστε είναι κι εδώ πολύ σύνθετη, με πάρα πολλά πρόσωπα, φόνους κλπ. Μες από τα γεγονότα ωστόσο αναδίνεται ένα συναίσθημα, ένα μηδενιστικό πνεύμα, ένας απελπισμένος (;) λυρισμός, ενώ γίνεται διαρκώς ανακατάταξη του παρελθόντος και των αναμνήσεων ιδωμένων πια μέσα από ένα καινούριο πρίσμα. Ποίηση.
(σελ. 73):
Ν’ αναρωτιέσαι για τοπαρελθόν δε χρησιμεύει πουθενά. Τις ερωτήσεις πρέπει να τις απευθύνουμε στο μέλλον. Χωρίς μέλλον, το παρόν δεν είναι τίποτα παραπάνω από αταξία. Ναι, βέβαια. Όμως, εγώ δεν τα κατάφερα με το παρελθόν μου κι αυτό είναι το πρόβλημά μου.
(σελ. 86):
Το «παστίς» και η «κεμιά»- μαύρες και πράσινες ελιές, αγγουράκια τουρσί και κάθε λογής λαχανικά βρασμένα στο ξύδι- αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της μαρσεγιέζικης καλοζωίας. Την εποχή που οι άνθρωποι ήξεραν ακόμα να κουβεντιάζουν, όπου είχαν πράγματα να λένε. Και βέβαια, αυτό σ’ έκανε να διψάς. Άσε που ήθελε χρόνο. Αλλά ο χρόνος δε λογαριαζόταν. Τίποτα δεν ήταν βιαστικό. Όλα μπορούσαν να περιμένουν πέντε λεπτά. Ήταν μια εποχή ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη απ’ τη δική μας. Όμως απλά, οι χαρές και οι λύπες μοιράζονταν, χωρίς ψευτολεπτότητες. Ακόμα και τη μιζέρια σου μπορούσες να την πεις. Αρκούσε να’ ρθεις στου Φελίξ.
Έτσι περίπου αποδίδεται η «μαρσεγέζικη καλοζωία» και , πρέπει να επισημάνω ότι σ’ αυτό το βιβλίο, παρουσιάζονται και άπειρες λαχταριστές… συνταγές σε ανύποπτο χρόνο.

γ. Solea

Το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της σειράς «νουάρ» μυθιστορημάτων του Ιζζό· ο ίδιος πρωταγωνιστής, με πολλές αναφορές στο παρελθόν που μας είναι ήδη γνωστό από τα προηγούμενα βιβλία του, δίνει ανάγλυφα μια εικόνα του εαυτού του καθώς εμπλέκεται σε μια ιστορία εκβιασμών με Μαφία κλπ. Στο τρίτο αυτό μέρος της τριλογίας, ο συγγραφέας είναι πιο «μελό», πιο συναισθηματικός, οι παρεκβάσεις και οι θυμοσοφίες κάπως πλεονάζουν, ενώ το τέλος είναι πολύ βίαιο, απελπισμένο, μαύρο.
Συγκριτικά δηλαδή με τα δυο πρώτα, όπως ήταν αναμενόμενο, επειδή κινείται σε γνώριμα πλαίσια δε συναρπάζει τόσο πολύ. Παρόλ’ αυτά, αξίζει ασφαλώς τον κόπο!
(σελ. 184):
Τώρα το συνειδητοποιούσα. Για το παιδί θα σκότωνα. Γι’ αυτό και μόνο. Για όλα όσα δε μπορεί να καταλάβει σ’ αυτήν την ηλικία. Το θάνατο. Τους αποχωρισμούς. Την απουσία. Αυτήν την προπατορική αδικία που είναι η απουσία του πατέρα, της μητέρας.
Το τέλος είναι κορύφωση βίας, έντασης αλλά και συναισθημάτων και λυρισμού.

«Λολ, δες, κάνε να πέσει η αυλαία της ζωής μας. Στο ζητώ, σε παρακαλώ. Είμαι κουρασμένος.
Σε παρακαλώ, Λολ.»


Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Μαΐου 05, 2007

Βλάχου Παναγιώτη, Καλή σας νύχτα, κύριε Φρόιντ

Βιέννη, 1913. Μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να ανασυστήσει την εποχή και την πνευματική ατμόσφαιρα της μεγαλούπολης τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Δεν τα καταφέρνει και άσχημα, χωρίς όμως να μεταδίδει αυτόν τον «οργανικό» παλμό που βρίσκεις σε αντίστοιχες προσπάθειες. Το όλο εγχείρημα μοιάζει σα να’ χει στόχο να κάνει ευχάριστη και απλουστευτική την προσέγγιση της ψυχανάλυσης στους αμύητους, να δώσει «σάρκα και οστά» σε κλασικές ιστορίες πρώιμης ψυχανάλυσης, όπως η ιστορία της θεραπείας της Έλενορ από τους πόνους στα πόδια (που οφείλονταν σε αισθήματα ενοχής και καταπιεσμένων σεξουαλικών ενστίκτων). Η μυθιστορηματική ιστορία της Έλενορ βασίζεται, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, σε ιστορία που παραθέτει ο ίδιος ο Φρόιντ στο έργο του «Μελέτες για την υστερία». Ο χαρακτήρας της Έλενορ αποδίδεται αρκετά πειστικά (Η ζωή σα να είχε χάσει τη μαγεία της… Σαν να έκλεινε σιγά σιγά εκείνο το παράθυρο που στέκει ορθάνοιχτο στα νοήματα της ζωής) όχι όμως και του …αμαξά της, που κατά τη γνώμη μου παραείναι κουλτουριάρης και οι λεπτομέρειες της ζωής του μάλλον άσχετες στον βασικό κορμό του βιβλίου.
Ήταν το τρίτο βιβλίο στη σειρά τέτοιου τύπου που διάβασα (ιστορική ατμόσφαιρα, χαλαρή υπόθεση, πληροφορίες εποχής κλπ.) και ομολογώ ότι αυτό το στυλ με κούρασε. Κάποιοι διάλογοι, αν και είναι προσεγμένοι και καλοδουλεμένοι, φαίνεται ότι το μόνο που εξυπηρετούν είναι η απόδοση της πνευματικής ατμόσφαιρας που είπαμε. Ο Φρόιντ, βέβαια, από μόνος του είναι εστία ενδιαφέροντος, καθώς και η κρίσιμη εποχή πριν τον Α’ Παγκόσμιο κατά την οποία συνυπάρχουν η ψυχανάλυση, ο μαρξισμός, ο «μεσμερισμός», ο υπερρεαλισμός, ο «παγγερμανισμός» το εβραϊκό ζήτημα κ.α. Έχει ενδιαφέρον, φερειπείν, ο διάλογος Φρόιντ-Τρότσκι (σελ.130-138), παρόλο που σ’ αυτές τις περιπτώσεις αμφιβάλλεις για την ιστορική αλήθεια! για την ακρίβεια, ο αναγνώστης μένει πάντα με την απορία για το πού τελειώνει η πραγματικότητα (που υποθέτω βασίζεται σε πηγές, αν πάρει κανείς υπόψη την πλούσια βιβλιογραφία) και πού αρχίζει η φαντασία του συγγραφέα! Ή , μήπως πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε ανάλογα εγχειρήματα όπως τις δημηγορίες του Θουκυδίδη, που τις έγραψε όπως θα «μπορούσε» να τις εκφωνήσει ο ομιλητής, μιμούμενος το «ήθος» του («ηθοποιία»);
Κλασικός, λοιπόν, αποβαίνει ο διάλογος Τρότσκι-Φρόιντ, όπου παρακολουθούμε βέβαια την διαλεκτική αντίθεση μεταξύ των δυο αυτών ρευμάτων της εποχής:
-Ο μαρξισμός είναι ένα εργαλείο κατανόησης του κόσμου μας, αλλά με πρωτεύοντα στόχο την αλλαγή του, και όχι απλώς μια ερμηνεία του…. Θυμηθείτε τι έλεγε ο Καρλ Μαρξ: "Η δουλειά των φιλοσόφων περιορίζεται στο να ερμηνεύουν τον κόσμο, εμείς όμως πρέπει να κάνουμε κάτι για να τον αλλάξουμε".
-Το λαμβάνω υπόψη μου, αλλά θα ήθελα να τελειώσω πρώτα αυτό που σας έλεγα… Ήθελα να τονίσω πως η υπεροχή του μαρξισμού βρίσκεται στη σαφέστατη διορατικότητά του για την καθοριστική επιρροή που ασκούν οι οικονομικοί όροι στις διανοητικές, ηθικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις του ατόμου. Αλλά τι είναι εκείνο που μας διαβεβαιώνει ότι αυτός είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας; Υπάρχει κάτι που δε λαμβάνετε υπόψη σας…Τους ψυχολογικούς παράγοντες. Την ίδια τη φύση του ανθρώπου…

Ο διάλογος συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, κάπως μηχανιστικά σε βάρος της αληθοφάνειας, σαν να πρόκειται δηλαδή για εγχειρίδιο με θέμα την αντιπαράθεση των δυο απόψεων, ωστόσο είναι αξιόλογο το τέλος του:
- Αναζητάτε, φίλε μου, την ιδανική κοινωνία. Κακώς. Αυτό είναι το λάθος σας. Γιατί δεν υπάρχουν ιδανικοί άνθρωποι… και τον πλέον ιδανικό μύθο να κατασκευάσει κανείς για την κοινωνία, οι άνθρωποι θα τον κατανοήσουν διαφορετικά. Οι άνθρωποι φίλε μου δίνουν προσωπικές ερμηνείες. Δεν υπάρχουν απόλυτα νοήματα. Υπάρχουν συλλογικά οράματα, ναι, φυσικά, συλλογικές επιθυμίες, συμφωνώ. Αλλά όχι απόλυτα νοήματα. Απόλυτες βεβαιότητες έχουν μόνο οι τρελοί… Ακόμα και ο Κρέοντας, μπροστά στο λαό του, την απόλυτη βεβαιότητά του την έθεσε ως ερώτημα: Η πόλη δεν ανήκει στον άρχοντά της;
- Ο άρχοντας ανήκει στην πόλη.
- Κανείς δεν ανήκει σε κανέναν, φίλε μου…
- Καλή σας νύχτα, κύριε Φρόιντ. (εξ ου και ο τίτλος)
Αυτό που προσωπικά μου άρεσε και το σημείωσα ιδιαίτερα, ήταν η αναφορά στον Κλιμτ, με αφορμή την επίσκεψη της Έλενορ σε μια έκθεση όπου παρευρισκόταν κι ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Η περιγραφή των αινιγματικών γυναικείων μορφών του Κλιμτ και η προσπάθειά του ν’ αποδώσει τον κρυμμένο τους ερωτισμό συνδέεται άμεσα με την απώθηση των σεξουαλικών επιθυμιών της Έλενορ και όποιας άλλης. Γίνεται πολύ ενδιαφέρουσα αναφορά στο προκλητικό έργο του Κλιμτ «Υγεία», όπως και στην αισθησιακή Δανάη, κ.α.
(σελ. 147)
Ο Φρόιντ χαμογέλασε. Του άρεσε ο Κλιμτ. Ο αισθησιασμός του. Το πάθος του για τη γυναίκα και συνάμα ο φόβος του για ό, τι αυτή υπαινισσόταν και δεν αποκάλυπτε. (…+++)Όλη αυτή η σειρά των πορτρέτων του δεν ήταν μόνο μια ανδρική αναζήτηση, μια ανδρική φαντασίωση. Αισθανόταν ότι- όπως πιθανολογούσε ο ίδιος όσο και ο Κλιμτ, αν και από διαφορετικούς δρόμους, αν και χωρίς να μπορούν ακόμα να το διατυπώσουν με βεβαιότητα- σε αυτό το αιώνιο ανδρικό ερώτημα τι θέλει η γυναίκα απαντούσε ασυνείδητα η ίδια η γυναίκα. Αυτή που μοιάζει να λέει: Αυτό που επιζητώ, αυτό που μέσα στα βάθη της ψυχής μου είναι η ανομολόγητη επιθυμία μου, θα βρω χίλιους τρόπους να μην το εκπληρώσω ποτέ. Και απ’ αυτό το πράγμα παίρνω ευχαρίστηση. Προκαλούν με το γυμνό τους σώμα, ψιθυρίζουν λόγια τρυφερά και ερωτικά, μα, όταν είναι να γευτούν αυτό το θεσπέσιο έδεσμα του πάθους, πάντα εφευρίσκουν έναν τρόπο να λένε όχι. Αυτό μάλλον γνώριζε ο Κλιμτ, κι αυτό ζητούσε να εκφράσει στους πίνακές του.
Πέρα απ’ αυτές τις άξιες λόγου παρεκβάσεις, τις οποίες προσπαθεί φιλότιμα ο συγγραφέας να εντάξει στον βασικό πυρήνα του βιβλίου, προχωρά με κλασικά βήματα η θεραπεία της Έλενορ και ολοκληρώνεται με την δικαίωση του ψυχοθεραπευτή της.

Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Μαΐου 01, 2007

Μακ Κορτ Φρανκ, Οι στάχτες της Άντζελα

Αν δεν είχα γράψει τις Στάχτες της Άντζελας, θα είχα πεθάνει παρακαλώντας, Δώσε μου άλλον ένα χρόνο μόνο, Θεέ μου, άλλον ένα χρόνο μόνο, γιατί αυτό το βιβλίο είναι το ένα και μοναδικό πράγμα που θέλω να κάνω στη ζωή μου.
(από τον πρόλογο του βιβλίου «Ο δάσκαλος»)

Το αγόρασα υπό το κράτος του ενθουσιασμού για το άλλο βιβλίο του ίδιου που διάβασα πρόσφατα («Ο δάσκαλος»), έχοντας κατά νου ότι ίσως με κουράσει η επανάληψη του ίδιου ύφους γι’ άλλες εξακόσιες σελίδες. Πράγματι, στην αρχή η σύγκριση με τον «Δάσκαλο», του οποίου το θέμα είναι εξ ορισμού συναρπαστικό, ήταν αναπόφευκτη. Στη συνέχεια όμως, με κέρδισε το περιεχόμενο γι’ άλλη μια φορά, η απίστευτη παιδική ηλικία και η ενηλικίωση του αφηγητή/συγγραφέα Φρανκ Μακ Κορτ. Πρόκειται δηλαδή για την καταγραφή πάλι των προσωπικών βιωμάτων του Κορτ, που από μόνα τους είναι συγκλονιστικά και δε νομίζω ότι αυτό μειώνει τη λογοτεχνική αξία του βιβλίου, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει: αν έχεις όντως κάτι να πεις, το λες, κι αυτό έχει πρώτιστη σημασία. Άλλωστε, χιλιάδες άλλοι είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν παρόμοιες εμπειρίες, και δεν το’ καναν. Ο Μακ Κορτ, ωστόσο, έχει και το κατάλληλο ύφος ώστε αυτό το «κάτι» να μην εξαντλείται στη μοναδικότητα της εμπειρίας ή στον αυτοοικτιρμό, θα έλεγα ότι δουλεύει τις σιωπές.
Βρισκόμαστε αρχικά στο Μπρούκλιν, μέχρι που ο μεγαλύτερος γιος, ο Φρανκ, γίνεται περίπου πέντε (ακολουθούν ο Μάλαχι, δυο δίδυμα κι ένα κοριτσάκι) και στη συνέχεια η οικογένεια μεταφέρεται στην Ιρλανδία, στο Λίμερικ απ’ όπου κατάγεται η μάνα (Άντζελα). Είναι απερίγραπτη η φτώχεια, η ανεργία, η πείνα, η γύμνια, το κρύο, η βρωμιά στην οποία αναγκάζονται να ζουν, αλλά και η σκληρή αντιμετώπιση των συγγενών οι οποίοι περιφρονούν και δείχνουν ανοιχτά την προκατάληψή τους απέναντι στον πατέρα της οικογένειας που είναι από τη Β. Ιρλανδία, ένας ακόμα μπεκρούλιακας που, όταν πού και πού βρίσκει δουλειές της πλάκας ξοδεύει και την τελευταία του δεκάρα στο ποτό, ενώ, ακόμα κι όταν πεθαίνει το ΤΡΙΤΟ του παιδί από την πείνα (έχουν ήδη πεθάνει απ’ τη φτώχεια άλλα δυο) εξαφανίζεται με τα λεφτά για το φέρετρο και γυρνά μετά την κηδεία στο σπίτι πιωμένος. Η μάνα, μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση απ’ την κούραση και τη θλίψη πολλές φορές παραιτείται, αποσύρεται, αρρωσταίνει κι απομένει στο δύστυχο Φρανκ να τα βγάλει πέρα ζητιανεύοντας για ξεροκόμματα ή για κάρβουνα που έχουν πέσει στο δρόμο κλπ. Η βρωμιά και οι συνθήκες διαμονής είναι ανεκδιήγητες, κι είναι απορίας άξιον πώς, σ’ ευρωπαϊκή χώρα του 20ου αι. και σε περίοδο ειρήνης υπήρξαν τέτοιες καταστάσεις. Επίσης, αναρωτιέται κανείς, πώς, σε τέτοιες συνθήκες ανατροφής, χειρότερες κι από του τελευταίου ζητιάνου, ο Φρανκ κατάφερε να μορφωθεί, να γίνει δάσκαλος, καθηγητής σε Πανεπιστήμιο (έστω και με τις αποτυχίες που μας περιγράφει στο άλλο του βιβλίο) και να γράψει τα βιβλία που έγραψε. Ίσως βέβαια, αυτοί είναι οι βαθύτεροι κοινωνικοί λόγοι της καρτερικότητας, της ταπεινοσύνης και της βαθιάς κατανόησης που δείχνει με αυθεντικό τρόπο ως δάσκαλος (θυμήσου ιστορία με σάντουιτς!!)
Η αφήγηση, όπως και στο «Δάσκαλο», σε λίγα σημεία εκπίπτει σε συναισθηματισμούς και ερμηνείες, παρόλο που τα γεγονότα αυτά καθαυτά προσφέρονται. Καταγράφονται ωστόσο με τόσο συγκλονιστικές λεπτομέρειες, λεπτομέρειες που μιλάνε από μόνες τους, που δεν «περισσεύει» χώρος για μπλα- μπλα. Ένα τυχαίο παράδειγμα: όταν πέθανε το πρώτο παιδί, ένα πανέμορφο κοριτσάκι, το μόνο στο οποίο έδειξε τόση αδυναμία ο πατέρας ώστε δεν ξενυχτούσε για να πίνει:
Δυο ημέρες αργότερα ο μπαμπάς γύρισε από τη βόλτα για τσιγάρα.
Αυτή η λιτή φράση, λέει τόσα πολλά που δεν χρειάζεται εξηγήσεις. Έτσι, μ’ ένα γλυκόπικρο χιούμορ που φτάνει καμιά φορά και σε κυνισμό, σε σαρκασμό (βλ. 1η σελίδα:…μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία δεν αξίζει τον κόπο να τη ζη κανείς. Και ακόμη χειρότερη από μια δυστυχισμένη παιδική ηλικία είναι η ιρλανδική δυστυχισμένη παιδική ηλικία. Όμως, χειρότερη κι απ’ αυτή είναι η καθολική ιρλανδική παιδική ηλικία), αυτό το παραμελημένο παιδί που σηκώνει στις πλάτες του το βάρος όλης της οικογένειας πολλές φορές, καταθέτει όλες αυτές τις μνήμες που τον διαμόρφωσαν, τον έκαναν συμπονετικό κι όχι σκληρό όπως θα περίμενε κανείς, τον έκαναν να’ χει ένα ιδιαίτερο δεσμό με τον απίστευτο πατέρα.
Πολλά σημεία του βιβλίου είναι ξεκαρδιστικά, όπως οι ιστορίες με την εκμάθηση χορού, με την προσπάθεια του μικρού Φρανκ να γίνει παπαδοπαίδι, σκηνές με τους διάφορους ιδιόρρυθμους δασκάλους, με τη «δουλειά» που βρήκε να διαβάζει σ’ ένα κουλτουριάρη γέρο κλπ. Θα τολμούσα να πω ότι η εξιστόρηση, το ύφος σε συνδυασμό με το περιεχόμενο αφήνουν τη γεύση που αφήνει ο Καραγκιόζης, ή καλύτερα ο Σαρλό, ο Χοντρός και λιγνός (λιγότερο, γιατί εδώ υπάρχει πολύ έντονο το στοιχείο της φάρσας).
Όσο μεγαλώνει ο Φρανκ και κοινωνικοποιείται, ως πρώτο παιδί της οικογένειας, διακρίνουμε το ενδιαφέρον του για τη γνώση, δεν το προβάλλει ωστόσο ιδιαίτερα. Φερειπείν, έμμεσα συνειδητοποιεί την αγάπη του για τη λογοτεχνία όταν αναγκάζται να διαβάζει βιβλία στον κύριο Τιμόουνι, κερδίζοντας το φοβερό ποσόν των έξι πενών. Όταν έχασε τη δουλειά (άλλη ξεκαρδιστική ιστορία, σελ. 287):
Έτσι τέλειωσαν τα σαββατιάτικα εξάπενά μου, αλλά εγώ είχα αποφασίσει να συνεχίσω το διάβασμα στον κ. Τ. ανεξάρτητα από τα χρήματα.(…) Περπατάω μίλια ολόκληρα μέχρι τον Οίκο της Πόλης για να μη χάσει το διάβασμά του.
Με αφορμή τη φοβερή έκθεση που έγραψε «Ο Ιησούς και ο καιρός» (πώς να την αντιγράψω όλη; Θυμίζει πάντως τις εκθέσεις στο «Εγώ ελπίζω να τη βολέψω»!), τον μεταφέρουν από την Πέμπτη στην έκτη τάξη όπου ο δάσκαλος:
Πρέπει να διαβάζετε και να μαθαίνετε ώστε να διαμορφώσετε τη δική σας άποψη σχετικά με την ιστορία και οτιδήποτε άλλο αλλά δεν μπορείτε να διαμορφώσετε ένα άδειο μυαλό. Γεμίστε το μυαλό σας, γεμίστε το μυαλό σας. Είναι το δικό σας θησαυροφυλάκιο και κανείς στον κόσμο δεν μπορεί να μπει μέσα του. Αν αγοράζατε ένα σπίτι που χρειαζόταν επίπλωση θα το γεμίζατε με χαρτιά και διάφορα άλλα σκουπίδια; Το μυαλό σας είναι το σπίτι σας κι αν το γεμίσετε με σκουπίδια θα σαπίσει μέσα στο κεφάλι σας. Μπορεί να είστε φτωχοί, τα παπούτσια σας μπορεί να είναι σκισμένα, όμως το μυαλό σας είναι ένα παλάτι.
Το βιβλίο τελειώνει όταν ο δεκαπεντάχρονος πια Φρανκ εγκαταλείπει την Ιρλανδία και μπαίνει στη «χώρα της επαγγελίας», στο λιμάνι της Νέας Υόρκης.

Χριστίνα Παπαγγελή